Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ανάσταση», η απάτη της εξιλέωσης ταπεινών και καταφρονεμένων

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

«Οι άνθρω­ποι έχουν μια φοβε­ρή δύνα­μη να δια­τη­ρούν ψευ­δαι­σθή­σεις. Εκα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι πιστεύ­ουν ότι ένας Θεός μπο­ρεί να χωρί­σει στα δύο τη θάλασ­σα για να περά­σει ο λαός του, ότι ένας άνθρω­πος μπο­ρεί να πεθά­νει και να ανα­στη­θεί την τρί­τη ημέ­ρα, ότι αν σκο­τώ­σεις έναν κακο­ποιό ανοί­γουν για σένα οι πόρ­τες του Παρα­δεί­σου, όπου σε περι­μέ­νουν δεκά­δες νεα­ρές παρ­θέ­νες… Όλα αυτά δεν είναι παρα­μύ­θια για παι­διά; Εκα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι χτί­ζουν τις ζωές τους σύμ­φω­να με αυτά τα δημιουρ­γή­μα­τα της φαντα­σί­ας, που επη­ρε­ά­ζουν την πραγματικότητα.…»
Μισέλ Ονφρέ (1959-).

Έφτα­σε η μεγά­λη μέρα του χρι­στια­νι­σμού. Η ύστα­τη, ανα­τρι­χια­στι­κή αλλά και μεγα­λειώ­δης επι­βε­βαί­ω­ση κάθε θεού. Διό­τι πολύ απλά κάθε θεός έχει υπο­χρέ­ω­ση να κατα­νι­κή­σει το θάνα­το, αρχής γενο­μέ­νης από τον δικό του, και να υπο­σχε­θεί πως και οι οπα­δοί του, φυσι­κά υπό προ­ϋ­πο­θέ­σεις, θα μπο­ρέ­σουν να το πετύ­χουν. Η εθνι­κή γιορ­τή των απα­ντα­χού μετα­φυ­σι­κών, χρι­στια­νών ορθο­δό­ξων, καθο­λι­κών, δια­μαρ­τυ­ρο­μέ­νων, αρχαί­ων Αιγυ­πτί­ων, Ασσυ­ρί­ων, Βαβυ­λω­νί­ων, Φοι­νί­κων, Περ­σών, Ελλή­νων, χαρ­το­ρι­χτών, φλι­τζα­νού­δων, αστρο­λό­γων και πλή­θους άλλων απα­τε­ώ­νων και ανό­η­των οπαδών. 

Η μεγα­λύ­τε­ρη δοκι­μα­σία για την ανθρώ­πι­νη νοη­μο­σύ­νη, ειδι­κά στις μέρες μας. Από τις διη­γή­σεις των Ευαγ­γε­λι­στών φαί­νε­ται πως αυτοί που περι­γρά­φο­νται ως στε­νός κύκλος του υιού-θεού πιά­στη­καν στον ύπνο και στά­θη­καν ιδιαι­τέ­ρως δύσπι­στοι απέ­να­ντι στο μέγα γεγο­νός. Στά­ση απο­λύ­τως φυσιο­λο­γι­κή, διό­τι όσο Εβραιο­χρι­στια­νοί κι αν ήσαν, δεν κατα­πί­νε­ται εύκο­λα το να ανα­στη­θεί κάποιος, έστω και στα γρα­πτά. Απ’ την άλλη, τι σκα­τά μάθαι­ναν τόσο και­ρό που υπο­τί­θε­ται πως συγ­χρω­τί­ζο­νταν μαζί του; Ξημε­ρώ­μα­τα της επό­με­νης μέρας απ’ το Σάβ­βα­το (κυρια­κά­τι­κα δηλα­δή), γρά­φει ο Μαθιός (Ματ­θαί­ος 28: 1–15) ότι πήγαν η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η… άλλη Μαρία (ανα­φέ­ρε­ται στη θεο­μά­να όχι και τόσο τιμη­τι­κά) για προ­σκύ­νη­μα στον τάφο. Με το που λένε καλη­μέ­ρα στη φρου­ρά, γίνε­ται ένας μεγά­λος σει­σμός και ένας άγγε­λος κατε­βαί­νει απ’ τον ουρα­νό. Οι φρου­ροί, που έπαι­ζαν πρέ­φα αμέ­ρι­μνοι, χλω­μιά­ζουν –κι όχι μόνο, αλλά δεν είναι της στιγ­μής– και μ’ ελα­φρά πηδη­μα­τά­κια την κάνουν. Ο άγγε­λος, που το πρό­σω­πό του ήταν “άσπρο σαν αστρα­πή” και το ρού­χο του “άσπρο σαν το χιό­νι” (ελπί­ζω να πιά­νε­τε τη δια­φο­ρά), κυλά­ει πιο πέρα την πέτρα του τάφου και κάθε­ται πάνω της κου­νώ­ντας με χαρι­τω­με­νιά τα πόδια του, που κρέ­μο­νταν. Η άλλη Μαρία, η μάνα του θεό­που­λου ντε, έχο­ντας καεί από άγγε­λο, κάνει ασυ­ναί­σθη­τα πιο πέρα.

–Καλέ, πώς τρέ­με­τε έτσι; απευ­θύ­νε­ται ο άγγε­λος στις κοψο­χο­λια­σμέ­νες γυναί­κες με τη γνω­στή χάρη των αγγέ­λων. Και συνεχίζει:

–Ξέρω πως ζητά­τε τον Ιησού τον εσταυ­ρω­μέ­νο (μυα­λό ξυρά­φι ο άγγε­λος!). Αργή­σα­τε. Ανα­στή­θη­κε, όπως είχε πει, και την έκα­νε για Γαλι­λαία. Μπεί­τε να δεί­τε τον τάφο και πηγαί­νε­τε να το πεί­τε στους μαθη­τές του.

Οι γυναί­κες μπή­καν στον τάφο, με τον προ­σή­κο­ντα δισταγ­μό βεβαί­ως, και βγή­καν τρέ­χο­ντας τρα­βώ­ντας για τους μαθη­τές. Στο δρό­μο έπε­σαν πάνω στον ανα­στη­μέ­νο. Μετά τις συνή­θεις σε αυτές τις περι­πτώ­σεις χαι­ρε­τού­ρες και, ενώ αυτές έσκυ­ψαν και προ­σκυ­νού­σαν τα πόδια του, τους είπε ο βρι­κό­λα­κας να πάνε να πουν στους μαθη­τές του πως θα τους περι­μέ­νει στη Γαλι­λαία και πως είναι βια­στι­κός για­τί θα χάσει το… σύν­νε­φο της γραμ­μής. Οι φρου­ροί εν τω μετα­ξύ φτά­νουν στους αρχιε­ρείς έξω φρε­νών και τους λένε “το και το”. Επί­σης, ζητού­σαν το λόγο, για­τί οι Εβραί­οι χρη­σι­μο­ποιούν στα γρα­πτά τους Ρωμαί­ους στρα­τιώ­τες και τους βάζουν μάρ­τυ­ρες σε ανα­στά­σεις. Τους καλο­πιά­νουν οι μεγα­λο­πα­πά­δες, τους εξη­γούν πως έτσι κι αλλιώς όλα αυτά είναι βλα­κεί­ες και στή­νουν ένα παρα­μύ­θι πως τους πήρε ο ύπνος και πήγαν οι μαθη­τές του και βού­τη­ξαν τον νεκρό. Στο τέλος, τους δίνουν και μια σαρα­ντα­ο­χτά­ω­ρη. Οι στρα­τιώ­τες την κάνουν για το καπη­λειό, μπας και συνέλ­θουν, όπου ξεκοι­λιά­ζο­νται στο ποτό ανύ­πο­πτοι για το τι θα σημαί­νουν όλα αυτά τα επό­με­να δύο χιλιά­δες χρό­νια και ποιος ξέρει πόσα ακό­μη. Ο Λου­κάς (24: 1–12) στο δικό του Ευαγ­γέ­λιο βάζει περισ­σό­τε­ρες γυναί­κες να επι­σκέ­πτο­νται το μνή­μα, χωρίς να ανα­φέ­ρει ποιες, οι οποί­ες κου­βα­λού­σαν και αρώ­μα­τα. Βρή­καν την πέτρα να έχει μετα­κι­νη­θεί απ’ τον τάφο, μπή­καν μέσα ψάχνο­ντας, αλλά ο ανα­στη­μέ­νος την είχε κάνει. Πάνω που σταυ­ρο­κο­πιό­ντου­σαν (πρώ­ι­μα), εμφα­νί­στη­καν δύο τύποι με αστρα­φτε­ρά ρού­χα και τις έχε­σαν αρκούντως:

–Για­τί ζητά­τε τον ζωντα­νό ανά­με­σα στους νεκρούς; Δεν θυμά­στε τι σας είχε πει στη Γαλι­λαία; Πως θα παρα­δο­θεί σε χέρια αμαρ­τω­λών, θα σταυ­ρω­θεί και την τρί­τη μέρα θα αναστηθεί.

Τότε αυτές θυμή­θη­καν τι τους είχε πει και έτρε­ξαν στους έντε­κα απο­στό­λους[1], αλλά και σ’ όποιον συνα­ντού­σαν στο δρό­μο, και έλε­γαν τα καθέ­κα­στα. Και ήταν αυτές οι γυναί­κες (τώρα το λέει ο Λου­κάς) η Μαρία η Μαγδα­λη­νή, μια Ιωάν­να σκέ­το, η Μαρία η μάνα του Ιακώ­βου (μανία κι αυτή να μην τη λένε μάνα του θεό­που­λου), και άλλες κυρά­τσες που ήταν μαζί τους. Οι μαθη­τές, μόλις τις άκου­σαν, έπε­σαν κάτω απ’ τα γέλια βρί­σκο­ντας άκρως ανό­η­τα αυτά που έλε­γαν. Κάποιος μάλι­στα πέταξε:

– Ρε, τι λένε οι μαλακισμένες;

Τότε ο Πέτρος έτρε­ξε στο μνή­μα, όπου βρή­κε μόνο τα σάβα­να. Του κόπη­κε το γέλιο και γύρι­σε στο σπί­τι κατά­πλη­κτος. Και στη διή­γη­ση του Μάρ­κου (16: 1–8) η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και η Μαρία η μάνα του Ιακώ­βου (και του βρι­κό­λα­κα) την επο­μέ­νη από το Σάβ­βα­το, και ενώ είχε ανα­τεί­λει ο ήλιος, κου­βα­λού­σαν αρώ­μα­τα, αλλά μαζί τους ήταν και η Σαλώ­μη. Εδώ ο Μάρ­κος τις βάζει να ανα­ρω­τιού­νται ποιος θα τις βοη­θή­σει να κυλή­σουν την πέτρα, αλλά φτά­νο­ντας δια­πι­στώ­νουν πως η πέτρα κεί­τε­ται παρα­πλεύ­ρως του τάφου. Μπαί­νουν μέσα και βλέ­πουν έναν νεα­ρό με άσπρα να κάθε­ται δεξιά και τους κόβε­ται η χολή.

–Τον Ιησού ψάχνε­τε; (Φαί­νε­ται πως οι άγγε­λοι δεν φημί­ζο­νταν για την ευφυ­ΐα τους. Τι άλλο να ψάχνουν, ρε βλαμ­μέ­νε, ερμα­φρό­δι­τε, στον τάφο του θεό­που­λου;) Δεν είναι εδώ, να κοι­τάξ­τε. Πηγαί­νε­τε να το πεί­τε στους μαθη­τές και στον Πέτρο. Να τρέ­ξε­τε όλοι στη Γαλι­λαία να τον συναντήσετε.

Οι γυναί­κες το έβα­λαν στα πόδια έντρο­μες. Ο Ιωάν­νης (20: 1–10) βάζει μόνη τη Μαρία τη Μαγδα­λη­νή να πηγαί­νει στον τάφο. Εκεί­νη βρί­σκει την πέτρα να έχει μετα­κι­νη­θεί και δεν τολ­μά­ει να μπει μέσα, μιας που είναι μόνη της. Γυρί­ζει στον Σίμω­να Πέτρο και στον άλλο μαθη­τή που ο θεό­που­λος αγα­πού­σε (εδώ ο Ιωάν­νης βλο­γά­ει τα γένια του) και τους λέει τα καθέ­κα­στα. Φεύ­γουν τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθη­τής (τον οποίο αγα­πού­σε ο ανα­στη­μέ­νος και που ο συγ­γρα­φέ­ας εννο­εί τον εαυ­τό του) τρέ­χο­ντας για τον τάφο. Αλλά ο αγα­πη­μέ­νος μαθη­τής τρέ­χει γρη­γο­ρό­τε­ρα και, προ­σπερ­νώ­ντας τον Πέτρο, φτά­νει πρώ­τος στον τάφο. Βλέ­πει τους νεκρι­κούς επι­δέ­σμους να είναι εκεί, αλλά δεν τολ­μά να μπει μέσα. Φτά­νει κι ο Πέτρος αγκο­μα­χώ­ντας, μπαί­νει στο μνή­μα και βρί­σκει στο έδα­φος το σάβα­νο αλλά και το σου­δά­ριο[2], που όμως είναι πετα­μέ­νο στην άλλη πλευ­ρά του τάφου. Φως φανά­ρι πως ο βρι­κό­λα­κας ανα­στή­θη­κε θυμω­μέ­νος και τα πέτα­γε από πάνω του καθώς έψα­χνε την έξο­δο της σπη­λιάς. Μπή­κε κι ο καλός μαθη­τής και πίστε­ψε, για­τί μέχρι τότε δεν έδι­ναν πολύ σημα­σία στο ότι ο δάσκα­λός τους πρέ­πει να ανα­στη­θεί από τους νεκρούς. Γύρι­σαν σπίτι.

Όπως δια­πι­στώ­σα­τε, στις παρα­πά­νω διη­γή­σεις γίνε­ται του… Εβραιο­χρι­στια­νού. Κατά τον ένα, γίνε­ται σει­σμός και ένας χαρι­τω­μέ­νος και τσαχ­πί­νης άγγε­λος –που όμως οι υπό­λοι­ποι συγ­γρα­φείς τον αγνο­ούν– σπρώ­χνει την πέτρα· αλλού υπάρ­χουν και αλλού δεν υπάρ­χουν φύλα­κες· η μάνα του θεό­που­λου, κοτζάμ Πανα­γία, απο­κα­λεί­ται ξεδιά­ντρο­πα η άλλη Μαρία ή η μάνα του Ιακώ­βου· άλλες γυναί­κες στέλ­νει στον τάφο ο ένας Ευαγ­γε­λι­στής, άλλες ο άλλος· για τον άγγε­λο, κάποιος υπο­στη­ρί­ζει πως κατέ­βη­κε ένας, άλλος πως κατέ­βη­καν πολ­λοί, άλλος πως δεν κατέ­βη­κε κανείς· ο Ιωάν­νης εκθειά­ζει τον γορ­γο­πό­δα­ρο μαθη­τή, δηλα­δή τον εαυ­τό του, άλλα όλοι συμ­φω­νούν πως υπήρ­ξε βρι­κό­λα­κας. Οι μαθη­τές ύστε­ρα από τόσο συγ­χρω­τι­σμό με τον νυν ανα­στη­μέ­νο παρα­μέ­νουν δύσπι­στοι και άπι­στοι, ενώ ο βρι­κό­λα­κας δεν παρου­σιά­ζε­ται στην οικο­γέ­νειά του, αλλά παίρ­νει τους δρό­μους. Οι τρεις από τους Ευαγ­γε­λι­στές υπο­στη­ρί­ζουν πως παρου­σιά­στη­κε στη Μαρία τη Μαγδα­λη­νή, με απο­τέ­λε­σμα ν’ αρχί­σουν οι ψίθυ­ροι, να εκτε­θεί η γυναί­κα στον αιώ­να τον άπα­ντα και να δια­κυ­βεύ­ε­ται η θεϊ­κή αγαμία.

Ανε­ξάρ­τη­τα από το ποιες έτρε­ξαν στον τάφο, το θεό­που­λο έπρε­πε να ανα­στη­θεί. Η επι­βο­λή της ανά­στα­σης και η απο­δο­χή της από τις μάζες είναι το θεμε­λια­κό στοι­χείο και η πεμ­πτου­σία του χρι­στια­νι­σμού. Με αυτό τον τρό­πο χτί­ζε­ται η εξαρ­γύ­ρω­ση της κατα­πί­ε­σης στο υπερ­πέ­ραν, η απά­τη της εξι­λέ­ω­σης των ταπει­νών και κατα­φρο­νε­μέ­νων. Επί­σης, η ανά­στα­ση είναι το δια­βα­τή­ριο του χρι­στια­νι­σμού για τη μετέ­πει­τα εξά­πλω­σή του, αλλά και η αλυ­σί­δα με την οποία θα δέσει το ποί­μνιό του. Με απύθ­με­νο θρά­σος ο Παύ­λος δηλώ­νει: «Εάν ο Ιησούς δεν ανα­στή­θη­κε, τότε η διδα­σκα­λία και η πίστη μας είναι κενές» και:

«Εάν εν ταύ­τη τη ζωή μόνον ελπί­ζω­μεν εις τον Χρι­στόν, είμε­θα ελε­ει­νό­τε­ροι πάντων των ανθρώ­πων» (ΙΕ΄, 14,19).

Και συνε­χί­ζει:

«Ποιος από τους οπα­δούς του πρώ­ι­μου χρι­στια­νι­σμού, που είχαν ταυ­τι­στεί με το ρόλο του Μεσ­σία, μπο­ρού­σε μετά το θάνα­τό του να παρα­δε­χτεί πως έσφαλ­λε και ότι ο Μεσ­σί­ας είχε ένα τόσο άδο­ξο τέλος; Ποια ανταλ­λα­κτι­κή αξία ένα­ντι της συνε­χούς εξέ­γερ­σης των Εβραί­ων απέ­να­ντι στους Ρωμαί­ους εκεί­νης της επο­χής μπο­ρού­σε να κατευ­νά­σει καλύ­τε­ρα τα πνεύ­μα­τα ή δια­τη­ρού­σε σοβα­ρές ελπί­δες για να το κάνει; Η ανά­στα­ση έπρε­πε να επι­νοη­θεί, ώστε να εδραιω­θεί η πίστη προς τη θεϊ­κή υπό­στα­ση του Ιησού και να καλύ­ψει μία από τις σοβα­ρό­τε­ρες ανά­γκες των πιστών τότε και στο μέλ­λον»[3].

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, ο χρι­στια­νι­σμός κάθε άλλο παρά και­νο­το­μεί. Το φαι­νό­με­νο του θεού που πεθαί­νει και ανα­σταί­νε­ται γεν­νή­θη­κε και συνα­ντά­ται σε πολ­λούς γεωρ­γι­κούς και ποι­με­νι­κούς λαούς πριν από αυτόν. Πέρ­σες, Σύριοι, Ασσύ­ριοι, Βαβυ­λώ­νιοι, Φοί­νι­κες, Ινδοί, Εβραί­οι, Αιγύ­πτιοι. Ακό­μη και στην αμε­ρι­κά­νι­κη ήπειρο.

Όταν οι κον­κι­στα­δό­ρες[4] απο­βι­βά­στη­καν στη Νότιο Αμε­ρι­κή, δια­πί­στω­σαν έκπλη­κτοι πως οι ντό­πιοι πίστευαν σ’ ένα θεό που τύφλα να έχει το δικό μας θεό­που­λο. Μέχρι τότε δεν υπήρ­χε επι­κοι­νω­νια­κή σχέ­ση μετα­ξύ των δύο κόσμων, άρα οι Ινδιά­νοι σε καμία περί­πτω­ση δεν μπο­ρού­σαν να κατη­γο­ρη­θούν για αντι­γρα­φή ή κλο­πή ξένης πνευ­μα­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας. Απλώς οι Ινδιά­νοι, έχο­ντας ταυ­τό­ση­μες μετα­φυ­σι­κές ανη­συ­χί­ες και ανά­λο­γες με τους άγριους Μεσα­να­το­λί­τες φυσι­κές και κοι­νω­νι­κές δυσκο­λί­ες, έδω­σαν την ίδια λύση. Ο θεός τους λεγό­ταν Κου­ε­τζαλ­κο­άτλ και είχε σταυ­ρω­θεί σ’ έναν ξύλι­νο σταυ­ρό. Φυσι­κά, όπως ξέρου­με σήμε­ρα, σε καμία περί­πτω­ση δεν κατά­φε­ρε να τους σώσει από τους Ισπα­νούς κατα­κτη­τές και αργό­τε­ρα από όσους άλλους αποί­κη­σαν τη γη τους. Στη χερ­σό­νη­σο Γιου­κα­τάν ο Μπα­κάμπ, γιος της παρ­θέ­νας Τσι­ρι­μπί­ρας, παρι­στα­νό­ταν στε­φα­νω­μέ­νος με ακάν­θι­νο στε­φά­νι. Σταυ­ρώ­θη­κε και αυτός σε ξύλι­νο σταυ­ρό, έμει­νε τρεις μέρες πεθα­μέ­νος, έπει­τα σηκώ­θη­κε και το ’ριξε στις βόλ­τες. Προ­φα­νώς πρό­κει­ται για συγ­γε­νή του Κου­ε­τζαλ­κο­άτλ. Στη Βαβυ­λω­νία ο Μαρ­ντούκ πέθαι­νε κάθε χει­μώ­να και ανα­σται­νό­ταν την άνοι­ξη. Τακτι­κά ανα­σται­νό­ταν και ο Άδω­νις των Φοι­νί­κων. Όταν πέθαι­νε, οι πιστοί του αυτο­μα­στι­γώ­νο­νταν (και οι “δικοί” μας το κάνουν σε κάποια μέρη ακό­μη και σήμερα)και σε κάθε ανά­στα­σή του αλλη­λο­συγ­χαί­ρο­νταν με το «Άδω­νις ανέ­στη». Κάθε που πέθαι­νε, του έφτια­χναν ξύλι­να αγάλ­μα­τα που τα τοπο­θε­τού­σαν σ’ ένα είδος φέρε­τρου και, αφού οι γυναί­κες τα έπλε­ναν και τα άλει­φαν με διά­φο­ρα αρω­μα­τι­κά, τα τύλι­γαν σε υφα­σμά­τι­να σάβα­να και τα έθα­βαν. Δεν μπο­ρεί κάτι θα σας θυμί­ζουν όλα αυτά.

Αλλά και ο Άττις δεν πήγαι­νε πίσω. Χτυ­πη­μέ­νος με ιερή μανία από την ερω­μέ­νη του Κυβέ­λη, έκο­ψε τ’ αρχί­δια του και τα κακά­ρω­σε από αιμορ­ρα­γία. Μετά τον ευνου­χι­σμό του όμως ανα­στή­θη­κε και έγι­νε πάλι δεκτός από τη θεά. Πεν­θώ­ντας τα πάθη του στις 24 Μαρ­τί­ου, οι οπα­δοί του αυτο­μα­στι­γώ­νο­νταν και την επο­μέ­νη γιόρ­τα­ζαν την ανά­στα­σή του, για­τρεύ­ο­ντας τις πλη­γές τους και ελπί­ζο­ντας πως θ’ ανα­στη­θούν κι αυτοί. Ακό­μη παλαιό­τε­ρα, εξα­σκού­νταν στην ανά­στα­ση ο Όσι­ρις των Αιγυ­πτί­ων (ο μετέ­πει­τα Σέρα­πις των Ρωμαί­ων) και όπο­τε το κατά­φερ­νε, συνή­θως κάθε χρό­νο, οι πιστοί του αλλη­λο­συγ­χαί­ρο­νταν κι αυτοί με τον ίδιο τρό­πο των αλλόπιστων. 

Εδώ αξί­ζει να σημειω­θεί πως η λατρεία του, καθώς και της αδελ­φής-συζύ­γου του Ίσι­δας –λίγο μπλεγ­μέ­νη σχέ­ση–, έφτα­σε μέχρι το 350 μ.τ.χ. Σ’ αυτή την επι­σκό­πη­ση ανα­στη­μέ­νων θεών δεν πρέ­πει να παρα­λεί­ψου­με τον Μίθρα. Ο Μίθρας ήταν γιος θεού και γεν­νή­θη­κε σε μια σπη­λιά. Απο­κα­λού­νταν «Αυτός που γεν­νή­θη­κε από βρά­χο». Τον παρί­στα­ναν με ραβδί και σπα­θί στο χέρι, όπως και τον Πέτρο αργό­τε­ρα. Οι οπα­δοί του σε τελε­τουρ­γι­κά δεί­πνα έτρω­γαν αγια­σμέ­νο ψωμί και έπι­ναν κρα­σί. Γνώ­ρι­ζε κι αυτός την τέχνη της ανά­στα­σης και με τη βοή­θειά του πίστευαν πως ανα­σταί­νο­νταν ή θα ανα­σταί­νο­νταν όλοι οι νεκροί. Ο μιθραϊ­σμός των Περ­σών, αρκε­τά δια­δε­δο­μέ­νος την επο­χή των πρώ­των χρό­νων του χρι­στια­νι­σμού, πέρα­σε αυτού­σιος στη λατρεία των πρω­το­χρι­στια­νών. Μπρο­στά σ’ όλους αυτούς τους ανα­στη­μέ­νους δεν μπο­ρού­σαν να υστε­ρούν οι αρχαί­οι Έλλη­νες. Έτσι, μετά την αρχι­κή περι­πέ­τεια κατά τη γέν­νη­σή του, ο Διό­νυ­σος, γεν­νη­μέ­νος δεύ­τε­ρη φορά από το μηρό του πατέ­ρα του, του Δία, ανα­σται­νό­ταν ανελ­λι­πώς κάθε χρό­νο. Άσχε­τα από το τι υπο­στη­ρί­ζει η επί­ση­μη εκκλη­σία σχε­τι­κά με την «ανά­στα­ση» και με το αν ο Ιησούς είχε μόνο ανθρώ­πι­νη υπό­στα­ση ή όχι και το αν πέρ­να­γε από τοί­χους και πόρ­τες κλει­στές, κανείς δεν τόλ­μη­σε να τα αμφι­σβη­τή­σει όλα αυτά, ειδι­κά από τη στιγ­μή που επι­κρά­τη­σε ο χρι­στια­νι­σμός ως επί­ση­μη θρη­σκεία του κρά­τους και ως τον 16ο αιώνα. 

Η αιμο­δι­ψής τρο­μο­κρα­τία που ασκού­σε όλα αυτά τα χρό­νια η εκκλη­σία δεν επέ­τρε­πε τέτοιου είδους ερω­τή­μα­τα, ακό­μη και για πολύ δευ­τε­ρεύ­ο­ντα ζητή­μα­τα. Από την επο­χή του Παύ­λου και των Ευαγ­γε­λι­στών, και αργό­τε­ρα επι­στη­μο­νι­κό­τε­ρα, χτί­στη­κε έντε­χνα το προ­φίλ του Χρι­στού, έτσι ώστε να επι­δρά­σει κατα­λυ­τι­κά στις λαϊ­κές μάζες της επο­χής, ειδι­κά τα πρώ­τα χρό­νια και πάντως πριν απο­κτή­σει η εκκλη­σία καθε­στη­κυία δύνα­μη, οπό­τε και σαφώς μετα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε μηχα­νι­σμό κατα­πί­ε­σης και τρο­μο­κρα­τί­ας. Παύ­λος και Ευαγ­γε­λι­στές, σε δια­φο­ρε­τι­κό βαθ­μό και με τον τρό­πο του ο καθέ­νας, χτί­ζουν πάνω σε πέντε βασι­κά για την επο­χή, και όχι μόνο, ζητή­μα­τα: Στην ισό­τη­τα απέ­να­ντι στο θεό, που αρκε­τοί –αφε­λώς αν και δικαιο­λο­γη­μέ­να– την ήλπι­σαν και κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κή, στην έννοια της αγά­πης, στη δυνα­τό­τη­τα άφε­σης αμαρ­τιών, στη μετα­θα­νά­τια αντα­μοι­βή ένα­ντι των όσων υπο­μέ­νο­νται στη ζωή και, φυσι­κά, στην περι­βό­η­τη ανά­στα­ση, η οποία και ακυ­ρώ­νει, προ­σφέ­ρο­ντας τη μέγι­στη αντα­μοι­βή, την παρά­λο­γα απάν­θρω­πη ζωή των μαζών τότε και βιά­ζει τη λογι­κή μας ακό­μη και σήμε­ρα. Αφαι­ρέ­στε την ανά­στα­ση από το χρι­στια­νι­σμό, και η χρι­στια­νι­κή διδα­σκα­λία χάνει το νόη­μα, τη δύνα­μη και την προ­ω­θη­τι­κή της ικα­νό­τη­τα ακό­μη και στις μέρες μας. Βεβαί­ως, και εδώ οι καθο­λι­κοί δεί­χνουν ιδιαί­τε­ρη προσαρμοστικότητα. 

Καθώς κατά και­ρούς έχουν εγερ­θεί σοβα­ρές αμφι­βο­λί­ες για το κατά πόσο μπο­ρεί να τη σκα­που­λά­ρει κάποιος από τη σταύ­ρω­ση –έχουν ανα­φερ­θεί πολ­λές και απο­δε­δειγ­μέ­νες περι­πτώ­σεις–, στην περί­πτω­ση που υπο­θέ­σου­με πως ο Χρι­στός υπήρ­ξε και πως όλα τα ανι­στό­ρη­τα και αντι­φα­τι­κά των απο­στό­λων γειτ­νιά­ζουν με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η καθο­λι­κή εκκλη­σία παίρ­νει στρο­φή προ­σπα­θώ­ντας να θολώ­σει το τοπίο, όπως θα δού­με παρα­κά­τω. Ανα­ρω­τη­θή­κα­τε ποτέ προς τι όλη αυτή η σταυ­ρο­λο­γία όλες τις φορές που βρε­θή­κα­τε σε οπτι­κή επα­φή μ’ έναν εσταυ­ρω­μέ­νο, πότε και πώς προ­έ­κυ­ψε ο σταυ­ρός; Η ποι­νή που απαγ­γέλ­θη­κε στον Ιησού, σύμ­φω­να με τις γρα­φές, δεν ήταν η σταύ­ρω­ση, αλλά ο λιθο­βο­λι­σμός. Πολύ αργό­τε­ρα, τον 4ο αιώ­να, προ­στέ­θη­κε ο σταυ­ρός ως ειδω­λο­λα­τρι­κό σύμ­βο­λο πίστης στην πλη­θώ­ρα ανά­λο­γων εξαρ­τη­μά­των της χρι­στια­νι­κής θρη­σκεί­ας. Οπό­τε σκαρ­φί­στη­καν και τη σταύ­ρω­ση. Με δια­κή­ρυ­ξή του, ο πάπας Ιωάν­νης ο 23ος στις 30/6/1960, και εδώ βρί­σκου­με μια από τις ακρο­βα­τι­κές στρο­φές, ανα­κρού­ει πρύ­μναν υπο­στη­ρί­ζο­ντας πως μέσω του αίμα­τος του Ιησού σώθη­κε ο κόσμος, μαζί μ’ αυτόν κι εγώ ο αθεϊ­στής που σας γρά­φω, και όχι μέσω του θανά­του του. 

Με λίγα λόγια, δεν έχει σημα­σία αν πέθα­νε ή όχι στο σταυ­ρό. Κι αν δεν πέθα­νε, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν ανα­στή­θη­κε, αλλά αυτό δεν λέγε­ται. Χώρια που δεν υπήρ­ξε, αλλά κατα­σκευά­στη­κε αιώ­νες μετά (Α΄ οικου­με­νι­κή σύνο­δος) από μίξη όλων των θεών της επο­χής. Φαί­νε­ται ότι ο συγκε­κρι­μέ­νος πάπας προ­ε­τοί­μα­ζε την αντί­δρα­ση της εκκλη­σί­ας στην έλευ­ση της επιστήμης.

(Από­σπα­σμα από το «Η Αγρία Γρα­φή», Εκδό­σεις ΚΨΜ, Στέ­λιος Κανάκης)

[1] Συμ­μο­ρία των έντε­κα: Αμε­ρι­κα­νι­κή κωμι­κή περι­πέ­τεια παρα­γω­γής 2001 σε σκη­νο­θε­σία Στί­βεν Σόντε­μπεργκ, με πρω­τα­γω­νι­στές τους Τζορτζ Κλού­νεϊ, Μπραντ Πιτ, Ματ Ντέι­μον, Άντι Γκαρ­σία, Τζού­λια Ρόμπερτς κ.ά. Ριμέικ ομό­τι­τλης ται­νί­ας του 1960.
[2] Σου­δά­ριο: Μαντί­λι στο οποίο ήταν τυλιγ­μέ­νο το κεφάλι.
[3]  ό.π.
[4]Ισπα­νοί εξε­ρευ­νη­τές και κατα­κτη­τές. Εξο­λο­θρευ­τές του γηγε­νούς (ινδιά­νι­κου) πλη­θυ­σμού με τη βοή­θεια της καθο­λι­κής εκκλη­σί­ας, που μέχρι τον προη­γού­με­νο αιώ­να ανα­ρω­τιό­ταν αν οι Ινδιά­νοι έχουν… ψυχή.

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο