Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Απόστολος Παύλος: Μίσαυτος, μισάνθρωπος και μισογύνης, ανισόρροπος, πυρπολητής της Ρώμης.

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Δε θα ήταν υπερ­βο­λή να ονο­μά­ζε­ται ο χρι­στια­νι­σμός παυ­λια­νι­σμός. Πιθα­νόν και να του άξι­ζε του Παύ­λου. Εφ’ όσον βεβαί­ως, δεχτού­με πως πρό­κει­ται για υπαρ­κτό πρό­σω­πο. Σ’ αυτόν τον παρά­ξε­νο –το λιγό­τε­ρο που μπο­ρεί να τον χαρα­κτη­ρί­σει κανείς– τύπο, οφεί­λει ο χρι­στια­νι­σμός την εξά­πλω­σή του. Ο Σαούλ ή Σαύ­λος ή Παύ­λος, αργό­τε­ρα, επι­τυγ­χά­νει το ακα­τόρ­θω­το. Βεβαί­ως, με σχε­τι­κή βοή­θεια από τα ιερά κεί­με­να των Εβραί­ων, την ανο­χή ή και την κάλυ­ψη από τους προ­στά­τες του Ρωμαί­ους κι απ’ όλους όσοι, από τους κρα­τού­ντες της επο­χής, αντι­λή­φθη­σαν σύντο­μα την αξία ενός δόγ­μα­τος που πει­θα­νά­γκα­ζε τις μάζες και αντάλ­λασ­σε την παρού­σα δου­λεία με την υπερ­βα­τι­κή ανα­γνώ­ρι­ση στη μέλ­λου­σα ζωή. Όποιος κι αν ήταν ο χρι­στια­νι­σμός στα πρώ­τα του βήμα­τα, η παρου­σία του Παύ­λου τον εξα­πλώ­νει, σχε­τι­κώς του­λά­χι­στον, στις μάζες αλλά και τον μολύ­νει ανε­πα­νόρ­θω­τα. Ανε­ξάρ­τη­τα από το αν υπήρ­ξε κάποιος Ιησούς, ο Παύ­λος κατορ­θώ­νει να δια­δώ­σει μια διδα­σκα­λία που μισεί τη ζωή, περι­φρο­νεί τον κόσμο, μολύ­νει τη σχέ­ση μας με τον εαυ­τόν μας. Η απέ­χθεια του νευ­ρω­τι­κού και σεξουα­λι­κά ανί­κα­νου Παύ­λου για το σώμα, τη σάρ­κα, το σεξ, τις επι­θυ­μί­ες, ο από­λυ­τος μισο­γυ­νι­σμός του δια­μόρ­φω­σαν τον κόσμο σε κατα­κόμ­βη δακρύ­ων και αιώ­νιας τιμω­ρί­ας. Με τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή ευχέ­ρεια επαγ­γελ­μα­τία οπορ­του­νι­στή (σας θυμί­ζει κάτι;), ανά­λο­γα με το ακρο­α­τή­ριο προ­σαρ­μό­ζει το ακό­μη εύπλα­στο δόγ­μα, προ­σέ­χο­ντας πάντα μη δυσα­ρε­στή­σει τους Ρωμαί­ους προ­στά­τες του και κρα­τού­ντες της επο­χής. Ο τύπος δεν είχε πολ­λά πράγ­μα­τα να του ζηλέ­ψεις. Κοντός, κοκα­λιά­ρης, φαλα­κρός, υστε­ρι­κός, τεντάς στο επάγ­γελ­μα, από την Ταρ­σό, τον συνα­ντά­με για πρώ­τη φορά, (Πρά­ξεις απο­στό­λων) ως νεα­νία Σαύ­λο, δύο τρία χρό­νια μετά τον υπο­τι­θέ­με­νο θάνα­το του Ιησού, στο θεά­ρε­στο έργο του λιθο­βο­λι­σμού του ελλη­νι­στή Στέ­φα­νου, ως μαθη­τευό­με­νο βασα­νι­στή. Είναι αστός Φαρι­σαί­ος και, μέγα προ­τέ­ρη­μα για την επο­χή, Ρωμαί­ος πολί­της. Όσο ο εμπα­θής Σαύ­λος ανδρώ­νε­ται τόσο γίνε­ται ο φόβος και ο τρό­μος των χρι­στια­νών. Κάτι σαν ασφα­λί­της, όπως θα λέγα­με σήμε­ρα, ο Σαύ­λος μπαι­νο­βγαί­νει στα σπί­τια γεμά­τος φανα­τι­σμό και τρα­βά στα βασα­νι­στή­ρια, στις φυλα­κές και τους λιθο­βο­λι­σμούς άντρες και γυναί­κες αδια­κρί­τως, εντε­ταλ­μέ­νος από τους ορθό­δο­ξους Εβραί­ους και προ­στα­τευ­μέ­νος από τους Ρωμαί­ους συμπο­λί­τες του. Η περιο­χή δεν μπο­ρεί να ικα­νο­ποι­ή­σει τα ανε­πτυγ­μέ­να σαδι­στι­κά ένστι­κτα του Σαύ­λου και απο­φα­σί­ζουν με αίτη­μά του να κατευ­θυν­θεί προς τη Δαμα­σκό όπου έχει πολύ πράγ­μα για εκκα­θα­ρί­σεις. Είναι τόση η δου­λειά που τον περι­μέ­νει στη Δαμα­σκό, που συνο­δεύ­ε­ται από από­σπα­σμα ώστε να είναι πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός στο έργο του. Κάπου στο δρό­μο γίνε­ται το θαύ­μα. Να θυμά­στε πάντα πως οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που έχου­με είναι από αυτούς που ήθε­λαν να φτιά­ξουν αργό­τε­ρα την εικό­να του. Το θαύ­μα λοι­πόν, στο δρό­μο για τη Δαμα­σκό, μπο­ρεί και να ’ναι το απαλ­λα­κτι­κό του Σαύ­λου από κανέ­να αιμα­το­βαμ­μέ­νο πογκρόμ στη Δαμα­σκό. Τέλος πάντων, οι Πρά­ξεις των απο­στό­λων ξαπλώ­νουν κάτω τον Σαύ­λο σε μια καρα­μπι­νά­τη υστε­ρι­κή κρί­ση που θα τη ζήλευε το καλύ­τε­ρο ψυχια­τρι­κό σύγ­γραμ­μα σήμε­ρα και επί τρεις μέρες παρου­σιά­ζει τα μύρια όσα. Έχει όλων των ειδών τις παραι­σθή­σεις – τυφλώ­νε­ται από ένα έντο­νο φως, ακού­ει τη φωνή του Ιησού, “Σαούλ, Σαούλ, τι με διώ­κεις…”, και άλλα τέτοια που σε κάνουν κι ανα­τρι­χιά­ζεις, δεν τρώ­ει και δεν πίνει για όλο το διά­στη­μα. Μαζί με τον Σαύ­λο είναι και το από­σπα­σμα που έχει την εξής περί­ερ­γη σχέ­ση με το θαύ­μα, και πάντα από τις Πρά­ξεις των αποστόλων: 

«Οι άνδρες που τον συνό­δευαν έμει­ναν ενε­οί, ακού­ο­ντες μεν την φωνήν, μηδέ­να δε θεωρούντες».

Κι από τον Σαύ­λο, υπο­τί­θε­ται, πάντα από το ίδιο κεί­με­νο: «Εκεί­νοι που ήσαν μαζί μου το μεν φως είδον και κατε­φο­βή­θη­σαν, την φωνήν όμως του λαλού­ντος προς εμέ δεν ήκουσαν».
Άντε βγά­λε άκρη. Τελι­κά άκου­σαν και είδαν, είδαν και δεν άκου­σαν ή δεν πήραν χαμπά­ρι την τύφλα τους; Φαί­νε­ται πως για την επο­χή αυτά τα κεί­με­να, όσο ασυ­νε­πή λογι­κά και αλλη­λο­α­ναι­ρού­με­να κι αν ήταν, έπαι­ξαν το ρόλο τους. Και θα τον χάνα­με τον Σαύ­λο αν δεν τον χει­ρο­θε­τού­σε ο Ανα­νί­ας που εσπευ­σμέ­να απε­στά­λη από τον Θεό εν είδη 166. Αυτός ο υστε­ρι­κός και φανα­τι­κός Φαρι­σαί­ος με τη βλαμ­μέ­νη λίμπι­ντο ακο­λου­θεί το πανάρ­χαιο από τότε “όσα δε φτά­νει η αλε­πού τα κάνει κρε­μα­στά­ρια” και κηρύσ­σει άκυ­ρη κάθε μορ­φή σεξουα­λι­κό­τη­τας για τον ίδιο αλλά και για όλο τον υπό­λοι­πο κόσμο και θεσπί­ζει το μίσος για το σώμα, τις γυναί­κες και τη ζωή. Η απέ­χθειά του για τη σεξουα­λι­κό­τη­τα, η εξύ­μνη­ση της αγνό­τη­τας, η λατρεία της απο­χής, το εγκώ­μιο της χηρεί­ας και της αγα­μί­ας, η προ­τρο­πή να φέρο­νται σαν κι αυτόν, η κατ’ ανά­γκη συγκα­τά­νευ­ση στο γάμο ωσάν το ελά­χι­στο κακό απο­τε­λούν συμ­πτώ­μα­τα της υστε­ρί­ας του που κατα­φέρ­νει να δια­πε­ρά­σει όλο το οικο­δό­μη­μα του χρι­στια­νι­κού δόγ­μα­τος ακό­μη και μέχρι τις μέρες μας. Ο Παύ­λος μισεί τον εαυ­τόν του και μισεί όλο τον κόσμο. Ο κατ’ επάγ­γελ­μα λιθο­βο­λι­στής και διώ­κτης των χρι­στια­νών Σαούλ, μετα­τρε­πό­με­νος σε χρι­στια­νό Παύ­λο, παρα­μέ­νει ο μίσαυ­τος και κατ’ επέ­κτα­ση ο μισάν­θρω­πος διώ­κτης της ζωής και ό,τι τη συν­θέ­τει, του έρω­τα, του πόθου, της ηδο­νής, των αισθή­σε­ων εν γένει, της χαράς, της ελευ­θε­ρί­ας, της ανε­ξαρ­τη­σί­ας αλλά και της σάρ­κας, του σώμα­τος. Για τον Παύ­λο, η θεο­λο­γία είναι το μέσο προς την πολι­τι­κή. Είναι πολι­τι­κά­ντης και προ­σαρ­μό­ζε­ται ανά­λο­γα με το ακρο­α­τή­ριο. Προς τους Ρωμαί­ους βαπτί­ζει την εξου­σία τους θεό­πνευ­στη, προ­τρέ­πο­ντας τους δύσμοι­ρους χρι­στια­νούς στη γνω­στή υπο­ταγ­μέ­νη στά­ση. Προς τους Κοριν­θί­ους (Α΄ επι­στο­λή) το παί­ζει ολί­γον τσαχπίνης:

«Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος;[…] Μη δεν έχο­μεν εξου­σί­αν να συμπε­ρι­φέ­ρω­μεν αδελ­φήν γυναί­κα, ως και οι λοι­ποί από­στο­λοι, και οι αδελ­φοί του Κυρί­ου, και ο Κηφάς»;

Στους Κορίν­θιους απευ­θύ­νε­ται. Γνω­ρί­ζει πως δια­φέ­ρουν οι από­ψεις τους για τις γυναί­κες. Ως γνω­στόν, η μαγκιά μέχρι εκεί που μας παίρ­νει. Οι Πρά­ξεις των απο­στό­λων ανα­φέ­ρουν και μια ερω­τι­κή, τρό­πον τινά, περι­πε­τειού­λα του με τη Θέκλα. Φαί­νε­ται πως κανείς δε χάνε­ται. Στο Ικά­ριο ζει η Θέκλα, αρρα­βω­νια­σμέ­νη με ευγε­νή νέο. Ακού­ει τον Παύ­λο, εκστα­σιά­ζε­ται και παρα­τά­ει σύξυ­λο τον αρρα­βω­νια­στι­κό. Ο τελευ­ταί­ος δια­μαρ­τύ­ρε­ται στον έπαρ­χο, ο οποί­ος και μπου­ζου­ριά­ζει τον Παύ­λο. Η Θέκλα τον επι­σκέ­πτε­ται επι­μέ­νο­ντας. Φυλα­κί­ζε­ται. Αργό­τε­ρα ο Παύ­λος εξο­ρί­ζε­ται και η Θέκλα οδη­γεί­ται στην πυρά. Συμ­βαί­νει το θαύ­μα. Μια βρο­χή, κατα­κλυ­σμιαία, τη σώζει. Τρέ­χει και τον βρί­σκει. Βλέ­πε­τε, ακό­μη και για τον Παύ­λο υπάρ­χει μια γυναί­κα. Την παίρ­νει μαζί του στην Αντιόχεια. 

Εκεί την ερω­τεύ­ε­ται κάποιος ευγε­νής και προ­σφέ­ρει στον Παύ­λο ένα μεγά­λο ποσό, αυτός αρνεί­ται πως τη γνω­ρί­ζει, η Θέκλα τα στυ­λώ­νει πιστή στον έρω­τά της (ο άλλος ζωντά­νευε παστά ψάρια, εδώ θα κολ­λή­σου­με τώρα;) και τη ρίχνουν στ’ άγρια θηρία. Φαί­νε­ται πως δεν τρώ­γε­ται με τίπο­τα, τη γλι­τώ­νει κι ελευ­θε­ρώ­νε­ται. Στη δεύ­τε­ρη επι­στο­λή του προς τους, φαντά­ζο­μαι, έκπλη­κτους, Κορίν­θιους απα­ριθ­μεί με υπε­ρη­φά­νεια τους εξευ­τε­λι­σμούς και τις διώ­ξεις που υπέ­στη, απο­κα­λύ­πτο­ντας σε όλη της τη μεγα­λο­πρέ­πεια τον καλ­πά­ζο­ντα μαζο­χι­σμό του. Πέντε μαστι­γώ­μα­τα από “τεσ­σα­ρά­κο­ντα παρά μίαν”, βλέ­πε­τε πρό­κει­ται για Ρωμαίο πολί­τη, βουρ­δου­λιές, τρεις άγριους ραβδι­σμούς, ένα λιθο­βο­λι­σμό απ’ όπου τη γλί­τω­σε φτη­νά και την πλη­ρώ­σα­με οι υπό­λοι­ποι, τρία ναυά­για όπου στο ένα πέρα­σε ένα μερό­νυ­χτο στα παγω­μέ­να νερά, χώρια όλα τα άλλα που συνε­πά­γο­νταν τα πολυά­ριθ­μα ταξί­δια εκεί­νη την επο­χή. Η από­λαυ­ση του μαζο­χι­στή ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τις φυλα­κί­σεις, τη διε­τή παρα­μο­νή σε μπου­ντρού­μι, την εξο­ρία. Η γελοιο­ποί­η­ση και ο εξευ­τε­λι­σμός δεν τον πτο­ούν. Υφί­στα­ται αδια­μαρ­τύ­ρη­τα τους γέλω­τες και τα γιου­χα­ΐ­σμα­τα των στω­ι­κών κι επι­κού­ρειων Αθη­ναί­ων, όταν τους μιλά για την ανά­στα­ση, καθα­ρή ανοη­σία για τους καλ­λιερ­γη­μέ­νους Αθη­ναί­ους. Ο μαζο­χι­στής κι εκτρω­μα­τι­κός Φαρι­σαί­ος απο­δέ­χε­ται την κατα­δί­κη της γυναί­κας στη Γένε­ση και τις εκτο­ξεύ­ει (τις γυναί­κες) συλ­λή­βδην στο φόβο και την υπο­τα­γή. Πρε­σβεύ­ει πως κάθε εξου­σία εκπο­ρεύ­ε­ται από το θεό και θεω­ρεί από­λαυ­ση να είναι κανείς υπά­κουος και δού­λος. Ο πανά­γα­θος και φιλεύ­σπλα­χνος θεός του χαί­ρε­ται με την αρρώ­στια, τη φτώ­χεια, τα βάσα­να και τη δου­λεία. Για τον παυ­λια­νι­σμό κάθε εξου­σία προ­έρ­χε­ται από το θεό και πηγά­ζει απ’ αυτόν. Οποια­δή­πο­τε ανυ­πα­κοή στους εξου­σια­στές σημαί­νει ενα­ντί­ω­ση σ’ αυτόν το θεό. Ποιος νοή­μων αυτο­κρά­το­ρας θα ενα­ντιω­νό­ταν σ’ ένα τέτοιο δόγ­μα που από τα πρώ­τα του βήμα­τα φλερ­τά­ρει με τους ισχυ­ρούς δια­λα­λώ­ντας τα συμ­φέ­ρο­ντά τους και που αργό­τε­ρα θα κατα­στεί αγα­στός σύντρο­φος όλων των δυνα­στών και δικτα­τό­ρων της ιστο­ρί­ας; Ο Παύ­λος δεν έχει γνω­ρί­σει τον Χρι­στό – πως θα το κατά­φερ­νε άλλω­στε, δεν έχει δια­βά­σει τα ευαγ­γέ­λια, το πρώ­το κατά Μάρ­κον γρά­φε­ται όταν αυτός δε ζει πια, μάλ­λον αυτά στη­ρί­ζο­νται αργό­τε­ρα σ’ αυτόν, περι­φέ­ρει την υστε­ρία του σ’ όλη την αυτο­κρα­το­ρία, και στο πρό­σφο­ρο έδα­φος της δου­λο­κτη­τι­κής κρί­σης, κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης και ηθι­κής κατά­πτω­σης μολύ­νει τα πάντα στο πέρα­σμά του. Πολύ σύντο­μα η αρρώ­στια του Παύ­λου δια­πο­τί­ζει όλη την αυτο­κρα­το­ρία και σημα­δεύ­ει ακό­μη και τις μέρες μας. Ο αμόρ­φω­τος τεντο­ποιός –εικά­ζε­ται πως δε γνώ­ρι­ζε γρα­φή– δια­λύ­ει την ήδη δοκι­μα­ζό­με­νη ενό­τη­τα των Εβραί­ων, προ­σφέ­ρο­ντας ανά­στα­ση και δεύ­τε­ρη παρου­σία. Οι Ζηλω­τές, οι Σαδ­δου­καί­οι, οι Σαμα­ρεί­τες αρνού­νται τα περί ανά­στα­σης του Παύ­λου. Οι Φαρι­σαί­οι όμως βρί­σκουν μια καλή ευκαι­ρία με την ανά­στα­ση να μετα­θέ­σουν τις ανεκ­πλή­ρω­τες υπο­σχέ­σεις για καλύ­τε­ρη ζωή των μαζών. Το εσαι­ι­κό και ζηλω­τι­κό κίνη­μα, απε­λευ­θε­ρω­τι­κό απ’ τη φύση του, αντι­δρά στη δου­λι­κή απο­χαύ­νω­ση που πρε­σβεύ­ει ο Παύ­λος. Πάνω εκεί οι Ιου­δαί­οι παίρ­νουν ανά­πο­δες και καμιά σαρα­ντα­ριά από δαύ­τους ορκί­ζο­νται να μη φάνε και να μην πιουν μέχρι να σκο­τώ­σουν τον Παύ­λο. Μια μέρα πριν τον καθα­ρί­σουν, οι Φαρι­σαί­οι το καρ­φώ­νουν στον εκα­τό­νταρ­χο, αυτός με τη σει­ρά του στο χιλί­αρ­χο και 200 Ρωμαί­οι λεγε­ω­νά­ριοι σπεύ­δουν και σώζουν τον Παύ­λο. Ο Παύ­λος φτά­νει στη Ρώμη όταν η συνω­μο­σία των αυλι­κών του Νέρω­να ενά­ντιά του είναι στο απο­κο­ρύ­φω­μά της. Ο Νέρω­νας με την κλα­σι­κή του παι­δεία και τα φιλο­λαϊ­κά του μέτρα έχει μπει για τα καλά στο μάτι των Ρωμαί­ων φεου­δαρ­χών. Φιλέλ­λη­νας, φιλό­δου­λος, ειρη­νι­στής και κατα­δε­χτι­κός, κυκλο­φο­ρεί στην αγο­ρά και απο­κα­λεί με τα ονό­μα­τά τους όσους τον χαι­ρε­τούν. Από τους πρα­ξι­κο­πη­μα­τί­ες, για αντι­κα­τα­στά­της του προ­ο­ρι­ζό­ταν ο Σενέ­κας. Ο τελευ­ταί­ος φαί­νε­ται να εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται το φιλό­δο­ξο και ημι­μα­θή βάρ­βα­ρο, αλλά κι ο Παύ­λος απο­κρύ­πτει το μίσος του για τους ειδωλολάτρες. 

Γεγο­νός είναι πάντως πως μάλ­λον τα βρή­καν και το Μάρ­τη του 64 ο Παύ­λος επι­τε­λεί το θεά­ρε­στο έργο του καί­γο­ντας τη Ρώμη εν τη, βεβαιω­μέ­νη, απου­σία του Νέρω­να στο Άντιο, 50 χιλιό­με­τρα μακριά. Το ανο­σιούρ­γη­μα είναι μεγά­λο. Η εγκα­τά­λει­ψη των παλιών φίλων είναι πλή­ρης. Ο Παύ­λος έπαι­ξε το χαρ­τί των Ρωμαί­ων και τώρα διώ­κε­ται. Γίνε­ται επί­σης η αιτία για τον πρώ­το, ουσια­στι­κό διωγ­μό των χρι­στια­νών. Ο εμπρη­στής της Ρώμης τη γλι­τώ­νει κατα­διω­κό­με­νος. Οι χρι­στια­νοί σφα­γιά­ζο­νται και καί­γο­νται στον ιππό­δρο­μο. Τελι­κά συλ­λαμ­βά­νε­ται και το 67 απο­κε­φα­λί­ζε­ται, όχι για την ιδε­ο­λο­γία του αλλά ως κοι­νός εγκλη­μα­τί­ας, με τον πιο ατι­μω­τι­κό για την επο­χή θάνα­το. Το σώμα του αφή­νε­ται βορά στα όρνεα, οι βάσεις του παυ­λια­νι­σμού όμως έχουν τεθεί, και για τις επό­με­νες δυο χιλιά­δες χρό­νια θα φρε­νά­ρουν την πρό­ο­δο της ανθρω­πό­τη­τας κατα­κρε­ουρ­γώ­ντας ψυχές και σώμα­τα εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων. Τι άθλιος θάνα­τος για τον άνθρω­πο που το έργο του εξα­πλώ­θη­κε σ’ όλο τον πολι­τι­σμέ­νο κόσμο της επο­χής! Ο αδύ­να­μος και ψυχι­κά άρρω­στος αυτός ανθρω­πά­κος, πριν κατα­σπα­ρα­χτεί από τα όρνεα, κατά­φε­ρε να μολύ­νει ολό­κλη­ρη την ανθρω­πό­τη­τα στο­χεύ­ο­ντας στην αιτία όλων των προ­βλη­μά­των του και δημιουρ­γώ­ντας παράλ­λη­λα έναν απο­διο­πο­μπαίο τρά­γο. Οι γυναί­κες, η ερω­τι­κή επι­θυ­μία, η αγά­πη προς το σώμα της ύπαρ­ξής μας πνί­γο­νται στη νεύ­ρω­σή του. Ο άρρω­στος Παύ­λος, αδυ­να­τώ­ντας να ζήσει αλλά και αρνού­με­νος την ανι­κα­νό­τη­τά του, μισεί τη ζωή και προ­σφέ­ρει στην ανθρω­πό­τη­τα πρό­τυ­πα προς μίμη­ση. Μιας και το σώμα του τον προ­δί­δει, τον ταπει­νώ­νει, τον πλη­γώ­νει, προ­τεί­νει στην ανθρω­πό­τη­τα την ιδε­ο­λο­γι­κή βάση για να πρά­ξει το ίδιο στο δικό της σώμα. Τρια­κό­σια χρό­νια αργό­τε­ρα, ο χρι­στια­νι­σμός έχει εξα­πλω­θεί, έχει ενα­γκα­λι­στεί μέχρι πνιγ­μού την κρα­τι­κή εξου­σία, η τρο­μο­κρα­τία του ασκεί­ται αμεί­λι­κτα και απο­τε­λε­σμα­τι­κά και οι αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες έχουν εξα­φα­νι­στεί. Ο τρό­μος βασι­λεύ­ει. Και­ρός λοι­πόν να απο­κα­τα­στα­θεί ο ήρω­ας και να απαλ­λα­γούν από τον εμπρη­σμό της Ρώμης οι εβραιο­χρι­στια­νοί. Με τον άγιο Ιερώ­νυ­μο (362) και τον άγιο Αυγου­στί­νο (414) ο Παύ­λος ξανα­βγαί­νει στο προ­σκή­νιο. Αρκε­τά πριν όμως, με ό,τι μας είναι γνω­στό ως ευαγ­γέ­λια, απο­πει­ρά­θη­καν να δια­μορ­φώ­σουν ένα πρό­σω­πο λιγό­τε­ρο ειδε­χθές από τον παυ­λια­νι­σμό, αλλά και πλή­ρως απο­τε­λε­σμα­τι­κό στη στή­ρι­ξη της κάθε εξουσίας.

«Ιερές Βλα­κεί­ες», Στέ­λιος Κανά­κης, Εκδό­σεις Εντύποις

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο