Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάσχα: Αναστήθηκε ο Χριστός;

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

«Χρι­στός ανέ­στη εκ νεκρών θανά­τω θάνα­τον πατή­σας» όπως προ­σπα­θούν να μας πεί­σουν τα γράμ­μα­τα της Εκκλη­σί­ας ή μήπως πρό­κει­ται για θρύ­λο; Πέθα­νε ο Ιησούς στο σταυ­ρό και ανα­στή­θη­κε ή μήπως πρό­κει­ται για θρύ­λο; Γίνο­νται τέτοια θαύ­μα­τα; Αυτό το ζήτη­μα εξε­τά­ζει μετα­ξύ άλλων ο Γιά­νης Κορ­δά­τος στο «Ιησούς Χρι­στός και Χρι­στια­νι­σμός». Ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με από τον Α’ τόμο (σελ. 362–369) την εξή­γη­ση του Γιά­νη Κορ­δά­του για τη μη ανά­στα­ση του Ιησού:

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, «Ανάσταση», Μουσείο Πράδο, Μαδρίτη

Δομή­νι­κος Θεο­το­κό­που­λος, «Ανά­στα­ση», Μου­σείο Πρά­δο, Μαδρίτη

“Αμα βγή­κε η κατα­δι­κα­στι­κή από­φα­ση έστη­σαν έξω από την πόλη, σ’ ένα μέρος που δεν μπό­ρε­σαν οι νεό­τε­ροι ιστο­ρι­κοί να το καθο­ρί­σουν, το στύ­λο — σταυ­ρό κι εκεί κρέ­μα­σαν — σταύ­ρω­σαν τον Ιησού αφού πρώ­τα τον έδει­ραν και τον δια­πό­μπε­ψαν. Πάνω στο στύ­λο κρέ­μα­σαν μια επι­γρα­φή με γράμ­μα­τα εβραϊ­κά και ελλη­νι­κά που έλε­γε «αυτός είναι ο βασι­λέ­ας των Ιουδαίων».

Φαί­νε­ται όμως πως στην ίδια θανα­τι­κή ποι­νή κατα­δι­κά­στη­καν και δύο άλλοι επα­να­στά­τες Γαλι­λαί­οι που η ευαγ­γε­λι­κή παρά­δο­ση τους παρου­σιά­ζει για ληστές, και μάλι­στα μας πλη­ρο­φο­ρεί πως ο ένας ήταν καλός ενώ ο άλλος φαύ­λος και την τελευ­ταία στιγ­μή έ­βριζε τον Ιησού. Για­τί όμως ο Πιλά­τος να εχτε­λέ­σει δυο κακούρ­γους την ίδια μέρα και στο ίδιο μέρος που εχτέ­λε­σε τον Ιησού;

Από ποια αίτια να εχτε­λε­στούν τότε οι κακούρ­γοι και μάλι­στα στη γιορ­τή του Πάσχα;

Ολα αυτά μας πεί­θουν πως οι δυο ληστές ήταν γαλι­λαί­οι επαναστάτες.

Στο σταυ­ρό έμει­νε ζωντα­νός ο Ιησούς τρεις τέσ­σε­ρις ώρες, από το μεση­μέ­ρι ως τις πέντε. Σ’ αυτό το διά­στη­μα περ­νούσαν από κει πολ­λοί Γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι και τόνε χλεύα­ζαν: «Εσύ που έλε­γες πως όλα μπο­ρείς να τα κάνεις και που έσω­ζες άλλους από το θάνα­το, σώσε τώρα και τον εαυ­τό σου». Άλλοι πάλι του έλε­γαν: «Αφού είσαι ο Μεσ­σί­ας και ο βασι­λιάς μας, κα­τέβα από το σταυ­ρό» και μερι­κοί κου­νώ­ντας το κεφά­λι τον ελε­ει­νο­λο­γού­σαν για το κατά­ντη­μά του.

Κατά το βρά­δυ όμως, αφού έγι­ναν στο ανα­με­τα­ξύ πολ­λά υπερφυ­σικά σημεία, ο Ιησούς έβγα­λε μια δυνα­τή φωνή λέγο­ντας «θεέ μου θεέ μου, για­τί με εγκα­τέ­λει­ψες;» και πέθανε.

Επει­δή όμως άρχι­ζε η αργία του Σαβ­βά­του οι Ιου­δαί­οι — μας πλη­ρο­φο­ρεί το δ’ Ευαγ­γέ­λιο — παρα­κά­λε­σαν τον Πιλά­το να σπα­στούν τα σκέ­λη των κατά­δι­κων — ήταν η χαρι­στι­κή βολή — και να κατε­βα­στούν από το σταυ­ρό τα πτώ­μα­τά τους για να θαφτούν πριν αρχί­σει η αργία. Αυτό κι έγι­νε. Των δύο «ληστών» τα σκέ­λη σπά­στηκαν για­τί ήταν ακό­μα ζωντα­νοί, ενώ τον Ιησού οι στρα­τιώ­τες δεν τον πεί­ρα­ξαν επει­δή τον βρή­καν πεθα­μέ­νο. Μόνο για να βεβαιω­θούν πώς πραγ­μα­τι­κά ήταν πεθα­μέ­νος, ο ένας από τους στρα­τιώ­τες τον κέντη­σε με τη λόγ­χη στο πλευ­ρό και βγή­κε αμέ­σως νερό και αίμα. (ΙΩ 19. 31 — 34).

Ξανα­θυ­μί­ζου­με στον ανα­γνώ­στη από την παρα­πά­νω διή­γη­ση το περι­στα­τι­κό πως οι στρα­τιώ­τες δεν έσπα­σαν τα σκέ­λη του Ιησού. Αυτό έχει σημα­σία, για­τί η πλη­ρο­φο­ρία αυτή θα μας χρεια­στεί πα­ρακάτω για να κατα­λά­βου­με πολ­λά πράματα.

Υστε­ρα, λένε όλοι οί Ευαγ­γε­λι­στές, πήγε στον Πιλά­το ένας πλού­σιος και πρού­χο­ντας Ιου­δαί­ος, ο Ιωσήφ από την Αρι­μα­θαία, και παρα­κά­λε­σε το ρωμαίο επί­τρο­πο να του δώσει την άδεια να πά­ρει το σώμα του Ιησού και να το θάψει. Μαζί με τον Ιωσήφ ήρθε κι ο άλλος πρού­χο­ντας, ο Νικό­δη­μος. Ο Πιλά­τος έδω­σε την άδεια και ο Ιωσήφ έθα­ψε το Ναζω­ραίο σε νεό­χτι­στο τάφο.

Δεν είμα­στε φυσι­κά υπο­χρε­ω­μέ­νοι να πιστέ­ψου­με ότι και στο μέ­ρος αυτό η ευαγ­γε­λι­κή παρά­δο­ση λέει όλη την αλή­θεια. Εκεί­νο όμως που έχει μεγά­λη σημα­σία είναι ότι οι ρωμαί­οι δήμιοι δεν τσά­κισαν τα σκέ­λη του Ιησού — δεν του έδω­σαν τη χαρι­στι­κή βολή, όπως θα λέγα­με σήμε­ρα — αλλά τον άφη­σαν έτσι. Αφού δεν έγι­νε αυτό, τίπο­τα δε μας δυσκο­λεύ­ει να υπο­θέ­σου­με πως δεν είχε πεθά­νει ο Ιησούς πάνω στο σταυ­ρό. Αν έγει­ρε το κεφά­λι του και φαίνον­ταν αναί­σθη­τος δεν απο­κλεί­ε­ται να βρί­σκο­νταν σε λήθαρ­γο. Τέ­τοιες περι­πτώ­σεις υπάρ­χουν πολ­λές και γι’ αυτό χτυ­πού­σαν με ρόπα­λα και σίδε­ρα τα σκέ­λη του κατά­δι­κου για να τον αποτελειώσουν.

Ο θάνα­τος αργού­σε πολύ. Οι κατά­δι­κοι μένα­νε πάνω στο σταυ­ρό ζωντα­νοί τρεις τέσ­σε­ρις μέρες και παρα­πά­νω. Είναι λοι­πόν πολύ πιθα­νό πως ο Ιησούς δεν πέθα­νε πάνω στο σταυ­ρό τις λίγες ώρες που έμει­νε κρε­μα­σμέ­νος. Και μια που δεν του τσά­κι­σαν τα σκέ­λη, όταν τον ξεκρέ­μα­σαν ήταν λιποθυμισμένος.

Δεν μπο­ρού­με όμως να παρα­δε­χτού­με πως ο Ιωσήφ, ο προύχον­τας της Αρι­μα­θαί­ας, πήγε στον Πιλά­το και τον παρα­κά­λε­σε να του δώσει την άδεια να θάψει τον Ιησού που την προη­γού­με­νη μέ­ρα ήταν αρχη­γός ανταρ­σί­ας και που δικά­στη­κε από τις ρωμαϊ­κές αρχές σα στα­σια­στής. Τέτοιο κου­ρά­γιο δεν το είχε κανέ­νας Ιου­δαίος την ημέ­ρα εκεί­νη για­τί θα θεω­ρού­ντα­νε και ο ίδιος συνωμό­της. Εξάλ­λου ο Ιωσήφ δεν τόλ­μη­σε να εκδη­λω­θεί την ώρα που το κίνη­μα για μια στιγ­μή φαί­νο­νταν πώς επι­κρα­τού­σε, και θα εκ­δηλώνονταν φίλος και οπα­δός του Ιησού την επαύ­ριο που όλα ήταν χαμέ­να και η τρο­μο­κρα­τία βάραι­νε την ατμό­σφαι­ρα της ιου­δαϊ­κής πολιτείας.

Το σώμα λοι­πόν του Ιησού δεν το πήρε κανέ­νας Ιωσήφ ή Νι­κόδημος. Το κατέ­βα­σαν από το σταυ­ρό — στύ­λο οι Ρωμαί­οι στρα­τιώτες και τι από­γι­νε δεν ξέρου­με. Ηταν ανά­γκη να σωπά­σει η Ιστο­ρία στο σημείο αυτό για να πλα­στεί ο θρύ­λος της Ανάστασης.

Μπο­ρού­με όμως να υπο­θέ­σου­με πως οι ρωμαί­οι δήμιοι πληρώθη­καν για να μην τσα­κί­σουν με ρόπα­λα ή με σίδε­ρα τα σκέ­λη του Ιη­σού και να τον παρα­δώ­σουν στους Ιου­δαί­ους για να τόνε θάψουν, μια που άρχι­σε η μεγά­λη γιορ­τή και η αργία. Εκεί­να τα χρό­νια τα όργα­να της ρωμαϊ­κής εξου­σί­ας αγα­πού­σαν το χρή­μα και πολ­λές φορές παρα­βαί­να­νε το καθή­κον τους όταν πλη­ρώ­νο­νταν. Κάτι τέ­τοιο ασφα­λώς έγι­νε. Ο Ιωσήφ από την Αρι­μα­θαία και ο Νικόδη­μος είχαν χρή­μα­τα κι έβα­λαν δικούς τους ανθρώ­πους να δωρο­δο­κή­σουν τους ρωμαί­ους δήμιους και φύλα­κες κι έτσι πήραν το σώμα του Ιησού πριν ακό­μα πεθά­νει. Και φυσι­κά δεν τον έθαψαν.

Οι Ευαγ­γε­λι­στές λένε πως έβα­λαν το σώμα του Ιησού σ’ ένα και­νούρ­γιο τάφο και πάνω του κύλη­σαν μια πέτρα, ενώ η Μαρία η Μαγδα­λη­νή και μια άλλη Μαρία κοί­τα­ζαν από μακριά τον τάφο.

Πού ήταν όμως ο τάφος; Κανέ­νας δεν τον ήξε­ρε ως το 326 και τότε μόνο χάρη στην επέμ­βα­ση και φώτι­ση του Αγί­ου Πνεύματος,

Δεν είναι λοι­πόν δύσκο­λο να κατα­λά­βου­με ότι οι ευαγ­γε­λι­κές πηγές είναι και στο σημείο αυτό πλα­στο­γρα­φη­μέ­νες. Επει­τα και ένα άλλο. Ο Ματ­θαί­ος λέει ότι ο τάφος ήταν νεό­χτι­στος και είχε φρου­ρά. Ο Μάρ­κος και ο Λου­κάς δεν ξέρουν τίπο­τα και ο Ιωάν­νης αφή­νει να κατα­λά­βου­με ότι τον τάφο τον ήξε­ρε μόνο η Μαγδα­ληνή, θαρ­ρώ πώς όλη αυτή η ιστο­ρία είναι πλά­σμα της φαντα­σί­ας. Ούτε νεό­χτι­στος ήταν ο τάφος, ούτε φρου­ρά υπήρ­χε γύρω του, ούτε υπήρ­ξε καν τάφος. Μια που χαρα­χτη­ρί­στη­κε πεθα­μέ­νος ο Ιησούς και παρα­δό­θη­κε στους ανθρώ­πους του Ιωσήφ και του Νικό­δη­μου, οι Ρωμαί­οι δεν είχαν κανέ­να λόγο να βάλουν φρου­ρά στον τάφο του. Ολα λοι­πόν τ’ άλλα είναι μυθο­πλα­στί­ες. Κι έτσι η ιστο­ρία της «ανά­στα­σης» του Ιησού έχει την εξή­γη­σή της ή πιο σωστά δεν εί­ναι ολό­τε­λα επι­νό­η­ση των μαθη­τών του. Ηταν τόσο κατώ­τε­ρης δια­νοη­τι­κό­τη­τας και ο φανα­τι­σμός τους ήταν τόσο μεγά­λος, που ά­μα ξανα­εί­δαν ζωντα­νό τον Ιησού ύστε­ρα από κάμπο­σες μέρες πί­στεψαν πως ο αρχη­γός τους ανα­στή­θη­κε. Και το ότι πίστε­ψαν πως πέθα­νε το μαθαί­νου­με από τα Ευαγ­γέ­λια. Αμα έμα­θαν πως ζει ο Ιησούς, δεν έδω­σαν σημα­σία. Ο Θωμάς μάλι­στα για να πιστέ­ψει ήθε­λε να δει όχι μόνο ο ίδιος τον Ιησού, αλλά και να ψάξει το σώ­μα του δάσκα­λου για να ιδεί αν έχουν τα χέρια του τρύ­πες από τα καρφιά.

Πρέ­πει λοι­πόν να υπο­θέ­σου­με πως τον Ιησού τον πήραν οι άν­θρωποι του Ιωσήφ και του Νικό­δη­μου και τον πήγαν και τον έ­κρυψαν κάπου. Εκεί για να βεβαιω­θούν ότι πέθα­νε του έκα­ναν διά­φορες εντρι­βές και του έρι­ξαν στο στό­μα τίπο­τα πιο­τά. Αν έδει­χνε ότι ανά­σαι­νε και άνοι­γε τα μάτια του θα πει πως ζού­σε, αν όχι θα πει πως πέθα­νε. Ηξε­ραν πώς οι σταυ­ρω­μέ­νοι ζού­σαν πολ­λές μέ­ρες και γι’ αυτό δε βιά­στη­καν να τόνε θάψουν. Επει­τα πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσ­σί­ας και γι’ αυτό τους περ­νού­σε η ιδέα πως δεν πέθανε.

Υστε­ρα λοι­πόν από πολ­λές περι­ποι­ή­σεις ο Ιησούς ανα­στή­θη­κε. Εκεί έμει­νε κάμπο­σες μέρες ώσπου να γιά­νουν οι πλη­γές του και να μπο­ρεί να στα­θεί στά πόδια του.

Φυσι­κά όλοι πίστε­ψαν πως έγι­νε «θαύ­μα» και η «νεκρα­νά­στα­ση» πιστο­ποί­η­σε άλλη μια φορά με τον πιο θετι­κό τρό­πο ότι είναι ο Μεσ­σί­ας. Δε βγή­κε όμως στην Ιερου­σα­λήμ για να δεί­ξει στους Ιου­δαί­ους και στον Πιλά­το πως «ανα­στή­θη­κε», θα γίνο­νταν αμέ­σως ανα­κρί­σεις και, άμα πιστο­ποιού­ντα­νε πως οι δήμιοι δεν του τσάκι­σαν τα σκέ­λη, θα κατα­λά­βαι­νε όλος ο κόσμος ότι δεν πέθα­νε πάνω στο σταυ­ρό κι έτσι θα τα είχαν άσκη­μα ο Ιωσήφ από την Αρι­μα­θαία και ο Νικό­δη­μος κι όσοι συνερ­γά­στη­καν για να τον ξεκρεμά­σουν μια ώρα αρχύ­τε­ρα από το σταυ­ρό χωρίς να του τσα­κί­σουν τα σκέλη.

Άμα όμως ο Ιησούς μπό­ρε­σε και περ­πά­τη­σε, έφυ­γε από την Ιερου­σα­λήμ και με πολ­λές προ­φυ­λά­ξεις οι συνο­δοί του τον έφε­ραν στη Γαλι­λαία. Εκεί ήταν πιο καλά ασφα­λι­σμέ­νος. Για την «ανά­στασή» του δεν ήξε­ρε ακό­μα κανείς τίπο­τα. Από τά Ευαγ­γέ­λια μαθαί­νου­με πως ή μάνα του η Μαρία, η Μαγδα­λη­νή και οι μαθη­τές του Πέτρος και Ιωάν­νης ήρθαν στον τάφο και τόνε βρή­καν άδειο. Δεν μπο­ρού­με να παρα­δε­χτού­με πως αυτό είναι σωστό. Ο­λοι οι μαθη­τές του, όπως είδα­με, έφυ­γαν και φυσι­κά πήγαν στη Γα­λιλαία. Αν έμε­ναν στην Ιερου­σα­λήμ θα τους έπια­ναν τα όργα­να της ρωμαϊ­κής εξου­σί­ας για­τί θεω­ρού­ντα­νε κι αυτοί επικίνδυνοι.

Στο Ευαγ­γέ­λιο του Ιωάν­νη όμως δια­βά­ζου­με πως ένα βρά­δυ ο Ιησούς φανε­ρώ­θη­κε στους μαθη­τές του στο μέρος που ήταν κρυμ­μένοι (20. 19 και παρ.). Η παρά­δο­ση αυτή είναι πλα­στή. Εχει προ­στε­θεί αργό­τε­ρα. Πιο καλά για το ζήτη­μα αυτό μας πληροφο­ρεί το Κατά Πέτρον από­κρυ­φο Ευαγ­γέ­λιο. Σ’ ένα του από­σπα­σμα που σώθη­κε, δια­βά­ζου­με ότι οι μαθη­τές του ήταν ανα­στα­τω­μέ­νοι άμα έπια­σαν και σταύ­ρω­σαν τον Ιησού.

Ημείς δε οι δώδε­κα μαθη­ταί του Κυρί­ου εκλαί­ο­μεν και ελυ­πού­με­θα, και έκα­στος λυπού­με­νος δια το συμ­βάν απηλ­λά­γη εις τον οίκον αυτού, εγώ δε ο Σίμων Πέτρος και Ανδρέ­ας ο αδελ­φός μου, λαβό­ντες τα λίνα (τα λινά ρού­χα μας) απήλ­θο­μεν εις την θάλασ­σαν [της Γαλι­λαί­ας] και ην ουν ημίν Λευ­ΐς ο του Αλφαία, ον Κύριος…

(Βλ. Erwin Preuschen, «AntiIegomena», 6′ έκδ. Giessen 1905, σ. 16–20).

Εξόν που κιν­δύ­νευαν αν έμε­ναν στην Ιερου­σα­λήμ, δεν είχαν και τα μέσα να ζήσουν. Σηκώ­θη­καν λοι­πόν κι έφυ­γαν χωρίς να ξέ­ρουν τίπο­τα για την ανά­στα­ση του αρχη­γού τους. Το Ευαγ­γέ­λιο όμως του Μάρ­κου μας πλη­ρο­φο­ρεί πως άγγε­λος Κυρί­ου, που κάθον­ταν δίπλα στον τάφο του Ιησού, πλη­ρο­φό­ρη­σε τις γυναί­κες που πή­γαν εκεί την Κυρια­κή το πρωί πως ο Ιησούς ανα­στή­θη­κε και να ειδο­ποι­η­θεί ο Πέτρος κι οι άλλοι μαθη­τές πως ο αρχη­γός θα πάει πρω­τύ­τε­ρα απ’ αυτούς στη Γαλι­λαία (16. 7). Τα ίδια λέει κι ο Ματ­θαί­ος (28. 7–10). Ολα αυτά όμως είναι όπως είπα­με μυθοπλαστίες.

Εκεί λοι­πόν στη Γαλι­λαία φανε­ρώ­θη­κε πρώ­τα στον Πέτρο και στον Ιωάν­νη και ύστε­ρα στους Δώδε­κα, σε όλους δηλα­δή μαζί, κα­θώς και σε πολ­λούς άλλους δικούς του. Η παυ­λια­νή παρά­δο­ση λέει πως πρω­το­φα­νε­ρώ­θη­κε στον Κηφά (Πέτρο), ύστε­ρα στους Δώδε­κα και κατό­πι μια φορά σε πεντα­κό­σιους περί­που συντρό­φους. Και πο­λύ πιο ύστε­ρα στον Ιάκω­βο, τον αδερ­φό του, και σε άλλους Απόστολους.

Και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδε­κα, έπει­τα ώφθη πεντα­κο­σί­οις αδελ­φοίς εφά­παξ… έπει­τα ώφθη Ιακώ­βω, είτα τοις Απο­στό­λοις πάσιν. (Α’ Κορινθ. 15.5–7).

Αν πιστέ­ψου­με την παρά­δο­ση αυτή, ο Ιησούς στη Γαλι­λαία φα­νερώθηκε σε όλα τα στε­λέ­χη του. Το δ’ Ευαγ­γέ­λιο μάλι­στα μας δί­νει την πλη­ρο­φο­ρία πως πολ­λές φορές ο Ναζω­ραί­ος έφα­γε και ή­πιε με τους μαθη­τές του (ΙΩ. 20.1 καί παρ.) .

Δεν μπο­ρού­με λοι­πόν τις παρα­δό­σεις αυτές να τις χαρα­χτη­ρί­σου­με πλα­στές. Κι επει­δή ποτέ δεν έγι­ναν ούτε θα γίνουν θαύ­μα­τα, πρέ­πει να παρα­δε­χτού­με πως ο Ιησούς δεν πέθα­νε πάνω στο σταυ­ρό. Αυτό είναι το συμπέ­ρα­σμα μας.

Φαί­νε­ται όμως πώς κλο­νί­στη­κε σοβα­ρά η υγεία του. Είναι λοι­πόν πολύ πιθα­νό πώς πάνω στις σαρά­ντα μέρες πέθα­νε πραγματι­κά, από μόλυν­ση ίσως. Κάποια από τις πλη­γές των χεριών του ά­νοιξε ιστο­ρί­ες και πέθα­νε όπως πεθαί­νουν όλοι οι άνθρω­ποι άμα πά­θουν αγιά­τρευ­τη μόλυνση.

Αυτή είναι η πιθα­νό­τε­ρη εκδο­χή. Οπως ξέρου­με τα Ευαγ­γέ­λια τελειώ­νουν ιστο­ρώ­ντας την ταφή και την ανά­στα­ση του Ιησού. Το τέλος όμως του 6′ Ευαγ­γε­λί­ου λογο­κρί­θη­κε άγρια και κόπη­κε. Ε­πίσης το α’ Ευαγ­γέ­λιο μνη­μο­νεύ­ει την παρά­δο­ση πως οι φύλα­κες του τάφου του Ιησού πλη­ρώ­θη­καν απ’ τους αρχιε­ρείς για να πουν πως οι μαθη­τές του Ιησού πήγαν τη νύχτα κι έκλε­ψαν το σώμα του αρχη­γού τους (Μθ. 28.11 καί παρ.). Η παρά­δο­ση αυτή κρύ­βει δίχως άλλο κάποιο άλλο μυστι­κό, τη φυσιο­λο­γι­κή ανά­στα­ση του Ιησού, το ξελι­πο­θύ­μι­σμά του.

Οπως είπα­με, οι απλοϊ­κοί μαθη­τές του πίστε­ψαν στη θεϊ­κό­τη­τα του διδά­σκα­λου και αρχη­γού τους. Γι’ αυτό το να ξαναϊ­δούν τον αρχη­γό ζωντα­νό μπρο­στά τους ήταν πραγ­μα­τι­κό θαύ­μα. Το ίδιο κι όλοι οι πιστοί. Από τότε και δώθε υπάρ­χουν εκα­τομ­μύ­ρια πού πι­στεύουν στην ανά­στα­ση του Ιησού καθώς και στην ανά­λη­ψή του στους ουρανούς.

Ολη λοι­πόν η ιστο­ρία των παθών του Ιησού όπως διαμορφώθη­κε, βρή­κε απή­χη­ση μέσα στις λαϊ­κές μάζες της Παλαι­στί­νης καθώς και στον ελλη­νο­ρω­μαϊ­κό κόσμο γι’ αυτό η προ­πα­γάν­δα έβρι­σκε έδα­φος για να πιά­σει. Εξάλ­λου, όπως είδα­με, η ευπι­στία εκεί­νο τον και­ρό ήταν γενι­κό φαι­νό­με­νο. Υπήρ­χαν μάλι­στα παντού κι άλλες παρό­μοιες παρα­δό­σεις που «πρό­λε­γαν» για τα παθή­μα­τα του Δίκαι­ου. Οι Ευαγ­γε­λι­στές όλες αυτές τις παρα­δό­σεις τις πήραν για μεσ­σιανικές και τις χρη­σι­μο­ποί­η­σαν για να ντο­κου­με­ντά­ρουν τη μεσ­σια­κή ιδιό­τη­τα του Ιησού.”

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο