Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Για να χτίσεις γιοφύρι πρέπει να πιάνει το χέρι και η καρδιά σου» ― Γεφύρι της Πλάκας (1866–2015)

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Χτί­στη­κε σε μια επο­χή που τα μόνα υλι­κά που υπήρ­χαν ήταν αυτά που παρεί­χε απλό­χε­ρα η φύση. Όμως για να ανε­γερ­θεί ένα οικο­δο­μι­κό έργο δεν είναι ανα­γκαία μόνο τα οικο­δο­μι­κά υλι­κά. Η γνώ­ση, η τεχνι­κή, το μερά­κι, ο κόπος και, πολ­λές φορές, η ανθρώ­πι­νη θυσία είναι «υλι­κά» που συνή­θως δεν τα πιά­νει το ανθρώ­πι­νο μάτι. Κάθε έργο μετά την απο­πε­ρά­τω­σή του, με τον έναν ή τον άλλον τρό­πο, θα αξιο­λο­γη­θεί από τους χρή­στες του, και όλα τα έργα, από έναν κοι­νό μαντρό­τοι­χο μέχρι την Ακρό­πο­λη, άλλο λιγό­τε­ρα και άλλο περισ­σό­τε­ρα, πάντα έχουν κάτι να πουν.

plaka13Το γεφύ­ρι της Πλά­κας, προ­τού ακό­μα ο πρω­το­μά­στο­ρας Κώστας Μπέ­κας σφη­νώ­σει το «κλει­δί» στην κορ­φή του τόξου του, είχε ήδη μιλή­σει στην ψυχή του Ηπει­ρώ­τη, που αμέ­τρη­τες κακου­χί­ες και ταλαι­πώ­ριες είχε υπο­μεί­νει μέχρι να το δει να ορθώ­νε­ται και να σμί­γει τη Τζου­μερ­κιώ­τι­κη στέ­ρεη γη πάνω από τα νερά του Άρα­χθου. Αυτή η επι­κοι­νω­νία συνε­χί­στη­κε στο βάθος του χρό­νου και δεν δια­κό­πη­κε ούτε όταν το γεφύ­ρι έπα­ψε να εξυ­πη­ρε­τεί τις κύριες ανά­γκες για τις οποί­ες δημιουρ­γή­θη­κε, όταν η εξέ­λι­ξη της ζωής, άλλα­ξε ανα­γκα­στι­κά τη χρή­ση του. Και αυτό θα πει ότι τα «υλι­κά» που προ­α­να­φέ­ρα­με πιά­σα­νε τόπο.

Για 149 χρό­νια, από το καλο­καί­ρι του 1866 μέχρι την 1η Φλε­βά­ρη του 2015, έστε­κε περή­φα­νος στε­φα­νω­τής των κρου­σταλ­λέ­νιων νερών του ποτα­μού, δεί­χνο­ντας στις επό­με­νες γενιές τι μπο­ρεί να κατα­φέ­ρει ο άνθρω­πος όταν βαλ­θεί να κάνει τη ζωή του καλύ­τε­ρη. Με τις πέτρες του γιο­μά­τες από τους ήχους των νερών και της φύσης, των φορ­τω­μέ­νων υπο­ζυ­γί­ων και των κοπα­διών, των τρα­γου­διών των τσο­πά­νη­δων και των εργα­τών που ξενι­τεύ­ο­νταν για το μερο­κά­μα­το, τις σκέ­ψεις του μονα­χι­κού δια­βά­τη, τη βαριά ανά­σα της ζαλι­κω­μέ­νης Ηπει­ρώ­τισ­σας. Αλλά και φορ­τω­μέ­νο από πλη­γές που του άνοι­γαν λίγο λίγο τα στοι­χεία της φύσης και βάθαι­ναν η αδια­φο­ρία και η εγκα­τά­λει­ψη από την επί­ση­μη πολι­τεία, που το θυμή­θη­κε μόνο για να το «τάξει» στους μεγα­λο­ερ­γο­λά­βους, στα πλαί­σια της γενι­κό­τε­ρης «αξιο­ποί­η­σης» της περιοχής…

plaka3

Όλα λοι­πόν «φώνα­ζαν» ότι ήταν θέμα χρό­νου να συμ­βεί το μοι­ραίο. Και χρειά­στη­καν λίγα μόλις δευ­τε­ρό­λε­πτα (σε αντί­θε­ση με τον χρό­νο και τον κόπο για να χτι­στεί) για να γεί­ρει, αυτό το κομ­ψο­τέ­χνη­μα της λαϊ­κής σοφί­ας και μαστο­ριάς, ανή­μπο­ρο και προ­δο­μέ­νο, παρα­δο­μέ­νο στα φου­σκω­μέ­να νερά του ποταμού.

Ποια ανά­γκη το γέν­νη­σε και πώς το όνει­ρο έγι­νε από­φα­ση; Πώς χτί­στη­κε το μεγα­λύ­τε­ρο μονό­το­ξο πετρο­γέ­φυ­ρο των Βαλ­κα­νί­ων και από τα σπου­δαιό­τε­ρα της Ευρώ­πης, και από πόσες «μπό­ρες» βγή­κε αλώ­βη­το, μέχρι να πέσει; Αξί­ζει να κάνου­με μια ανα­δρο­μή στο ιστο­ρι­κό παρελ­θόν και να ανα­ζη­τή­σου­με τις απαντήσεις.

plaka11a

Το γεφύ­ρι κάλυ­πτε τις ανά­γκες των κατοί­κων των ΒΔ Τζου­μέρ­κων και κυρί­ως των χωριών Μελισ­σουρ­γοί, Πρά­μα­ντα, Άγνα­ντα, Κτι­στά­δες (Κοσο­βί­στα), οι οποί­οι στην πλειο­ψη­φία τους ήταν κτη­νο­τρό­φοι και εργά­τες. Οι δύσκο­λοι χει­μώ­νες ανά­γκα­ζαν μεγά­λο αριθ­μό κατοί­κων αυτών των χωριών να μετα­κι­νού­νται προς τα πεδι­νά της Άρτας για να ξεχει­μά­σουν με τα ζώα τους, ή/και για να βρουν δου­λειά. Κατά την Τουρ­κο­κρα­τία την μετα­κί­νη­ση αυτή εξυ­πη­ρε­τού­σε δρό­μος που ακο­λου­θού­σε τη δυτι­κή όχθη του Αρά­χθου και περ­νού­σε από τα χωριά Μονο­λί­θι (Βρο­δό), Πλα­τα­νού­σα (Ραψί­στα), Δαφ­νω­τή (Τσο­βί­στα), Σκού­πα, Πιστια­νά, Γραμ­με­νί­τσα κ.ά. (στις παρεν­θέ­σεις οι παλιές ονο­μα­σί­ες των χωριών).

Η πολύ­ω­ρη δια­δρο­μή συνα­ντού­σε και το χωριό Ραφτα­ναί­οι, όπου στο συνοι­κι­σμό Πλά­κα, κοντά στη θέση Μου­χού­στι ―σημείο εμπο­ρο­πα­νή­γυ­ρης και αγο­ρο­πω­λη­σί­ας ζώων― συμ­βά­λουν παρα­κλά­δια του Αρά­χθου. Εκεί άνθρω­ποι και ζωντα­νά έπαιρ­ναν μια ανά­σα από το κοπια­στι­κό ταξί­δι πριν περά­σουν πάνω από το παλιό πέτρι­νο γεφύ­ρι, που η κατα­σκευή του χανό­ταν στα βάθη των αιώ­νων και απο­τε­λού­σε εκεί­νη την επο­χή το μονα­δι­κό μέσο διά­βα­σης του ποταμού.

plaka14

«Για να χτί­σεις γιο­φύ­ρι πρέ­πει να πιά­νει το χέρι και η καρ­διά σου»…

Το γεφύ­ρι αυτό στη­ρι­ζό­ταν στο ένα σκέ­λος του πάνω σε έναν τερά­στιο βρά­χο ο οποί­ος το 1860 μετά από έντο­νες βρο­χο­πτώ­σεις δεν άντε­ξε στην πίε­ση των ισχυ­ρών ρευ­μά­των και μετα­κι­νή­θη­κε, με απο­τέ­λε­σμα το γεφύ­ρι να πέσει. Τότε η ασφα­λής και χωρίς ταλαι­πω­ρί­ες διέ­λευ­ση των Τζου­μερ­κιω­τών προς τα πεδι­νά ανα­γκα­στι­κά δια­κό­πη­κε και προ­κει­μέ­νου να δια­βούν το ποτά­μι μέσα από το νερό, το φθι­νό­πω­ρο ή την άνοι­ξη, άνθρω­ποι και ζωντα­νά ανα­γκά­ζο­νταν να περι­μέ­νουν (για να «πέσει» το νερό) στο ύπαι­θρο, υπο­μέ­νο­ντας τις άσχη­μες και­ρι­κές συν­θή­κες και συχνά με κίν­δυ­νο της ζωής τους. Η ανά­γκη για τη δημιουρ­γία νέου περά­σμα­τος του ποτα­μού ήταν επεί­γου­σα και έτσι με κοι­νή συμ­φω­νία των ενδια­φε­ρο­μέ­νων Τζου­μερ­κιώ­τι­κων χωριών απο­φα­σί­στη­κε η ανα­κα­τα­σκευή του παλιού γεφυριού.

plaka4Όμως, όπως έλε­γε ο κόσμος τότε, «για να χτί­σεις γιο­φύ­ρι πρέ­πει να πιά­νει το χέρι και η καρ­διά σου». Και ήταν λίγοι αυτοί που είχαν ειδι­κευ­τεί σε αυτό. Δημιουρ­γή­θη­κε μια επι­τρο­πή και προ­κη­ρύ­χτη­κε «δια­γω­νι­σμός» (όπως θα λέγα­με σήμε­ρα) όπου πρω­το­μά­στο­ρες των Τζου­μέρ­κων και των γύρω περιο­χών, όλοι τους κατα­ξιω­μέ­νοι κιο­πρου­λή­δες («κιο­πρού» στα τούρ­κι­κα σημαί­νει γέφυ­ρα και «κιο­πρου­λή­δες» ονο­μά­στη­καν οι τεχνί­τες που έχτι­ζαν τα γεφύ­ρια, δηλα­δή οι «γεφυ­ρά­δες»), κατέ­θε­σαν τις ιδέ­ες και τα σχέ­διά τους για την ανα­κα­τα­σκευή του γεφυ­ριού. Προ­τι­μή­θη­κε ο μαστρο Γιώρ­γης από την Κόνι­τσα, που κατέ­θε­σε σχέ­διο και δια­στά­σεις συνη­θι­σμέ­να για την επο­χή και δοκι­μα­σμέ­να και αλλού, και πιο συμ­φέ­ρου­σες προς την τοπι­κή κοι­νω­νία οικο­νο­μι­κές απαι­τή­σεις, ο οποί­ος το καλο­καί­ρι του 1863 έχτι­σε πετρο­γέ­φυ­ρο, μεγα­λύ­τε­ρο από το παλιό. Η χαρά των Τζου­μερ­κιω­τών ήταν μεγά­λη καθώς έβλε­παν να τελειώ­νουν τα βάσα­νά τους, όμως δεν βάστα­ξε για πολύ. Κατά την τελε­τή παρά­δο­σης του έργου που συνο­δεύ­τη­κε από τρι­κού­βερ­το γλέ­ντι, το γεφύ­ρι σωριά­στη­κε ―την ώρα που έπαι­ζαν τα όργα­να και ο κόσμος χόρευε― και μετα­τρά­πη­κε σε σωρούς λιθα­ριών! Η χαρά και το πανη­γύ­ρι μετα­τρά­πη­καν σε απο­γο­ή­τευ­ση και θρή­νο για τους κατοί­κους και ντρο­πή για τον πρω­το­μά­στο­ρα που ήταν ξακου­στός για τα έργα του και ο θρύ­λος λέει πως από τότε δεν ξανά­πια­σε μυστρί και σφυ­ρί στα χέρια του…

plaka12

Το πέρα­σμα πάνω από τα νερά όμως έπρε­πε να στη­θεί πάση θυσία. Το γεφύ­ρι έπρε­πε να χτι­στεί και δεν χωρού­σαν άλλες ανα­βο­λές. Έπρε­πε όμως να βρε­θεί και ο κατάλ­λη­λος πρω­το­μά­στο­ρας, ο οποί­ος θα θεμε­λί­ω­νε το γεφύ­ρι σε στέ­ρεο έδα­φος και όχι στις βάσεις του παλιού, θα το έφτια­χνε μεγα­λύ­τε­ρο και μονό­το­ξο, αλλά σίγου­ρο και πιο δυνα­τό αφού, όπως απο­δεί­χτη­κε με τα έργα που προη­γή­θη­καν, ο Άρα­χθος δεν αστειευό­ταν… Ξανα­μα­ζεύ­τη­καν οι Τζου­μερ­κιώ­τες και φώνα­ξαν τον μαστρο Κώστα Μπέ­κα από τα Πρά­μα­ντα, που τον είχαν απο­κλεί­σει από τον προη­γού­με­νο «δια­γω­νι­σμό» επει­δή το σχέ­διό του είχε κρι­θεί πολύ τολ­μη­ρό και οικο­νο­μι­κά ασύμ­φο­ρο. Αξί­ζει εδώ να πού­με ότι ο Μπέ­κας είχε προ­τεί­νει (και για το γεφύ­ρι που τελι­κά έχτι­σε ο μαστρο Γιώρ­γης) ένα τόξο σε σχή­μα μισού κύκλου με απο­τέ­λε­σμα (σε σχέ­ση με το πλά­τος του ποτα­μού που έπρε­πε να καλύ­ψει) το γεφύ­ρι να πρέ­πει να σηκω­θεί πολύ ψηλό­τε­ρα από αυτό που μόλις είχε πέσει. Αφού έγι­νε η συμ­φω­νία ο Μπέ­κας ξεκί­νη­σε την κατα­σκευή τον Ιού­λη του 1866.

plaka16

Το έργο κόστι­σε συνο­λι­κά 187.000 γρό­σια. Οι Μελισ­σουρ­γιώ­τες πρό­σφε­ραν 96.000, οι Πρα­μα­ντιώ­τες 32.000, οι Αγνα­ντί­τες 49.000, μαζί με την ξυλεία που απαι­τού­νταν για τις σκα­λω­σιές, ο παν­δο­χέ­ας Γιάν­νης Λού­λης 2.000 γρό­σια, άλλα χωριά διά­φο­ρα ποσά, ενώ δού­λε­ψαν εθε­λο­ντι­κά πολ­λοί κάτοι­κοι των γύρω χωριών. Όπως λέγε­ται, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν και χιλιά­δες αυγά που ανα­μί­χτη­καν στο κονί­α­μα που «έδε­σε» τις χιλιά­δες πελε­κη­μέ­νες πέτρες, κάνο­ντάς το πανίσχυρο.

Τέτοιο εντυ­πω­σια­κό γεφύ­ρι, μονό­το­ξο και σε αυτό το μέγε­θος χτι­ζό­ταν για πρώ­τη φορά, όχι μόνο στα Τζου­μέρ­κα μα και σε ολό­κλη­ρη την Ήπει­ρο και αλλού. Είχε άνοιγ­μα τόξου 40,20 μέτρα και ύψος, στο κέντρο του, 21 μέτρα, ενώ το πλά­τος του στο ψηλό­τε­ρο σημείο του τόξου έφτα­νε τα 3,20 μέτρα. Το χτί­σι­μο του κύριου έργου (γέφυ­ρα) τέλειω­σε το Σεπτέμ­βρη του 1866 και παρέ­με­νε στη­ριγ­μέ­νο στα καλού­πια του και στις σκα­λω­σιές μέχρι να επέλ­θει η πλή­ρης απο­ξή­ραν­ση του κονιά­μα­τος και να ανα­πτυ­χθούν όλες εκεί­νες οι αντο­χές που θα το έκα­ναν γερό και θα το κρα­τού­σαν όρθιο.

plaka8

Τα πρώ­ι­μα πρω­το­βρό­χια όμως και ο κίν­δυ­νος να παρα­συρ­θούν οι σκα­λω­σιές και μαζί ―για μια ακό­μα φορά!― το γεφύ­ρι, από τα νερά του Άρα­χθου που άρχι­σαν να φου­σκώ­νουν, ανά­γκα­σαν τον μαστρο Κώστα Μπέ­κα να πάρει μια από­φα­ση που στους περισ­σό­τε­ρους φαί­νο­νταν παρά­τολ­μη, ήταν όμως βασι­σμέ­νη στην πολύ­χρο­νη εμπει­ρία του και τη βαθιά του γνώ­ση στα χού­για της τέχνης των κιο­πρου­λή­δων. Απο­φά­σι­σε λοι­πόν και αφαί­ρε­σε νωρί­τε­ρα από το κανο­νι­κό τις σκα­λω­σιές και τα στη­ρίγ­μα­τα που κρα­τού­σαν το τερά­στιο τόξο, με απο­τέ­λε­σμα το γεφύ­ρι να υπο­στεί μια ελα­φριά κλί­ση που γίνε­ται αντι­λη­πτή μόνο από έμπει­ρο και ειδι­κό επί των οικο­δο­μι­κών μάτι, και που καθό­λου δεν μεί­ω­σε τη στα­τι­κό­τη­τα του έργου όπως απο­δεί­χτη­κε στον ενά­μι­σι αιώ­να της ζωής του.

Οι Τζου­μερ­κιώ­τες καμά­ρω­ναν για το γεφύ­ρι τους. Καμά­ρω­νε και ο πρω­το­μά­στο­ρας που όλοι του έλε­γαν (μα το ήξε­ρε και ο ίδιος) ότι αυτό το γεφύ­ρι ήταν το καλύ­τε­ρό του. Η φήμη του μαστρο Κώστα Μπέ­κα πέρα­σε και εκτός συνό­ρων. Όταν μια ομά­δα μηχα­νι­κών της γαλ­λι­κής εται­ρεί­ας που κατα­σκεύ­α­ζε τον ισθμό της Κορίν­θου, επι­στρέ­φο­ντας από ένα ταξί­δι τους στα Γιάν­νε­να αντί­κρι­σαν το γεφύ­ρι, έμει­ναν έκπλη­κτοι και στα­μά­τη­σαν στην περιο­χή και ζήτη­σαν να μάθουν ποιος το έχτι­σε. Συνα­ντή­θη­καν με τον πρω­το­μά­στο­ρα Μπέ­κα και τον ρωτού­σαν να μάθουν πώς το έχτι­σε, και για να τον τιμή­σουν του πρό­σφε­ραν μια πολυ­τε­λή κορ­δέ­λα μέτρη­σης πέντε μέτρων με δερ­μά­τι­νη θήκη, κάτι εξαι­ρε­τι­κά σπά­νιο για εκεί­νη την εποχή.

plaka7

Όμως το έργο δεν είχε ολο­κλη­ρω­θεί σύμ­φω­να με τα αρχι­κά σχέ­δια του μαστρο Κώστα Μπέ­κα καθώς τα λεφτά δεν έφτα­σαν. Η εκα­τέ­ρω­θεν πάνω στα βάθρα τοι­χο­ποι­ία έμει­νε ατε­λής και το πλά­τος του γεφυ­ριού έμει­νε ακά­λυ­πτο καθώς τα απα­ραί­τη­τα στη­θαία προ­φύ­λα­ξης δεν χτί­στη­καν. Έτσι το πέρα­σμα του γεφυ­ριού εγκυ­μο­νού­σε κιν­δύ­νους καθώς άνθρω­ποι και ζωντα­νά έπρε­πε να τα βάλουν με το δυνα­τό αέρα, τη βρο­χή και το χιό­νι για να περά­σουν απέ­να­ντι χωρίς να ζαλι­στούν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι δια­βά­τες πέρα­σαν απέ­να­ντι μπου­σου­λώ­ντας και οι τσο­πά­νη­δες ή αγω­γιά­τες έδε­ναν με πανιά τα μάτια των ζώων τους για να μη φοβη­θούν και αγριέψουν.

plaka15

Παρ’ όλ’ αυτά οι Τζου­μερ­κιώ­τες χάρη­καν το γεφύ­ρι τους μόνο για δεκα­πέ­ντε χρό­νια, αφού με την υπο­γρα­φή της Συν­θή­κης του Βερο­λί­νου και στη συνέ­χεια, με την προ­σάρ­τη­ση ‘Αρτας και Τζου­μέρ­κων το 1881 στο ελλη­νι­κό κρά­τος, ο Άρα­χθος απο­τέ­λε­σε φυσι­κό σύνο­ρο μετα­ξύ Ελλά­δας — Τουρ­κί­ας και η ελεύ­θε­ρη διέ­λευ­ση στα­μά­τη­σε. Τότε, σε μικρή από­στα­ση από το γεφύ­ρι χτί­στη­καν φυλά­κιο του ελλη­νι­κού στρα­τού, χάνι και τελω­νείο. Ο απο­κλει­σμός αυτός ταλαι­πώ­ρη­σε πολύ τον ορει­νό πλη­θυ­σμό και τα αισθή­μα­τά του απο­τύ­πω­σε με το μονα­δι­κό της τρό­πο η λαϊ­κή μούσα:

Ανά­θε­μά σε ’πιτρο­πή
και συ βρε Κουμουνδούρε
με το κακό που κάμα­τε στην Άρτα
στα Τζουμέρκα,
το σύνο­ρο που βάλατε
στης Άρτας το ποτάμι.
Κλεί­στηκ’ η Άρτα, κλείστηκε,
κλεί­στη­κε το Τζουμέρκο
θα στε­ρη­θεί και το ψωμί,
που να βρει να δουλέψει;
Ο κάμπος έμει­νε στην Τουρκιά
και τα καλά λιβάδια
το βιο όλο και χάνεται
σ’ αγρί­δια βοσκοτόπια.

Το καθε­στώς αυτό επι­κρά­τη­σε μέχρι το 1912–13 οπό­τε απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε η Ήπει­ρος. Δεκα­πέ­ντε χρό­νια αργό­τε­ρα η ελλη­νι­κή διοί­κη­ση διέ­θε­σε τα απα­ραί­τη­τα κον­δύ­λια για την κατα­σκευή των απα­ραί­τη­των προ­στα­τευ­τι­κών στη­θαί­ων και των άλλων εργα­σιών που απαι­τού­νταν για την πλή­ρη απο­πε­ρά­τω­ση του έργου. Έτσι η διά­βα­ση του γεφυ­ριού γινό­ταν πια χωρίς κιν­δύ­νους. Από το 1883 και μετά η επι­κοι­νω­νία των Τζου­μέρ­κων με την Άρτα γινό­ταν και από νέο δρό­μο που χαρά­χτη­κε στην ανα­το­λι­κή όχθη του Αρά­χθου, ενώ το 1959 κατα­σκευά­στη­κε κοντά στο γεφύ­ρι της Πλά­κας νέα σιδε­ρέ­νια γέφυ­ρα πάνω από τον Άρα­χθο που εξυ­πη­ρε­τού­σε και τα αυτοκίνητα.

«Η πέτρα έχει φωνή και μιλάει»…

Εμφανή τα σημάδια από τις βόμβες των Γερμανών καταχτητών

Εμφα­νή τα σημά­δια από τις βόμ­βες των Γερ­μα­νών καταχτητών

«Η πέτρα έχει φωνή και μιλά­ει» έγρα­φε ο Διο­νύ­σιος Σολω­μός και δίδα­σκε τους φοι­τη­τές του ο σπου­δαί­ος αρχι­τέ­κτο­νας Άρης Κων­στα­ντι­νί­δης. Και το γεφύ­ρι της Πλά­κας είχε πολ­λά να πει για όσα «είδε», αλλά και για τις δοκι­μα­σί­ες που πέρα­σε και κάποιες από αυτές μέτρη­σαν το μπόι του απέ­να­ντι στην ιστο­ρία. Δοκι­μά­στη­κε αμέ­τρη­τες φορές και άντε­ξε, όχι μόνο απέ­να­ντι στα στοι­χεία της φύσης. Εκεί, στην Πλά­κα, έγι­ναν μεγά­λες μάχες κατά τους απε­λευ­θε­ρω­τι­κούς αγώ­νες του λαού μας ενα­ντί­ον των Τούρ­κων κατα­χτη­τών, ενώ η καμά­ρα του λαβώ­θη­κε από το μολύ­βι των γερ­μα­νι­κών βομ­βαρ­δι­στι­κών το 1943–44 και επι­σκευά­στη­κε από μαστό­ρους της περιο­χής. Το 1943 ο Άρα­χθος έγι­νε ξανά σύνο­ρο, αυτή τη φορά μετα­ξύ των περιο­χών που έλεγ­χαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ανα­το­λι­κά και ο ΕΔΕΣ στα δυτι­κά του ποτα­μού. Τον Γενά­ρη του 1944 έγι­ναν στην Πλά­κα αιμα­τη­ρές μάχες μετα­ξύ των δυο οργα­νώ­σε­ων και τον επό­με­νο μήνα το παλιό τελω­νείο δίπλα στο γεφύ­ρι φιλο­ξέ­νη­σε (από 21 έως 29 Φλε­βά­ρη) τη Συν­διά­σκε­ψη της Πλά­κας με συμ­με­το­χή των ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ και των Άγγλων, όπου, παρά την υπο­γρα­φή στις 29 Φλε­βά­ρη της ομώ­νυ­μης συμ­φω­νί­ας, τορ­πι­λί­στη­κε για ακό­μα μια φορά η προ­σπά­θεια ενο­ποί­η­σης των ελλη­νι­κών στρα­τευ­μά­των ενα­ντί­ον των ναζί καταχτητών.

Το τελωνείο, δίπλα στο γεφύρι, όπου υπογράφτηκε η συμφωνία της Πλάκας

Το τελω­νείο, δίπλα στο γεφύ­ρι, όπου υπο­γρά­φτη­κε η συμ­φω­νία της Πλάκας

Για να φτά­σου­με στη σύγ­χρο­νη επο­χή όπου το γεφύ­ρι πολιορ­κή­θη­κε από έναν ακό­μα βάρ­βα­ρο κατα­χτη­τή: το ιδιω­τι­κό κέρ­δος. Τη δεκα­ε­τία του ’90 αρχι­κά η ΔΕΗ και στη συνέ­χεια ιδιω­τι­κή εται­ρία έβα­λαν στο μάτι τον Άρα­χθο. Στο όνο­μα της «ανά­πτυ­ξης» και παρά την άρνη­ση των κατοί­κων των γύρω περιο­χών και τις αρνη­τι­κές ειση­γή­σεις των επι­στη­μο­νι­κών φορέ­ων, σχε­δί­α­σαν την κατα­σκευή ενός μεγά­λου υδροη­λε­κτρι­κού έργου που προ­έ­βλε­πε με τη σει­ρά του την κατα­σκευή τεσ­σά­ρων φραγ­μά­των, ένα εκ των οποί­ων στον Άγιο Νικό­λαο Δαφ­νω­τής, που αν κατα­σκευα­ζό­ταν, τα νερά θα κατέ­κλυ­ζαν την περιο­χή της Πλά­κας και θα κάλυ­πταν το γεφύ­ρι (το οποίο να σημειω­θεί ότι με από­φα­ση του υπουρ­γεί­ου Πολι­τι­σμού είχε ήδη ανα­κη­ρυ­χτεί «δια­τη­ρη­τέο μνη­μείο χρή­ζον ιδιαι­τέ­ρας προ­στα­σί­ας» ― ΦΕΚ 162/Β/2.3.1971 και ΦΕΚ 621/Β/22.8.1972)! Το έργο πάγω­σε μετά και τις αντι­δρά­σεις και δεν προχώρησε.

Κάτω τα χέρια από τον Άραχθο! Κάτω τα χέρια απ’ τον πολιτισμό μας!

Κάτω τα χέρια από τον Άρα­χθο!
Κάτω τα χέρια απ’ τον πολι­τι­σμό μας!

Αφέ­θη­κε όμως εγκα­ταλ­λειμ­μέ­νο στην τύχη του, με «άλλο­θι» την εκκρε­μό­τη­τα ως προς την κατα­σκευή του φράγ­μα­τος, και παρά τις συνε­χείς εκκλή­σεις κατοί­κων και φορέ­ων και προει­δο­ποι­ή­σεις επι­στη­μό­νων και ειδι­κών, που επε­σή­μα­ναν και ανα­δεί­κνυαν τις πλη­γές του γεφυ­ριού και πρό­τει­ναν λύσεις, η πολι­τεία κώφευε. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή η απο­στρο­φή του λόγου του Σπύ­ρου Μαντά σε ντο­κι­μα­ντέρ για το γεφύ­ρι που γυρί­στη­κε το 2004: «Άλλω­στε, εγκα­ταλ­λειμ­μέ­νο τόσα χρό­νια, αν δεν πνι­γεί, σίγου­ρα θα καταρ­ρεύ­σει»… Μέχρι που το ιστο­ρι­κό πετρο­γέ­φυ­ρο δεν άντε­ξε άλλο πια και έπεσε.

Πληγές που άνοιξε ο χρόνος και βάθυνε η εγκατάλειψη...

Πλη­γές που άνοι­ξε ο χρό­νος και βάθυ­νε η εγκατάλειψη…

Το μοι­ραίο συνέ­βη τα χαρά­μα­τα της 1ης Φλε­βά­ρη του 2015, γεμί­ζο­ντας θλί­ψη και οργή τους Τζου­μερ­κιώ­τες, τους Ηπει­ρώ­τες αλλά και κάθε άνθρω­πο που σέβε­ται και τιμά την παρά­δο­ση και την ιστο­ρία αυτού του τόπου. Και ξανα­νοί­γο­ντας ίσως την όρε­ξη αυτών που θα «βόλευε» μια τέτοια εξέλιξη…

Το γεφύρι φώναζε, μα οι «αρμόδιοι» κώφευαν…

Το γεφύ­ρι φώνα­ζε, μα οι «αρμό­διοι» κώφευαν…

Κάποιοι βρέ­θη­καν να πουν ότι έπε­σε από την πολ­λή βρο­χή. Μει­διούν όσοι αγα­πούν, τιμούν, υπε­ρα­σπί­ζο­νται την παρά­δο­ση και αγω­νί­ζο­νται, έχο­ντας να αντι­με­τω­πί­σουν πολ­λά και δύσκο­λα εμπό­δια, να τη μετα­λα­μπα­δεύ­σουν στις επό­με­νες γενιές. Όπως θα μει­διού­σαν και οι πολί­τες ενός κρά­τους που σέβε­ται, τιμά και κρα­τά ζωντα­νή την πολι­τι­στι­κή του κλη­ρο­νο­μιά, και δεν την αφή­νει έρμαιο μετα­ξύ «επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας» και εγκα­τά­λει­ψης· οι πολί­τες, δηλα­δή, ενός «άλλου» κράτους…

Η επί­ση­μη πολι­τεία δεσμεύ­τη­κε για την ανα­στή­λω­σή του, ενώ εμφα­νί­στη­καν και κάποιοι πρό­θυ­μοι ιδιώ­τες «χορη­γοί», επι­δει­κνύ­ο­ντας μια «ευαι­σθη­σία» που κώφευε και δεν εκφρα­ζό­ταν όλα τα προη­γού­με­να χρόνια…

Το γεφύ­ρι ακό­μα και αν ξανα­ση­κω­θεί στα πόδια του δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Μπο­ρεί τα οικο­δο­μι­κά υλι­κά στις μέρες μας να αφθο­νούν σε ποσό­τη­τες και ποιό­τη­τα και η επι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση να φαντά­ζει γίγα­ντας μπρο­στά στο λαϊ­κό αρχι­τέ­κτο­να μαστρο Κώστα Μπέ­κα, τα «υλι­κά» όμως σπα­νί­ζουν. Και η πέτρα θα μιλά­ει πια άλλη γλώσσα…

"...με το κακό που κάματε στην Άρτα στα Τζουμέρκα"...

“…με το κακό που κάμα­τε στην Άρτα στα Τζουμέρκα”…

Η ανα­δρο­μή στα ιστο­ρι­κά στοι­χεία έγι­νε με πολύ­τι­μους αρω­γούς τις σελί­δες του βιβλί­ου του Μελισ­σουρ­γιώ­τη λόγιου Νίκου Παπα­κώ­στα «Ηπει­ρω­τι­κά» (1967) όπως απο­δό­θη­καν από τον Ανδρέα Ρίζο σε δημο­σιεύ­μα­τα δυο πολύ αξιό­λο­γων εντύ­πων: Του περιο­δι­κού «Χάος και όψη» (δεν εκδί­δε­ται πια), του Συλ­λό­γου Κυψε­λιω­τών Άρτας της Αθή­νας «ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτω­λός», και της εφη­με­ρί­δας-περιο­δι­κού των Ηπει­ρω­τών της δια­σπο­ράς «ΠΥΡΡΟΣ», καθώς και την πολύ­τι­μη έρευ­να του «Αρχεί­ου Γεφυ­ριών Ηπει­ρώ­τι­κων» του Σπύ­ρου Ι. Μαντά, ακού­ρα­στου μελε­τη­τή εκα­το­ντά­δων πετρο­γέ­φυ­ρων σε Ελλά­δα, Βαλ­κά­νια και αλλού, με σημα­ντι­κό εκδο­τι­κό και κινη­μα­το­γρα­φι­κό έργο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο