Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γι’ αυτούς που έκαναν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου — Συζήτηση με τη συγγραφέα Γεωργία Τάτση

Η ofisofi συζη­τά με τη συγ­γρα­φέα Γεωρ­γία Τάτση

Η Γεωρ­γία Τάτση γεν­νή­θη­κε στο Κλει­στό Άρτας το 1952. Από το 1965 ζει στην Αθή­να. Εργά­στη­κε σε δια­φη­μι­στι­κές εται­ρεί­ες, το κρα­τι­κό ραδιό­φω­νο και την κρα­τι­κή τηλε­ό­ρα­ση. Σκη­νο­θέ­τη­σε ντο­κι­μα­ντέρ και σει­ρές ντο­κι­μα­ντέρ ( «Η Βου­λή στο χακί», «Σαν παλιά φωτο­γρα­φία», «Σήμε­ρα έχεις εφη­με­ρία», «Με τα μάτια του Αλεσ­σάν­δρο Νάτα» κ.α) . Το διή­γη­μά της «Κολο­κύ­θα» δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό «Τα δέκα­τα» ενώ «Η κλω­τσιά της πετα­λού­δας» συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο «HOTEL ένοι­κοι γρα­φής». Συμ­με­τεί­χε στη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Είμα­στε όλοι μετα­νά­στες» που εκδό­θη­κε το 2007 από τις εκδό­σεις Πατά­κη. Το 2013 κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις  Γαβρι­η­λί­δης το βιβλίο της  «Χορός στα ποτή­ρια», το οποίο ήταν υπο­ψή­φιο για το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λογο­τε­χνί­ας το 2014 στην κατη­γο­ρία Διή­γη­μα – Νουβέλα.

Διά­βα­σα το «Χορό στα ποτή­ρια» πριν αρκε­τό και­ρό και μου άρε­σε η ιστο­ρία, η ευρη­μα­τι­κή αφη­γη­μα­τι­κή τεχνι­κή, το πλού­σιο και ζωντα­νό λεξι­λό­γιο που αγγί­ζει την ποι­η­τι­κή γραφή.

Στο «Χορό στα ποτή­ρια» άκου­σα μια σπα­ρα­κτι­κή αφή­γη­ση, μια φωνή που συνο­μι­λού­σε με τη μνή­μη και δια­λε­γό­ταν με τα ανθρώ­πι­να προ­βλή­μα­τα με τρό­πο συγκι­νη­τι­κό, τρα­γι­κό αλλά και αισιόδοξο.

Ευνοϊ­κές συγκυ­ρί­ες με βοή­θη­σαν να συνα­ντή­σω τη Γεωρ­γία Τάτση και να της προ­τεί­νω μια κου­βε­ντού­λα για το περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ.  Η αντα­πό­κρι­σή της ήταν άμε­ση. Με καφέ και γλυ­κό του κου­τα­λιού, σε πολύ φιλι­κή ατμό­σφαι­ρα μού κατέ­θε­σε κομ­μά­τια της ψυχής της για τους δρό­μους που οδή­γη­σαν τη σκέ­ψη της να γρά­ψει αυτή τη συγκλο­νι­στι­κή ιστορία.

«Χορός στα ποτή­ρια» και μια από καρ­διάς εξο­μο­λό­γη­ση από τη Γεωρ­γία Τάτση:

georgia-tatsi- Γεωρ­γία, πώς σκέ­φτη­κες να γρά­ψεις το Χορό στα ποτή­ρια και πώς έδε­σες έναν παρα­δο­σια­κό χορό με την αγά­πη και τον ανθρώ­πι­νο πόνο, την Ιστο­ρία, τον πάνω και τον κάτω κόσμο;

Γ.Τ- Υπήρ­χε μέσα μου ένα υλι­κό που νιώ­θω πως το κου­βα­λού­σα από την εφη­βεία μου. Τότε ήταν που έφυ­γα από το χωριό και ήρθα στην Αθή­να. Το υλι­κό αυτό ήταν η δημο­τι­κή μου­σι­κή, οι χοροί της, ο τόπος και οι ιστο­ρί­ες του εμφυ­λί­ου, ιστο­ρί­ες ανθρώ­πων της οικο­γέ­νειας μου και άλλων ανθρώ­πων του περι­βάλ­λο­ντος μου που με έφε­ραν σε επα­φή με την έννοια του τρα­γι­κού από μικρή ηλι­κία. Υπήρ­ξα ερω­τευ­μέ­νη με σπά­νια κομ­μά­τια της παρά­δο­σής μας, όπως η « Παπα­διά», « Τα κλά­μα­τα», « Ο ήλιος» κ.α και με τον τρό­πο που εκεί­νοι οι παλιοί άνθρω­ποι τα χόρευαν. Δεν χόρευαν για να τους δεις, δεν επι­δεί­κνυαν την τεχνι­κή τους, δεν μετέ­τρε­παν τον χορό τους σε θέα­μα. Χόρευαν για τον εαυ­τό τους και υπερ­βαί­νο­ντάς τον, άνοι­γαν την κατα­πα­χτή και σου επέ­τρε­παν να δεις μέσα της, σου επέ­τρε­παν να δεις την ψυχή τους.

Αυτό λοι­πόν το υλι­κό που το κου­βα­λού­σα πότε σαν προί­κα και πότε σαν βάρος, με πίε­ζε πάντα κι έψα­χνε τρό­πο να εκφρα­στεί. Έτσι άρχι­σα να γρά­φω χωρίς σχέ­διο, χωρίς κάποια συνο­λι­κό­τε­ρη σύλ­λη­ψη. Με αυτή την έννοια δεν επέ­λε­ξα το θέμα, αυτό μάλ­λον με επέ­λε­ξε. Ούτε επέ­λε­ξα να ασχο­λη­θώ με την Ιστο­ρία. Το ίδιο το υλι­κό μου ήταν εμβα­πτι­σμέ­νο στην Ιστο­ρία. Ο τόπος κατα­γω­γής μου υπήρ­ξε πεδίο μαχών κατά τη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου και οι άνθρω­ποι του είχαν εμπλο­κή με την Ιστο­ρία είτε ως υπο­κεί­με­νό της είτε ως θύμα της.

- Μιας και θίγεις το θέμα της Ιστο­ρί­ας και καθώς σημα­ντι­κές ιστο­ρι­κές περί­ο­δοι όπως η Αντί­στα­ση, ο Εμφύ­λιος και η Δικτα­το­ρία εμπλέ­κο­νται στις ζωές των ηρώ­ων σου, πιστεύ­εις ότι αυτά τα θέμα­τα μπο­ρούν ακό­μη να συγκι­νούν στη λογοτεχνία;

Γ.Τ- Δεν ξέρω αν συγκι­νούν. Όμως για να γρά­φο­νται σήμε­ρα βιβλία που η ιστο­ρία τους εκτυ­λίσ­σε­ται αυτές τις περιό­δους σημαί­νει πώς κάτι υπάρ­χει ακό­μα εκεί ή κάτι υπάρ­χει σήμε­ρα που έχει τη ρίζα του εκεί. Η λογο­τε­χνία είναι ένας τρό­πος να κρα­τά­ει ο άνθρω­πος το παρελ­θόν του ζωντα­νό αφού το παρελ­θόν πλά­θει τη ζωή μας, δια­μορ­φώ­νει το παρόν μας. Πολύ περισ­σό­τε­ρο που αυτό το παρελ­θόν για το οποίο μιλάς είναι ένα τραυ­μα­τι­κό παρελ­θόν, όχι μόνο για  όσους βίω­σαν το τραύ­μα αλλά και για όσους το κλη­ρο­νό­μη­σαν. Και το τραύ­μα, ατο­μι­κό και συλ­λο­γι­κό θέλει επε­ξερ­γα­σία. Νομί­ζω όμως ότι αυτό δεν έχει συμβεί.

- Λες ότι άρχι­σες να γρά­φεις χωρίς σχέ­διο, χωρίς κάποια συνο­λι­κό­τε­ρη σύλ­λη­ψη. Από κάπου όμως ξεκί­νη­σες. Ποια ήταν η αρχή και πώς εξε­λί­χθη­κε στη συνέχεια;

Γ.Τ- Έγρα­ψα πρώ­τα ένα μικρό αυτό­νο­μο κεί­με­νο για την κηδεία μιας μάνας, στη­ριγ­μέ­νη στο βίω­μα του ανθρώ­πι­νου πόνου. Το τυπι­κό των κηδειών, η συνο­μι­λία που είχαν οι άνθρω­ποι με τον νεκρό, τα μήλα, τα κυδώ­νια κ.λ.π με τα οποία έστελ­ναν τα νέα τους στους δικούς τους νεκρούς και είχα δει πολ­λές φορές ως παι­δί στον τόπο κατα­γω­γής μου, με συγκλόνιζε.

Μετά έγρα­ψα ένα δεύ­τε­ρο αυτό­νο­μο κομ­μά­τι, αυτό της σαλε­μέ­νης μάνας που χάνει την έφη­βη κόρη της και κρε­μά­ει τα ρού­χα του παι­διού της στα μαδέ­ρια. Το τρί­το αυτό­νο­μο κομ­μά­τι ήταν η σκη­νή του πανη­γυ­ριού, η Παπα­διά, ο χορός στα ποτή­ρια, όχι ακρι­βώς όπως είναι γραμ­μέ­νη στο βιβλίο. Έγρα­ψα, δηλα­δή , για πράγ­μα­τα που είχα βιώ­σει και είχαν αφή­σει το απο­τύ­πω­μά τους μέσα μου. Όταν έγρα­ψα τη σκη­νή του χορού , σκέ­φτη­κα να δέσω τα κομ­μά­τια αυτά σε μια ιστο­ρία. Και εκεί στα­μά­τη­σα. Δεν μπο­ρού­σα να βρω την ιστο­ρία. Τα παρά­τη­σα για πολύ καιρό.

- Τη βρή­κες όμως. Τι σε βοή­θη­σε να ολο­κλη­ρώ­σεις τελι­κά την ιστορία;

Γ.Τ- Μια φρά­ση που πέρα­σε από το μυα­λό μου, « Κάθε πρωί ανέ­βα­ζε τη ζωή του ψηλά και την κατέ­βα­ζε το βρά­δυ» , που απο­τέ­λε­σε και την πρώ­τη φρά­ση του βιβλί­ου. Τότε προ­σπά­θη­σα να φαντα­στώ αυτόν τον άνθρω­πο που ανε­βο­κα­τέ­βα­ζε τη ζωή του. Ποιος είναι, τι δου­λειά κάνει, πού ζει. Τον έχτι­ζα καθώς απα­ντού­σα στα ερω­τή­μα­τα και η ιστο­ρία προ­έ­κυ­πτε όσο αυτός έβρι­σκε το πρό­σω­πό του. Ήταν ο Αλέ­ξαν­δρος. Από ένα σημείο και μετά με οδη­γού­σε στην ιστο­ρία του κεντρι­κού προ­σώ­που και στη δομή του μυθιστορήματος.

- Το μυθι­στό­ρη­μα απο­τε­λεί­ται από τρία μέρη, τα οποία φαί­νο­νται αρχι­κά ασύν­δε­τα μετα­ξύ τους καθώς εισά­γο­νται νέα πρό­σω­πα και οι ιστο­ρί­ες τους, όπως αυτό του βασα­νι­στή κατά τη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας. Δεν είναι όμως. Πώς συν­δέ­ο­νται μετα­ξύ τους;

Γ.Τ- Οδη­γή­θη­κα στο δεύ­τε­ρο και τρί­το μέρος του βιβλί­ου αφού ολο­κλή­ρω­σα το πρώ­το για­τί ήθε­λα να κατα­λά­βω τον βασα­νι­στή. Έτσι απο­φά­σι­σα να αφη­γη­θώ και τη δική του ιστο­ρία, πράγ­μα δύσκο­λο για­τί αυτόν τον χαρα­κτή­ρα δεν τον γνώ­ρι­ζα καθό­λου. Διά­βα­σα συνε­ντεύ­ξεις βασα­νι­στών, μίλη­σα με ανθρώ­πους που είχαν γνω­ρί­σει βασα­νι­στές, αλλά για να κατα­λά­βω πώς λει­τουρ­γεί και να μην γίνει καρι­κα­τού­ρα ο ήρω­ας μου έπρε­πε να τον αγα­πή­σω και να τον κατα­νο­ή­σω. Και αυτό προ­σπά­θη­σα να κάνω . Και οι δύο ήρω­ες είναι επι­νοη­μέ­να πρό­σω­πα. Φαί­νε­ται πως άρχι­σα να γρά­φω για να κατα­λά­βω τι συνέ­βη σε αυτόν τον τόπο, τι συνέ­βη στην οικο­γέ­νειά μου, τι συνέ­βη σε μένα την ίδια και γρά­φο­ντας συνει­δη­το­ποί­η­σα πως ο άνθρω­πος έχει ανά­γκη το κάτο­πτρο της συλ­λο­γι­κής Ιστο­ρί­ας για να κατα­νο­ή­σει την προ­σω­πι­κή του ιστορία.

- Δια­βά­ζο­ντας το μυθι­στό­ρη­μα κινη­το­ποιού­νται και οι αισθή­σεις . Σε αυτό συμ­βάλ­λουν οι πολύ δυνα­τές εικό­νες που ξεχω­ρί­ζουν με την πλά­για γρα­φή και το άρω­μα του μαντα­ρι­νιού που δια­χέ­ε­ται στην ατμό­σφαι­ρα. Νομί­ζω όμως ότι τόσο η πλά­για γρα­φή όσο και το άρω­μα του μαντα­ρι­νιού λει­τουρ­γούν δια­φο­ρε­τι­κά, πέρα από την αισθη­το­ποί­η­ση. Ποιος είναι ο λει­τουρ­γι­κός τους ρόλος στην εξέ­λι­ξη της ιστορίας;

Γ.Τ- Η πλά­για γρα­φή είναι ένας τρό­πος να μη χαθεί το παρελ­θόν μέσα στην αφή­γη­ση. Ο ρόλος του παρελ­θό­ντος είναι κατα­λυ­τι­κός, είναι η κινη­τή­ρια δύνα­μη της ιστο­ρί­ας μου και ήθε­λα αυτό να εκφρά­ζε­ται και στη μορ­φή του κει­μέ­νου. Το παρελ­θόν δεν είναι κάτι αμε­τά­βλη­το, αλλά­ζει, είναι παρόν. Για το λόγο αυτό και η εσω­τε­ρι­κή σύγκρου­ση του Αλέ­ξαν­δρου όταν σχε­διά­ζει το θάνα­το του Τάσου είναι με πλά­για μορ­φή. Όσο για το άρω­μα μαντα­ρι­νιού, αυτό μας πάει πίσω ως την πρώ­τη συνά­ντη­ση του ήρωα με αυτό, διε­γεί­ρο­ντας τη μνή­μη των γεγο­νό­των που ήταν εμπο­τι­σμέ­να με τη μυρω­διά του. Λει­τουρ­γεί, ας πού­με, όπως το βου­τηγ­μέ­νο στο τσάι μπι­σκο­τά­κι, η μαντλέν του Προυστ στο Χαμέ­νο Χρόνο.

- Ο κύριος ήρω­ας σου, ο Αλέ­ξαν­δρος, είναι μετα­νά­στης σε μια σου­η­δι­κή πόλη. Ένας ξένος ανά­με­σα στους ξένους που συνο­μι­λεί με τους δικούς του , με το παρελ­θόν του σχη­μα­τί­ζο­ντας τα είδω­λά τους μέσα στα τζά­μια που καθα­ρί­ζει, που θυμά­ται και πονά­ει για ό, τι έχει αφή­σει πίσω. Έχω την αίσθη­ση ότι με αυτόν τον τρό­πο διευ­ρύ­νεις την έννοια της μετανάστευσης.

Γ.Τ- Πέρα από αυτό που η ίδια η λέξη μετα­νά­στευ­ση ορί­ζει στο βιβλίο , έχει και την έννοια της από­στα­σης που επι­βάλ­λε­ται να πάρει ο άνθρω­πος μετά από μεγά­λες συμ­φο­ρές για να μη βου­λιά­ξει, για να δει τα πράγ­μα­τα πιο καθα­ρά. Η από­στα­ση αυτή όμως δεν αδρα­νο­ποιεί τη μνή­μη, αντι­θέ­τως την κρα­τά­ει σε εγρή­γορ­ση φέρο­ντας το παρελ­θόν στο παρόν.

- Ο Αλέ­ξαν­δρος όμως βρί­σκει τον έρω­τα και την αγά­πη εκεί στα ξένα και αυτό θα λει­τουρ­γή­σει λυτρωτικά.

Γ.Τ- Ο έρω­τας είναι ο μέγας ελκυ­στής για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της ενό­τη­τας με το άλλο, με αυτό που μας υπερβαίνει.

- Χρη­σι­μο­ποιείς ένα συγκλο­νι­στι­κό εύρη­μα για να απο­κα­λυ­φθεί η ταυ­τό­τη­τα, η προ­σω­πι­κό­τη­τα του βασα­νι­στή, το λαγό στι­φά­δο, και συγκε­κρι­μέ­να τα μάτια του λαγού που είναι ανοι­κτά ακό­μη και στον ύπνο και παρα­κο­λου­θούν τα πάντα. Πώς το σκέ­φτη­κες αυτό;

Γ.Τ‑Χρωστάω το λαγό στι­φά­δο στον Αργύ­ρη Χιό­νη. Όταν έγρα­φα, διά­βα­σα εντε­λώς τυχαία τα « Όντα και μη όντα». Φτά­νο­ντας στο κεί­με­νο με τον τίτλο «ο λαγός» και συγκε­κρι­μέ­να στο σημείο «Ακρι­βώς όπως κι ο ποι­η­τής, ο λαγός πεθαί­νει με ανοι­χτά μάτια, βλέ­πει το θάνα­το να τον ζυγώ­νει, ως να χωθεί μέσα στις κόρες του, κι ύστε­ρα, συνε­χί­ζει να κοι­τά το τίπο­τα» στη θέση του λαγού που πεθαί­νει με τα μάτια ανοι­χτά είδα το κεφά­λι του βασα­νι­σμέ­νου από τον Τάσο, Δημή­τρη Ράμ­μου. Βασί­στη­κα σ’ αυτή την ιδέα κι έστη­σα πάνω της όλο το κεφά­λαιο. Η συνά­ντη­σή μου με το κεί­με­νο του Χιό­νη γονι­μο­ποί­η­σε τη σκέ­ψη μου.

- Η  εντύ­πω­ση μου είναι  ότι τα μάτια του λαγού μετα­τρέ­πο­νται σε ερι­νύ­ες που κυνη­γούν τον βασα­νι­στή και  τα μάτια του νεκρού που μένουν ανοι­κτά ίσως είναι μια τιμω­ρία, δηλα­δή ο άνθρω­πος που αδι­κεί κάποιον άλλον άνθρω­πο κάποια στιγ­μή θα τιμω­ρη­θεί . Μέσα σε αυτό το μοτί­βο δια­κρί­νω το σχή­μα ύβρις – άτη- νέμε­σις – τίσις. Πόσο σε έχει επη­ρε­ά­σει η αρχαία ελλη­νι­κή τρα­γω­δία και ηθική ;

Γ.Τ- Με έχει επη­ρε­ά­σει, μάλ­λον επει­δή με έχει αγγί­ξει το τρα­γι­κό, παρά επει­δή γνώ­ρι­ζα το σχή­μα ύβρις –άτη – νέμε­σις – τίσις και τους κανό­νες του. Αν ανα­λο­γι­στεί κανείς τι συνέ­βαι­νε στη χώρα μας τη δεκα­ε­τία του ’50, που εγώ γεν­νή­θη­κα, θα κατα­λά­βει τι εννοώ. Η οικο­γέ­νειά μου – και όχι μόνον η δική μου – έζη­σε τον εμφύ­λιο στα σπλά­χνα της, είχε θύμα­τα, δια­λύ­θη­κε. Με αυτή την έννοια με έχει επη­ρε­ά­σει βαθιά η αρχαία τρα­γω­δία, αν και όταν έγρα­φα το Χορό στα ποτή­ρια δεν είχα καμιά συνεί­δη­ση του γεγονότος.

- Νομί­ζεις ότι τελι­κά μπο­ρούν να απο­κα­τα­στα­θούν οι αδι­κί­ες και να πλη­ρώ­σουν οι θύτες; Η εκδί­κη­ση είναι μέρος της αποκατάστασης;

Γ.Τ‑Με τους θεούς από­ντες πώς να απο­κα­τα­στα­θούν οι αδι­κί­ες; Οι θύτες πλη­ρώ­νουν ακό­μα κι αν δεν πλη­ρώ­νουν με τον τρό­πο της λυτρω­τι­κής κάθαρ­σης, ωστό­σο το σφά­γιο είναι πάντα εκεί ( η Ιφι­γέ­νεια, ο Αστυά­ναξ, τα παι­διά της Μήδειας κ.λ.π.).

Η εκδί­κη­ση; Είναι η απο­νο­μή δικαιο­σύ­νης όταν οι θεσμοί που την απο­δί­δουν έχουν καταργηθεί.

- Κάνεις μια εκπλη­κτι­κή ψυχο­γρά­φη­ση του Αλέ­ξαν­δρου ενώ προ­ε­τοι­μά­ζε­ται να τιμω­ρή­σει τον βασα­νι­στή του ξάδελ­φου του. Τι ακρι­βώς συμ­βαί­νει στην ψυχή του , με τι συγκρούεται;

Γ.Τ- Ο άνθρω­πος όσο έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με τα σκο­τά­δια του και κατε­βαί­νει βαθιά στην άβυσ­σό του τόσο απο­κτά συνεί­δη­ση της τρα­γι­κό­τη­τάς του. Αυτήν την τρα­γι­κό­τη­τα βιώ­νει ο Αλέ­ξαν­δρος όταν κάνει πρό­βες για το θάνα­το του Τάσου. Μέσα του συγκρού­ε­ται το δίκαιο με το άδι­κο, το δίκαιο με το ηθι­κό, το ιδιω­τι­κό με το κοι­νω­νι­κό, η ύπαρ­ξη με τη θνητότητα.

- Θα ήθε­λα να μου μιλή­σεις για μια από τις πιο συντα­ρα­κτι­κές σκη­νές της ιστο­ρί­ας σου. Για την πτή­ση και την πτώ­ση του Αλέ­ξαν­δρου τη στιγ­μή που χορεύ­ει στα ποτήρια.

Γ.Τ- Την «Παπα­διά» που χορεύ­ε­ται στα ποτή­ρια, την ξέρω καλά. Δυο – τρεις φορές τόλ­μη­σα να τη χορέ­ψω κι εγώ. Είναι σαν να σε οδη­γεί στην ανά­τα­ση η ίδια η τρα­γι­κό­τη­τα της ύπαρ­ξης. Έχω δει άντρα να τη χορεύ­ει και να φεύ­γει, να πετά­ει, χόρευε και έτρε­χαν τα μάτια του. Τον άνθρω­πο αυτό ανα­κά­λε­σα στη μνή­μη μου και προ­σπά­θη­σα να ανα­πα­ρα­στή­σω τη σκη­νή βάζο­ντας στη θέση του τον Αλέ­ξαν­δρο και τη δική του ιστο­ρία. Με ενδιέ­φε­ρε η ισορ­ρο­πία πάνω σε κάτι τόσο εύθραυ­στο, όπως το γυα­λί. Ο Αλέ­ξαν­δρος, χωρίς άμε­ση επα­φή με τη γη, σε πτή­ση, αλλά και με τον κίν­δυ­νο της πτώ­σης, έπρε­πε να έχει τον από­λυ­το έλεγ­χο του ρυθ­μού και του σώμα­τός του. Η εικό­να του χορού του είναι ταυ­τό­χρο­να και η εικό­να της ζωής του. Στην ίδια εύθραυ­στη ισορ­ρο­πία ακρο­βα­τού­σε και η ζωή του. Αλλά η πτή­ση είναι συνυ­φα­σμέ­νη με την πτώ­ση κι εμείς πρέ­πει να είμα­στε έτοι­μοι για την απώ­λεια, να μάθου­με τον τρό­πο να τη διαχειριστούμε.

xoros-sta-potiria- Αυτή η απώ­λεια αγα­πη­μέ­νων προ­σώ­πων και ο θάνα­τος κυριαρ­χούν στο βιβλίο σου.

Γ.Τ- Το θέμα του βιβλί­ου είναι ο θάνα­τος στην πραγ­μα­τι­κή και στην υπαρ­ξια­κή διά­στα­σή του. Όλα περι­στρέ­φο­νται γύρω από αυτόν. Και οι δύο ήρω­ες του βιβλί­ου πεθαί­νουν. Έχει όμως σημα­σία ο τρό­πος που πεθαί­νουν για­τί ο θάνα­τός τους καθο­ρί­ζε­ται από τον τρό­πο που έζη­σαν. Ο Αλέ­ξαν­δρος πεθαί­νει ανα­πά­ντε­χα, μες στην ενό­τη­τα του εαυ­τού του και της κοι­νό­τη­τας, χορεύ­ο­ντας, στην κορύ­φω­ση μάλι­στα του χορού. Ο Τάσος – στον αντί­πο­δα του Αλέ­ξαν­δρου- πεθαί­νει αντι­με­τω­πί­ζο­ντας το θάνα­το σαν λύτρω­ση, κατα­κερ­μα­τι­σμέ­νος, μόνος, έρη­μος, άρρω­στος, χωρίς καμιά ανά­λη­ψη ευθύ­νης. Κατά τον Καστο­ριά­δη ο ελλη­νι­κός κόσμος χτί­ζε­ται πάνω στην επί­γνω­ση ότι δεν υπάρ­χει φυγή από τον κόσμο και το θάνα­το, είμα­στε θνη­τοί και ό, τι έχου­με να κάνου­με – αν γίνε­ται- θα γίνει εδώ από μας. Συμ­φω­νώ μαζί του. Μόνο η βαθιά συνεί­δη­ση της θνη­τό­τη­τάς μας δίνει αξία και νόη­μα στη ζωή μας. Σήμε­ρα φοβό­μα­στε να πονέ­σου­με, φοβό­μα­στε τους νεκρούς μας, από το νοσο­κο­μείο τούς πάμε κατευ­θεί­αν στο νεκρο­τα­φείο χωρίς καν να ανοί­ξου­με το φέρε­τρό τους. Οι άνθρω­ποι του βιβλί­ου τούς βλέ­πουν, τούς ξενυ­χτούν στο σπί­τι τους, τούς μιλούν, τούς αγγί­ζουν. Κλαί­νε, γελά­νε, πεν­θούν κι έτσι απο­χτούν επί­γνω­ση της θνη­τό­τη­τάς τους. Δεν απο­φεύ­γουν τον πόνο για­τί ξέρουν χωρίς κανείς να τους το έχει πει πως μέσω του πόνου απο­κτά­ει κανείς συνεί­δη­ση των ορί­ων του, του εαυ­τού του, του κόσμου.

- Ξεκι­νώ­ντας να γρά­φεις την ιστο­ρία σου ή τις ιστο­ρί­ες σου συλ­λαμ­βά­νεις τον εαυ­τό σου να σκέ­φτε­ται βιβλία και συγ­γρα­φείς που το έργο τους , οι ιδέ­ες του και η σκέ­ψη τους σε έχουν επη­ρε­ά­σει και ενδε­χο­μέ­νως τους μετα­φέ­ρεις με τον τρό­πο σου μέσα στο δικό σου γρά­ψι­μο, στο δικό σου έργο;

Γ.Τ- Υπάρ­χουν βιβλία που έχουν συντα­ρά­ξει την ψυχή μου και στα οποία επα­νέρ­χο­μαι πολύ συχνά. Από τα Νεο­ελ­λη­νι­κά Διη­γή­μα­τα του Γεωρ­γί­ου Βιζυ­η­νού « Το αμάρ­τη­μα της μητρός μου», από τις Κορ­φιά­τι­κες Ιστο­ρί­ες του Κων­στα­ντί­νου Θεο­τό­κη το « Πίστο­μα». Το « Πίστο­μα» — οικεία λέξη, λέξη της καθη­με­ρι­νό­τη­τάς μου αφού κι εμείς στην Ήπει­ρο το μπρού­μυ­τα πίστο­μα το λέμε – με καθή­λω­σε για το φρι­κώ­δες θέμα του ( όπως και το Ταξί­δι στην άκρη της νύχτας του Σελίν), αλλά κυρί­ως για την οικο­νο­μία και την αφαί­ρε­σή του. Κορυ­φώ­νει την έντα­ση μιας ολό­κλη­ρης σκη­νής με μία μόνο λέξη. Σου τσα­κί­ζει τα κόκαλα.

Το « Είναι ένδο­ξος ο υπέρ πατρί­δος θάνα­τος» από την Εγκυ­κλο­παί­δεια των νεκρών του Ντα­νί­λο Κις, από­σπα­σμα του οποί­ου χρη­σι­μο­ποιώ ως μότο στο

« Χορός στα ποτή­ρια» με βοή­θη­σε να κατα­νο­ή­σω την αμφι­ση­μία, την αμφι­βο­λία, τις πολ­λές εκδο­χές της αλή­θειας μέσα στην αφήγηση.

Ο Χουάν Ρούλ­φο με το « Πέδρο Πάρα­μο» με έφε­ρε σε επα­φή με τους δικούς μου νεκρούς και ο Περ Όλοβ Ένκ­βιστ με το « Πεπτω­κώς άγγε­λος» μου απο­κά­λυ­ψε τα πολ­λά πρό­σω­πα της αγάπης.

Η φρά­ση του Μπόρ­χες « οι επα­να­λή­ψεις, οι παραλ­λα­γές, οι συμ­με­τρί­ες αρέ­σουν στη μοί­ρα» από το μικρό κεί­με­νο « Η πλο­κή» που περι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο « Ο δημιουρ­γός» έχει στοι­χειώ­σει τη σκέ­ψη μου. Πάνω σ’ αυτή τη φρά­ση προ­σπα­θώ να δομή­σω την ιστο­ρία που δου­λεύω αυτό τον καιρό.

Δεν χρειά­ζε­ται να μιλή­σω για την επί­δρα­ση που έχει μέσα μου το δημο­τι­κό τρα­γού­δι. Είναι εμφα­νές – νομί­ζω – αφού το δημο­τι­κό τρα­γού­δι απο­τε­λεί δομι­κό στοι­χείο του βιβλί­ου « Χορός στα ποτήρια».

-Γεωρ­γία, τελειώ­νο­ντας και αφού σε ευχα­ρι­στή­σω γι’ αυτήν την ενδια­φέ­ρου­σα κου­βέ­ντα και την αντα­πό­κρι­σή σου στην πρό­σκλη­ση του ΑΤΕΧΝΩΣ θα ήθε­λα να σε ρωτή­σω πώς μπο­ρεί τελι­κά ένα βιβλίο που έχει ως θέμα το θάνα­το να είναι τόσο αισιό­δο­ξο στο τέλος;

Γ.Τ- Μπο­ρεί. Για­τί οι άνθρω­ποι του βιβλί­ου «έκα­ναν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου».

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο