Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Κακουλίδης: Η Καισαριανή ‑η πόλη που μεγάλωσε, τον σημαδεύει

Κυρια­κή, στο «Ριζο­σπά­στη» του «Από­λυ­του Ρόδου» ‑κεί­με­να πολι­τι­κής και αισθη­τι­κής από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, η από­λυ­τα σκλη­ρή κρι­τι­κή στους εχθρούς του ανθρώ­που, στους πολέ­μιους του Δίκιου του Εργά­τη, στους δολο­φό­νους των Ψυχών, στους συμ­βι­βα­σμέ­νους Συνο­δοι­πό­ρους, σε κάθε εφιάλτη.
Η από­λυ­τη ταύ­τι­ση με την αγω­νία ενός Λαού, τους αγώ­νες μιας τάξης, το Διε­θνι­σμό των προ­λε­τά­ριων, την Αντί­στα­ση, τη Ρήξη, την Επα­να­στα­τι­κή Ανα­τρο­πή. Τη βαθιά πίστη στις ιδέ­ες και τη Δύνα­μη της Μαζι­κής Λαϊ­κής Πράξης.
Ο πολυ­γρα­φό­τα­τος σ.φος Γιώρ­γος Κακου­λί­δης, δεν είναι από χτες μαζί μας
Θα μπο­ρέ­σει ξανά το ατο­μι­κό πάθος να γίνει κόσμη­μα της συλ­λο­γι­κής σκέ­ψης και πρά­ξης; Να μιλή­σου­με για και­νούρ­για ορά­μα­τα, να πιστέ­ψου­με αγα­πη­μέ­νες ουτο­πί­ες; Ποιες λέξεις θα μας πυρ­πο­λή­σουν πάλι; Μπο­ρεί να μην υπάρ­χουν ακό­μα απα­ντή­σεις, αλλά αρκεί να μην στα­μα­τά­με να τις ψάχνου­με… (Βάσιας Τσο­κό­που­λος επι­λε­γό­με­να στο βιβλίο “Από­λυ­το Ρόδο”)

Καισαριανή Τιμή δόξα στους 200 κομμουνιστές του 44 Κόκκινη Πρωτομαγιά πρωτοπόρα εργατιάΣτο διάβα της Καισαριανής

Πάντα, επέ­στρε­φε σε αυτή ο Γιώρ­γος. Άλλω­στε, σε αυτή τη γει­το­νιά χρω­στά το “είναι” του. «Πάντο­τε στα δύσκο­λα ακούω τον ψίθυ­ρο των Δια­κο­σί­ων του Σκο­πευ­τη­ρί­ου, που μου λένε πως ό,τι κάνου­με το κάνου­με για λόγους “ορθο­στα­σί­ας” ενά­ντια στην άβυσ­σο που μας περι­βάλ­λει», ανα­φέ­ρει στον “Ριζο­σπά­στη”. «Το σπί­τι μου ήταν κοντά στο Σκο­πευ­τή­ριο. Εκεί γεν­νή­θη­κε ο ήρω­ας μου. Το όνο­μα του είναι Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης… Ο άνθρω­πος αυτός είναι κομ­μά­τι της Και­σα­ρια­νής και είναι ο μόνος ήρω­ας που αγάπησα.
Άλλοι στη γενιά μου μπο­ρεί να είχαν ήρωα έναν κινη­μα­το­γρα­φι­κό αστέ­ρα, έναν ποδο­σφαι­ρι­στή. Εγώ ποτέ δεν σήκω­σα τα μάτια μου από τον Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη. Χάρις σε αυτή τη γει­το­νιά που θα προ­σκυ­νώ πάντα, σχη­μά­τι­σα έναν άνθρω­πο», θα ανα­φέ­ρει σε άλλη του συνέντευξη.Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης

Από το 1979 που εμφα­νί­στη­κε στην ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Λίμπερ­τυ», έχει εκδώ­σει 15 ακό­μα ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, 7 πεζο­γρα­φή­μα­τα, 2 θεα­τρι­κά, και 2 μαρ­τυ­ρί­ες, «Η μαύ­ρη κούρ­σα του κυρί­ου Καρού­ζου» και ‑φυσι­κά «Το από­λυ­το ρόδο».
Ποι­ή­μα­τά του έχουν μελο­ποι­η­θεί από συν­θέ­τες μας, όπως ο Θάνος Μικρού­τσι­κος και ο Νίκος Κυπουρ­γός, Τάσος Μελε­τό­που­λος, Στά­μος Σέμ­σης κα.
Παράλ­λη­λα, ασχο­λού­νταν και με τη ζωγρα­φι­κή πραγ­μα­το­ποιώ­ντας ατο­μι­κές εκθέ­σεις. Άλλω­στε, για εκεί­νον η ζωγρα­φι­κή ήταν ένα άλλο είδος που αντί για λέξεις επέ­λε­γε τα χρώματα…

 

Το Απόλυτο Ρόδο Έφυγε 17 Οκτ 2021Ξαφ­νι­κά στο «Από­λυ­το Ρόδο» εισχώ­ρη­σαν τα δαι­μό­νια του Διο­γέ­νη του Κυνι­κού. Ευπρόσ­δε­κτα, έστω και για μια επί­σκε­ψη. Οσο για αυτά που συμ­βαί­νουν γύρω μας, κάθε φορά που λέω «και μη χει­ρό­τε­ρα», έρχο­νται ακό­μη χειρότερα.
Είναι μια στιγ­μή που στον κυρί­αρ­χο κυνι­σμό απα­ντώ με κυνι­σμό Μέσα στο Μετρό, ένας χαζο­χα­ρού­με­νος Κινέ­ζος, φίλος των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων, που έμοια­ζε σαν περί­πτε­ρο με αυτά που είχε κρε­μά­σει πάνω του (κάρ­τες και πάσης φύσε­ως άδειες), μιλού­σε αγγλι­κά δυνα­τά στους συνο­δούς του και τόνι­ζε πόσο τυχε­ρός ήταν που βρέ­θη­κε σ’ αυτή τη φιέ­στα. Τίνος παι­δί είναι αυτό; Ποιας μακρι­νής επαρ­χί­ας; Τι ξέρει για τη χώρα που επι­σκέ­πτε­ται; Ψάχνει για ήρω­ες αθλη­τές; Δίχως να το κατα­λά­βω, θυμή­θη­κα ένα ποί­η­μα που δημο­σί­ευ­σε ο Μάο Τσε Τουνγκ, το Γενά­ρη του 1957, για τους νεο­λαί­ους, ζητώ­ντας μάλι­στα από τους ίδιους να μη χρη­σι­μο­ποιούν το παλαιό στιλ της ποι­ή­σε­ως, για­τί παρα­λύ­ει τη σκέ­ψη: «Είναι τόσο όμορ­φα τα βου­νά και τα ποτά­μια!| Αμέ­τρη­τοι ήρω­ες αγω­νί­ζο­νται και πέφτουν,| την εύνοιά τους για να κερ­δί­σουν μόνο.| Κρί­μα που ο Κεχουάνγκ ο Τσιν| κι ο Βου-τι ο Χαν ήσα­νε χοντροί κι αγροί­κοι,| που ο Τάι-σονγκ των Τανγκ και ο Τάι-σου των Σονγκ δεν είχαν αίσθη­ση του ποι­η­τι­κού,| που ο Τζέν­γκις Καν, από τον ουρα­νό ευλο­γη­μέ­νος,| άλλο δεν ήξε­ρε παρά το τόξο του μονά­χα| πώς να τεντώ­νει, τον μεγά­λον αητό για να σκο­τώ­σει.| Αλλά όλοι αυτοί χαθή­καν.| Για να βρεί­τε μεγά­λους αλη­θι­νά ήρω­ες σήμε­ρα,| κοι­τά­χτε καλύ­τε­ρα γύρω σας και μετα­ξύ σας».

Άλλος ένας γνω­στός-άγνω­στος, ο Αλέ­ξης, ακο­λου­θώ­ντας τον μονα­χι­κό δρό­μο Ομό­νοια — Πλα­τεία Βάθης — Κου­μουν­δού­ρου, τελεί­ω­σε με τον τρό­πο που φεύ­γουν πολ­λοί. Η πρέ­ζα, ό,τι κι αν λένε, υπάρ­χει σε αφθο­νία. Είχε να φανεί μέρες στο καφέ. Ρωτή­σα­με, ψάξα­με και δυστυ­χώς μάθα­με. Τους θανά­τους αυτούς τους θεω­ρώ πολι­τι­κές δολο­φο­νί­ες. Οσον γι’ αυτόν που έφυ­γε, αντί θλι­βε­ρού ρασο­φό­ρου μνη­μο­σύ­νου, ας τον παρη­γο­ρεί ο Ζαν Κοκτό με τη σκέ­ψη του: «Η ιδιαί­τε­ρη ηθι­κή μου μπο­ρεί να φαί­νε­ται εντε­λώς ανη­θι­κό­τη­τα σ’ αυτούς που προ­σπα­θούν να πεί­σουν τους εαυ­τούς τους για κάτι που είναι ψέμα ή σ’ αυτούς που ζουν στην πλή­ρη σύγ­χυ­ση όταν το ψέμα τους φαί­νε­ται αλή­θεια και η αλή­θεια μας μοιά­ζει στα μάτια τους με ψέμα».

Το Απόλυτο Ρόδο Έφυγε 17 Οκτ 2021Ανα­γνώ­στη, καλώς ήρθες στο Από­λυ­το Ρόδο! Απ’ ό,τι ακούω και πιά­νω στον αέρα, υπάρ­χει μια ομορ­φιά που ετοι­μά­ζε­ται να εκδη­λω­θεί από­το­μα στις μέρες μας. Ενα από­λυ­το ρόδο να έχεις μέσα στο κεφά­λι σου για ν’ αρχί­σεις να τη νιώ­θεις. Οπως ξέρεις, πίσω απ’ όλα τα πράγ­μα­τα κρύ­βε­ται η αγω­νία πώς θα συνα­ντη­θού­με με τον άλλο. Εδώ, όμως, δεν πρό­κει­ται για τον άλλον, αλλά για το όλον.

Ενώ, λοι­πόν, άρχι­ζα να κάνω σχέ­δια για την κατά­στα­ση της ομορ­φιάς, που θα μας περι­βάλ­λει, έπε­σε δίπλα μου ο ψίθυ­ρος του Παπα­δια­μά­ντη: «Όσον ταχύ­τε­ρα δυνη­θώ, όταν φωτι­στούν τα νερά, θα έλθω εξά­πα­ντος να σας ιδώ». Αμέ­σως μετά άκου­σα το κομ­μά­τι του Γκλεν Γκουλντ, που διά­λε­ξαν οι αστρο­ναύ­τες για να βου­λιά­ξουν στο διη­νε­κές του γαλα­ξία, και κατά­λα­βα ότι τώρα πρέ­πει να σηκώ­σου­με από τη σιω­πή τον κύκλο της κοι­νω­νι­κής επανάστασης.
Ξέρω ότι εκεί που τελειώ­νει η Αθή­να υπάρ­χει μια γυά­λι­νη σάλα, όπου οι προ­σευ­χές εισα­κού­ο­νται. Πρέ­πει εκεί να φτά­σεις, αλλά προη­γου­μέ­νως καλό θα είναι να γνω­ρί­ζεις πως, για την ομορ­φιά που μιλά­με και ό,τι άλλο φέρει μαζί της, πυρ­πο­λή­θη­καν αρκε­τοί. Ας τους φωτο­γρα­φί­σου­με, λοι­πόν, για να τους πάρου­με μαζί μας.
Άρχι­σε με αυτόν τον κύριο στην άκρη της θάλασ­σας. Είναι γεμά­τα και υγρά τα μάτια του. Τα βρά­χια όπου κάθε­ται τώρα βρί­σκο­νται στο Αμπου­κίρ, έξω από την Αλε­ξάν­δρεια. Είναι ο Κωστής Μοσκώφ, χαρού­με­νος για­τί είναι η μέρα που επι­τέ­λους αγο­ρά­στη­κε το σπί­τι του Κων­στα­ντί­νου Καβά­φη. Άκου­σε για λίγο τι λέει: «Είμαι παρών σημαί­νει πως παρα­δί­δο­μαι στον άλλο μες στην ελευ­θε­ρία μου. Δια­λέ­γω τον έρω­τα του παντός».
Άλλα­ξε τώρα φιλμ και βάλε ασπρό­μαυ­ρο. Στο υπό­γειο που βλέ­πεις μπρο­στά σου κατοι­κεί το τελευ­ταίο «ποί­η­μα» της πιά­τσας. Το γέλιο του είναι άγριο και, όπως πάντα, παί­ζει στα δύσκο­λα. Η βεντέ­τα ανά­με­σα σε αυτόν και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θα τελειώ­σει γρή­γο­ρα. Ο Καρού­ζος έχει φύγει. Για να μην ξεχνιό­μα­στε, η κοι­νω­νία τα κατά­φε­ρε ένας φύσει θέσει επα­να­στά­της να τελειώ­σει στην αγκα­λιά μιας πολυ­ε­θνι­κής ιατρι­κής εται­ρί­ας, η οποία να δια­φη­μί­ζε­ται έκτο­τε ασύ­στο­λα, εξαι­τί­ας της νοση­λεί­ας του ποι­η­τή εκεί, λόγω του καρ­κί­νου που τον βασά­νι­ζε. Ακό­μα και το συμ­βό­λαιο για την έκδο­ση των Απά­ντων του εκεί υπο­γρά­φη­κε λίγο πριν πεθάνει.
Εσύ παρ’ όλ’ αυτά φωτο­γρά­φι­σε το γέλιο του και ακο­λού­θη­σε τον αντί­λα­λό του, που θα σε φέρει μπρο­στά στον Γιάν­νη Ρίτσο. Η Χημεία που άφη­σε πίσω του διδά­σκει. Η ποί­η­ση είναι πολι­τι­κή πρά­ξη. Ο,τι γρά­φεις το έχεις πλη­ρώ­σει και ο ποι­η­τής δεν απο­τε­λεί μέρος μιας γενι­κευ­μέ­νης ψευδαίσθησης.

Διά­λε­ξα αυτή την τριά­δα όχι μόνο για­τί έφυ­γε με τη θέλη­σή της, αλλά για­τί ήταν η μόνη που στό­χευ­σε με κλει­στά μάτια στο σκο­τά­δι και τα βέλη της βρή­καν το στό­χο. Έπε­σαν σ’ ένα περι­βάλ­λον που νόμι­ζε πως θα μπο­ρού­σε να καθο­ρί­σει το είναι της.
Κάθι­σε τώρα στο Μπρα­ζί­λιαν και δες έξω πώς λάμπουν τα ονό­μα­τά τους, πώς συνε­χί­ζουν μέσα στου κόσμου την αρχαία τάξη. Ονό­μα­τα όρθια, που δεν κατά­φε­ρε κανείς να τα πνίξει.

Βέβαια, αυτή η νίκη δεν επα­να­λαμ­βά­νε­ται πάντο­τε. Το περι­βάλ­λον βρί­σκει τρό­πους να συνε­χί­ζει μέσα στην πρώ­τη ύλη της ζωής, στα εκτρο­φεία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Και ενώ ξεχει­λί­ζουν οι φυλα­κές και τα ψυχια­τρεία της πολι­τεί­ας, φωτο­γρά­φι­σε τώρα τη θεα­μα­τι­κή βεντέ­τα της γενιάς του Πολυ­τε­χνεί­ου, όπως ποζά­ρει για τα εγκαί­νια του Μετρό. Όλος ο θία­σος είναι εδώ. Οι μόνοι που λεί­πουν είναι αυτοί που δεν έχουν να χάσουν τίπο­τα, οι ελεύ­θε­ροι. Και καθώς πλη­σιά­ζουν οι εκλο­γές, λένε πως αυτοί είναι λίγοι. Ναι, είναι λίγοι, όσο τα δάχτυ­λα του Ιερο­μό­να­χου στη «Γυναί­κα της Ζάκυ­θος» του Διο­νυ­σί­ου Σολωμού…

Το Απόλυτο Ρόδο Έφυγε 17 Οκτ 2021Κι ενώ η φωνή της Λότ­τε Λένυα απλώ­νε­ται στο δωμά­τιο, κοι­τά­ζω πέρα μακριά Παι­δί ήμουν και διά­βα­ζα τον Δον Κιχώ­τη, στο σημείο όπου ο ήρω­ας αρνεί­ται να απο­δεί­ξει την αλή­θεια του. Το σημα­ντι­κό, έλε­γε, είναι ότι χωρίς να τη δεις, οφεί­λεις να την πιστέ­ψεις, να την ομο­λο­γή­σεις, να την επι­βε­βαιώ­σεις, να πάρεις όρκο γι’ αυτή. Σ’ αυτή τη σελί­δα ακρι­βώς, δεν ξέρω πώς, βρή­κα ξεχα­σμέ­νη μια ασπρό­μαυ­ρη φωτο­γρα­φία του Νίκου Ζαχα­ριά­δη! Πήρα τη φωτο­γρα­φία στα χέρια μου και την περιερ­γά­στη­κα. Εντύ­πω­ση μου έκα­νε η καθα­ρό­τη­τα του βλέμ­μα­τός του και η στά­ση του σώμα­τός του — πάντα σε ετοι­μό­τη­τα. Ηταν μία χαρού­με­νη φωτογραφία.
Μεγά­λω­να και μαζί μου μεγά­λω­νε και η έλξη που μου προ­κα­λού­σε αυτή η φωτο­γρα­φία, η οποία περί­με­νε στο βάθος των πραγ­μά­των. Ετσι όπως σε κάθε παρα­μύ­θι, ένας ψίθυ­ρος με τύλι­γε για τη ζωή του και έμπαι­νε στη δική μου ζωή σαν απα­γο­ρευ­μέ­νος καρ­πός, κατα­δι­κα­σμέ­νος να μένει μόνος στο κέντρο μιας υπό­θε­σης που πολ­λοί έλε­γαν πως χάθη­κε για πάντα.

Το Απόλυτο Ρόδο Έφυγε 17 Οκτ 2021

  • Πώς ξεκί­νη­σε το «Από­λυ­το Ρόδο»;
  • Ήταν ένα κάλε­σμα, πριν από οχτώ περί­που χρό­νια, μετά τον πόλε­μο της Γιου­γκο­σλα­βί­ας όπου είχα πάει, να μετα­φέ­ρω φάρ­μα­κα με μία ομά­δα καλ­λι­τε­χνών. Οταν γύρι­σα έγι­νε η πρώ­τη επα­φή με τον «Ριζο­σπά­στη» και με τον Δημή­τρη Κου­τσού­μπα. Είχα την τύχη να μου ζητή­σουν να γρά­φω, αρχι­κά για το κυρια­κά­τι­κο. Ετσι ξεκί­νη­σε ένα από τα πιο συναρ­πα­στι­κά ταξί­δια στη ζωή μου.

Αλλά ας τον αφή­σου­με να μας μιλή­σει ο ίδιος –μέσα από τη στή­λη στο Ριζοσπάστη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο