Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βάσω Κατράκη, χαρισματική και πρωτοπόρα χαράκτρια των αγώνων και των ιδανικών

Βάσω Κατρά­κη. Γεν­νή­θη­κε το στις 5 Ιου­λί­ου του 1914 στο Αιτω­λι­κό Αιτω­λο­α­καρ­να­νί­ας και πέθα­νε στις 27 Δεκέμ­βρη 1988.

Γρά­φει η ίδια σε αυτο­βιο­γρα­φι­κό της σημείωμα:

katraki 6Γεν­νή­θη­κα στο Αιτω­λι­κό του Μεσολογγίου.

Το Αιτω­λι­κό είναι ένα μικρό νησά­κι, που το συν­δέ­ου­νε με τη στε­ριά δυο μακριά πέτρι­να γεφύ­ρια με πολ­λές μικρές τοξω­τές καμά­ρες. Το σπί­τι μας ήτα­νε σχε­δόν όλο μέσα στη θάλασ­σα και στη γει­το­νιά καθό­τα­νε όλο ψαρά­δες. Ένα ξυπό­λυ­το μελισ­σο­λόι τρι­γύ­ρι­ζε ολο­ή­με­ρα, με τις γυναί­κες τους συνέ­χεια γκα­στρω­μέ­νες και τα παι­διά , μπα­κα­νια­σμέ­να από την ελονοσία.

Ο πατέ­ρας μου λεγό­τα­νε Γιώρ­γης Λεο­νάρ­δος κι ήτα­νε κτη­μα­τί­ας, μα περισ­σό­τε­ρο τρα­γου­δού­σε κι έψελ­νε στην εκκλη­σία με μια σπά­νια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τρα­γου­δού­σε μαζευό­τα­νε κόσμος και κοσμά­κης σπί­τι μας για να τον ακούσει.

Η μανού­λα μου ύφαι­νε ολο­κέ­ντη­τα λεπτά μετα­ξω­τά και μπα­μπα­κε­ρά και πολύ­χρω­μα μάλ­λι­να κιλί­μια. Είχε πάρει κι ένα χρυ­σό βρα­βείο σε μια Διε­θνή Έκθε­ση στο Παρίσι.

Αριστερά «Φτωχή και ρέμπελη ζωή των Ψαράδων». Δεξιά «Μεροδούλι - Μεροφάι» (ξυλογραφίες)

Αρι­στε­ρά «Φτω­χή και ρέμπε­λη ζωή των Ψαρά­δων». Δεξιά «Μερο­δού­λι — Μερο­φάι» (ξυλο­γρα­φί­ες)

Τα δυο μου αδέρ­φια, ήτα­νε μεγα­λύ­τε­ρα από μας τα κορί­τσια. Ο μεγά­λος, φοι­τη­τής τότε της φιλο­λο­γί­ας μας έφερ­νε από την Αθή­να ένα μαγι­κό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρω­μα­τι­στές χαλ­κο­γρα­φί­ες και ξυλο­γρα­φί­ες, χρω­μα­τι­στές εικό­νες και χαλ­κο­μα­νί­ες, μπο­γιές και πινέ­λα και δεν άφη­νε παλια­τζί­δι­κο της Αθή­νας αγύ­ρι­στο. Ο μικρό­τε­ρος, ό,τι έβλε­πε το μάτι του τόκα­ναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγρα­φί­ζα­νε κιό­λας και οι δυό τους.

Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασ­σα ήτα­νε η έξο­χή, γεμά­τη ελιές, χωρά­φια καρ­πε­ρά, μπο­στά­νια, καπνο­τό­πια, σιτη­ρά. Μια ζωή στη στερ­γιά και στη θάλασ­σα, γεμά­τη ιδρώ­τα και μόχθο.

Μέσα σ’ αυτό το περι­βάλ­λον μεγά­λω­σα. Διά­βα­ζα βιβλία και βιβλία πού­χε ο αδερ­φός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρε­σε πολύ το διά­βα­σμα και πιο πολύ ή ποί­η­ση. Κοντά στ’ αδέρ­φια μου ζωγρά­φι­ζα κι εγώKatraki 8

Κρυ­φά, ονει­ρευό­μου­να να γίνω ζωγρά­φος, μα μου φαι­νό­τα­νε τόσο απί­στευ­τα μεγά­λο που δεν μπο­ρού­σε λογι­κά να χωρέ­σει στο μυα­λό μου. Ό, τι έβλε­πα, έλεγα:

- Εγώ αυτό μπο­ρώ να το κάνω.

- Και πολ­λές φορές έβα­ζα τον εαυ­τό μου σε δοκιμασία.

Δεν ήξε­ρα ακό­μα ότι, άλλο πρά­μα είναι η Τέχνη.

Και μια μέρα, σφη­νώ­θη­κε ξαφ­νι­κά στο μυα­λό μου ένα ερώ­τη­μα. Κι’ αν γίνω ζωγράφος;

Πώς έγι­νε έτσι άξαφ­να αυτό, δεν το κατά­λα­βα. Χίλιες καμπά­νες χτυ­πή­σα­νε μέσα μου, κι έχα­σα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίπο­τε άλλό στο μυα­λό μου νύχτα και μέρα.
Μα, χίλιες δυο ανα­πο­διές ξεφυ­τρώ­σα­νε, και ξαφ­νι­κά, ο πατέ­ρας μου αρρώ­στη­σε βαριά κι έπε­σε πολύ πίκρα και θλί­ψη στο σπί­τι μας, πού κρά­τη­σε εφτά ολό­κλη­ρα χρόνια.

Και κάποια μέρα, αφού πέθα­νε ο πατέ­ρας μου, ξεκί­νη­σα για την Αθή­να μην ξέρο­ντας ακρι­βώς τι θα κάνω.

Katraki 4Πήγα στη Σχο­λή Καλών Τεχνών, κι έμα­θα πώς σε λίγες μέρες θ’ αρχί­ζα­νε οι εξε­τά­σεις. Αμέ­σως έτρε­ξα και γρά­φτη­κα στη Σχο­λή. Έδω­σα εξετάσεις.
Στη Σχο­λή Καλών Τεχνών είχα Καθη­γη­τές τον Παρ­θέ­νη στη Ζωγρα­φι­κή και τον Κεφαλ­λη­νό στη Χαρα­κτι­κή. Πήρα το Δίπλω­μα της Σχο­λής το 1940 με μια τρί­μη­νη υπο­τρο­φία στη Ζωγρα­φι­κή για τα νησιά και ένα βρα­βείο και δυό επαί­νους στη Χαρα­κτι­κή. Μετά αμέ­σως πόλε­μος, κατο­χή, πεί­να, αντί­στα­ση, και μετά πάλι εμφύ­λιος πόλε­μος, πάλι σκο­τω­μοί άδι­κοι κι ακα­το­νό­μα­στοι, εξο­ρί­ες, φυλα­κές, όλα τα δει­νά της Πατρί­δας περά­σα­νε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες.

Έκα­να πολ­λά ταξί­δια σε πολ­λές Ευρω­παϊ­κές πόλεις, είδα πολ­λά Μου­σεία και Πινακοθήκες.

Το 1955 έκα­μα την πρώ­τη μου έκθεση.

«Κορίτσια στο μπαλκόνι» (ξυλογραφία)

«Κορί­τσια στο μπαλ­κό­νι» (ξυλο­γρα­φία)

 

Katraki 5

Προ­σπα­θώ να εκφρα­στώ με τον πιο λιτό και τον πιο σαφή τρό­πο. Αυτό το κάνω για­τί έτσι το νιώ­θω. Μ’ ενδια­φέ­ρει να ‘ρθω σε όσο γίνε­ται πλη­ρέ­στε­ρη επι­κοι­νω­νία με τους ανθρώ­πους, να τους μιλή­σω με τη γλώσ­σα τους. Αυτή είναι η πιο μεγά­λη κατα­ξί­ω­ση του έργου ενός καλ­λι­τέ­χνη. Πού θα μιλή­σω, στο κενό; Δεν δια­λέ­γω ορι­σμέ­να θέμα­τα, μα βιώ­μα­τα. Κι αυτά μπο­ρούν να έρχο­νται είτε απ’ τη χώρα που ζεις είτε απέ­ξω, φτά­νει να είναι ανθρώ­πι­να. Κεί­νο που κατα­στρέ­φει τον καλ­λι­τέ­χνη είναι το κυνή­γι της πρω­το­τυ­πί­ας. Έχου­με να εκφρά­σου­με το αίσθη­μά μας. Δεν πρέ­πει να ψάχνεις εξω­τε­ρι­κά στοι­χεία για να κάνεις εντύ­πω­ση. Το έργο σου ολό­κλη­ρο θα σου δώσει την ορι­στι­κή σου θέση.

Katraki 3

«Μπλόκο» (ξυλογραφία)

«Μπλό­κο» (ξυλο­γρα­φία)

Γαλου­χή­θη­κε ανά­με­σα στους απλούς ανθρώ­πους. Παρα­κο­λού­θη­σε το μόχθο τους. Στα χρό­νια της Κατο­χής βίω­σε πρω­τό­γνω­ρες εμπει­ρί­ες. Με άλλες ομό­τε­χνες και την καθο­δή­γη­ση της η Ηλέ­κτρας συγκρο­τούν ένα από τα πρώ­τα προ­πα­γαν­δι­στι­κά συνερ­γεία για τις ανά­γκες του ΕΑΜ: «Κάνα­με αντί­στα­ση με τα καλέ­μια και τα πινέ­λα. Τα πρώ­τα χαρα­κτι­κά μυο είναι ένση­μα, αφί­σες, κάρ­τες, προ­κη­ρύ­ξεις, ψηφο­δέλ­τια για τις ανά­γκες του αγώνα».

Katraki 1

Katraki 2

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακαβάνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο