Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανδρέας Λυκουρίνος

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Μια μέρα του Σεπτέμ­βρη του 1944 βρή­καν στους δρό­μους της Αθή­νας το σημεί­ω­μά του νεα­ρού Ανδρέα Λυκου­ρί­νου: «Μπα­μπά. Με πάνε για εκτέ­λε­ση στην Και­σα­ρια­νή, μαζί με άλλους εφτά κρα­τού­με­νους (τα ονό­μα­τα γρά­φο­νταν). Ειδο­ποί­η­σε σε παρα­κα­λώ πολύ τα σπί­τια τους! Μη λυπά­σαι. Πεθαί­νω για τη λευ­τε­ριά και την πατρί­δα. Αντρέας».

Η ιστο­ρία του Ανδρέα Λυκου­ρί­νου δημο­σιεύ­τη­κε μετά την Κατο­χή στο περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» από τον Θέμο Κορνάρο.

Ανδρέ­ας Λυκουρίνος

Ο Αντρέ­ας Λυκου­ρί­νος γεν­νή­θη­κε στα 1931. Κι ο κατα­κλυ­σμός της σκλα­βιάς τον βρί­σκει έντε­κα χρονώ.

Πήρε ενερ­γό μέρος στην πρώ­τη φάση του αγώ­να: Στην επί­θε­ση πεί­νας. Το ελλη­νι­κό φρού­ριο κρά­τη­σε άμυ­να γερή ένα χρό­νο. Σύν­θη­μα ήτα­νε, η επι­βί­ω­ση του Λαού. Η ζωή κι η υγεία μας θα χρειά­ζο­νταν στη φάση της εθνι­κής εξόρ­μη­σης που σίμωνε.

Ο Αντρέ­ας Λυκου­ρί­νος έπρε­πε να δια­λέ­ξει μετα­ξύ του σχο­λι­κού βαθ­μο­λο­γί­ου και του ανοι­χτού αγώ­να της Πατρί­δας του. Ητα­νε ο πρώ­τος μαθη­τής. Αυτό δεν τον εμπό­δι­σε καθό­λου να βρει τα πόστα του παρά­νο­μου τύπου. Και ν’ ακού­ει απ’ ευθεί­ας τη φωνή και τις εντο­λές του μαχό­με­νου έθνους. Δεν έκα­με λάθος. Διά­βα­σε και ξανα­διά­βα­σε το σύν­θη­μα της στιγ­μής: Κρα­τη­θεί­τε ζωντα­νοί! Σε λίγο, η ζωή μας θα είναι το πολύ­τι­μο υλι­κό για την εξόρ­μη­ση και για τη ΝΙΚΗ.

Ο Λυκου­ρί­νος θεω­ρεί τον εαυ­τό του υπεύ­θυ­νο για τη ζωή των δικών του! Για τα τρία αδέρ­φια και τους γονείς του. Γίνε­ται λοι­πόν παλια­τζής. Αγο­ρά­ζει και που­λά παλιά ρού­χα και παλιά παπούτσια!…

Η δου­λειά του πατέ­ρα του περ­νού­σε κρί­ση. Ητα­νε μαρα­γκός. Η δου­λειά του μικρού επρό­λα­βε τη φοβέ­ρα της πεί­νας για το σπί­τι του. Κι όσα περίσ­σευαν τα μοί­ρα­ζε στα φτω­χό­σπι­τα της συνοι­κί­ας του. Της συνοι­κί­ας Μακρυγιάννη.

Στην ξεγνοια­σιά του παι­δι­κού προ­σώ­που του, έρχε­ται η ευθύ­νη κι η έγνοια και βάζουν σφρα­γί­δα τίμιου και υπεύ­θυ­νου άντρα. Κού­ρα­ση. Κι αγρύ­πνια ακό­μη από την κού­ρα­ση! Τα ματά­κια του δεν είναι πια παι­δι­κά. Εχου­νε την πεί­ρα της ωρι­μό­τη­τας και τη μελαγ­χο­λία του βασανισμένου.

Οταν η φάση αυτή του αμυ­ντι­κού πολέ­μου ετε­λεί­ω­σε, μετρή­θη­καν θύμα­τα τρα­κό­σες χιλιά­δες! Ο Αντρέ­ας Λυκου­ρί­νος, πιστός εκτε­λε­στής των εντο­λών, έφε­ρε τον τομέα του — τη φαμί­λια του — γερό και ακμαίο, στο εθνι­κό προ­σκλη­τή­ριο των ζωντα­νών. Είχε νική­σει, την πρώ­τη του Νίκη για λογα­ρια­σμό της αδού­λω­της πατρί­δας του.

***

Εχει απο­χτή­σει αυτο­πε­ποί­θη­ση. Εχει επι­βλη­θεί και στους μικρούς και στους μεγά­λους. Και στην επι­θε­τι­κή φάση του αγώ­να, όταν το Εθνος γύρευε τους αρχη­γούς της κάθε ηλι­κί­ας και της κάθε γει­το­νιάς, ο Αντρέ­ας Λυκου­ρί­νος βρι­σκό­ταν κιό­λας τοπο­θε­τη­μέ­νος, μόνος του, στο ηγε­τι­κό πόστο της Νεο­λαί­ας Μακρυγιάννη!

Εχει μπει στα 12 χρό­νια!! Και καμα­ρώ­νει για­τί — προ­σθέ­το­ντας μόνος του δυο, τρία παρά πάνω — έφτια­χνε ένα νού­με­ρο που κάπως ξέφευ­γε από τα σύνο­ρα της… νηπια­κής ηλικίας.

Είχε γίνει θρύ­λος. Μετα­ξύ των τσο­λιά­δων συζη­τιό­ντα­νε, μ’ ανη­συ­χία, τα κατορ­θώ­μα­τα κάποιου «μωρού», στου Κουκάκι.

Το αντάρ­τι­κο γύρευε όπλα. Οι οργα­νώ­σεις είχα­νε ανοι­χτό έρα­νο πάντα γι’ αυτόν το σκο­πό. Ο Αντρέ­ας Λυκου­ρί­νος πήρε πρω­το­βου­λία: Με δεκα­ρο­λο­γή­μα­τα δου­λειά δε γίνε­ται. Πιο δύσκο­λα βρί­σκο­νται τα λεφτά, παρά τα όπλα. Μ’ ένα ψευ­το­πί­στο­λο, πήλι­νο, παρα­φυ­λά­ει ένα βρά­δυ, σε μια γωνιά. Κι αφο­πλί­ζει τον πρώ­το τσολιά!

Πετά­ει τον πηλό. Και μ’ αλη­θι­νό πια όπλο, μαζεύ­ει και πιστό­λια και χει­ρο­βομ­βί­δες και στο­λές ακό­μη! Δεν είναι λίγοι οι τσο­λιά­δες που ανα­γκά­στη­καν να φτά­σουν στη στρα­τώ­να τους, με τα εσώ­ρου­χα μόνο!…

Η Ειδι­κή Ασφά­λεια ενδια­φέρ­θη­κε. Τα Ες-Ες τα γερ­μα­νι­κά απαι­τού­νε από τους αρχη­γούς των ελλη­νι­κών Ες-Ες την «εμπέ­δω­ση της τάξε­ως» στις δυτι­κές συνοι­κί­ες της Αθή­νας! Για­τί οι τσο­λιά­δες ζήτη­σαν… ενίσχυση.

Τίπο­τα δεν μπό­ρε­σαν. Ολα φαί­νο­νταν ήρε­μα στις συνοι­κί­ες εκεί­νες. Οι μυστι­κοί που τοπο­θε­τή­θη­καν στα γύρω, δεν έβλε­παν καμιάν ύπο­πτη κίνη­ση. Οι άνθρω­ποι πήγαι­ναν στις δου­λειές τους, γύρι­ζαν κου­ρα­σμέ­νοι, τα παι­διά παί­ζα­νε στην αυλή του σκο­λειού. Κι αν ρωτού­σαν και για βαθ­μούς, ο Λυκου­ρί­νος είχε τα πρω­τεία. Μπρο­στά τους περ­νού­σε, με τα βιβλία στο χέρι και το καπε­λά­κι στρα­βά. Τους ήξερε.

Δεν του ξέφευ­γε κανέ­νας από τους ανθρώ­πους της Ασφά­λειας. Η αυτο­ά­μυ­να του γίνη­κε ένστι­κτο. Μαέ­στρος και σ’ αυτή τη δου­λειά. Θα τον ζήλευαν και μεγά­λοι, και παλιοί και νέοι αγω­νι­στές για την τάξη και τη συνω­μο­τι­κό­τη­τα. Μ’ όλο που δεν περιο­ρι­ζό­τα­νε στις νυχτε­ρι­νές εξορ­μή­σεις μονά­χα. Στη μάχη του Μακρυ­γιάν­νη, με τους τσο­λιά­δες, στα 1943, που κρά­τη­σε τέσ­σε­ρις ώρες, πήρε ανοι­χτά μέρος κι ο Λυκου­ρί­νος. Ενα βρά­δυ, το Μάη του 1943 οι Γερ­μα­νοί σήκω­σαν τον κόσμο της συνοι­κί­ας στο πόδι, με πυρο­βο­λι­σμούς και με φωνές. Κυνη­γού­σαν στους δρό­μους κάποιες σκιές. Ητα­νε η παρέα του Λυκουρίνου.

***

Η δρά­ση του παι­διού γεμί­ζει δυο χρό­νια της σκλα­βιάς. Γίνε­ται παρά­δειγ­μα και θρύ­λος ανά­με­σα στους αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Είναι ο φόβος κι ο τρό­μος των ντό­πιων πρα­κτό­ρων του εχθρού.

Στις 4 του Ιού­νη 1944, βρέ­θη­κε ο φρι­χτός προ­δό­της. Και την άλλη μέρα έξι χαφιέ­δες των ελλη­νι­κών Ες-Ες, μπλο­κά­ρα­νε το σπί­τι του εθνι­κού αγω­νι­στή, στη συνοι­κία Κουκάκι.

Ζητού­νε τον Αντρέα Λυκου­ρί­νο! Ο πατέ­ρας του ζητά εξη­γή­σεις για το… παι­δί. Κι αυτοί γυρεύ­ουν, εκτός από το… παι­δί και το πιστό­λι που πήρε ψες το βρά­δυ από έναν δικό τους!!…

Μα δε βρή­κα­νε τίπο­τα. Μόνο ένα παι­δά­κι αδύ­να­το, μια στα­λιά, που κοι­μό­τα­νε ξέγνοια­στο στο ντι­βα­νά­κι του. Κι είχε πλάι στην καρέ­κλα, το κοντό παντε­λο­νά­κι του και τα βιβλία του σκο­λειού! Κάτω, βρί­σκο­νταν και τα πεδι­λά­κια του, Νο 32!…

- Αυτός είναι; ρωτού­νε τον πατέρα.

- Αυτός!

- Εσύ είσαι; ρωτού­νε το ίδιο το παιδάκι.

- Ποιος;

- Ο… τρομοκράτης!

- Οχι! είμαι μαθη­τής. Πάω στη δεύ­τε­ρη τάξη του 6ου Γυμνα­σί­ου. Τους απα­ντά απαθέστατα.

Μα οι πλη­ρο­φο­ρί­ες τους ήταν θετι­κές. Αρχί­ζει το ξύλο. Γυρεύ­ουν το πιστό­λι. Μα το πιστό­λι, ποιος ξέρει σε ποια βου­νο­κορ­φή θα ταξί­δευε πια, κεί­νη την ώρα. Και πήρα­νε μόνο τον Αντρέα, με το μαθη­τι­κό του πηλή­κιο, στο άντρο τους. Πήρα­νε μέτρα εξαι­ρε­τι­κά, ως που να φτά­σου­νε στην οδό Παπαρ­ρη­γο­πού­λου Νο 7. Εκεί ήταν η έδρα των ελλη­νι­κών Ες-Ες. Επι­κε­φα­λής της συνο­δεί­ας ήτα­νε ο Μάκης Μακρο­γιάν­νης, που υπη­ρε­τεί σήμε­ρα στην Εθνο­φυ­λα­κή, με το βαθ­μό του ανθυ­πα­σπι­στή. Η αλή­θεια είναι πως ζήτη­σε να σώσει το παι­δί. Ζήτη­σε τη βοή­θεια του ίδιου του πατέ­ρα του παι­διού και δέκα χρυ­σές, μέσω ενός άλλου της συνοδείας!…

Για­τί είχα­νε «ακρι­βείς πλη­ρο­φο­ρί­ες» πως ο Αντρέ­ας, είχε πολ­λές χρυ­σές λίρες!

Γίνη­κε ανά­κρι­ση, μπρο­στά στον πατέ­ρα, πάνω σε τού­το: πού είχε κρυμ­μέ­νες τις λίρες! Κι αφού δε βρέ­θη­κε τίπο­τα, το παρα­δό­κα­νε την ίδια μέρα στην Ειδι­κή Ασφά­λεια και, μετά τέσ­σε­ρις ημέ­ρες, στα γερ­μα­νι­κά Ες-Ες της οδού Μέρ­λιν. Το κρέ­μα­σαν, το κάψα­νε, του βάλα­νε στα νύχια καρ­φί­τσες. Μα αυτός εξα­κο­λου­θού­σε να είναι «μαθη­τής της δεύ­τε­ρης τάξης του 6ου Γυμνα­σί­ου!» Και να παρα­μέ­νει ο αλύ­γι­στος και πελώ­ριος αγω­νι­στής του επι­κού ελλη­νι­κού αγώ­να της Αντίστασης.

Τέτοιος έμει­νε ως το τέλος. Τέτοιον τον γνώ­ρι­σε τον ήρωα Αντρέα Λυκου­ρί­νο και το Χαϊδάρι.

Τίπο­τα δεν άλλα­ξε. Μόνο δυο… λεπτο­μέ­ρειες προ­στέ­θη­καν: Ενας χρό­νος ακό­μη στην τρυ­φε­ρή του ηλι­κία. Εγι­νε πια 14 χρο­νώ. Κι είχε να το κάνει! Κάθε τόσο εύρι­σκε τρό­πο να το πει, πως πάτη­σε τα 14!…

Η άλλη λεπτο­μέ­ρεια είναι πως στις 5 του Σεπτέμ­βρη 1944, βρή­κε τρό­πο να πετά­ξει ένα σημεί­ω­μα στους δρό­μους της Αθή­νας. Το σημεί­ω­μα απευ­θυ­νό­τα­νε στον πατέ­ρα του κι έλεγε:

- «Μπα­μπά! Με πάνε για εκτέ­λε­ση στην Και­σα­ρια­νή, μαζί με τους τάδε και τους τάδε (τα ονό­μα­τα γρά­φο­νταν). Ειδο­ποί­η­σε σε παρα­κα­λώ πολύ τα σπί­τια τους! Μη στε­νο­χω­ριέ­στε! Αντρέας».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο