Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΒΟΗΘΕΙΑ! Έρχονται οι ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ και η ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Γρά­φει ο Γιάν­νης Βεντού­ρας //

Η ανά­πτυ­ξη της Ελλη­νι­κής οικο­νο­μί­ας είναι προ των πυλών.

Αλή­θεια με ποιόν τρό­πο μπο­ρεί να έρθει η ανά­πτυ­ξη; Ποιοι είναι οι μηχα­νι­σμοί της; Για­τί δεν μπο­ρού­με να την έχου­με συνε­χώς; Και τελι­κά, είμα­στε σίγου­ροι ότι την θέλουμε;

Σε προη­γού­με­νο άρθρο μας είχα­με μιλή­σει για την κρί­ση ( https://atexnos.gr/οι-τεμπεληδεσ-φταινε-για-τισ-κρισεισ/ ). Στο άρθρο εκεί­νο λέγα­με ότι Κρί­ση και Ανά­πτυ­ξη είναι οι δύο πλευ­ρές του ίδιου νομί­σμα­τος και ότι η μία φάση στον οικο­νο­μι­κό κύκλο, ακο­λου­θεί υπο­χρε­ω­τι­κά την άλλη (πράγ­μα που το παρα­δέ­χο­νται όλοι οι αστοί οικο­νο­μο­λό­γοι). Μάλι­στα είχα­με απο­δεί­ξει ότι η Υπε­ρα­ξία η οποία παρα­μέ­νει στα χέρια των καπι­τα­λι­στών, είναι και η αιτία για να μειω­θεί η ζήτη­ση των αγα­θών που παρά­γει η οικο­νο­μία, και στο τέλος να μπού­με στην φάση της οικο­νο­μι­κής καπι­τα­λι­στι­κής κρίσης.

Στο άρθρο αυτό θα δού­με, το πώς λει­τουρ­γεί η Ανά­πτυ­ξη και συγκε­κρι­μέ­να η δια­δι­κα­σία της καπι­τα­λι­στι­κής παρα­γω­γής, η οποία ανα­γκα­στι­κά και νομο­τε­λεια­κά θα οδη­γή­σει σε κρίση.

Θα πρέ­πει να θυμί­σου­με ότι, Οικο­νο­μι­κή Κρί­ση είναι η μεί­ω­ση της παρα­γω­γής από τους επι­χει­ρη­μα­τί­ες-καπι­τα­λι­στές (τους ιδιο­κτή­τες των μέσων παρα­γω­γής) επει­δή δεν μπο­ρούν να που­λή­σουν την παρα­γω­γή τους, ενώ Οικο­νο­μι­κή Ανά­πτυ­ξη είναι η επεν­δύ­σεις και η αύξη­ση της παρα­γω­γής. Επί­σης θα πρέ­πει να λάβου­με υπό­ψη μας ότι μόνο στον καπι­τα­λι­στι­κό τρό­πο παρα­γω­γής δημιουρ­γού­νται οικο­νο­μι­κές κρί­σεις και σε κανέ­να άλλο οικο­νο­μι­κό σύστη­μα. Οικο­νο­μι­κές Κρί­σεις δεν είχα­με ούτε στο Δου­λο­κτη­τι­κό, ούτε στο Φεου­δαρ­χι­κό, αλλά ούτε και στο Σοσια­λι­στι­κό σύστη­μα που γνω­ρί­σα­με. Για­τί όμως δεν είχα­με σε αυτά τα συστή­μα­τα; Ας το εξετάσουμε.

Κατά αρχής στο Σοσια­λι­σμό δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει Οικο­νο­μι­κή Κρί­ση (δηλα­δή να μειώ­νε­ται η παρα­γω­γή λόγω αδυ­να­μί­ας διά­θε­σης των προ­ϊ­ό­ντων) επει­δή υπάρ­χει κεντρι­κός σχε­δια­σμός όπου προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται η παρα­γω­γή βάσει των κατα­με­τρη­μέ­νων ανα­γκών. Επί­σης τα αγα­θά που παρά­γο­νται ΔΕΝ είναι εμπο­ρεύ­μα­τα, δηλα­δή δεν προ­ο­ρί­ζο­νται για πώλη­ση, αλλά είναι αγα­θά για χρή­ση και τα οποία προ­ο­ρί­ζο­νται για δια­νο­μή στο λαό. Στο Σοσια­λι­σμό υπάρ­χει συνε­χής ανά­γκη για αύξη­ση της παρα­γω­γής (για να ικα­νο­ποι­η­θούν οι συνε­χώς διευ­ρυ­νό­με­νες ανά­γκες των πολι­τών) και συνε­πώς μόνο με αυτό το σύστη­μα υπάρ­χει δυνα­τό­τη­τα συνε­χούς οικο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης! (Για αυτό στο Σοσια­λι­σμό δεν υπάρ­χει και ανεργία).

Στο Δου­λο­κτη­τι­κό και στο Φεου­δαρ­χι­κό σύστη­μα έχου­με Απλή Εμπο­ρευ­μα­τι­κή Παρα­γω­γή αγα­θών. Δηλα­δή οι παρα­γω­γοί προ­σπα­θούν να παρά­γουν αγα­θά, από τα οποία μερι­κά θα κατα­να­λώ­σουν οι ίδιοι, ενώ όσα περισ­σέ­ψουν, θα τα ανταλ­λά­ξουν (σαν εμπο­ρεύ­μα­τα) με αγα­θά που παρά­γουν άλλοι παρα­γω­γοί. Ακό­μα και στην περί­πτω­ση όπου όλη η παρα­γω­γή του κάθε μεμο­νω­μέ­νου παρα­γω­γού είναι εμπό­ρευ­μα (δηλα­δή προ­ο­ρί­ζε­ται να πάει στην αγο­ρά για ανταλ­λα­γή), ακό­μα και τότε μιλά­με για απλή εμπο­ρευ­μα­τι­κή παρα­γω­γή (ΑΕΠ). Χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα της ΑΕΠ είναι ότι τα παρα­γό­με­να αγα­θά προ­ο­ρί­ζο­νται για την ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών του παρα­γω­γού, προ­ο­ρί­ζο­νται για κατα­νά­λω­ση και όχι για δημιουρ­γία περιου­σί­ας και θησαυ­ρού. Για παρά­δειγ­μα ο σιδε­ράς φτιά­χνει πέτα­λα και μεντε­σέ­δες για να τα πάει στην αγο­ρά και να τα ανταλ­λά­ξει με τρό­φι­μα, ρού­χα και άλλα αγα­θά (που δεν μπο­ρεί ή δεν προ­λα­βαί­νει να φτιά­ξει ο ίδιος), τα οποία θα τα καταναλώσει.

Ακό­μα και σήμε­ρα, ο μικρο­α­γρό­της που παρά­γει καρ­πού­ζια ή καλα­μπό­κι, θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ένα μικρό μέρος της παρα­γω­γής του για να το κατα­να­λώ­σει ο ίδιος και το υπό­λοι­πο θα το πάει στην αγο­ρά για να το ανταλ­λά­ξει με άλλα αγα­θά, τα οποία και πάλι θα τα κατα­να­λώ­σει αυτός και η οικο­γέ­νειά του.

Παρα­τη­ρεί­στε ότι στην περί­πτω­ση της ΑΕΠ (μιλά­με για την επο­χή της Δου­λο­κτη­σί­ας και της Φεου­δαρ­χί­ας), δεν υπάρ­χουν περι­θώ­ρια για οικο­νο­μι­κές κρί­σεις. Δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση οι παρα­γω­γοί να μην μπο­ρούν να δια­θέ­σουν τα προ­ϊ­ό­ντα τους και έτσι να στα­μα­τή­σουν την παρα­γω­γή. Ακό­μα κι αν σε μερι­κούς από αυτούς συμ­βεί κάτι τέτοιο, αμέ­σως οι συγκε­κρι­μέ­νοι παρα­γω­γοί θα στρα­φούν σε άλλον τομέα και θα αρχί­σουν να παρά­γουν κάποιο άλλο είδος και έτσι ποτέ ολό­κλη­ρη η οικο­νο­μία δεν θα μπει σε Κρίση.

Αν θέλα­με να εμφα­νί­σου­με την δια­δι­κα­σία της ανταλ­λα­γής στην αγο­ρά με σύμ­βο­λα, θα μπο­ρού­σα­με να το γρά­ψου­με ως εξής: { Ε = Ε }.

Δηλα­δή το εμπό­ρευ­μα που δίνει ο παρα­γω­γός στην αγο­ρά, ισού­ται με το εμπό­ρευ­μα ή τα εμπο­ρεύ­μα­τα, που παίρνει.

Από την επο­χή όπου εμφα­νί­στη­κε η ανταλ­λα­γή των πλε­ο­να­σμά­των που είχε η κοι­νω­νία ή ο κάθε παρα­γω­γός, εμφα­νί­σθη­κε και η ανά­γκη για να βρε­θεί κι ένα αγα­θό το οποίο θα το δεχό­ντου­σαν όλοι και θα μεσο­λα­βού­σε ανά­με­σα στις ανταλ­λα­γές. Για­τί ήταν δύσκο­λο να βρει ο κάθε παρα­γω­γός τον αντί­στοι­χο παρα­γω­γό που να χρειά­ζε­ται το δικό του αγα­θό. Δηλα­δή ο τσα­γκά­ρης που χρεια­ζό­ταν καρ­φιά, δυσκο­λευό­ταν να βρει τον σιδε­ρά που θα είχε ανά­γκη παπού­τσια για να κάνουν ανταλ­λα­γή. Έτσι, με τον και­ρό, βρέ­θη­καν εμπο­ρεύ­μα­τα που τα δεχό­ντου­σαν όλοι στις ανταλ­λα­γές, όπως ήταν το αλά­τι, τα κατσί­κια κλπ. Μετά από χιλιά­δες χρό­νια ανταλ­λα­γών, τα μεταλ­λι­κά εμπο­ρεύ­μα­τα (ασή­μι, χρυ­σός) έγι­ναν το γενι­κό ισο­δύ­να­μο στις ανταλ­λα­γές και έτσι στα­δια­κά εμφα­νί­σθη­κε το χρήμα.

Με την εμφά­νι­ση του χρή­μα­τος, η ανταλ­λα­γή των αγα­θών στην αγο­ρά άλλα­ξε και ο τύπος που γρά­ψα­με παρα­πά­νω, έγι­νε ως εξής:

{ Ε = Χ = Ε }.

(Εμπό­ρευ­μα = Χρή­μα = Εμπόρευμα).

Η δια­δι­κα­σία της ανταλ­λα­γής χωρί­σθη­κε σε δύο τμή­μα­τα, στην αγο­ρά και την πώλη­ση. Στην πώλη­ση ο παρα­γω­γός που­λά­ει τα αγα­θά του και παίρ­νει το χρή­μα {Ε = Χ } και στη συνέ­χεια με το χρή­μα στο χέρι πηγαί­νει στην αγο­ρά και αγο­ρά­ζει αυτά που θέλει { Χ = Ε }.

Και στην περί­πτω­ση αυτή, το αρχι­κό εμπό­ρευ­μα που πού­λη­σε ο παρα­γω­γός, ισού­ται με το τελι­κό εμπό­ρευ­μα που απέ­κτη­σε κατά την αγο­ρά. Δεν έχει σημα­σία εάν ο πωλη­τής κρα­τή­σει τα χρή­μα­τα για μερι­κές μέρες ή μήνες στο σπί­τι του και πάει αργό­τε­ρα να κάνει τις αγο­ρές του. Το ζήτη­μα είναι ότι όταν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τελι­κά τις αγο­ρές του, θα έχει ανταλ­λά­ξει την αρχι­κή ποσό­τη­τα εμπο­ρευ­μά­των που κατεί­χε με άλλα εμπο­ρεύ­μα­τα ίσης αξίας.

Επο­μέ­νως, στην Απλή Εμπο­ρευ­μα­τι­κή Παρα­γω­γή, το αρχι­κό εμπό­ρευ­μα που που­λά­ει ο παρα­γω­γός, ισού­ται με τον τελι­κό εμπό­ρευ­μα που αγο­ρά­ζει. Είναι σημα­ντι­κό να σημειώ­σου­με ότι στην περί­πτω­ση της ΑΕΠ το χρή­μα είναι απλά ένα μέσο που βοη­θά­ει την κυκλο­φο­ρία των εμπορευμάτων.

Εμπό­ρευ­μα => Χρή­μα => Εμπόρευμα

{ Ε => Χ => Ε }

Τι δια­φο­ρε­τι­κό συμ­βαί­νει όμως στον καπι­τα­λι­σμό; Αφού κι εδώ, εμπο­ρεύ­μα­τα που­λά­με και εμπο­ρεύ­μα­τα αγο­ρά­ζου­με. Τι στο καλό συμ­βαί­νει και η Ανά­πτυ­ξη κατα­λή­γει σε Οικο­νο­μι­κή Κρίση;

Θ α πρέ­πει να πού­με από την αρχή ότι ο καπι­τα­λι­σμός χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από την ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ. Βέβαια συνυ­πάρ­χει και κάποιο είδος Απλής Εμπο­ρευ­μα­τι­κής Παρα­γω­γής , η οποία όμως επι­σκιά­ζε­ται από την Καπι­τα­λι­στι­κή Παρα­γω­γή, που είναι ασύ­γκρι­τα μεγα­λύ­τε­ρη. Έτσι, όταν επέρ­χε­ται η καπι­τα­λι­στι­κή οικο­νο­μι­κή κρί­ση, συμπα­ρα­σύ­ρει μαζί της και τους μικρούς παρα­γω­γούς που κάνουν κάποια μικρή εμπο­ρευ­μα­τι­κή παρα­γω­γή (μικρούς βιο­τέ­χνες, μικρο­α­γρό­τες, μικρο­ε­παγ­γελ­μα­τί­ες κλπ.).

Επί­σης στον Καπι­τα­λι­σμό, η μεγα­λύ­τε­ρη πλειο­ψη­φία των παρα­γω­γών δεν έχουν δικά τους μέσα παρα­γω­γής, αλλά είναι εργά­τες και υπάλ­λη­λοι, ανα­γκα­σμέ­νοι να που­λά­νε το μονα­δι­κό εμπό­ρευ­μα που έχουν (την εργα­τι­κή τους δύνα­μη) στους κεφα­λαιού­χους, τους καπιταλιστές.

Το χρή­μα από μόνο του ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Τα χρή­μα­τα που έχει κάποιος στο σεντού­κι του ή στο χρη­μα­το­κι­βώ­τιο δεν είναι κεφά­λαιο. Θα γίνει κεφά­λαιο, μόνο όταν θα μπει στην δια­δι­κα­σία της παρα­γω­γής με σκο­πό να αυξη­θεί και να απο­φέ­ρει περισ­σό­τε­ρο χρή­μα στον κάτο­χό του.

Ο καπι­τα­λι­στής απο­φα­σί­ζει να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το χρή­μα σαν κεφά­λαιο με μονα­δι­κό σκο­πό να το αυξή­σει. Για το λόγο αυτό θα κάνει μια επέν­δυ­ση και θα αρχί­σει την παρα­γω­γή αγα­θών, τα οποία στη συνέ­χεια θα τα που­λή­σει σε μεγα­λύ­τε­ρη τιμή (εισπράτ­το­ντας χρή­μα) και έτσι θα αυξή­σει το αρχι­κό του κεφάλαιό.

Ας υπο­θέ­σου­με ότι ο καπι­τα­λι­στής μας, επεν­δύ­ει στην παρα­γω­γή επί­πλων. Με το χρή­μα που δια­θέ­τει και το βάζει στην επι­χεί­ρη­ση ως κεφά­λαιο, θα αγο­ρά­σει ξυλεία, χρώ­μα­τα, μηχα­νή­μα­τα, κτή­ρια, εργα­λεία, ηλε­κτρι­κή ενέρ­γεια, μετα­φο­ρι­κά μέσα κλπ. Με άλλα λόγια θα μετα­τρέ­ψει το χρή­μα που δια­θέ­τει σε εμπο­ρεύ­μα­τα. Επί­σης με το χρή­μα θα αγο­ρά­σει ένα επι­πλέ­ον εμπό­ρευ­μα, την εργα­τι­κή δύνα­μη που κατέ­χουν οι εργά­τες (χει­ρι­στές μηχα­νών, οδη­γοί, λογι­στές, διευ­θυ­ντές, καθα­ρί­στριες, πωλη­τές κλπ).

Με άλλα λόγια, ο καπι­τα­λι­στής μετέ­τρε­ψε το χρή­μα σε εμπορεύματα.

Ισχύ­ει λοι­πόν ο τύπος { Χ = Ε }

(Χρή­μα ίσον με Εμπόρευμα).

Στη συνέ­χεια, αφού οι εργά­τες επε­ξερ­γα­σθούν με τα μηχα­νή­μα­τα και τα εργα­λεία τις πρώ­τες ύλες που έχουν, θα ετοι­μά­σουν τα νέα εμπο­ρεύ­μα­τα (τα έπι­πλα) στα οποία θα βρί­σκε­ται ενσω­μα­τω­μέ­νη η εργα­σία που πρό­σθε­σαν οι εργά­τες με την εργα­τι­κή τους δύναμη.

Τα νέα εμπο­ρεύ­μα­τα θα τα που­λή­σει ο καπι­τα­λι­στής στην αγο­ρά και θα τα μετα­τρέ­ψει ξανά σε χρήμα.

Θα ισχύ­ει λοι­πόν ο τύπος { Ε = Χ }

(Εμπο­ρεύ­μα­τα ίσον με Χρήμα).

Για να σκε­φτού­με όμως. Ο καπι­τα­λι­στής έβα­λε χρή­μα Χ και κατέ­λη­ξε να ξανα­πά­ρει χρή­μα Χ. Αυτό όμως έρχε­ται σε αντί­θε­ση με τον αρχι­κό του σκο­πό που ήταν το κέρ­δος. Εάν το χρή­μα που έβα­λε είναι το ίδιο με αυτό που πήρε, τότε δεν είχε νόη­μα να δημιουρ­γή­σει αυτή την επι­χεί­ρη­ση επί­πλων, αφού ο σκο­πός του εξ αρχής ήταν να αυξή­σει τα χρή­μα­τά του. Συνε­πώς κατα­λα­βαί­νου­με ότι το τελι­κό χρή­μα Χ που εισέ­πρα­ξε, θα είναι αυξη­μέ­νο σε σχέ­ση με το αρχι­κό χρή­μα. Θα πρέ­πει λοι­πόν να το ονο­μά­σου­με κάπως δια­φο­ρε­τι­κά για να ξεχω­ρί­ζει από το αρχι­κό χρή­μα. Ας του βάλου­με έναν τόνο για να το δια­κρί­νου­με και να το ονο­μά­σου­με {Χ’}.

Οι δύο ισό­τη­τες λοι­πόν που ισχύ­ουν στην περί­πτω­ση της καπι­τα­λι­στι­κής παρα­γω­γής θα γίνουν ως εξής:

{ Χ = Ε } στην αρχι­κή φάση και

{ Ε = Χ’ } στην τελι­κή φάση.

Όμως πάλι κάτι δεν πάει καλά με τις ισό­τη­τές μας. Δεν μπο­ρεί το εμπό­ρευ­μα { Ε } να είναι ίσο και με το αρχι­κό { Χ } και με το αυξη­μέ­νο { Χ’ }. Λογι­κά, για να ισχύ­ουν οι ισό­τη­τες, αφού το χρή­μα στην δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση είναι αυξη­μέ­νο, ανα­γκα­στι­κά και η αξία των εμπο­ρευ­μά­των θα είναι αυξη­μέ­νη. Την αυξη­μέ­νη αξία εμπο­ρευ­μά­των της βάζου­με έναν τόνο και θα την ονο­μά­σου­με { Ε’ }.

Οι τελι­κές μας λοι­πόν ισό­τη­τες παίρ­νουν ορι­στι­κά την παρα­κά­τω μορφή:

{ Χ = Ε } ο καπι­τα­λι­στής έκα­νε το χρή­μα εμπο­ρεύ­μα­τα, στην αρχι­κή φάση και

{ Ε’ – Χ’ } ο καπι­τα­λι­στής έκα­νε τα εμπο­ρεύ­μα­τα χρή­μα, στην τελι­κή φάση

Ο καπι­τα­λι­στής μας λοι­πόν, έβα­λε χρή­μα (ας υπο­θέ­σου­με 1.000.000 ευρώ), κι αγό­ρα­σε εμπο­ρεύ­μα­τα και την εργα­τι­κή δύνα­μη των υπαλ­λή­λων του. Οι εργά­τες, αφού πλη­ρώ­θη­καν την αξία της εργα­τι­κής τους δύνα­μης, δου­λεύ­ο­ντας για τον κεφα­λαιού­χο, δημιούρ­γη­σαν τα νέα εμπο­ρεύ­μα­τα, τα οποία είχαν μεγα­λύ­τε­ρη αξία από τα αρχι­κά εμπο­ρεύ­μα­τα (ας υπο­θέ­σου­με 1.200.000 ευρώ). Αυτά στη συνέ­χεια που­λή­θη­καν στην αγο­ρά στην αξία τους για 1.200.000 ευρώ και ο καπι­τα­λι­στής έβα­λε στην τσέ­πη του, περισ­σό­τε­ρο χρή­μα από το αρχι­κό. Αυτό το περισ­σό­τε­ρο χρή­μα (το «κέρ­δος» των 200.000 ευρώ) είναι ίσο με την δια­φο­ρά που έχει η αξία των τελι­κών εμπο­ρευ­μά­των με την αξία των αρχι­κών εμπορευμάτων.

Μα πώς είναι δυνα­τόν να αυξη­θεί το χρή­μα; Αφού ο καπι­τα­λι­στής αγό­ρα­σε όλα τα εμπο­ρεύ­μα­τα (μαζί και το εμπό­ρευ­μα εργα­τι­κή δύνα­μη) ακρι­βώς στην αξία τους και στο τέλος πού­λη­σε τα και­νούρ­για εμπο­ρεύ­μα­τα, πάλι στην αξία τους. Σε ποιο σημείο της δια­δι­κα­σί­ας βρέ­θη­κε αυτή η πρό­σθε­τη αξία (π.χ. των 200.000 ευρώ);

Η πρό­σθε­τη αξία δημιουρ­γή­θη­κε στην σφαί­ρα της παρα­γω­γής. Δηλα­δή στο σημείο που παρεμ­βάλ­λε­ται μετα­ξύ της αρχι­κής αγο­ράς των εμπο­ρευ­μά­των από τον καπι­τα­λι­στή και στην τελι­κή πώλη­ση των και­νούρ­γιων εμπορευμάτων.

Οι εργά­τες, οι υπάλ­λη­λοι, πλη­ρώ­θη­καν για την εργα­τι­κή δύνα­μη που πού­λη­σαν στον καπι­τα­λι­στή, αλλά τα εμπο­ρεύ­μα­τα που παρή­γα­γαν είχαν μεγα­λύ­τε­ρη αξία από αυτήν που πλη­ρώ­θη­καν. Εάν για παρά­δειγ­μα οι μισθοί όλων των αργα­τών ήταν 300.000 ευρώ, τότε η αξία που πρό­σθε­σαν με την εργα­σία τους στα και­νούρ­για εμπο­ρεύ­μα­τα ήταν 500.000 ευρώ. Οι εργα­ζό­με­νοι δεν πλη­ρώ­θη­καν για την εργα­σία των 500.000 ευρώ, αλλά για την εργα­τι­κή δύνα­μη 300.000 ευρώ, που πού­λη­σαν στον εργο­δό­τη. Η δια­φο­ρά των 200.000 ευρώ απο­τε­λεί την Υπε­ρα­ξία, (το «κέρ­δος») την οποία ο καπι­τα­λι­στής κλέ­βει από τον ιδρώ­τα των εργα­τών του.

Η δια­φο­ρά μετα­ξύ της Απλής Εμπο­ρευ­μα­τι­κής Παρα­γω­γής και της Καπι­τα­λι­στι­κής Παρα­γω­γής είναι ότι, στην πρώ­τη περί­πτω­ση οι παρα­γω­γοί παρά­γουν στα δικά τους εργα­στή­ριά εμπο­ρεύ­μα­τα τα οποία είναι δικά τους και τα που­λά­νε οι ίδιοι στην αγο­ρά, ενώ στην δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση οι παρα­γω­γοί δεν κατέ­χουν τα εργο­στά­σια και είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να εργά­ζο­νται και να παρά­γουν στις επι­χει­ρή­σεις των καπι­τα­λι­στών. Έτσι στον καπι­τα­λι­σμό οι εργά­τες είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να «χαρί­ζουν» ένα μέρος της παρα­γω­γής τους στα αφεντικά.

Στον καπι­τα­λι­στι­κό τρό­πο παρα­γω­γής η μορ­φή της παρα­γω­γής αλλά­ζει και γίνεται:

ΧΡΗΜΑ => ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ => ΧΡΗΜΑ αυξημένο,

{ Χ => Ε => Χ’ }

Το χρή­μα μπαί­νει στην παρα­γω­γή ως κεφά­λαιο και μετα­τρέ­πε­ται σε εμπό­ρευ­μα με μονα­δι­κό σκο­πό να αυξη­θεί. Δηλα­δή στην αρχή ο καπι­τα­λι­στής ρίχνει χρή­μα στην αγο­ρά και κάνει επεν­δύ­σεις, με μονα­δι­κό σκο­πό, στο τέλος της δια­δι­κα­σί­ας να ΑΠΟΣΥΡΕΙ από την αγο­ρά περισ­σό­τε­ρο χρήμα!

Ενώ στην ΑΕΠ το χρή­μα έπαι­ζε απλά μεσο­λα­βη­τι­κό ρόλο στην κυκλο­φο­ρία των εμπο­ρευ­μά­των, στην καπι­τα­λι­στι­κή παρα­γω­γή, η αύξη­ση του χρή­μα­τος γίνε­ται αυτο­σκο­πός και σε περί­πτω­ση που δεν μπο­ρεί να το κατα­φέ­ρει αυτό, απλά ο καπι­τα­λι­στής στα­μα­τά­ει την δια­δι­κα­σία της παραγωγής.

Ας δού­με όμως τι σημαί­νουν όλα αυτά στην πρά­ξη. Να δού­με πώς μπο­ρεί να επη­ρε­ά­ζουν την Ελλη­νι­κή οικο­νο­μία στην σημε­ρι­νή συγκυρία.

Η κυβέρ­νη­σή μας (αλλά και οι προη­γού­με­νες ή και οι επό­με­νες) για να μπο­ρέ­σουν να ανα­πτύ­ξουν την οικο­νο­μία (δηλα­δή για να αυξή­σουν την παρα­γω­γή) προ­σπα­θούν με κάθε τρό­πο να προ­σελ­κύ­σουν επεν­δυ­τές οι οποί­οι θα φέρουν κεφά­λαια να τα επεν­δύ­σουν στην Ελλά­δα. Αυτό, με μια πρώ­τη ματιά, φαί­νε­ται καλό και συνε­τό. Ας δού­με όμως το πώς θα λειτουργήσει.

Ας υπο­θέ­σου­με ότι ένας επεν­δυ­τής (Έλλη­νας ή αλλο­δα­πός) επεν­δύ­ει στον τομέα των κατα­σκευών και ρίχνει στην αγο­ρά ένα κεφά­λαιο των 5.000.000.000 ευρώ (πέντε δις). Όπως είναι φυσι­κό, αφού εισήλ­θε στην αγο­ρά «φρέ­σκο» χρή­μα, ολό­κλη­ρη η αγο­ρά θα «κινη­θεί». Θα δου­λέ­ψουν ένα σωρό επι­χει­ρή­σεις και θα βρουν δου­λειά χιλιά­δες άνθρω­ποι (λατο­μεία, τσι­με­ντά­δι­κα, μπε­το­νιέ­ρες, μηχα­νι­κοί, ηλε­κτρο­λό­γοι, χτί­στες, μπε­τα­τζή­δες, λογι­στές κλπ).

Ο επεν­δυ­τής όμως έρι­ξε το χρή­μα του (το κεφά­λαιό του) στην αγο­ρά, με σκο­πό να το πάρει πίσω αυξη­μέ­νο. Μετά από ένα διά­στη­μα, ας πού­με πέντε χρό­νια, θα πρέ­πει να έχει βγά­λει, όχι μόνο το αρχι­κό κεφά­λαιο των 5 δις, αλλά και κέρ­δος. Ας υπο­θέ­σου­με ότι το κέρ­δος του θα είναι 1.000.000.000 ευρώ (ένα δις). Δηλα­δή μέσα σε πέντε χρό­νια ο επεν­δυ­τής θα ΑΠΟΣΥΡΕΙ από την Ελλη­νι­κή Οικο­νο­μία 6.000.000.000 ευρώ (έξη δις). Συνε­πώς η οικο­νο­μία θα βρε­θεί με λιγό­τε­ρα κεφά­λαια και σε χει­ρό­τε­ρη θέση από ότι ήταν πριν την επέν­δυ­ση. Όσα χρή­μα­τα και να ρίξουν οι επεν­δυ­τές στην οικο­νο­μία, στο τέλος θα απο­σύ­ρουν περισ­σό­τε­ρα από αυτήν. Για ένα μικρό διά­στη­μα μετά από κάθε επέν­δυ­ση, δημιουρ­γεί­ται ένα κάποιο θετι­κό κλί­μα στην οικο­νο­μία, στη συνέ­χεια όμως αυτό αντι­στρέ­φε­ται και η κατά­στα­ση γίνε­ται χειρότερη.

Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο, παρά την μεγά­λη οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη που είχα­με στην Ελλά­δα επί μια δεκα­ε­τία, στο τέλος βρε­θή­κα­με το 2009 να αντι­με­τω­πί­ζει η χώρα την μεγα­λύ­τε­ρη οικο­νο­μι­κή κρί­ση που γνώ­ρι­σε τα τελευ­ταία 40 χρόνια.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ στον ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ, σημαί­νει κρί­σεις και δυστυ­χία για το λαό.

Τελι­κά μήπως πρέ­πει να φοβό­μα­στε τις καπι­τα­λι­στι­κές επενδύσεις;

Μήπως ήρθε ο και­ρός να σκε­φτού­με σοβα­ρά την περί­πτω­ση της οργά­νω­σης της Οικο­νο­μί­ας σε Σοσια­λι­στι­κή βάση;

________________________________________________________________________________________________

Ο Γιάννης Γιάννης Βεντούρας είναι οικονομολόγος — συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και σπούδασε στο οικονομικό τμήμα της σχολής ΝΟΕ του ΑΠΘ. Εργάσθηκε σαν οικονομικός διευθυντής και οικονομικός σύμβουλος σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, μελετώντας από τα «μέσα» το καπιταλιστικό σύστημα. Συμμετέχει ενεργά στο λαϊκό κίνημα.
Είναι εκλεγμένος τοπικός σύμβουλος στον Δήμο Αχαρνών. Διδάσκει δωρεάν Πολιτική Οικονομία στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο «Δημήτρης Γληνός».
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο