Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέξης Δαμιανός, δημιούργησε και εξέφρασε έναν πραγματικό λαϊκό κινηματογράφο

Αλέ­ξης Δαμια­νός, ηθο­ποιός — σκη­νο­θέ­της — συγ­γρα­φέ­ας. Μια πολύ­πλευ­ρη, ξεχω­ρι­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα, πολι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά στρα­τευ­μέ­νος, ο δημιουρ­γός που διέ­σχι­σε το ταραγ­μέ­νο μέτω­πο της πρό­σφα­της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας συμ­με­τέ­χο­ντας ενερ­γά στη φλε­γό­με­νη εμπει­ρία, ο Αλέ­ξης Δαμια­νός «έφυ­γε» στις 4 Μαΐ­ου 2006 σε ηλι­κία 85 χρόνων.

Ο Αλέ­ξης Δαμια­νός, γεν­νή­θη­κε στις 21 Ιανουα­ρί­ου του 1921 στην Αθή­να. Σπού­δα­σε στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή Εθνι­κού Θεά­τρου και στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή Αθη­νών. Συμ­με­τεί­χε με τους Ηνω­μέ­νους Καλ­λι­τέ­χνες (1946) στο θέα­τρο του Βου­νού. Ιδρυ­τής του «Πει­ρα­μα­τι­κού Θεά­τρου» και του Θεά­τρου «Πορεία», όπου σκη­νο­θέ­τη­σε πολ­λά θεα­τρι­κά έργα. Εχει πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε πολ­λές ται­νί­ες Ελλή­νων σκη­νο­θε­τών, όπως «Ο Κλέ­φτης» του Π. Βούλ­γα­ρη, «Σύντο­μο διά­λειμ­μα» του Ντ. Κατσου­ρί­δη, «Φόβος» του Μ. Μανου­σά­κη, «Ο και­ρός των Ελλή­νων» του Λ. Παπαστάθη.

Οι ται­νί­ες του, τρεις στο σύνο­λό τους, έχο­ντας ανα­δει­χτεί σε γονι­μο­ποιό δύνα­μη του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, έχουν απο­σπά­σει πολ­λά βρα­βεία και του έχουν χαρί­σει διε­θνή ανα­γνώ­ρι­ση. Το τρί­πτυ­χο του έργου του ξεκι­νά το 1966 με το «Μέχρι το Πλοίο» και μαζί του η ιστο­ρία του σύγ­χρο­νου ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου ξετυ­λί­γε­ται. Σταθ­μός στο 1971 και στην «Ευδο­κία», την καλύ­τε­ρη για πολ­λούς ελλη­νι­κή ται­νία όλων των επο­χών. Επό­με­νος σταθ­μός στο 1995 και στον «Ηνί­ο­χο», την πιο πολυα­να­με­νό­με­νη κινη­μα­το­γρα­φι­κή επι­στρο­φή που γνώ­ρι­σε το ελλη­νι­κό σινε­μά. Σκλη­ρή ποί­η­ση, κοι­νω­νι­κή διείσ­δυ­ση, ιστο­ρι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός, με επί­κε­ντρο πάντα τον άνθρω­πο, χαρα­κτη­ρί­ζει το μονα­δι­κό έργο του Αλέ­ξη Δαμιανού.

Περισ­σό­τε­ρο δημιουρ­γός παρά απλά σκη­νο-Θέτης, ο Αλέ­ξης Δαμια­νός κατά­φε­ρε να δια­βεί αλώ­βη­τος την αχα­νή έρη­μο του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου. Η ολο­έ­να αυξα­νό­με­νη φήμη του, παρά το μικρό σε έκτα­ση έργο του, δε δημιουρ­γή­θη­κε τυχαία. Μέσα από το έργο του θέλη­σε να προ­σφέ­ρει τη μνή­μη, που θεω­ρού­σε το πιο δυνα­τό όπλο του ανθρώ­που ενά­ντια στη λήθη που είναι ο θάνα­τος του μέλ­λο­ντος. Ανα­ζή­τη­σε την αλή­θεια συμπο­ρευό­με­νος με άλλους συντρό­φους του για να κατα­κτή­σει την ισο­τι­μία και τη δικαιο­σύ­νη. Πίστευε ότι το υλι­κό της πνευ­μα­τι­κής πρω­το­πο­ρί­ας σε κάθε χώρα ανή­κει στην αρι­στε­ρά. «Κι αυτό — είχε πει στο “Ρ” — είναι μια μεγά­λη παρη­γο­ριά. Η ελπί­δα μόνο από κει θ’ ανθί­σει και για όλη τη Γη».

 

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο