Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι (1893 – 1930)

 

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ήταν εκεί­νο το τρα­γι­κό από­γευ­μα της 14ης Απρι­λί­ου 1930 όταν ο Μαγια­κόφ­σκι (ποι­η­τής, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και ηθο­ποιός) αυτο­πυ­ρο­βο­λή­θη­κε, πηγαί­νο­ντας να βρει τους αδι­κο­χα­μέ­νους υμνω­δούς της ανθρώ­πι­νης μοί­ρας και του κοι­νω­νι­κού κατα­τρεγ­μού, όπως τον Βαν Γκογκ και τον Κώστα Καρυω­τά­κη. Ήταν 37 χρο­νών. Στο ημι­τε­λές σημεί­ω­μα της αυτο­κτο­νί­ας του σημείωνε:

Σε όλους.

Μην κατη­γο­ρή­σε­τε κανέ­ναν για το θάνα­τό μου και παρα­κα­λώ να λεί­ψουν τα κου­τσο­μπο­λιά. Ο Μακα­ρί­της τα απε­χθα­νό­ταν φοβερά.

Μαμά, αδελ­φές, και σύντρο­φοι, σχω­ρέ­στε με — αυτός δεν είναι τρό­πος (δεν τον συμ­βου­λεύω σε κανέ­να), μα εγώ δεν έχω διέξοδο.

Λιλή αγά­πα με.

Συντρό­φισ­σα κυβέρ­νη­ση, η οικο­γέ­νειά μου είναι η Λιλή Μπρίκ, η μαμά, οι αδελ­φές και η Βερό­νι­κα Βιτόλ­νταβ­να Πολόνσκαγια.

Αν τους εξα­σφα­λί­σεις μια ανε­κτή ζωή, σ΄ ευχαριστώ.

Τα αρχι­νι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα δώστε τα στους Μπρίκ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν

Όπως λένε: “Το επει­σό­διο έληξε”

η βάρ­κα του Ερωτα

συντρί­φτη­κε πάνω στην καθημερινότητα

Εχω ξοφλή­σει τους λογα­ρια­σμούς μου με τη ζωή

Πρός τι λοι­πόν η απαρίθμηση

των αμοι­βαί­ων πόνων

των συμ­φο­ρών

και των προσβολών.

Νάστε ευτυ­χι­σμέ­νοι.

Τα πρώ­τα χρόνια

Ως ποι­η­τής αλλά και ως ενερ­γός αγω­νι­στής, ο Βλά­ντι­μιρ Βλα­ντι­μί­ρο­βι­τας Μαγια­κόφ­σκι, όπως ήταν το πλή­ρες όνο­μά του, έζη­σε και πέθα­νε με τρό­πο που ταρα­κού­νη­σε τα ήθη και τις αντι­λή­ψεις της επο­χής του, ερχό­με­νος σε σύγκο­ρυ­ση με τον καθω­σπρε­πι­σμό και την κοι­νω­νι­κή αδι­κία, την αδικ΄λια με τις πολύ βαθειές ταξι­κές ρίζες.

Γεν­νή­θη­κε στις 19 Ιου­λί­ου 1893, στο Μπαγκ­ντά­τι της Γεωρ­γί­ας, και ήταν το τρί­το από τα παι­διά μιας οικο­γέ­νειας όπου ο πατέ­ρας, με κατα­γω­γή από Ουκρα­νούς Κοζά­κους, εργά­ζο­νταν ως δασο­φύ­λα­κας. Στο σπί­τι μεγά­λω­σε μιλώ­ντας ρωσι­κά ενώ στο σχο­λείο και με τις παρέ­ες της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας μιλού­σε γεωρ­για­νά. Από πολύ νωρίς, ήδη από τα χρό­νια της εφη­βεί­ας, ξεκί­νη­σε να έχει σχέ­σεις με το σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα της επο­χής του: συμ­με­τεί­χε στις δια­δη­λώ­σεις των σοσια­λι­στών στην πόλη Κου­τα­ΐ­σι, όπου παράλ­λη­λα φοι­τού­σε στο τοπι­κό γυμνάσιο.

Η λογο­τε­χνι­κή του και η πολι­τι­κή του δρά­ση, ως ενιαίο σύνο­λο με ξεκά­θα­ρους στό­χους για μια δια­φο­ρε­τι­κή, κοι­νω­νι­κή προ­ο­πτι­κή, ξεκί­νη­σε από πολύ νωρίς. Συγκε­κρι­μέ­να, στη Μόσχα ο Μαγια­κόφ­σκι ανέ­πτυ­ξε το ενδια­φέ­ρον του για την μαρ­ξι­στι­κή θεω­ρία και την πολι­τι­κή και λογο­τε­χνι­κή της έκφρα­ση, συμ­με­τέ­χο­ντας ενερ­γά σε μια σει­ρά δρά­σε­ων και δρα­στη­ριο­τή­των με το Ρωσι­κό Σοσια­λι­στι­κό Δημο­κρα­τι­κό Κόμ­μα των Εργα­ζο­μέ­νων ενώ αργό­τε­ρα έγι­νε μέλος στο μπολ­σε­βί­κι­κο κόμ­μα, στο κόμ­μα των επα­να­στα­τών σοσιαλιστών.

ΗΥ ζωή του δεν ήταν καθό­λου εύκο­λη μέσα στο πολυ­ε­τές καθε­στώς της τσα­ρι­κής Ρωσί­ας όπου η πίστη στην ανώ­τε­ρη δύνα­μη, που εκπρο­σω­πού­σε ο ελέω Θεού Τσά­ρος, και οι βαθειά ριζω­μέ­νες ρίζες της κατα­πί­ε­σης, έβα­ζαν εμπό­δια στην ελεύ­θε­ρη ανά­πτυ­ξη του ατό­μου και της κοι­νω­νί­ας. Συγκε­κρι­μέ­να, ο νεα­ρός Μαγια­κόφ­σκι απο­πέμ­φθη­κε το 1908 από το σχο­λείο καθώς η μητέ­ρα του δεν είχε τη δυνα­τό­τη­τα να πλη­ρώ­νει τα δίδα­κτρα! Στην ίδια περί­ο­δο, ο Μαγια­κόφ­σκι φυλα­κί­στη­κε σε τρεις περι­πτώ­σεις για ανα­τρε­πτι­κή πολι­τι­κή δρά­ση αλλά απέ­φυ­γε τη μετα­γω­γή του ως ανή­λι­κος. Στην απο­μό­νω­ση, στα κρα­τη­τή­ρια της φυλα­κής της Μπου­τίρ­κα το 1909, ξεκί­νη­σε να γρά­φει ποί­η­ση, με τα ποι­ή­μα­τά του όμως να μην έχουν την ευκαι­ρία να δια­βα­στούν από περισ­σό­τε­ρους αφού κατα­σχέ­θη­καν από τις αρχές. Με την απο­φυ­λά­κι­σή του, συνέ­χι­σε να εργά­ζε­ται για το εργα­τι­κό και σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα ενώ το 1911 μπή­κε στη Σχο­λή Καλών Τεχνών της Μόσχας όπου γνω­ρί­στη­κε με μέλη του ρωσι­κού Φου­του­ρι­στι­κού κινή­μα­τος. Έγι­νε ο κύριος εκπρό­σω­πος ΤΟΥ τύπου για την ομά­δα Γκι­λέ­ας και στε­νός φίλος του ζωγρά­φου Ντα­βίντ Μπουρ­λιούκ τον οποίο έβλε­πε ως δάσκα­λο και μέντο­ρα του.

Ένα χαστού­κι στο πρό­σω­πο του δημό­σιου γούστου

Το 1912 η φου­του­ρι­στι­κή έκδο­ση, Ένα χαστού­κι στο πρό­σω­πο του δημο­σί­ου (ή κοι­νού) γού­στου περιε­λάμ­βα­νε τα πρώ­τα δημο­σιευ­μέ­να ποι­ή­μα­τα του Μαγια­κόφ­σκι: Νύχτα ‚και και Πρωί. Λόγω όμως των πολι­τι­κών τους δρα­στη­ριο­τή­των, ο Μπουρ­λιούκ και ο Μαγια­κόφ­σκι απο­βλή­θη­καν από τη Σχο­λή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914.

Σε αυτό το σημείο έχει ενδια­φέ­ρον να παρου­σιά­σου­με το σχε­τι­κό μανι­φέ­στο που συνυ­πο­γρά­φουν επί­σης οι ποι­η­τές και πρω­το­πό­ροι του Φου­του­ρι­σμού στη Ρωσία, Αλε­ξά­ντερ Κρου­τσό­νιχ και Βίκτορ Χλέ­μπνι­κωφ:

Προς τους ανα­γνώ­στες του Νέου μας Πρώ­του Απροσδόκητου.

Εμείς μόνοι είμα­στε το πρό­σω­πο της Επο­χής μας. Μέσα από μας το σάλ­πι­σμα του χρό­νου φυσά στην τέχνη της λέξης.

Το παρελ­θόν είναι πάρα πολύ περιο­ρι­στι­κό. Η Ακα­δη­μία και ο Πού­σκιν είναι λιγό­τε­ρο κατα­νοη­τοί και από ιερογλυφικά.

Πετάξ­τε στη θάλασ­σα από το Πλοίο της Μοντερ­νι­κό­τη­τας τον Πού­σκιν, τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, τον Τολ­στόι κλπ., κλπ.

Αυτός που δεν ξεχνά την πρώ­τη του αγά­πη, δε θα γνω­ρί­σει την τελευ­ταία του.

Ποιος, μ’ εμπι­στο­σύ­νη, θα έστρε­φε την τελευ­ταία του αγά­πη προς την αρω­μα­τι­σμέ­νη λαγνεία του Μπάλ­μοντ; Είναι αυτή η αντα­νά­κλα­ση της σημε­ρι­νής ανδρι­κής ψυχής;

Ποιος, λιγό­ψυ­χα, θα φοβό­ταν να σκί­σει από το μαύ­ρο σμό­κιν του πολε­μι­στή Μπριου­σόφ τη χάρ­τι­νη πανο­πλία; Ή μήπως λάμπει απ’ αυτό η αυγή άγνω­στων ομορφιών;

Πλύ­ντε τα χέρια Σας που άγγι­ξαν τη βρώ­μι­κη λάσπη των βιβλί­ων που έγρα­ψαν όλοι αυτοί οι ανα­ρίθ­μη­τοι Λεο­νίντ Αντρέγιεφ.

Όλοι αυτοί οι Μαξίμ Γκόρ­κυ, Κου­πρίν, Μπλοκ, Σολο­γκούμπ, Ρέμι­ζοβ, Αβερ­τσέν­κο, Τσέρ­νι, Κουζ­μίν, Μπού­νιν κλπ., χρειά­ζο­νται μόνο μια ντά­τσα στο ποτά­μι. Τέτοια είναι η αντα­μοι­βή που δίνει η μοί­ρα στους ράφτες.

Από τα ύψη των ουρα­νο­ξυ­στών ατε­νί­ζου­με την αση­μα­ντό­τη­τά τους!…

Δια­τάσ­σου­με να γίνουν σεβα­στά τα δικαιώ­μα­τα των ποιητών:

  1. Να διευ­ρύ­νουν τον ορί­ζο­ντα του ποι­η­τι­κού λεξι­λο­γί­ου με αυθαί­ρε­τες και παρά­γω­γες λέξεις (και­νο­φα­νής-Λέξη)

  2. Να νιώ­θουν ένα ανυ­πέρ­βλη­το μίσος για τη γλώσ­σα που υπήρ­χε πριν την επο­χή τους.

  3. Να διώ­ξουν με φρί­κη από το περή­φα­νο μέτω­πό τους το Στε­φά­νι της φτη­νής δόξας που Έχε­τε φτιά­ξει από σκουπότριχες.

  4. Να στα­θούν στο βρά­χο της λέξης «εμείς» στο μέσο μιας θάλασ­σας σφυ­ριγ­μά­των και προσβολής.

Και αν αυτή τη στιγ­μή τα βρώ­μι­κα στίγ­μα­τα Σας της “Κοι­νής Αίσθη­σης” και του “καλού γού­στου” υπάρ­χουν ακό­μα στις γραμ­μές μας, οι ίδιες αυτές γραμ­μές για πρώ­τη φορά ήδη λάμπουν αμυ­δρά με το Καλο­και­ρι­νό Φως της Νέας Ομορ­φιάς που Έρχε­ται από την Αυτάρ­κη (αυτό-κεντρη) Λέξη.

Η εργα­σία του συνε­χί­στη­κε, υπό την μανιέ­ρα του Φου­του­ρι­σμού, έως το 1914. Η καλ­λι­τε­χνι­κή του ανά­πτυ­ξη τότε άλλα­ξε ριζι­κά προς την κατεύ­θυν­ση της αφή­γη­σης και ήταν αυτή του η εργα­σία του, που δημο­σιεύ­τη­κε αμέ­σως την περί­ο­δο που προη­γή­θη­κε της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης η οποία επρό­κει­το, όχι χωρίς ανα­τα­ρά­ξεις, να καθιε­ρώ­σει τη φήμη του ως ποι­η­τή της Επα­νά­στα­σης στη Ρωσία και στο εξω­τε­ρι­κό, εκεί που απλώ­θη­κε το σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα κάτω από την γόνι­μη επί­δρα­ση των μπολ­σε­βί­κων αλλά και στις χώρες της Δύσης.

To Σύν­νε­φο με παντε­λό­νια (1915), ήταν το πρώ­το μεγά­λο ποί­η­μα του Μαγια­κόφ­σκι , από αυτά που χαρα­κτη­ρι­στι­κά ονο­μά­ζο­νται προ­γραμ­μα­τι­κά, το οποίο και περιέ­γρα­φε τα κρί­σι­μα θέμα­τα του έρω­τα, της επα­νά­στα­σης, της θρη­σκεί­ας, και της τέχνης γραμ­μέ­νο υπό το πρί­σμα του πλη­γω­μέ­νου ερα­στή, ο οποί­ος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποι­η­τή. Η γλώσ­σα του έργου ήταν η γλώσ­σα των δρό­μων, των λαι­κών συνοι­κιών και της ζωής των εργα­τών και ο ποι­η­τής κατέ­βαλ­λε σημα­ντι­κές προ­σπά­θειες για να απο­μυ­θο­ποι­ή­σει τις ιδε­α­λι­στι­κές και ρομα­ντι­κές έννοιες της ποί­η­σης και των ποιητών.

Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο Σύν­νε­φο με παντε­λό­νια (μετά­φρα­ση: Γιώρ­γος Μολέ­σκης
στο βιβλίο
“Βλά­ντι­μιρ Μαγια­κόφ­σκι, Σύν­νε­φο με παντε­λό­νια — τετράπτυχο” 
εκδό­σεις
“τα τρα­μά­κια” Θεσ­σα­λο­νί­κη 1995):

II

[…] Εκεί όπου το ανθρώ­πι­νο μάτι τσα­κί­ζε­ται ανήμπορο,
αρχη­γός πει­να­σμέ­νων ορδών,
με το ακάν­θι­νο στε­φά­νι της επανάστασης
φτά­νει το χίλια εννια­κό­σια δεκά­ξι. […]

III

[…] Τα χέρια βγάλ­τε απ’ τις τσέπες-
πάρ­τε πέτρα, μαχαί­ρι είτε βόμβα
κι όποιος δεν έχει χέρια-
ας έρθει με το μέτω­πο να πολεμήσει!
Ελά­τε, πεινασμένοι,
ιδρωμένοι,
υποταγμένοι,
που στων κοριών ξινί­σα­τε τη βρώμα!

Ελά­τε!
Δευ­τέ­ρες και Τρίτες
γιορ­τές με το αίμα να σας βάψουμε!
Κάτω απ’ τα μαχαί­ρια θα κάνου­με τη γη να θυμηθεί
ποιους ήθε­λε να εξευτελήσει!
Η γη αυτή,
που χόντρυ­νε σαν ερωμένη,
αυτή που την πήδη­ξε ο Ρότσιλντ! […] 

IV

[…] Αφή­στε με να περάσω!

Δεν μπο­ρεί­τε να με σταματήσετε.
Μπο­ρεί να λέω ψέματα.
Μπο­ρεί και να ‘χω δίκιο,
μα δεν μπο­ρώ να ‘μαι πιο ήρεμος.

Κοι­τάξ­τε-
και πάλι απο­κε­φά­λι­σαν τ’ αστέρια
και με σφα­γή τον ουρα­νό αιματοκύλησαν!

Έι, εσείς!
Ουρανέ!
Βγάλ­τε το καπέ­λο σας!
Περ­νάω εγώ!

Ησυ­χία.

Κοι­μά­ται η οικουμένη
ακου­μπώ­ντας σε ποδάρι
από τα τσι­μπού­ρια των άστρων το τερά­στιο αυτί της.

Το καλο­καί­ρι του 1915, ο Μαγια­κόφ­σκι ερω­τεύ­τη­κε μια παντρε­μέ­νη γυναί­κα, τη Λίλυα Μπρικ, και είναι σε εκεί­νη που αφιέ­ρω­σε το ποί­η­μα Το σπον­δυ­λω­τό φλά­ου­το (1916), ακό­μα ένα από τα προ­γραμ­μα­τι­κά, και ιδιαί­τε­ρα ποι­η­τι­κά έργα του. Δυστυ­χώς για τον Μαγια­κόφ­σκι, αυτή ήταν η γυναί­κα του εκδό­τη του, Όσιπ Μπρικ. Η ερω­τι­κή σχέ­ση, αλλά και οι εντυ­πώ­σεις του από τον πόλε­μο και την επα­νά­στα­ση, επη­ρέ­α­σαν καθο­ρι­στι­κά τα έργα του αυτών των χρό­νων. Το ποί­η­μα Ο πόλε­μος και ο κόσμος (1916) ανα­φέ­ρε­ται στη φρί­κη του Πρώ­του Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου και Ο Άνθρω­πος (1917) είναι ένα ποί­η­μα που ασχο­λεί­ται με τη δυστυ­χία (ή την απο­τυ­χία, αν θέλε­τε) του έρωτα.

Το ξέσπα­σμα της Οκτω­βρια­νής Επανάστασης

Η επι­θυ­μία του, στις αρχές του Α΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, να κατα­τα­γεί ως εθε­λο­ντής απορ­ρί­φθη­κε. Ανά­με­σα στα έτη 1915–1917 εργά­στη­κε στην Αγία Πετρού­πο­λη, στη Στρα­τιω­τι­κή Σχο­λή Αυτο­κι­νή­του, ως επί­ση­μος γρα­φέ­ας. Κατά το ξέσπα­σμα της Ρωσι­κής Επα­νά­στα­σης, ο Μαγια­κόφ­σκι βρί­σκο­νταν στο Σμόλ­νι, στην Αγία Πετρού­πο­λη. Εκεί έζη­σε το ξέσπα­σμα της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Ξεκί­νη­σε να απαγ­γέλ­λει ποι­ή­μα­τα όπως το Αρι­στε­ρό Εμβα­τή­ριο! Για τους Κόκ­κι­νους Ναυ­τι­κούς: 1918 σε ναυ­τι­κά θέα­τρα, με ναύ­τες κι εργά­τες να χει­ρο­κρο­τούν με θέρ­μη το έργο του.

Όταν επέ­στρε­ψε στη Μόσχα, ο Μαγια­κόφ­σκι εργά­στη­κε στο Ρωσι­κό πρα­κτο­ρείο τηλε­γρα­φί­ας, δημιουρ­γώ­ντας —τόσο σε γρα­φι­κά όσο και σε κεί­με­νο — σατυ­ρι­κές αφί­σες (αγκιτ­πρόπ) ενώ το 1919 δημο­σί­ευ­σε την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο Συλ­λο­γή Έργων 1909–1919.

Το ποί­η­μα του Λένιν, είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό της κατεύ­θυν­σης που χάρα­ξε ο Μαγια­κόφ­σκι εκεί­να τα χρό­νια (από­σπα­σμα από το μνη­μειώ­δες ποί­η­μα του Βλα­ντι­μίρ Μαγια­κόφ­σκι «Β. Ι. Λένιν», σε μετά­φρα­ση Δημή­τρη Πάνου, που εκδό­θη­κε από τη Σύγ­χρο­νη Επο­χή το 1982):

(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμ­μα­τα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφά­βη­του τ’ αλάτι.
όμως άκου­σε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυα­λό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριά­τη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώ­θη­καν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.
Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε δια­βά­σει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιό­λας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλα­στά­ρι δε βγαίνει.
Μονά­χα το σύννεφο
στα βρά­χια σκοντάφτει.
Κι εκα­τό βέρ­στια πιο πέρα
κάποιος ερη­μί­της να μένει,
που στα κου­ρέ­λια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε ―
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορί­τσια τις καρφώνουν
στο ρού­χο τους κοκέτικα
παρα­ξε­νιές της ζωής.
Μα όχι ―
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρ­διά η ίδια
που ανά­βει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγά­πη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλη­σί­ας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώ­πι­νο βήμα,
με εργά­τη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.(…)

Στο πολι­τι­στι­κό κλί­μα της πρώ­ι­μης Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, με τις πολ­λα­πλές ανα­ζη­τή­σεις τόσο στον στί­χο, όσο και στην φόρ­μα αλλά και στα νοή­μα­τα, η δημο­τι­κό­τη­τά του αυξή­θη­κε πολύ γρή­γο­ρα. Στη διάρ­κεια των χρό­νων 1922–1928, ο Μαγια­κόφ­σκι ήταν σημα­ντι­κό μέλος. Μαζί με τον Σερ­γκέι Τρε­τια­κόφ και τον Όσιπ Μπρικ εξέ­δω­σαν το περιο­δι­κό «ΛΕΦ», που σημαί­νει αρι­στε­ρό μέτω­πο, και που διεκ­δι­κού­σε να εκπρο­σω­πή­σει στον χώρο της τέχνης την γνή­σια έκφρα­ση της σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης. Αυτή όμως δεν ήταν μία εύκο­λη σχέ­ση, που πρέ­πει να δού­με την εξέ­λι­ξη της μέσα από το πρί­σμα της επο­χής. Ως ένας από τους ελά­χι­στους σοβιε­τι­κούς συγ­γρα­φείς που του επε­τρά­πη να ταξι­δεύ­ει ελεύ­θε­ρα, τα ταξί­δια του στην Λετο­νία, Βρε­τα­νία, Γερ­μα­νία, Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, Μεξι­κό και Κού­βα επη­ρέ­α­σαν έργα του όπως Η δική μου ανα­κά­λυ­ψη της Αμε­ρι­κής 1925), ένα οξυ­δερ­κέ­στα­το χρο­νι­κό την αστι­κής ζωής στις ΗΠΑ, των ηθών και των εθί­μων της χώρας αυτής. Ταξί­δε­ψε επί­σης, από τη μια έως την άλλη άκρη, σε όλη τη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Σε μια περιο­δεία του για δια­λέ­ξεις στις ΗΠΑ, ο Μαγια­κόφ­σκι γνώ­ρι­σε την Έλι Τζονς, η οποία γέν­νη­σε αργό­τε­ρα την κόρη του, ένα γεγο­νός που ο ίδιος πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε μόλις το 1929, όταν το ζευ­γά­ρι συνα­ντή­θη­κε μυστι­κά στη νότιο Γαλ­λία, καθώς η σχέ­ση τους είχε κρα­τη­θεί κρυ­φή. Στα τέλη του 1920, ο Μαγια­κόφ­σκι ερω­τεύ­θη­κε την Τατιά­να Γιά­κο­βλε­βα και σε αυτήν αφιέ­ρω­σε το ποί­η­μα Γράμ­μα στην Τατιά­να Γιά­κο­βλε­βα το 1928

Η σημα­σία της επί­δρα­σης του Μαγια­κόφ­σκι δεν περιο­ρί­ζε­ται στη ρωσι­κή ποί­η­ση των χρό­νων της Επα­νά­στα­σης αλλά επε­κτεί­νε­ται σε ένα ευρύ φάσμα τεχνών και αντι­λή­ψε­ων. Θεω­ρεί­ται και μάλ­λον είναι, ο κορυ­φαί­ος Σοβιε­τι­κός ποι­η­τής εκεί­νης της περιό­δου ενώ έχει αλλά­ξει επί­σης τις παρα­δο­χές για την ποί­η­ση στην ευρύ­τε­ρη κουλ­τού­ρα του 20ου αιώ­να. Η πολι­τι­κή του δρά­ση ως καθο­δη­γη­τή (κι εμπνευ­στή, θα λέγα­με) προ­πα­γάν­δας σπά­νια κατα­νο­ή­θη­κε και συχνά επι­κρί­θη­κε από τους συγ­χρό­νους του (ιδιαί­τε­ρα από τους υπε­ρα­σπι­στές της αστι­κής δημο­κρα­τί­ας και του… τέλους της Ιστο­ρί­ας) ακό­μα και από στε­νούς του φίλους όπως ο Μπό­ρις Πάστερ­νακ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγια­κόφ­σκι, επι­χει­ρώ­ντας μια στρο­φή στο έργο του – όχι συντη­ρη­τι­κή αλλά με μεγά­λο πάθος και αγω­νία για την πορεία της Επα­νά­στα­σης και του νεα­ρού εργα­τι­κού κρά­τους, επα­νε­κτί­μη­σε σε μεγά­λο βαθ­μό την πορεία της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης υπό τον Γιό­ζεφ Στά­λιν: τα σατι­ρι­κά του έργα Ο κοριός (1929) και Το μπά­νιο (1930), τα οποία πραγ­μα­τεύ­ο­νται τη σοβιε­τι­κή απέ­χθεια και δια­στρέ­βλω­ση, όπως την αντι­λαμ­βα­νό­ταν ο ποι­η­τής, για τις εξε­λί­ξεις στην Τέχνη και στην Πολι­τι­κή (που ήταν μία ιδιαί­τε­ρη περί­ο­δος διαπάλης).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο