Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στον μεγάλο μας δημιουργό ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

Γρά­φει ο Γιάν­νης Μπα­μπά­τσης //

Δεν είναι εύκο­λο να μιλή­σει κανείς για ανθρώ­πους που αλλά­ζουν επο­χές. Που ζωντα­νεύ­ουν ερή­μους στις ψυχές μας, για να γίνου­με γονι­μό­τε­ροι και να πορευ­τού­με με σιγου­ριά στο μέλλον.

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, αναμ­φι­σβή­τη­τα, είναι ένας απ’ αυτούς. Είναι ο δημιουρ­γός, ο επα­να­στά­της, ο άνθρω­πος που τρα­γού­δη­σε με τη μου­σι­κή του το αίμα, τον πόνο, το δάκρυ και τον ιδρώ­τα του λαού μας. Για να δεί­ξει, στη χώρα μας και στον κόσμο όλο, ότι ο Παρ­θε­νώ­νας είναι φτιαγ­μέ­νος από στί­χους, μου­σι­κή και ποί­η­ση, από μαρ­μά­ρι­νους γλυ­πτούς κίο­νες που κρα­τούν ψηλά το πνεύ­μα του πολι­τι­σμού της ανθρωπότητας.

Ο Μίκης δεν χωρού­σε σε ξερο­νή­σια, σε φυλα­κές, σε σκο­τει­νά κρα­τη­τή­ρια, για­τί μας κου­βα­λού­σε όλους μαζί του, κρα­τού­σε την Ελλά­δα πάντα σφι­χτά μέσα του.

Ο Μίκης έζη­σε και ζει καθη­με­ρι­νά στα εργο­στά­σια, στα για­πιά, στα χωρά­φια, στα γρα­φεία… ‘Ενιω­σε τη νοσταλ­γία του ξενι­τε­μέ­νου, άκου­σε το μοι­ρο­λόι της μάνας, μοι­ρά­στη­κε την τελευ­ταία επι­θυ­μία του εκτε­λε­σμέ­νου ‑που δεν πρό­δω­σε τις ιδέ­ες του- και τα ‘κανε τρα­γού­δι, τα μπό­λια­σε στο χρό­νο και στην αιωνιότητα.

Ο Μίκης έκα­νε μου­σι­κή του τον ήλιο, τα σύν­νε­φα, τη θάλασ­σα και το φεγ­γά­ρι, για να μας πει ότι δεν έχει καμιά αξία στη ζωή να κρα­τά­με ένα κομ­μά­τι γης, όταν όλη είναι δική μας.

Ο Μίκης τρα­γού­δη­σε τα ποτά­μια, τα κύμα­τα και τα βου­νά, τον έρω­τα, τα βάσα­να και τη χαρά, για να δώσει χρώ­μα­τα και ευω­διές στη ζωή μας.

Ο Μίκης μίλη­σε με την άνοι­ξη και το χει­μώ­να, με τα φύλ­λα του φθι­νό­πω­ρου και τις κάψες του καλο­και­ριού. Έφε­ρε το ψιλο­βρό­χι στη σπο­ρά του ζευ­γά, για να γίνει το γέν­νη­μα ψωμί στο αδεια­νό τρα­πέ­ζι της ορφά­νιας και της συμφοράς.

Η μου­σι­κή του Μίκη είναι το ξυπνη­τή­ρι της συνεί­δη­σης. Είναι αυτή που δίνει δύνα­μη και παλ­μό στα συλ­λα­λη­τή­ρια, για να φωνά­ζουν πιο δυνα­τά οι βρα­χνια­σμέ­νες ντου­ντού­κες των αδικημένων.

Ο Μίκης είναι το ψωμί και το νερό των εξε­γερ­μέ­νων στο μακρι­νό και δύσβα­το ταξί­δι του Αγώνα.

Ο Μίκης είναι ο υφα­ντουρ­γός των ήχων. Ύφα­νε τις φωνές των που­λιών στα φαράγ­για, με στη­μό­νι τους αντί­λα­λους των ηρώ­ων μας που θυσιά­στη­καν για ”να γενού­νε τα σκο­τά­δια λάμψη”.

Ο Μίκης είναι η περη­φά­νια της νιό­της μας κι η παρη­γο­ριά των γηρα­τειών μας, κυκλο­φο­ρεί στο αίμα μας και στην ανά­σα μας.

Ο Μίκης είναι η ίδια η ψυχή της Ελλάδας.

Νάου­σα, 20/04/2020

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο