Σαν σήμερα 13 Απριλίου 1926 γεννήθηκε στα Βίλλια της Αττικής η Έλλη Λαμπέτη, μια από τις κορυφαίες μορφές του νεοελληνικού θεάτρου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου, το νέο της επώνυμο, το επέλεξε στα πρώτα της βήματα στο θέατρο, από το βιβλίο «Αστραπόγιανος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Φοίτησε στη Δραματική Σχολή που είχε ιδρύσει η Μαρίκα Κοτοπούλη και δεκαπεντάχρονη ακόμη μαθήτρια πρωτοεμφανίστηκε στο “Ταξίδι γάμου” του Κάρλος ντε Φρις.
Από το 1942 που κάνει τα πρώτα της βήματα στη σκηνή αποκαλύπτεται μια πρωταγωνίστρια. Το αστέρι της μεσουρανεί και κυριεύει τον ελληνικό κινηματογράφο από το 1946. Οι ταινίες με τη συμμετοχή της αποκτούν καλλιτεχνικό κύρος. Είναι ίσως από τις αξιολογότερες του ελληνικού κινηματογράφου. Για την «ιστορία» να αναφέρουμε ότι η τελευταία ταινία της το 1968 ‑σε σκηνοθεσία και σενάριο του δεύτερου συζύγου της Φρέντερικ Γουέικμαν — αναφερόταν στην Σβετλάνα Στάλιν… υπό το πνεύμα βέβαια της αμερικανικής πολιτική αξιοποίησης του προσώπου αυτού. Η ταινία γνώρισε παταγώδη εμπορική αποτυχία και επόμενα πολιτική αποτυχία και υπήρξε η τελευταία αλλά και δυσάρεστη επαφή της Λαμπέτη με τον κινηματογράφο.
Η Λαμπέτη έφερε στο νεοελληνικό θέατρο τον αέρα της μοντέρνας υποκριτικής τέχνης. Δεν υποκρινόταν. Ζούσε το ρόλο. Και τον ζούσε με άνεση, με αφέλεια, με ειλικρίνεια, με ρυθμό, με πάθος και, κυρίως, ακολουθούσε το αλάθητο θεατρικό της ένστικτο της. Η Ελλη Λαμπέτη διέθετε μια έντονη, αλλά ταυτόχρονα ανάλαφρη σκηνική παρουσία, μια εξαιρετική χορευτική κίνηση, συνδυάζοντας το ρομαντισμό και το ρεαλισμό σε μια εξαιρετική σύνθεση, που έμοιαζε περισσότερο με ποίημα.
Η υποκριτική της συναρπάζει και βρίσκει μιμήτριες αρκετές, ακόμα και στα «ελαττώματα» της άρθρωσής της… Η μίμηση την ενοχλούσε. Η ίδια πάλευε με μανία να βελτιώνει την άρθρωσή της, θεωρώνατς πως «εν αρχή» είναι ο λόγος και θύμωνε όταν κακοποιούνταν ο λόγος εκεμμένα ή από έλλειψη άσκησης. Έστω κι ανα επρόκειτο για μια μόνο συλλαβή, μιας λέξης. Η ίδια ασκου΄σε το κορμί, την έκφρασή της, τη φωνή της και σαν παιδί — με όποιον αισθανόταν άνετα — αυτοσατίριζε τη δυσκολία της να προφέρει το «ρ» σε κάποιες λέξεις, το θαμπό παχύ «σ» της, το κόμπιασμά της.
Ξένοι κριτικοί κινηματογράφου την παραλλήλισαν με την Γκάρμπο, για την αίσθηση που άφηνε η μορφή της και η συσσωρευμένη στα μάτια, απέριττη υποκριτική της
Η Ελλη Λαμπέτη είχε παντρευτεί τον Μάριο Πλωρίτη τον Αύγουστο του 1950 και χώρισε τρία χρόνια αργότερα. Για πολύ καιρό, εκείνη και ο Δημήτρης Χορν θεωρήθηκαν το δημοφιλέστερο θεατρικό ζευγάρι στη σκηνή.
Την άνοιξη του 1959, η Ελλη Λαμπέτη εγκατέλειψε το θέατρο και ακολούθησε στην Αμερική τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέκμαν, τον οποίο παντρεύτηκε. Το 1976 ο γάμος διαλύθηκε και τυπικά. Η Ελλη Λαμπέτηείχε προσβληθεί από καρκίνο το 1966. Ακολούθησε μια περίοδος τραγικών εμπειριών στην προσωπική της, αλλά και οικογενειακή της ζωή. Τοι κορμί της γίνεται βορά της επάρατης νόσου. Το βελούδινο δέρμα της προσβάλλεται από δερματική ασθένεια. Ο πόθος της να αναθρέψει ένα παιδί συντρίβεται στις συμπληγάδες των νομικών παραλογισμών και κάποιοων ιδιαίτερων ανθρώπινων επιδιώξεων και «δικαιωμάτων».
Η τελευταία της εμφάνιση ήταν το 1981, στο έργο «Σάρα — Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», όπου έπαιξε θαυμαστά το ρόλο της κωφάλαλης Σάρας. Λίγο αργότερα, η υγεία της επιδεινώθηκε. Έχασε τη φωνή της και τελικά άφησε την τελευταίας της πνοή στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, στο αμερικάνικο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
(Με στοιχεία και αποσπάσματα από άρθρο της Αριστούλας Ελληνούδη ‑11/9/1983 — στο Ριζοσπάστη λίγες μέρες μετά το θάνατο της Έλλης Λαμπέτη)