Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Δ. Μπίμης: «Μνήμες της Πέτρας και της Σιωπής» (προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Σήμε­ρα το Ατέ­χνως έχει την ιδιαί­τε­ρη τιμή και χαρά να παρου­σιά­σει στους ανα­γνώ­στες και στους φίλους του ένα μικρό δείγ­μα από την πρώ­τη ποι­η­τι­κή δου­λειά του Γιώρ­γου Δ. Μπί­μη «Μνή­μες της Πέτρας και της Σιω­πής». Ένα μικρό δείγ­μα, με μια μικρή παρου­σί­α­ση της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής και του ίδιου του ποι­η­τή, λίγο πριν το βιβλίο ξεκι­νή­σει για το τυπογραφείο.

Ο ποι­η­τής

Ο Γιώρ­γος Δ. Μπί­μης γεν­νή­θη­κε στον Άγιο Γεώρ­γιο Βοιω­τί­ας, ζει στη Λιβα­δειά κι εργά­ζε­ται στην Τεχνι­κή και ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣΕπαγ­γελ­μα­τι­κή Εκπαί­δευ­ση ως εκπαι­δευ­τι­κός. Έχει φοι­τή­σει στην Πρό­τυ­πη Σχο­λή Εργο­δη­γών Μηχα­νο­λό­γων της ΣΕΛΕΤΕ, στα ΤΕΙ του Πει­ραιά, στην Παι­δα­γω­γι­κή Σχο­λή της ΣΕΛΕΤΕ, σε Σχο­λή Ταχύρ­ρυθ­μης εκπαί­δευ­σης της ΔΕΗ στη Φλώ­ρι­να. Δια­βά­ζει, μελε­τά­ει και γρά­φει ποί­η­ση από την εφη­βι­κή του ηλι­κία. Εκδί­δει για πρώ­τη φορά, όμως έχει δημο­σιεύ­ει ποί­η­ση στον τοπι­κό τύπο και σε περιο­δι­κά. Έχει δια­κρι­θεί σε αρκε­τούς ποι­η­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς Πανελ­λα­δι­κούς και Διε­θνείς. Δύο ποι­ή­μα­τά του με τίτλους: «Καρά­βια» και «Σ’ είδε από­ψε το φεγ­γά­ρι» έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον συν­θέ­τη και τρα­γου­δι­στή Παντε­λή Θαλασ­σι­νό και τα οποία κυκλο­φο­ρούν στο και­νούρ­γιο CD του Παντε­λή Θαλασ­σι­νού με τον τίτλο «Χίλια καρα­βά­κια». Για το ποί­η­μα «Ένα κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι» έχει γρά­ψει μου­σι­κή ο συν­θέ­της Δημή­τρης Κογιάννης.

Επί­σης, ο ποι­η­τής συμ­με­τέ­χει στο οδοι­πο­ρι­κό της «Μετ’ άλλων ανθρώ­πων έργο» του ζωγρά­φου Πανα­γιώ­τη (Τάκη) Βαρε­λά με τα ποι­ή­μα­τα, εμπνε­ό­με­νος από το κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο και απ’ το περιε­χό­με­νο που πραγ­μα­τεύ­ε­ται το εικα­στι­κό έργο. Ποι­ή­μα­τα του συνο­δεύ­ουν την έκδο­ση του μονο­γράμ­μα­τος. Μέσα από την δια­δι­κα­σία αυτή το έργο του συνα­ντιέ­ται με την διε­θνούς φήμης σολίστ της κιθά­ρας Εύα Φάμπα, η οποία βρή­κε στην ποί­η­ση του Γιώρ­γου Μπί­μη, την κοι­νω­νι­κή φόρ­μα της συλ­λει­τουρ­γί­ας της ποί­η­σης και της μου­σι­κής με την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής προ­σέγ­γι­σης της ανθρώ­πι­νης υπό­στα­σης, απο­φα­σί­ζο­ντας να μελο­ποι­ή­σει ποι­ή­μα­τα του.

Η ποι­η­τι­κή συλλογή

Ποιο είναι το χρέ­ος της ζωής για τον άνθρω­πο; Ποιο είναι το κόστος της λευ­τε­ριάς γι’ αυτούς που είναι ζωντα­νοί στο χώμα; Τι συμ­βαί­νει όταν ανά­βουν τα φώτα και χάνο­νται οι σκιές; Ποιος είναι ο ρόλος του ανθρώ­που και ποιο είναι το μέτρο της αλη­θι­νής ζωής; Αυτά είναι κάποια από τα ζητή­μα­τα που δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται ο Γιώρ­γος Δ. Μπί­μης στην πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλλογή.

Ο λόγος του ποι­η­τή, μια φωτει­νή γραμ­μή, που ανα­δει­κνύ­ει την αξία της ζωής και της δρά­σης, ένα παρά­δειγ­μα για τους ποι­η­τές και για τους καθη­με­ρι­νούς ανθρώ­πους που ματώ­νουν και που ψάχνουν να βρουν τον τρό­πο να ανα­στη­θούν μέσα από τα προ­βλή­μα­τα. Και που πάει ο άνθρω­πος, που πάει η κοι­νω­νία; Να άλλο ένα από τα σοβα­ρά ερω­τή­μα­τα που θέτει ο ποι­η­τής τόσο στη δική του συνεί­δη­ση, όσο και στον ανα­γνώ­στη. Ερω­τή­μα­τα που ο ποι­η­τής διεκ­δι­κεί και καλεί τους ανα­γνώ­στες να δώσουν τις δικές τους απα­ντή­σεις, χωρίς να περιο­ρί­ζο­νται από τις απα­ντή­σεις που δίνει ο ίδιος. Στο τέλος, είναι βέβαιο, θα ανα­γνω­ρί­σουν ότι ο άνθρω­πος υπάρ­χει και ζει για τον άλλον και μέσα από αυτή την σχέ­ση ανοί­γει η δυνα­τό­τη­τα το μέλ­λον να έρθει πιο κοντά, η ζωή να πυκνώ­σει το φως στον άσπι­λο ουρα­νό και να οδη­γή­σει να ανα­τέλ­λουν και να ριζώ­σουν σε νέα και πιο γερά θεμέ­λια η άφθαρ­τη αλή­θεια, ο ευφρό­συ­νος λόγος, το τρα­γού­δι, το ανα­στά­σι­μο συναί­σθη­μα. Από αυτή την οπτι­κή τα ποι­ή­μα­τα του Γιώρ­γου Δ. Μπί­μη ανα­δει­κνύ­ο­νται ότι είναι πλέ­ρια πολι­τι­κά, σε άμε­ση σύν­δε­ση με την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, λυρι­κά και αψεγάδιαστα.

Όσοι δια­βά­σουν αυτό το βιβλίο έχουν να μάθουν ή και να θυμη­θούν ότι άνθρω­πος και η αδά­μα­στη ψυχή του, ο ποι­η­τής και οι φίλοι του, σύμ­φω­να με τον Γιώρ­γο Δ. Μπί­μη, έχουν να πορευ­τούν κάτω απ’ τη βαθιά σκιά των δέντρων του μέλ­λο­ντος ώστε να σηκώ­σουν για μια ακό­μα φορά ψηλά το φλά­μπου­ρο της δικής μας αλή­θειας, της δικής μας ελπί­δας που μπο­ρεί ν’ ανθί­σει σ’ όλες τις καρδιές.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

Στα μάτια σου γεν­νή­θη­κε της λευ­τε­ριάς το βλέμμα
κι ένας θυμός για τ’ άδικο,
το ξοδε­μέ­νο αίμα…

Νιά­τα στο κύμα κι άνε­μος τα ζωντα­νά σου στήθια,
κάμπος που θάλ­λει ο έρωτας,
χώμα που ανθεί η αλήθεια…

Στην παι­δε­μέ­νο σου λαό το κήρυγ­μά σου μπόρα:
φτά­νει στη γη η λευτεριά
με του Χρι­στού τα δώρα!…

Σε μιαν αθέ­α­τη γιορ­τή σπον­δή του εργά­τη το αίμα,
νιό­βγαλ­το αστέ­ρι, νέα γη,
παρα­δει­σέ­νιο στέμμα…

Λάμπει το βλέμ­μα σου ουρα­νός και πελα­γί­σιο κύμα,
λόγ­χη στην πλά­τη του φονιά
κι ελπί­δα για το θύμα…

…………………………………………………….

Ήλιε, η δικαιο­σύ­νη σου πέτρα πικρή που καίει…
Αυγή που δεν ξημέρωσε
κι από μαρά­ζι κλαίει…

 

ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ…

Μέσα στη μάχη, στον καπνό και στη φωτιά
μετα­ξω­τό μου χάρι­σες μαντίλι

κι εγώ σ’ ένα χαρά­κω­μα μ’ ένα σουγιά,
στην πέτρα χάρα­ξα τα κόκ­κι­νά σου χείλη…

Ξαν­θό φεγ­γά­ρι που ξυπνάς την ξαστεριά
φέξε στη στρά­τα μου τον πόνο να νικήσω,

να πολε­μή­σω με της νύχτας τα θεριά,
μια λευ­τε­ριά στον κόσμο να χαρίσω…

Τρύ­πιες σημαί­ες χαμη­λώ­νου­νε στη γη
όταν νυχτώ­νει στ’ άδεια σπί­τια, τα καμένα,

κι ένα μαχαί­ρι που ματώ­νει την πληγή
κεί­νο το γράμ­μα που ‘γρα­ψες για μένα…

Χορεύ­ει ο θάνα­τος ζεϊ­μπέ­κι­κο βαρύ
ματώ­νει τ’ όνει­ρο στης γης τη βλεφαρίδα,

κύμα ο κόσμος σε μια θάλασ­σα πικρή,
κι ο έρω­τάς σου μία λεύ­τε­ρη πατρίδα…

 

Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ 

Ήσου­να ο γιος της άνοι­ξης κι αρχάγ­γε­λος του Απρίλη
και φυλα­χτό σου κρέμασα
μια Κυρια­κή το δείλη.…

Νιό­τη λιτή κι απέ­ριτ­τη, μ’ ορά­μα­τα και πάθος,
ποιος ρήγας σου ‘δει­ξε το φως
ποια μάγισ­σα το λάθος…

Η ψυχή ξυπνά τη λευ­τε­ριά, κι ο νους την περηφάνια,
νους και ψυχή σου χάρισαν
της δόξας τα στεφάνια…

Πνοή, του ήλιου απάν­θι­σμα και τρυ­φε­ρό κλωνάρι,
η νύχτα σ’ ερωτεύτηκε
κι ήρθε για να σε πάρει…

Το φως ζητώ π’ ανα­γεν­νά τον ουρα­νό στα μάτια,
γυα­λί ο κόσμος, ράγισε,
κι ο ήλιος σου κομμάτια…

Κι εγώ που πύρ­γους έχτι­σα, της μονα­ξιάς μου αστέρι,
στη νύχτα κάνω τάματα
πίσω για να σε φέρει…

Στη μνή­μη του αδι­κο­χα­μέ­νου Παύ­λου Φύσσα

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

(Απλώ­νω τα χέρια
κι απε­λευ­θε­ρώ­νω το διάστημα…)

Κοχύ­λια, κύμα­τα, φτε­ρά του αφρού,
δέντρα αμί­λη­τα και βρά­χια όλο φως,
μέσα στο ζεστό σου γέλιο, καλοκαίρι!…
Φωνές, κραυ­γές, ανασασμοί,
κρυ­φά χαμό­γε­λα στον πιο ψηλό σου βράχο,
όταν τα χέρια γνέ­φου­νε στα σύννεφα,
όταν τα φύλ­λα τρέμουνε
στην πιο ψηλή φωτιά!…

Ήχοι που θρέ­ψα­νε τη νοσταλγία,
Μάτια που ξόδε­ψαν το δάκρυ!…

………………………………………………..

Κάτω από τους ίσκιους
των κυπα­ρισ­σιών αποκοιμήθηκα…
Κι ήταν ο ύπνος μου σαν πέλα­γο βαθύς…

Και σε γύρεψα!…

Κι ήμουν εγώ το χρυ­σο­πρά­σι­νο φύλλο
που ταξί­δευε στις φλό­γες του μεσημεριού
κι εσύ ψηλά στον ουρα­νό το αση­μέ­νιο σύννεφο…

Κι ανά­με­σά μας το όνειρο!…

 

(Ο Πίνακας«Μάζεμα ελιάς» είναι του Τάκη Βαρελά)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο