Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιατί γίνονται οι πόλεμοι — Εγώ, Εσύ, Εμείς, τι κάνουμε;

Γρά­φει ο Γιάν­νης Βεντού­ρας //

Πριν λίγες μέρες έφτα­σε στα χέρια μου μια αφί­σα, μια αφί­σα της ΕΕΔΥΕ, στην οποία υπήρ­χε η φωτο­γρα­φία ενός μικρού παιδιού.

Για πολύ ώρα κοί­τα­ζα αυτή τη φωτο­γρα­φία. Προ­σπα­θού­σα να ερμη­νεύ­σω αν γινό­ταν, τα αισθή­μα­τα και τα συναι­σθή­μα­τα που ένοιω­θε αυτό το παι­δά­κι και που τόσο έντο­να και παρα­στα­τι­κά είχαν εγκλω­βι­στεί από τον φωτογράφο.

Παρα­τη­ρού­σα το ταλαι­πω­ρη­μέ­νο προ­σω­πά­κι του, άπλυ­το, μέσα στα χαλά­σμα­τα του σπι­τιού του ή ενδε­χο­μέ­νως χωμέ­νο κάπου, για να κρυ­φτεί από τις κακου­χί­ες της προ­σφυ­γιάς. Δεν μπο­ρού­σα να κατα­λά­βω πού ακρι­βώς βρι­σκό­ταν. Αλλά αυτό δεν με απα­σχο­λού­σε και ιδιαίτερα.

Μεγε­θύ­νω τη φωτο­γρα­φία στον υπο­λο­γι­στή μου. Επι­κε­ντρώ­νω στα μάτια του, στις συσπά­σεις του προ­σώ­που του, στο λερω­μέ­νο δακτυ­λά­κι του, που κάτι μου έδειχνε.
Ίσως να βλέ­πει αερο­πλά­να να βομ­βαρ­δί­ζουν, ίσως βλέ­πει από τις εκρή­ξεις τα κτί­ρια της γει­το­νιάς του να καταρ­ρέ­ουν, ίσως πάλι να βλέ­πει στρα­τιώ­τες και αστυ­νο­μι­κούς να χτυ­πούν και να εμπο­δί­ζουν πρό­σφυ­γες να ξεφύ­γουν από τις εμπό­λε­μες ζώνες.

Δια­κρί­νω στα μάτια του, όχι τόσο τον τρό­μο και τον φόβο, αλλά κυρί­ως την έκπλη­ξη, και την απο­ρία. Σαν να με ρωτάει:
«Μα για­τί συμ­βαί­νουν όλα αυτά;»

Τη νύχτα έπε­σα για ύπνο, μα η εικό­να του παι­διού δεν έλε­γε να φύγει. Όλο κι ερχό­ταν στη σκέ­ψη μου και με ρωτού­σε επίμονα:
«για­τί δεν έχω πια σπί­τι; για­τί δεν έχω φαΐ; για­τί γύρω μου υπάρ­χουν παι­δά­κια σκο­τω­μέ­να; για­τί η μαμά μου είναι παγω­μέ­νη εδώ στο πλάι μου και δεν ανοί­γει τα χέρια της να με αγκα­λιά­σει; πες μου γιατί;»

Κι εγώ τι να του απα­ντή­σω; Χωρίς να πολυ­σκε­φτώ, του είπα: Μα επει­δή γίνε­ται πόλεμος!

«και τι είναι πόλεμος;»

Πόλε­μος είναι όταν κάποιοι άνθρω­ποι παίρ­νουν τα όπλα και πάνε να σκο­τώ­σουν κάποιους άλλους.

«και για­τί τους σκοτώνουν;»

Για­τί θέλουν να τους αρπά­ξουν τις περιου­σί­ες και τα πλού­τη που έχει η χώρα τους.

«μα για­τί θέλουν τα ξένα πλού­τη; αυτοί δεν έχουν δικά τους;»

Κι εγώ, τι να απα­ντή­σω σε ένα μικρό παι­δά­κι; Πώς να του δώσω να κατα­λά­βει για­τί γίνο­νται οι πόλεμοι;

Πώς να του εξη­γή­σω ότι τερά­στιοι επι­χει­ρη­μα­τι­κοί όμι­λοι, αντα­γω­νί­ζο­νται για το ποιος θα ελέγ­ξει τα πετρέ­λαια, το φυσι­κό αέριο, τους δρό­μους από όπου θα περά­σουν οι νέοι αγω­γοί ενέργειας;

Πώς να του εξη­γή­σω ότι Ρώσι­κοι, Αμε­ρι­κά­νι­κοι, Κινέ­ζι­κοι, Γερ­μα­νι­κοί, Αγγλι­κοί πολυ­ε­θνι­κοί κολοσ­σοί κι από κοντά τους, Τούρ­κοι, Έλλη­νες, Ισραη­λι­νοί, Αιγύ­πτιοι, Άρα­βες και κάθε εθνι­κό­τη­τας επι­χει­ρη­μα­τί­ες-καπι­τα­λι­στές, συμ­μα­χούν και συγκρού­ο­νται ανα­με­τά­ξυ τους, για να ελέγ­ξουν τις πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κές πηγές και να αυξή­σουν τα κέρ­δη τους;

Ότι, δεν διστά­ζουν να βάλουν τους λαούς να αλλη­λο­σφά­ζο­νται, να ισο­πε­δώ­νουν ολό­κλη­ρες πόλεις με τα σύγ­χρο­να οπλι­κά τους συστή­μα­τα, να στέλ­νουν εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους στην ανα­γκα­στι­κή προ­σφυ­γιά, μόνο και μόνο για να αυγα­τή­σουν κι άλλο τα κέρ­δη τους;

Βλέ­πω το χερά­κι του να σηκώ­νε­ται, να με δεί­χνει με το τεντω­μέ­νο του δακτυ­λά­κι, και να μου θέτει συνε­χώς, ανε­λέ­η­τα ερω­τή­μα­τα δίχως τέλος.

Αλλά τι να του πω, πώς να του εξη­γή­σω, ότι για τον ίδιο ακρι­βώς λόγο, για τα κέρ­δη των μονο­πω­λί­ων, δια­μέ­λι­σαν την Γιου­γκο­σλα­βία, το Σου­δάν, ισο­πέ­δω­σαν το Ιράκ, τη Λιβύη, το Αφγα­νι­στάν, τη Συρία, την Υεμέ­νη, εξο­ντώ­νουν τους Παλαι­στί­νιους, τους Κούρδους.
Στο τέλος, για να βγω από τη δύσκο­λη θέση, του απά­ντη­σα ότι τα αφε­ντι­κά είναι αχόρ­τα­γα και δεν τους φτά­νει ο πλού­τος όλου του κόσμου, θέλουν να τα κάνουν όλα δικά τους.

«μα δεν φοβού­νται μήπως σκο­τω­θούν στον πόλεμο;»

Ξέρεις παι­δί μου, στον πόλε­μο δεν πολε­μά­νε τα αφε­ντι­κά, στέλ­νουν τα παι­διά του λαού να πολε­μή­σουν. Να σκο­τώ­σουν και να σκοτωθούν.

«και οι φαντά­ροι δεν φοβού­νται μην σκοτωθούν;»

Φοβού­νται, πως και δεν φοβού­νται! Οι περισ­σό­τε­ροι πάνε στον πόλε­μο χωρίς τη θέλη­σή τους, τους ανα­γκά­ζουν τα αφε­ντι­κά να πάνε να πολεμήσουν.

«και πού βρί­σκουν τα όπλα οι στρα­τιώ­τες; τα έχουν στο σπί­τι τους;»
Όχι μικρό μου. Τα όπλα τα δίνουν στους στρα­τιώ­τες, οι πλού­σιοι, τα αφεντικά.

«κι αφού οι στρα­τιώ­τες κρα­τά­νε τα όπλα, για­τί έρχο­νται να πυρο­βο­λή­σουν εμάς και δεν χτυ­πά­νε τα αφε­ντι­κά τους, που τους ανα­γκά­ζουν να κάνουν αυτά τα εγκλήματα;».

Μένω με το στό­μα ανοι­χτό. Τα μάτια μου καρ­φώ­νο­νται στο ταβά­νι. Πρέ­πει να απα­ντή­σω, αλλά όχι στο μικρό παι­δά­κι της φωτογραφίας.

Πρέ­πει πλέ­ον να απα­ντή­σω σε εμέ­να τον ίδιο.Βλέπω το δαχτυ­λά­κι του παι­διού να μεγα­λώ­νει, όλο και να μεγα­λώ­νει και να με δεί­χνει, σαν να με δικά­ζει. Σαν να με έχει βάλει στη θέση του κατη­γο­ρού­με­νου και να με ρωτάει:

«κι εσύ, τι έκα­νες για να μην συμ­βούν όλα αυτά; για να μην μας βομ­βαρ­δί­ζουν, για να μη μας σκο­τώ­νουν; Τι ενέρ­γειες κάνεις τώρα για να στα­μα­τή­σει ο πόλεμος;»

Χαμή­λω­σα τα μάτια ένο­χα. Σκέ­φτο­μαι την Ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση που δια­θέ­τει τις στρα­τιω­τι­κές βάσεις στην Ελλά­δα για να εφο­διά­ζο­νται και να απο­γειώ­νο­νται τα Νατοϊ­κά αερο­πλά­να που βομ­βαρ­δί­ζουν τους γει­το­νι­κούς λαούς. Τις πολε­μι­κές ασκή­σεις που διορ­γα­νώ­νει η Ελλά­δα μαζί με την εγκλη­μα­τι­κή κυβέρ­νη­ση του Ισρα­ήλ. Τα Νατοϊ­κά στρα­τεύ­μα­τα που αλω­νί­ζουν μέσα στη χώρα μας. Τους Έλλη­νες φαντά­ρους που συμ­με­τέ­χουν στις πολε­μι­κές απο­στο­λές του ΝΑΤΟ. Τους μεγά­λους Έλλη­νες καπι­τα­λι­στές που κάνουν συμ­μα­χί­ες και κλεί­νουν συμ­φω­νί­ες για το μοί­ρα­σμα της λείας.

Ναι.

Εγώ, εσύ, εμείς, τι κάνου­με για να στα­μα­τή­σου­με αυτά τα εγκλήματα;

Ταρά­χτη­κα, άνοι­ξα τα μάτια μου διά­πλα­τα κι είδα τα ματά­κια του μικρού παι­διού να είναι τερά­στια, ακρι­βώς μπρο­στά στα δικά μου.

Δεν ανοί­γει το στό­μα του, δεν κου­νά τα χεί­λη του, μα εγώ, ακούω τα λόγια του:

«Η χώρα σου, η Ελλά­δα, είναι ενερ­γεια­κός κόμ­βος. Στο υπέ­δα­φός της έχει υδρο­γο­νάν­θρα­κες. Έτσι ήταν και η δική μου χώρα. Οι πλού­σιοι, οι μεγα­λο­ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, μας λέγα­νε ότι από τον πλού­το θα ζήσου­με όλοι καλά. Και τώρα ήρθε ο πόλεμος.

Ετοι­μά­σου, προ­ε­τοι­μά­σου, ο πόλε­μος θα έρθει και στη δική σου χώρα. Μη νομί­ζεις ότι ο δικός σας λαός θα τη γλυ­τώ­σει. Οι κυνη­γοί του κέρ­δους είναι ανε­λέ­η­τοι και τα παρα­κά­λια δεν τους πτοούν.

Ξεση­κω­θεί­τε και πάρ­τε τα μέτρα σας πριν να είναι αργά. Να μην έχει η επό­με­νη φωτο­γρα­φία ένα Ελλη­νό­που­λο στη θέση τη δικιά μου!»

(Δια­σκευή δημο­σιεύ­θη­κε στο τεύ­χος 80 του περιο­δι­κού «Δρό­μοι της Ειρήνης»)

________________________________________________________________________________________________

Ο Γιάννης Γιάννης Βεντούρας είναι οικονομολόγος — συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και σπούδασε στο οικονομικό τμήμα της σχολής ΝΟΕ του ΑΠΘ. Εργάσθηκε σαν οικονομικός διευθυντής και οικονομικός σύμβουλος σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, μελετώντας από τα «μέσα» το καπιταλιστικό σύστημα. Συμμετέχει ενεργά στο λαϊκό κίνημα.
Είναι εκλεγμένος τοπικός σύμβουλος στον Δήμο Αχαρνών. Διδάσκει δωρεάν Πολιτική Οικονομία στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο «Δημήτρης Γληνός».
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο