Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένοπλος Αη Βασίλης

Αφή­γη­μα του Φίλιπ­πα Μαυ­ρο­γιώρ­γη //

Ήταν Δεκέμ­βρης του 1948. Ο εμφύ­λιος στο φόρ­τε του. Όλες οι ομά­δες του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού είχα­με συγκε­ντρω­θεί στ’ Αρμού­δια, ελέγ­χο­ντας το δημό­σιο δρό­μο Ραχών-Αγί­ου Κηρύ­κου. Είμα­στε περί­που δια­κό­σιοι αντάρ­τες από όλη την Ικα­ρία. Είχα­με συγκε­ντρω­θεί εκεί ν’ απο­φα­σί­σου­με την παραπ΄’ερα πορεία μας. Δηλα­δή να μεί­νου­με συγκε­ντρω­μέ­νοι ή να χωρί­σου­με σε μικρές ομά­δες κατά τόπους κατα­γω­γής. Η παρου­σία μας στ’ Αρμού­δια ήταν εμφα­νής κι ασκού­σα­με και έλεγ­χο στους περα­στι­κούς προς τον Άγιο Κήρυ­κο. Όμως, γρή­γο­ρα τα πράγ­μα­τα άλλαξαν.

dse1Αλλά πριν θα ανα­φερ­θώ σ’ ένα περι­στα­τι­κό, πολύ ζωντα­νό στη μνή­μη μου. Η ατμό­σφαι­ρα της επο­χής ήταν ακό­μη ελπι­δο­φό­ρα, για­τί δεν είχα­με γενι­κό­τε­ρη πλη­ρο­φό­ρη­ση. Έτσι την παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς του 1948 μια ομά­δα, που πήρα μέρος κι εγώ, πήρε εντο­λή να πάμε στον Μαγ­γα­νί­τη, ένα συντη­ρι­τι­κό χωριό-καρα­βο­κύ­ρη­δες- να πού­με τον Αη Βασί­λη και να τους μιλή­σου­με για τον αγώ­να μας και την συμ­φι­λί­ω­ση του Ελλη­νι­κού λαού. Είμα­στε επι­φυ­λα­κτι­κοί για το πώς θα μας δέχονταν.Μας δέχτη­καν με μεγά­λη αγά­πη. Κι εμείς τους την αντα­πο­δώ­σα­με με τον Άη Βασί­λη και με έκκλη­ση για ειρή­νη και συμ­φι­λί­ω­ση, όπως ήταν το σύν­θη­μα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού. Τα καλού­δια έπε­φταν βρο­χή στα φυλά­κια μας από κάθε σπί­τι, μαζί με τις ευχές τους. Λου­κου­μά­δες, φοι­νί­κια, ξερο­τή­γα­να, μπα­κλα­βά­δες, που είχαν φτιά­ξει με μερά­κι οι νοι­κο­κυ­ρές. Όταν φύγα­με, αφού γυρί­σα­με όλα τα σπί­τια, ένας καρα­βο­κύ­ρης, ο Τρια­ντά­φυλ­λος Κου­τού­φα­ρης, μας ξεπρο­βό­δη­σε έξω από το χωριό, προ­τεί­νο­ντας μας να μας φέρ­νουν οι χωρια­νοί τα τρό­φι­μα. Τον ευχα­ρι­στή­σα­με και φύγα­με ευχα­ρι­στη­μέ­νοι για τυην υπο­δο­χή που μας έγι­νε και για τα καλού­δια που μας έδω­σαν. Όταν μπή­κα­με στο χωριό, για ευνό­η­τους λόγους, πήγα­με στο τηλε­φω­νείο και κόψα­με τα σύρματα.

Όταν γυρί­σα­με στην βάση μας, μετά την χαρά που πήρα­με από τγην επί­σκε­ψη μας στο Μαγ­γα­νί­τη, μάθα­με ότι ισχυ­ρή δύνα­μη κατα­διω­κτι­κών απο­σπα­σμά­των είχε φτά­σει στην­Νι­κα­ριά. Κατα­λά­βα­με ότι η κατά­στα­ση θα χει­ρο­τέ­ρευε. Το ίδιο βρά­δυ η ομά­δα μου ανα­χώ­ρη­σε για τον Δρού­τσου­λα. Μεί­να­με το βρά­δυ κάτω από το χωριό σε μια ανοι­χτή καμά­ρα, με θέα προς το λιμά­νι του Ευδή­λου. Έκα­νε τρο­με­ρό κρύο και δεμν μπο­ρού­σα­με να κοι­μη­θού­με. Έτσι ακού­σα­με τις απελ­πι­σμέ­νες φωνές των ναυ­τι­κών που καλού­σαν σε βοή­θεια. Το πρωί είδα­με ή μάλ­λον δεν είδα­με κανέ­να καΐ­κι στο λιμά­νι. Τα βού­λια­ξε όλα η τρι­κυ­μία. Το βρά­δυ ανα­χω­ρή­σα­με για την σωτή­ρια σπη­λιά του Κεραμέ.

protoxroniaΌμως οι φωνές των ναυ­τι­κών που πνί­γο­νταν στον Εύδη­λο από τα άγρια στοι­χεία της φύσης , ίσως ήταν μια προει­δο­ποί­η­ση για την πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή κατα­στρο­φή , που ερχόταν.Κι εμείς από εκεί­νη τη νύχτα της πρω­το­χρο­νιάς, που είπα­με τον Άη Βασί­λη στους ανθρώ­πους του Μαγ­γα­νί­τη ένο­πλοι, κάτι που ύστε­ρα μας φαι­νό­ταν σαν παρα­μύ­θι κι’ όλο γύρι­ζε ο νούς μας σ’ εκεί­νη τη βρα­διά, που ανα­γά­λια­σε η ψυχή μας και πήρα­με αγά­πη και δύνα­μη για τον αγώ­να μας. Για­τί είχα­με βρε­θεί εκεί­νη την επο­χή μέσα σε μια φοβε­ρή κοι­νω­νι­κή θύελ­λα, που υπο­δαύ­λι­ζε ο ιμπε­ρια­λι­σμός. Κι έπρε­πε να είμα­στε σκλη­ροί, χωρίς να χάνου­με την ανθρω­πιά μας. Κι εκεί­νη τη νύχτα την ξανα­βρή­κα­με στους ανθρώ­πους του Μαγγανίτη.

«Ελά­τε να τα πεί­τε και σε μας, Καλή Χρονιά».

Εκεί­νο το παρα­μυ­θέ­νιο βρά­δυ , η αγά­πη των απλών ανθρώ­πων, που μας τύλι­ξε και μας ζέσται­νε, μας λύτρω­σε προ­σω­ρι­νά από τους φόβους μας για το dse2ειρη­νι­κό μέλ­λον του λαού μας. Οι κατα­ρα­μέ­νοι ξένοι μας είχαν βάλει στο στό­χα­στρο. Όμως δεν τα κατά­φε­ραν. Εκεί­νο το βρά­δυ το κατά­λα­βα. Όπως το κατά­λα­βα λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα , αφού είχε λήξει ο Εμφύ­λιος, στις μεγά­λες δια­δη­λώ­σεις για την Κύπρο. Κατά­λα­βα ότι ο Ελλη­νι­κός λαός δεν υπο­τάσ­σε­ται. Εκεί­νο το βρά­δυ, την παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς κι ενώ μαί­νο­νταν ο Εμφύ­λιος, ο απλός λαός μου έδω­σε τη λύση. Όσο κι αν οι ανθρω­πο­φά­γες δυνά­μεις του κέρ­δους θέλουν να υπο­δου­λώ­σουν τους λαούς, δεν θα τα κατα­φέ­ρουν. Για­τί η ειρή­νη είναι πιο δυνα­τή από τον Άρη. Για­τί η αγά­πη πάντα νικά­ει το μίσος.

Σημ: Νικα­ριά= Ικαρία.

Φίλιπ­πος Μαυ­ρο­γιώρ­γης: Γεν­νή­θη­κε το 1924 στο μικρό χωριό Δρού­τσου­λας της επαρ­χί­ας Ευδή­λου Ικα­ρί­ας. Σπού­δα­α­σε Νομι­κές και Πολι­τι­κές Επι­στή­μες καθώς και σκη­νο­θε­σία κινη­μα­το­γρά­φου. Δικη­γό­ρος. Εκδό­της της εφη­με­ρί­δας Νέα Ικα­ρία. Συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής πολυ­γρα­φό­τα­τος και πολυ­βρα­βευ­μέ­νος. Το 1979 καθώς και το 1984 απέ­σπα­σε τιμη­τι­κή διά­κρι­ση του βρα­βεί­ου Ειρή­νης Ιπεκσί.

epon 1

Μαχη­τής της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και αντι­στα­σια­κός συγ­γρα­φέ­ας ο Φ.Μ. υπήρ­ξε μέλος της ΕΕΛ. Κι όπως σημειώ­νει ο ίδιος στο αυτο­βιο­γρα­φι­κό του σημεί­ω­μα με τίτλο: Πως βγή­κα στο βουνό…
… Είχαν προη­γη­θεί άλλοι σε μικρές ομά­δες όπως και στην άλλη Ελλά­δα. Εκεί για να απο­φύ­γουν τους παρα­κρα­τι­κούς, στη Νικα­ριά για να μην πάνε στο Στρα­τό. Η δική μου ομά­δα βγή­κε το Νοέμ­βρη του 1947. Είμα­στε στο σπί­τι ενός φίλου που γιόρ­τα­ζε –του Γερά­σι­μου-ήρτε ένας χωρο­φύ­λα­κας και μας είπε ότι έπρε­πε να πάμε στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα. Αυτό σήμαι­νε εξο­ρία. Εμείς προ­τι­μή­σα­με το βου­νό. Την ομά­δα μας εκτός από μένα απο­τε­λού­σαν ο Παντε­λής Τ. πολι­τι­κός υπεύ­θυ­νος, ο Νίκος Φ., στρα­τιω­τι­κός διοι­κη­τής, ο Γιάν­νης Μ., ο Δημή­τρης Τ., ο Στα­μά­της Μ., ο Θοδω­ρής Μ., και ο Δημή­τρης Μ. Από την ομά­δα δε ζούν ο Γιάν­νης Μ. που σκο­τώ­θη­κε στη μάχη στη Σάμο και οι Παντε­λής, Δημή­τρης καιν Στα­μά­της που έχουν πεθά­νει. Τα μέλη της ομά­δας είμα­στε φίλοι, συγ­χω­ρια­νοί. Στην ομά­δα ανή­κε κι ο Γερά­σι­μος που για λόγους υγεί­ας δεν ανέ­βη­κε στο βουνό…

«Φίλοι» , η παρέα που μέσα στις σκλη­ρές μάχες του εμφύ­λιου που ακο­λού­θη­σε βρή­καν τον χρό­νο να πουν τον Άη Βασί­λη στο χωριό του Μαγγανίτη…

(Μικρό από­σπα­σμα από το βιβλίο του Φ. Μ., Αναμνήσεις/χρονικό, έκδο­ση Νέα Ικα­ρία, Αθή­να 2007)

Ο Φίλιπ­πος Μαυ­ρο­γιώρ­γης απε­βί­ω­σε στις 2 Μαΐ­ου 2016 στην Αθή­να. Η ταφή του έγι­νε στον Εύδη­λο Ικα­ρί­ας στις 7 Μαΐου.

(Αφή­γη­μα:  « Ένο­πλος Άη Βασί­λης» από το βιβλίο του Φίλιπ­που Μαυ­ρο­γιώρ­γη «Τιμο­νεύ­ο­ντας τους ήχους και τα κύματα»/ έκδο­ση-Νέα Ικαρία/Αθήνα 2011}.
Φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό διαδικτύου.

Κεί­με­νο
Τασ­σώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Φωτό:
1–2 Μαχη­τές ΔΣΕ σε Σάμο-Ικαρία.
3. Άγιος Κήρυ­κος Ικα­ρί­ας 1950, αμέ­σως μετά τον εμφύλιο.
4. αφί­σα ΕΠΟΝ
5. Πρωτοχρονιά/Βάσω Γώγου/ΚΕΠΕΜ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο