Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αθησαύριστη μαρτυρία Σουηδού συγγραφέα για τον Γιάννη Ρίτσο τα χρόνια της Λέρου

Επι­μέ­λεια Πάνος Αλε­πλιώ­της // 

O Σου­η­δός συγ­γρα­φέ­ας, Γιό­ραν Σίλντ ( Göran Schildt) διη­γεί­ται στο βιβλίο του με τίτλο «Το νησί της Άρτε­μης» ( DIANAS Ö) που εκδό­θη­κε το 1976, την επα­φή του με τον μεγά­λο μας ποι­η­τή Γιάν­νη Ρίτσο που σαν σήμε­ρα μας «άφη­σε» το 1990.

Ο συγ­γρα­φέ­ας έμε­νε στην Λέρο τα χρό­νια της χού­ντας, είχε αγο­ρά­σει ένα παλιό σπί­τι από πιο παλιά και το ανα­καί­νι­σε μένο­ντας τον περισ­σό­τε­ρο χρό­νο εκεί. Έγρα­ψε το βιβλίο του σχο­λιά­ζο­ντας την Ελλά­δα, τους Έλλη­νες, τα ήθη, τα έθι­μα, την πολι­τι­κή κατά­στα­ση και άλλα πολλά.

Στο βιβλίο του έχει ένα κομ­μά­τι ανα­φο­ράς στον μεγά­λο Γιάν­νη Ρίτσο που τον συνά­ντη­σε τα χρό­νια της εξορίας.

Είχα επα­φή με έναν ακό­μη φυλα­κι­σμέ­νο στην Λέρο, τον Γιάν­νη Ρίτσο, μεγά­λο ποι­η­τή και εθνι­κή συνεί­δη­ση της Ελλά­δας. Ο Σου­η­δι­κός εκδο­τι­κός του οίκος με είχε παρα­κα­λέ­σει αν ήταν εύκο­λο να τον ρωτή­σω για την αμοι­βή του με την ευκαι­ρία της έκδο­σης μιας ποι­η­τι­κής του συλλογής.

Το θεώ­ρη­σα καθή­κον μου μια και ο φυλα­κι­σμέ­νος ποι­η­τής, θεω­ρού­σα, πως έχει ανά­γκη και από χρή­μα­τα αλλά και από την γνώ­ση πως στο εξω­τε­ρι­κό ενδια­φέ­ρο­νται για την τύχη του. Πως όμως να τον βρω μέσα σε 2.500 εξόριστους;

ritsos4

Και όμως, ένα φθι­νο­πω­ρι­νό βρά­δυ στο πλοίο της γραμ­μής Λέρου/Πειραιά, βλέ­πω τον γενειο­φό­ρο, εύκο­λα ανα­γνω­ρί­σι­μο Ρίτσο με ακο­λου­θία ενός αστυ­νο­μι­κού, στο σαλό­νι του πλοίου.

Πήγαι­νε στην Αθή­να για να τον εξε­τά­σει ένας ειδι­κός για­τρός για τον καρ­κί­νο, έμα­θα μετά. Όταν είδα πως πάει στην τουα­λέ­τα χωρίς συνο­δεία, τον ακο­λού­θη­σα και μετά από εξη­γή­σεις του πρό­τει­να να του δώσω 500 δολά­ρια προκαταβολή.

Με κοί­τα­ξε και μου είπε πως βρί­σκε­ται τόσο μακριά από την πραγ­μα­τι­κή ζωή και τα προ­βλή­μα­τα της καθη­με­ρι­νό­τη­τας ώστε δεν χρεια­ζό­ταν χρήματα.

Ίσως και να μην με πίστε­ψε, ίσως να υπο­πτευό­ταν πως εξυ­πη­ρε­τού­σα κάποιους άλλους σκοπούς.

Μεί­να­με να κοι­τά­με ένας τον άλλον μέχρι που ήρθε ο αστυ­νο­μι­κός και χωριστήκαμε.

Ο Ρίτσος μετα­φέρ­θη­κε στο Καρ­λό­βα­σι στην Σάμο σε περιο­ρι­σμό κατ΄οίκον όπου η σύζυ­γος του ήταν για­τρός και η οικο­γέ­νεια είχε ένα μικρό σπίτι.

Τον Μάιο του 1970 πήρα­με με τη γυναί­κα μου το πλοίο για Σάμο.

Σκο­πός μου ήταν να τον συνα­ντή­σω απο­φεύ­γο­ντας την αστυ­νο­μι­κή φύλα­ξη που ήταν έξω από το σπί­τι του. Παρα­φυ­λά­ξα­με έξω από το σπί­τι μέχρι την νύχτα και μόλις ο αστυ­νο­μι­κός που τον φρου­ρού­σε μπή­κε σε ένα γει­το­νι­κό καφε­νείο χτύ­πη­σα την πόρτα.

Μόνον όταν είπα ότι φέρ­νω χαι­ρε­τί­σμα­τα από την Στοκ­χόλ­μη, η κυρία Ρίτσου, η για­τρός Γεωρ­γιά­δoυ, άνοι­ξε την πόρτα.Ο Γιάν­νης Ρίτσος ήρθε μετά από μισή ώρα. Καθυ­στέ­ρη­σε για­τί είχε να κάνει μπά­νιο, να είναι περι­ποι­η­μέ­νος και είχε φορέ­σει το κου­στού­μι του.

Αν στο πλοίο που τον πρω­το­εί­δα ήταν μεταμ­φιε­σμέ­νος σε ζητιά­νο σαν τον Οδυσ­σέα, τώρα ήταν ο Οδυσ­σέ­ας που η Ναυ­σι­κά τον έλου­σε και τον έντυ­σε σαν πρίγκιπα.

ritsos3

« H τέχνη δεν είναι πολυ­τέ­λεια αλλά η βασι­κό­τε­ρη ανά­γκη του ανθρώ­που» μου εξή­γη­σε εκεί­νο το βρά­δυ. Μου διη­γή­θη­κε πως στην Γυά­ρο τις δύσκο­λες μέρες μάθαι­νε στους συγκρα­τού­με­νους ποί­η­ση και στί­χους. Απήγ­γει­λε και­νούρ­για του ποι­ή­μα­τα με ασύ­γκρι­το πάθος οι λέξεις τον ανύ­ψω­ναν και απε­λευ­θέ­ρω­ναν τρο­με­ρή δύνα­μη. Τρεις ώρες μεί­να­με εκεί.

Τρεις ώρες που ακό­μη πέφτουν σαν αχτί­δες στο σκο­τά­δι παρό­λο που πέρα­σαν τόσα χρό­νια. Μας έδει­ξε τα κεί­με­να του που ήταν άψο­γα καλ­λι­γρα­φι­κά γραμ­μέ­να με προ­σεγ­μέ­να δια­στή­μα­τα σαν έργα τέχνης.

”Έτσι γρά­φω ποί­η­ση μας είπε, τα σκέ­φτο­μαι στους περι­πά­τους μου αλλά δεν είναι τελειω­μέ­να αν δεν τα γρά­ψω μαυ­τόν τον συγκε­κρι­μέ­νο τρόπο.”

Μας έδει­ξε τους μικρο­σκο­πι­κούς του πινά­κες πάνω σε κου­τιά από τσι­γά­ρα “Παπα­στρά­τος” και ζωγρα­φιές με μαρκαδόρους.

Αργά το βρά­δυ σαν απο­χαι­ρε­τι­στή­ριο δώρο μας έδω­σε δυο ζωγρα­φιές πάνω σε βότσα­λα της Λέρου.

Το ένα μια προ­σω­πο­γρα­φία του Αχιλ­λέα ή του Έκτο­ρα και το άλλο μια γυναί­κα ή θεά με μακριές κοτσίδες.

Δείγ­μα­τα ελευ­θε­ρί­ας σκέ­ψης και ζωντα­νού ανθρω­πι­στι­κού υπό­βα­θρου μέσα σε συν­θή­κες εξο­ρί­ας και ανε­λευ­θε­ρί­ας

Αυτά διη­γεί­ται ο γνω­στός συγ­γρα­φέ­ας και τεχνο­κρι­τι­κός Γιό­ραν Σιλντ με πολ­λά λογο­τε­χνι­κά βρα­βεία στην Σου­η­δία και στην Φιν­λαν­δία που απέ­κτη­σε το σπί­τι του στην Λέρο το 1965 και έζη­σε εκεί αρκε­τά χρό­νια. Η μαρ­τυ­ρία του για την συνά­ντη­σή του με τον Γιάν­νη Ρίτσο και οι πολ­λές λεπτο­μέ­ρειες στην διή­γη­ση όπως απο­τυ­πώ­νε­ται  στις σελί­δες του βιβλί­ου του δεί­χνει τον θαυ­μα­σμό του για τον μεγά­λο ποι­η­τή μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο