Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα ― 3. ΕΓΓΛΕΖΟΙ

Δεκέμβρης 1944. Ινδοί στρατιώτες στην Ακρόπολη. Πηγή φωτογραφίας: Εφημερίδα των συντακτών

Δεκέμ­βρης 1944. Ινδοί στρα­τιώ­τες στην Ακρό­πο­λη.
Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Εφη­με­ρί­δα των συντακτών

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας υπήρ­ξε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους και πολυ­γρα­φό­τε­ρους Έλλη­νες συγ­γρα­φείς. Ασχο­λή­θη­κε με επι­τυ­χία με όλα τα είδη της λογο­τε­χνί­ας, αν και στο ευρύ κοι­νό είναι, ακό­μα, περισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως ποι­η­τής. Στο μεγά­λο σε όγκο και αξία έργο του περι­λαμ­βά­νο­νται και κεί­με­νά του (χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, επι­φυλ­λί­δες, κρι­τι­κές κ.α.) που δημο­σιεύ­τη­καν σε έναν μεγά­λο –επί­σης- αριθ­μό εντύ­πων που κυκλο­φο­ρού­σαν σε διά­φο­ρες περιο­χές της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας, άλλο­τε με την υπο­γρα­φή του και άλλο­τε με ψευ­δώ­νυ­μο που, συχνά και αυτό, από έντυ­πο σε έντυ­πο, ήταν διαφορετικό.

Τα κεί­με­νά του που παρου­σιά­ζου­με από το ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενι­κό τίτλο «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα» γρά­φτη­καν την περί­ο­δο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και μετά την συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας. Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας μετα­φέ­ρει στο χαρ­τί εικό­νες μιας σκλη­ρής επο­χής, περι­γρά­φει στιγ­μές ηρω­ι­σμού, αλλά και σκη­νές τρα­γι­κές, από αυτές που ακο­λού­θη­σαν την παρά­δο­ση των τιμη­μέ­νων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμ­με­τεί­χε στην Αντί­στα­ση ενά­ντια στους ιτα­λούς-γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές, βγή­κε στο βου­νό και έμει­νε για πολύ και­ρό δίπλα στον πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελου­χιώ­τη, ενώ ήταν ο δημιουρ­γός και η «ψυχή» της Λαϊ­κής Σκη­νής (θέα­τρο στα βου­νά) της 8ης Μεραρ­χί­ας του ΕΛΑΣ.

Το ‑τρί­το στη σει­ρά- κεί­με­νο που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα έχει τίτλο ΕΓΓΛΕΖΟΙ και είναι ανέκ­δο­το, επί­και­ρο δε λόγω των ημε­ρών. Ο Κοτζιού­λας μέσα σε λίγες γραμ­μές δίνει μια καλή περι­γρα­φή των ανδρών της 5ης Ινδι­κής Ταξιαρ­χί­ας που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε από τους Άγγλους στις μάχες της Αθή­νας με τον ΕΛΑΣ, τον Δεκέμ­βρη του 1944, που κρά­τη­σαν 33 μέρες. Οι Άγγλοι συνή­θι­ζαν να χρη­σι­μο­ποιούν στις πολε­μι­κές επι­χει­ρή­σεις τους ινδι­κά αποι­κια­κά στρα­τεύ­μα­τα, που απαρ­τί­ζο­νταν από σκλη­ρο­τρά­χη­λους και εξαι­ρε­τι­κά αφο­σιω­μέ­νους πολε­μι­στές. Το σκού­ρο χρώ­μα του δέρ­μα­τός τους έκα­νε το λαό της Αθή­νας (που δεν γνώ­ρι­ζε την προ­έ­λευ­σή τους) να τους απο­κα­λεί «αρα­πά­δες» («αρά­πη­δες» ο Κοτζιού­λας). Οι άντρες της 5ης Ινδι­κής Ταξιαρ­χί­ας  προ­έρ­χο­νταν από διά­φο­ρες ασια­τι­κές φυλές, ακό­μα και από το Νεπάλ. Εκτός από τα κλα­σι­κά του­φέ­κια ήταν οπλι­σμέ­νοι με μεγά­λα μαχαί­ρια που, σε συν­δυα­σμό με την κάλυ­ψη του κεφα­λιού τους σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση της φυλής ή της θρη­σκεί­ας τους (δεν φορού­σαν στρα­τιω­τι­κά κρά­νη) έκα­ναν την εμφά­νι­σή τους ασύμ­βα­τη με την τυπι­κή εικό­να του ξένου στρα­τιώ­τη που είχε μέχρι τότε (Ιτα­λοί, Γερ­μα­νοί, Άγγλοι) ο λαός μας. Λέγε­ται μάλι­στα ότι στις μάχες με άναρ­θρες κραυ­γές προ­σπα­θού­σαν να κάμ­ψουν το ηθι­κό του αντί­πα­λου στρα­τού. Από το κεί­με­νο του Κοτζιού­λα πάντως μάλ­λον το αντί­θε­το προ­κύ­πτει. Ο σεβα­σμός στους ΕΑΜί­τες αντι­πά­λους τους ενί­ο­τε γινό­ταν φόβος (και οι ίδιοι ‑σύμ­φω­να με τον Κοτζιού­λα- …μπου­χός). Ινδι­κές ταξιαρ­χί­ες οι Άγγλοι δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σαν μόνο στην Ελλά­δα, αλλά και σε άλλες αποι­κιο­κρα­τού­με­νες χώρες…

Τα ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να, από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα, μας παρα­χώ­ρη­σε ευγε­νι­κά ο γιος του Κώστας Κοτζιού­λας, που έχει και την επι­μέ­λεια του αρχείου.

ΕΓΓΛΕΖΟΙ

Ήρθαν τα πρώ­τα αυτο­κί­νη­τα. Έχουν μέσα μαύ­ρους όλων των απο­χρώ­σε­ων. Άλλοι τους λεν Ινδούς, άλλοι της Σομα­λί­ας, αλλά κανέ­νας δεν ξέρει πού­θε ακρι­βώς είναι. Σταθ­μεύ­σαν στην πλα­τεία. Έπει­τα ήρθαν κι άλλοι. Φεύ­γουν το πρωί και γυρί­ζουν το βρά­δι. Λένε πως επι­σκευά­ζουν τους δρό­μους που είναι κομ­μέ­νοι εδώ κοντά. Φορούν εγγλέ­ζι­κα. Κάτω στα πόδια έχουν άσπρα περι­πό­δια. Μερι­κοί, χαλ­κό­χρω­μοι, έχουν δέσει τα κεφά­λια τους με κάτι στα­χτιά καλύμ­μα­τα σα σαρί­κια, καλ­λι­τε­χνι­κά δεμέ­να. Κάτω απ’ τον πίλο πίσω είναι οι κοτσί­δες τους. Έχουν κρυμ­μέ­να και τ’ αφτιά. Λένε πως αυτοί είναι από τη Βιρ­μα­νία. Μερι­κοί αρά­πη­δες μόνο τα δόντια και τα μάτια τους έχουν άσπρα. Κάθο­νται σ’ ένα εγκα­τα­λειμ­μέ­νο ιατρείο («Ά, θα πάρει λίρες ο Γιά­γκος.», λένε μερι­κοί. «Έχει τα μέσα»). Το βρά­δι βαρούν το ταμπούρ­λο και χορεύ­ουν σαν άγριοι. Εκεί που έχουν τα αυτο­κί­νη­τα έβα­λαν συρ­μα­τό­πλεγ­μα από γύρω και φυλά­ει ένας σκο­πός με οπλο­πο­λυ­βό­λο στο χέρι. Οι άλλοι σου­λα­τσέρ­νουν ή επι­σκευά­ζουν τ’ αυτο­κί­νη­τα, ξελα­σκά­ρουν τις μηχα­νές, φου­σκώ­νουν τα λάστι­χα, σέρ­νο­νται απο­κά­τω και γίνο­νται όλο χώμα. Έχουν μια επω­μί­δα κόκι­νη στη στο­λή με ανοιγ­μέ­να φτε­ρά. Είναι του μηχα­νι­κού. Φεύ­γουν αργά το πρωί, το βρά­δι γυρί­ζουν νωρίς. Παίρ­νουν κι επι­βά­τες μαζί τους όταν τύχει. Τα παι­διά τρι­γυ­ρί­ζουν περί­ερ­γα και κοι­τάν. Οι στρα­τιώ­τες πάνε στις βρύ­σες για νερό. Μερι­κά κορί­τσια τους βλέ­πουν μαύ­ρους και φοβού­νται, παρα­με­ρί­ζουν, άλλες κάθο­νται, δε χάνουν τη σει­ρά τους. Κάπου κάπου κάνει την εμφά­νι­σή του και κανέ­νας δικός μας μηχα­νι­κός. Τσά­ντα στο χέρι, γρα­βά­τες, πόζα. Μόλις ρίχνει γύρω του μια ματιά στο λαου­τζί­κο. Οι αντάρ­τες κου­νούν το κεφά­λι τους: «Για σάς αγω­νι­στή­κα­με εμείς!». Στο τέλος εμφα­νί­στη­καν και δυο τρεις με άσπρη καλύ­πτρα, το σήμα του Ερυ­θρού Σταυ­ρού. Η αρι­στο­κρα­τία της πολί­χνης θέλει να πιά­σει σχέ­σεις, αλλά δεν ξέρει εγγλέ­ζι­κα. Μια βρα­διά, εκεί που μιλού­σε το μεγά­φω­νο, κάποιος που έσια­ζε τ’ αυτο­κί­νη­τα άνα­ψε το ηλε­κτρι­κό. Τόρι­ξε κατά κει, απά­νω στο παρά­θυ­ρο, απ’ όπου έβγαι­νε η φωνή. Κάποιος αρθρο­γρά­φος δικός μας κατη­γο­ρού­σε του Άγγλους ηγέ­τες. Ο στρα­τιώ­της έσβυ­νε κι άνα­βε το φως. Το περιέ­φε­ρε χωρίς λόγο. Τόρι­ξε δυο τρεις φορές στον τοί­χο, στο παρά­θυ­ρο του εκφω­νη­τή. Ίσως για προει­δο­ποί­η­ση, εκφο­βι­σμό! Μπο­ρεί να είταν ελλη­νο­μα­θής… Κύπριος. Μια μέρα που ερχό­ταν ένα αυτο­κί­νη­το, πετά­χτη­καν σε μια στρο­φή πολ­λοί χωριά­τες άξαφ­να για να το πάρουν. –ΕΑΜ, ΕΑΜ!, φώνα­ξαν έντρο­μοι οι στρα­τιώ­τες, νομί­ζο­ντας πως επρό­κει­το γι’ αναρ­χι­κούς. Τ’ αυτο­κί­νη­το (χοντρές ρόδες, σκε­πα­σμέ­νο με μου­σα­μά­δες) έγι­νε μπου­χός, παίρ­νο­ντας το χωμα­τό­δρο­μο κατ’ τα χωρά­φια, σαν άκου­σε ο οδη­γός την κραυ­γή του φόβου.

Γ. Κοτζιού­λας

Ακό­μα και σήμε­ρα, μισό σχε­δόν αιώ­να μετά το θάνα­τό του, το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σημα­ντι­κού και πολυ­διά­στα­του έργου του Γ. Κοτζιού­λα παρα­μέ­νει ανέκ­δο­το. Αξί­ζει όμως να σημειω­θεί ότι τα τελευ­ταία χρό­νια, με την ακά­μα­τη προ­σπά­θεια και συμ­βο­λή της οικο­γέ­νειας του γιου του Κώστα, επα­να­κυ­κλο­φο­ρούν παλαιό­τε­ρα έργα, άλλα βλέ­πουν το φως της δημο­σιό­τη­τας για πρώ­τη φορά, ενώ στα σχέ­δια βρί­σκο­νται νέες εκδό­σεις. Έτσι, αξιο­ποιεί­ται με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο το πλού­σιο αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα: το έργο του δημιουρ­γού φτά­νει στο λαό, απ’ τον οποίο προ­έρ­χε­ται και για τον οποίο αγω­νί­στη­κε και έγρα­ψε ο Γιώρ­γος Κοτζιούλας.

Ευχα­ρι­στού­με θερ­μά τον Κώστα Κοτζιού­λα για την ευγε­νι­κή παρα­χώ­ρη­ση του κειμένου.

Για την εργο­βιο­γρα­φία του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα πατή­στε ΕΔΩ.
Για το πρώ­το κεί­με­νο της σει­ράς πατή­στε ΕΔΩ.
Για το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο ΕΔΩ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο