Ο Γιώργος Γουναρόπουλος (G. Gounaro ) γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου του 1890 στην Σωζόπολη (αρχαία Απολλωνία) της Ανατ. Ρωμυλίας στη Μαύρη Θάλασσα της Βουλγαρίας και πέθανε στις 17 Αυγούστου 1977. Ήταν γιος της Άννας και του Ηλία και ήταν το έκτο και μικρότερο παιδί της οικογένειας .
Το 1904 η οικογένεια του αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Μετά από περιπλάνηση σε διάφορες πόλεις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα . Οι συνθήκες ζωής στην Αθήνα του 1904 είναι σκληρές, ο μικρός Γουναρόπουλος χρησιμοποιώντας την σχεδιαστική του ικανότητα εργάζεται σε διάφορα επιγραφοποιία της πόλης, κερδίζοντας χρήματα για την διατροφή όλων των μελών της οικογένειας.
Το 1906 ο Γουναρόπουλος εγγράφεται αρχικά στην Σχολή Καλών Τεχνών στο τμήμα διακοσμητικής και σε μικρό διάστημα μετακινείται στο τμήμα ζωγραφικής. Το 1912 παίρνει το δίπλωμα του από την Σχολή Καλών Τεχνών μαζί με το πρώτο βραβείο και κατατάσσεται στο στρατό για να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία . Παίρνει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν τω μεταξύ πετυχαίνει στον Αβερώφειο διαγωνισμό και παίρνει υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι . Στα 1919 αποστρατεύεται οριστικά και πηγαίνει υπότροφος στο Παρίσι. Στο Παρίσι σπουδάζει και στη συνέχεια εργάζεται από το 1919 έως το 1932, οπότε επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Στο Παρίσι ανακαλύπτει τον ιμπρεσιονισμό και επηρεάζεται βαθιά από το σεζανικό δίδαγμα. Η πρώτη εικαστική παρουσίαση στη χώρα μας έγινε το 1924 στις αίθουσες του Ζαππείου με 77 πίνακες από την τελευταία δουλειά του στο Παρίσι. Η έκθεση του προκαλεί έκπληξη με την επαναστατικότητα της στο συντηρητικό μεγαλοαστικό Αθηναϊκό κοινό. Ωστόσο αποσπά διθυραμβικές κριτικές και δέχεται τα συγχαρητήρια της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Ενα χρόνο πριν, η πρώτη ατομική του έκθεση («Στρατηγοπούλου», 1923) ξάφνιασε το κοινό και δίχασε τους κριτικούς.
Στα 1925, επιστρέφει στο Παρίσι, σημειώνεται η οριστική μεταστροφή του, που θέτει τις βάσεις για τη γνωστή του τεχνοτροπία, την οποία με μικρές διαφοροποιήσεις θα ακολουθήσει ως το τέλος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Ο καλλιτέχνης αυτονομοποιεί χρωματικό φόντο και περιγράμματα μορφών. Δηλαδή οι χρωματικές επιφάνειες δεν είναι αυτές που πλάθουν τις μορφές, αλλά πάνω στο φόντο, που συντίθεται από σκοτεινές και φωτεινές επιφάνειες, γραμμές φωτεινές ή σκιερές, γράφουν τα περιγράμματα των μορφών. Συγχρόνως καταργεί το μονοεστιακό και εκτός επιπέδου του πίνακα φωτισμό, εφαρμόζοντας τον πολυεστιακό φωτισμό της βυζαντινής ζωγραφικής και την απουσία ερριμμένης σκιάς, πετυχαίνοντας όμως, παρ’ όλα αυτά, όγκο και αναγλυφικότητα.
Το οικονομικό κραχ του 1929–32 που έπληξε την αγοραστική κίνηση του Παρισιού τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Ελλάδα με σκοπό να παραμείνει προσωρινά, πιστεύοντας ότι η οικονομική κρίση δεν θα σταθεί εμπόδιο στην διεθνή του καριέρα. Κάνει το τελευταίο ταξίδι του στο Παρίσι το 1932 και τον ίδιο χρόνο επιστρέφει στην Ελλάδα που εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στο ιδιόκτητο ατελιέ του. Παντρεύεται την μουσικοσυνθέτρια Μαρίκα Πρωΐου.
Μετά την διεθνή του αναγνώριση η κατάκτηση του Ελληνικού κοινού ήταν πλέον δεδομένη. Η επιστροφή του Γουναρόπουλου στην Ελλάδα θα συμπέσει με την δημιουργία μιας σημαντικής εικαστικής κίνησης στην οποία πρωτοστατεί η γενιά του 30.
Οι καλλιτέχνες που έχουν επιστρέψει από το Παρίσι όπως ο Τόμπρος , Χατζηκυριάκος-Γκίκας καθώς και ο Μπουζιάνης που έχει επιστρέψει από την Γερμανία, μαζί με τον Γουναρόπουλο θα μεταλαμπαδεύσουν την διεθνή πρωτοπορία στα καλλιτεχνικά δρώμενα στην Ελλάδα. Το 1934 μετέχει για πρώτη φορά στην Βiennale της Βενετίας, τα έργα του οποίου ξεχωρίζουν στις δημοσιεύσεις του Ιταλικού Τύπου. Το 1934 επίσης εικονογραφεί το βιβλίο «Αλληλουχίες» του στενού του φίλου και αγαπημένου ποιητή Α. Εμπειρίκου, ο οποίος του αφιερώνει το ποίημα «Καρυάτιδες» της ενότητας «Οι σπόνδυλοι της πολιτείας» (1935) από την συλλογή «Ενδοχώρα» . Το έτος 1935 σημαδεύεται από μια έκθεση σταθμό στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα. Είναι η έκθεση των Τριών και συμμετέχουν οι Γ. Γουναρόπουλος, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και ο γλύπτης Τόμπρος.
Το 1937 ο Γ. Γουναρόπουλος ανέλαβε την τοιχογράφηση της αίθουσας των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχείο της Αθήνας, με σκηνές από την ελληνική μυθολογία και ιστορία που σχετίζονται με την Αθήνα (Η αποθέωση του Περικλή, Σκηνές από τον κύκλο του Θησέα και τους Περσικούς πολέμους, Η διεκδίκηση της πόλης από την Αθηνά και τον Ποσειδώνα, ο θάνατος του Καραϊσκάκη κ.ά.). Με τις υψηλής αισθητικής τοιχογραφίες δίνει τις δημοκρατικές παραδόσεις της Αθήνας.
Στη δεκαετία του ’30 τα χρώματα γίνονται ψυχρότερα, με κυρίαρχα το κίτρινο και την ώχρα, ενώ τόνοι γαλάζιοι και ρόδινοι, καθώς και σκιές σιένας συμπληρώνουν τη χρωματική σύνθεση. Οι μέχρι τώρα φωτεινές εστίες διαμορφώνονται σε καμπυλοειδείς διαδρομές που περιβάλλονται από σκιερές επιφάνειες, ενώ οι μορφές πλάθονται από μια συνεχή καμπύλη.
Το 1951, ο Γ. Γουναρόπουλος εκτελεί το δεύτερο τοιχογραφικό του σύνολο, θρησκευτικό αυτή τη φορά, χωρίς όμως να προδώσει το προσωπικό του ύφος. Πρόκειται για την τοιχογραφία του παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας του Νοσοκομείου Βόλου και το 1952 τοιχογραφεί μια βίλα στην ίδια πόλη.
Τα επόμενα χρόνια είναι χρόνια πλούσια σε δημιουργία και με αρκετές εκθεσιακές παρουσιάσεις. Οπως σημειώνει η Μ. Σκαλτσά: «… Στα 1971 ο Γουναρόπουλος θα κάνει την ένατη ατομική του έκθεση και πάλι στην Αστορ από τις 15 ως τις 31 Μαρτίου. Ο ογδοντάχρονος γέροντας μετά την τετραετή απουσία του έχει να παρουσιάσει μια νέα τεχνική. Με τα “λούστρα” του, όπως, από την τεχνική που χρησιμοποιεί, χαρακτηρίζει τους νέους πίνακές του, καταφέρνει να συνδυάσει το ελάχιστο του μολυβιού με τη λαμπρότητα της ελαιογραφίας. Ζωγραφίζει με κάρβουνο ή ξυλομπογιές και σβήνει με ψωμί πάνω σε μια σκληρή βαμμένη λευκή επιφάνεια. Στη συνέχεια περνά από πάνω μια ειδική διάλυση βερνικιού, χαρίζοντας έτσι μια μοναδική λαμπρότητα στον όλο πίνακα. Τα έργα του δεν έχουν τίτλους παρά μόνο αριθμούς. Εξάλλου δε θα πρόσθεταν τίποτε ορισμένες, προφανείς για το απεικονιζόμενο θέμα, λέξεις, όπως τοπίο, άνθη, γυμνό ή γυναίκα…».