Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γ. Μαργαρίτης: Ο Ν. Πλουμπίδης, οι κομμουνιστές, το ΚΚΕ ανήκουν στην αγωνιστική παρακαταθήκη του λαού μας. Οι άλλοι πού αλήθεια ανήκουν;

Επι­στη­μο­νι­κή ημε­ρί­δα για τον Νίκο Πλου­μπί­δη, με θέμα «Στε­νή κι αδιά­βα­τος, τρα­χεία η οδός. Νίκος Πλου­μπί­δης 1902 — 1954», πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε χτες στο Ιδρυ­μα της Βουλής.

Στην ημε­ρί­δα, που είναι η πρώ­τη ενός κύκλου με τον γενι­κό τίτλο «12 Οκτώ­βρη 1944 — Αθή­να Ελεύ­θε­ρη»,  μίλη­σε ο Γ. Μαρ­γα­ρί­της , καθη­γη­τής Σύγ­χρο­νης Ιστο­ρί­ας στο Αρι­στο­τέ­λειο Πανε­πι­στή­μιο Θεσσαλονίκης.

Κυρί­ες και κύριοι,

Το ίδρυ­μα της Βου­λής μου έκα­νε την τιμή να μου ζητή­σει να απευ­θυν­θώ σε εσάς στη σημε­ρι­νή εκδή­λω­ση που γίνε­ται προς τιμήν του Νίκου Πλου­μπί­δη. Ενός κομ­μου­νι­στή, ενός αγω­νι­στή, ταυ­τό­ση­μες είναι οι έννοιες.

Εκδή­λω­ση επε­τεια­κή επί­σης, Γίνε­ται στο πλαί­σιο των εκδη­λώ­σε­ων για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Αθή­νας, στις 12 Οκτω­βρί­ου 1944. Πίσω από αυτή την επαί­τειο, βρί­σκε­ται μια άλλη που εκφρά­ζει και εξη­γεί και το πρό­σω­πο και το γεγο­νός. Πρό­κει­ται για την επέ­τειο των 100 χρό­νων από την ίδρυ­ση του ΚΚΕ. Αυτό που υπήρ­ξε ο Ν. Πλου­μπί­δης και αυτό που σήμαι­νε η απε­λευ­θέ­ρω­ση δεν ήταν παρά στιγ­μές, απο­σπά­σμα­τα της μεγά­λης ιστο­ρί­ας των οργα­νω­μέ­νων αγώ­νων του λαού μας κάτω από τα λάβα­ρα της πραγ­μα­τι­κής τη κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης. Ιστο­ρία ταξι­κών αγώ­νων είναι τού­τα τα 100 χρό­νια αλλά ταυ­τό­χρο­να στη χώρα μας και ιστο­ρία εθνι­κή, καθώς σε τού­τον τον τόπο  ο λαός μας ευτύ­χη­σε να πάρει τις τύχες τις δικές του, τις τύχες του έθνους στα χέρια του. Μετέ­τρε­ψε ο λαός μας τις ευκαι­ρί­ες που του δόθη­καν σε μεγά­λες, σε επι­κές στιγ­μές. Στιγ­μές που τίμη­σαν την ιστο­ρία της Ελλά­δας και που θα στέ­κουν παντο­τι­νά παρα­δείγ­μα­τα στην ιστο­ρί­ας του λαού και του έθνους μας. Θα μας οδη­γούν στους αγώ­νες που έρχο­νται, στο απε­λευ­θε­ρω­τι­κό έργο που μας περιμένει.

Στις αρχές του 1943, ο κόσμος ήταν αιμα­τη­ρός, πνι­γη­ρός, δύσκο­λος για τους λαούς. Η Ευρώ­πη ενο­ποι­η­μέ­νη κάτω από τα σκή­πτρα του Άξο­να και τις προ­δια­γρα­φές του ναζι­σμού, βρι­σκό­ταν σε πόλε­μο με τις αντί­πα­λες ιμπε­ρια­λι­στι­κές μητρο­πό­λεις, ένθεν και ένθεν του Ατλα­ντι­κού. Οι συγκρού­σεις των ιμπε­ρια­λι­σμών επι­σκιά­ζο­νταν όμως ήδη από κάτι το ολό­τε­λα και­νού­ριο. Η πατρί­δα των εργα­τών και της επα­νά­στα­σης, η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση αντι­με­τώ­πι­ζε νικη­φό­ρα έναν εχθρό που συγκέ­ντρω­νε ενά­ντιά της την οικο­νο­μι­κή ισχύ και το ανθρώ­πι­νο δυνα­μι­κό ολό­κλη­ρης της Γηραιάς Ευρώ­πης. Στις 5 Δεκεμ­βρί­ου του 1941 ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός εξα­πέ­λυ­σε στις παρυ­φές της Μόσχας την πρώ­τη του νικη­φό­ρα αντε­πί­θε­ση. Δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, στις όχθες του Βόλ­γα, έδω­σε την απο­φα­σι­στι­κή μάχη – αυτή που έκρι­νε την τύχη του πολέμου.

Στις 2 Φεβρουα­ρί­ου του 1943, στα ερεί­πια του Στά­λιν­γκραντ, τα υπο­λείμ­μα­τα της 6ης Γερ­μα­νι­κής Στρα­τιάς και των λοι­πών στρα­τευ­μά­των από τις χώρες δορυ­φό­ρους του Άξο­να συν­θη­κο­λό­γη­σαν. Στις 18 Φεβρουα­ρί­ου 1943, στον από­η­χο των όσων έγι­ναν στο μακρι­νό Στά­λιν­γκραντ, στο κατά­με­στο Παλά­τι των Σπόρ του Βερο­λί­νου, ο Γιό­ζεφ Γκαί­μπελς εκφώ­νη­σε τον τρο­με­ρό λόγο του για τον «ολο­κλη­ρω­τι­κό πόλε­μο». Ο γερ­μα­νι­κός λαός, είπε, έχυ­νε το πολύ­τι­μο αίμα του για να σώσει όχι μόνο το Ράιχ, αλλά ολό­κλη­ρη την Ευρώ­πη, ίσως και τον κόσμο. Φαι­νό­ταν αυτο­νό­η­το, με τη λογι­κή του Γκαί­μπελς, ότι οι υπό­λοι­ποι Ευρω­παί­οι όφει­λαν να δου­λέ­ψουν σκλη­ρά για να στη­ρί­ξουν τον γερ­μα­νι­κό ηρω­ϊ­σμό. Η ομι­λία του Γκαί­μπελς δεν ήταν απλά μία επι­χεί­ρη­ση ανόρ­θω­σης του μαχη­τι­κού πνεύ­μα­τος των Γερ­μα­νών. Ήταν πραγ­μα­τι­κό σάλ­πι­σμα συνα­γερ­μού για τις άρχου­σες τάξεις της Ευρώ­πης, για τον ευρω­παϊ­κό καπι­τα­λι­σμό. Οι εφιάλ­τες του τελευ­ταί­ου είχαν όλοι το ίδιο θέμα, τον ίδιο παρο­νο­μα­στή, την επι­κρά­τη­ση των μπολ­σε­βί­κων, της προ­λε­τα­ρια­κής επα­νά­στα­σης. Η ταξι­κή κυριαρ­χία ρίχθη­κε στο τρα­πέ­ζι και το μήνυ­μα έγι­νε απο­δε­κτό, λίγο ή πολύ, σε κάθε γωνιά της ναζι­στι­κής Ευρώ­πης. Ο ελλη­νι­κός καπι­τα­λι­σμός δε θα μπο­ρού­σε να απου­σιά­ζει από τη μεγά­λη σταυροφορία.

Για τον τελευ­ταίο η περί­ο­δος της ναζι­στι­κής κατο­χής απο­τέ­λε­σε μία μεγά­λη ιστο­ρι­κή ευκαι­ρία. Βαθιά τραυ­μα­τι­σμέ­νος από τις κατα­στρο­φές του πρώ­του παγκο­σμί­ου πολέ­μου και την απώ­λεια των θέσε­ών του στον πρώ­ην οθω­μα­νι­κό χώρο ή στη Ρωσία, βρή­κε στις συν­θή­κες της νέας πολε­μι­κής περιό­δου τρό­πους να πετύ­χει την ανόρ­θω­σή του. Πολ­λές ευκαι­ρί­ες ανοί­γο­νταν μπρο­στά του. Η τρο­φο­δο­σία των κατα­κτη­τών, η δια­χεί­ρι­ση των «επι­ταγ­μέ­νων», τα στρα­τιω­τι­κά έργα, οι εργο­λα­βί­ες, το παρα­ε­μπό­ριο, η οικο­νο­μία κατο­χής και πολέ­μου ήταν πηγές πλου­τι­σμού. Ακό­μα, και από την από­λυ­τη δυστυ­χία του λαού μπο­ρού­σε να βγει κέρ­δος. Η βοή­θεια του Ερυ­θρού Σταυ­ρού που άρχι­σε να φθά­νει στα λιμά­νια της χώρας από το φθι­νό­πω­ρο του 1942, άφη­νε αξιο­σέ­βα­στα κέρ­δη σε όσους εισέ­πρατ­ταν το λεγό­με­νο «κόστος δια­νο­μής». Η δε εργα­σία ταυ­τί­στη­κε με την «αγγα­ρεία», έτσι ώστε να αυγα­ταί­νουν τα κέρ­δη επι­χει­ρη­μα­τιών, εργο­λά­βων, Ελλή­νων και ξένων. Επι­χει­ρη­μα­τί­ες και κατα­κτη­τές βρή­καν κοι­νό πεδίο συνεν­νό­η­σης και συνερ­γα­σί­ας. Οι τελευ­ταί­οι, εξάλ­λου, φάνη­καν εξαι­ρε­τι­κά γεν­ναιό­δω­ροι. Έχο­ντας ευτε­λί­σει τη δραχ­μή μέσα από γιγα­ντιαί­ες ανα­λή­ψεις, είτε για τα «έξο­δα» κατο­χής, είτε για τις «προ­κα­τα­βο­λές» τους, το δια­κρα­τι­κό δάνειο της ελλη­νι­κής πολι­τεί­ας προς το Ράιχ, δέχθη­καν να ρίξουν στο Χρη­μα­τι­στή­ριο της Αθή­νας χρυ­σό, αρπαγ­μέ­νο από άλλους άτυ­χους, από εβραϊ­κές κοι­νό­τη­τες και λεη­λα­τη­μέ­νες πρω­τεύ­ου­σες, έτσι ώστε τα κέρ­δη των επι­χει­ρη­μα­τιών να μπο­ρούν να απο­θη­σαυ­ρί­ζο­νται σε κάτι πιο στα­θε­ρό και αξιό­πι­στο. Με τον τρό­πο αυτό γέμι­σαν με τόνους χρυ­σού και αργύ­ρου τα θησαυ­ρο­φυ­λά­κια των νέων ή των παλαιών τζα­κιών, του ελλη­νι­κού καπιταλισμού.

Η οικο­νο­μι­κή συνερ­γα­σία απο­δεί­χθη­κε ότι μπο­ρεί να φέρει και την πολι­τι­κή σύμπνοια. Το καθε­στώς ήταν η Ελλη­νι­κή Πολι­τεία πιστό αντί­γρα­φο του Etat Francais, του Πετε­νι­κού καθε­στώ­τος της Γαλ­λί­ας, ευθυ­γραμ­μι­σμέ­νο με τις προ­δια­γρα­φές της ναζι­στι­κής Νέας Ευρώ­πης. Η εξο­μά­λυν­σή του ήταν υπό­θε­ση του 1943. Η κυβέρ­νη­ση των στρα­τη­γών του 1941 – η κυβέρ­νη­ση Τσο­λά­κο­γλου – είχε ήδη αντι­κα­τα­στα­θεί από μία πιο πολι­τι­κή αντί­στοι­χη, εκεί­νη του για­τρού Λογο­θε­τό­που­λου. Το μεγά­λο βήμα όμως ετοι­μα­ζό­ταν και δεν ήταν παρά η ανά­λη­ψη της δια­κυ­βέρ­νη­σης της Ελλη­νι­κής Πολι­τεί­ας από καθα­ρά πολι­τι­κά πρό­σω­πα, γνω­στά από παλιά και έμπι­στα στην ελλη­νι­κή οικο­νο­μι­κή ελίτ. Η κυβέρ­νη­ση Ιωάν­νη Ράλ­λη περί­με­νε στο παρα­σκή­νιο μέχρι να περα­τω­θούν οι δυσά­ρε­στες εκκρε­μό­τη­τες: η πρώ­τη ήταν η εκτό­πι­ση των Εβραί­ων της Θεσ­σα­λο­νί­κης στα στρα­τό­πε­δα του θανά­του — η δια­δι­κα­σία άρχι­σε στις 15 Μαρ­τί­ου  — η δεύ­τε­ρη ήταν η πολι­τι­κή επι­στρά­τευ­ση – ο διά δια­τάγ­μα­τος εξαν­δρα­πο­δι­σμός του ελλη­νι­κού λαού. Μετά από αυτά ο Ράλ­λης και πολ­λοί παλαιοί πολι­τι­κοί ήταν έτοι­μοι να ανα­λά­βουν τα καθή­κο­ντά τους. Όπως και τα ανέ­λα­βαν στις 7 Απρι­λί­ου 1943.

Στις 30 Ιανουα­ρί­ου η γερ­μα­νι­κή διοί­κη­ση ανα­κοί­νω­σε την πολι­τι­κή επι­στρά­τευ­ση όλων των αρρέ­νων κατοί­κων της χώρας, από 16 ως 45 ετών. Η κυβέρ­νη­ση Λογο­θε­τό­που­λου έσπευ­σε να νομο­θε­τή­σει μηχα­νι­σμούς και κατα­λό­γους. Το γάντι αυτής της πολύ­μορ­φης πρό­κλη­σης, αυτής της βάναυ­σης επί­θε­σης το σήκω­σε ο ελλη­νι­κός λαός και ειδι­κά ο λαός της Αθή­νας. Το γάντι αυτής της πρό­κλη­σης το σήκω­σε το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας. Οχι! Δεν πρό­κει­ται για άθε­λη σύγ­χυ­ση της γλώσ­σας! Για το ίδιο πράγ­μα μιλά­με. Οι εργα­ζό­με­νοι της Αθή­νας και του Πει­ραιά, αυτοί οι υπο­ψή­φιοι δου­λο­πά­ροι­κοι της πολι­τι­κής επι­στρά­τευ­σης πραγ­μα­τι­κά ξεση­κώ­θη­καν: κατέ­βη­καν σε απερ­γί­ες, κατέ­βη­καν σε δια­δη­λώ­σεις – δεκά­δες χιλιά­δες αντι­με­τώ­πι­σαν τους στρα­τούς της κατο­χής και τα ελλη­νι­κά σώμα­τα ασφα­λεί­ας της Αστυ­νο­μί­ας του Άγγε­λου Έβερτ – κατέ­λα­βαν κυβερ­νη­τι­κά κτί­ρια, συγκρού­στη­καν και μάτω­σαν στους δρό­μους. Από την άλλη πλευ­ρά τίπο­τε από αυτά δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει χωρίς το πολι­τι­κό, το ταξι­κό εργα­λείο, το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα και τις οργα­νώ­σεις του. Το ΚΚΕ, οι μαζι­κές οργα­νώ­σεις του Εθνι­κού Απε­λευ­θε­ρω­τι­κού Μετώ­που, οι γεμά­τοι ενθου­σια­σμό και πάθος αγω­νί­στριες και αγω­νι­στές της νεο­γέν­νη­της Ενιαί­ας Πανελ­λα­δι­κής Οργά­νω­σης Νέων, ανέ­λα­βαν την μετά­πλα­ση της λαϊ­κής οργής σε οργα­νω­μέ­νο, πει­θαρ­χη­μέ­νο, άρα απο­τε­λε­σμα­τι­κό και νικη­φό­ρο, αγώ­να. Πίσω από τις συντο­νι­σμέ­νες προ­συ­γκε­ντρώ­σεις, πίσω από τις απερ­γί­ες, πίσω από τις εφό­δους στο υπουρ­γείο εργα­σί­ας, υπήρ­χε σχέ­διο, υπήρ­χε επι­τε­λι­κός μηχα­νι­σμός, έτσι όπως γίνε­ται – μόνο έτσι γίνε­ται – στις μάχες. Τα καθο­δη­γη­τι­κά όργα­να του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κατηύ­θυ­ναν τη μάχη και φυσι­κά, ιδιαί­τε­ρη μνεία οφεί­λου­με σε αυτόν που τιμού­με σήμε­ρα: ο «υπεύ­θυ­νος» των κινη­το­ποι­ή­σε­ων, ο δάσκα­λος Νίκος Πλου­μπί­δης, μέλος του Πολι­τι­κού Γρα­φεί­ου της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του ΚΚΕ επι­φορ­τι­σμέ­νος με την καθο­δή­γη­ση της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης της Αθήνας.

Τι άλλα­ξε στις μεγά­λες κινη­το­ποι­ή­σεις της 24 Φλε­βά­ρη και προ­πα­ντός της 5 Μάρ­τη 1943 σε σχέ­ση με το παρελ­θόν; Με ποιον τρό­πο οι μικρές επι­μέ­ρους επι­τυ­χί­ες ή απο­τυ­χί­ες των προη­γού­με­νων μηνών οδή­γη­σαν σε μεγά­λη μετω­πι­κή σύγκρου­ση και στην πρώ­τη στρα­τη­γι­κή νίκη των εργα­ζό­με­νων, του κινή­μα­τος της Αντί­στα­σης; Πολύς δρό­μος είχε δια­νυ­θεί στους προη­γού­με­νους μήνες. Από τις πρώ­τες αμή­χα­νες κινη­το­ποι­ή­σεις του 1941, από το «ΕΑΜ – τσα­ρού­χι», τη στε­φά­νω­ση των αδριά­ντων, τις παρε­λά­σεις των ανα­πή­ρων πολέ­μου. Ήρθαν μετά οι κινη­το­ποι­ή­σεις για το ψωμί, για τους μισθούς, για τα συσ­σί­τια. Οι οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις του ΚΚΕ, ασή­μα­ντες ποσο­τι­κά, αριθ­μη­τι­κά στην αρχή, έδω­σαν τον τόνο, έδει­ξαν τον δρό­μο, μπή­καν μπρο­στά μεγα­λώ­νο­ντας το βήμα τους μήνα με μήνα. Και ξαφ­νι­κά αλλά­ξαν τα μεγέ­θη: 60.000 απερ­γοί το Σεπτέμ­βριο του 1942, δεκά­δες χιλιά­δες απερ­γοί και δια­δη­λω­τές το Δεκέμ­βριο, με τη νεο­λαία, μαθη­τές και φοι­τη­τές, να ενώ­νε­ται μαζι­κά και να ενο­ποιεί τους αγώ­νες των επι­μέ­ρους κλά­δων. Να ενο­ποιεί με το αίμα της: Μήτσος Κων­στα­ντι­νί­δης και Γιώρ­γος Φίλης της ΟΚΝΕ, οι πρώ­τοι νεκροί.

Στις 24 Φεβρουα­ρί­ου και στον ξεση­κω­μό της 5ης Μαρ­τί­ου το μεγά­λο σχο­λείο των προη­γού­με­νων κινη­το­ποι­ή­σε­ων έδω­σε τα αγω­νι­στι­κά του πτυ­χία. Ο λαός, οι εργα­ζό­με­νοι, η νεο­λαία γνώ­ρι­ζαν πλέ­ον τον δρό­μο. Εκα­τό χιλιά­δες δια­δη­λω­τές τον Φεβρουά­ριο στις 24, ανε­πα­νά­λη­πτες σκη­νές έξαρ­σης και συγκί­νη­σης στην κηδεία του Κωστή Παλα­μά στις 28, ίσως δια­κό­σιες χιλιά­δες τον Μάρ­τιο. Σύνταγ­μα, Ομό­νοια, Πολι­τι­κό Γρα­φείο του πρω­θυ­πουρ­γού, υπουρ­γεία, υπη­ρε­σί­ες και ειδι­κά το υπουρ­γείο Εργα­σί­ας όπου σχε­δια­ζό­ταν ο εξαν­δρα­πο­δι­σμός, όλα τα προ­πύρ­για του κατο­χι­κού κρά­τους έπε­σαν. Τι και αν η Αστυ­νο­μία Πόλε­ων – το μηχα­νο­κί­νη­το, η Ειδι­κή Ασφά­λεια – αιμα­το­κύ­λι­σαν τους δια­δη­λω­τές σκο­τώ­νο­ντας δέκα άτο­μα στην είσο­δο του υπουρ­γεί­ου Εργα­σί­ας. Τι και αν οι κατα­κτη­τές έβγα­λαν στους δρό­μους τα τεθω­ρα­κι­σμέ­να. Μπρο­στά στον ενω­μέ­νο και οργα­νω­μέ­νο λαό τα φοβε­ρά όπλα των ισχυ­ρών τίπο­τε δεν κατα­φέρ­νουν. Τα σχέ­δια για την πολι­τι­κή επι­στρά­τευ­ση απο­σύρ­θη­καν. Και ο Ράλ­λης, μαζί του σύσ­σω­μη η ελλη­νι­κή πλου­το­κρα­τία, βρή­κε μια ακό­μα ευκαι­ρία να τονί­σει στους εκλε­κτούς του συνο­μι­λη­τές – κατα­κτη­τές και δυνά­στες της Ελλά­δας – την ανά­γκη να του εμπι­στευ­τούν την εγχώ­ρια αντι­κομ­μου­νι­στι­κή σταυ­ρο­φο­ρία επι­τρέ­πο­ντάς του να κτί­σει στρα­τό για να κτυ­πή­σει με φωτιά και σίδε­ρο τους κομ­μου­νι­στές και τους αντάρ­τες. Οι κατα­κτη­τές, ακό­μα και οι Ιτα­λοί που μόλις είχαν πάθει στρα­τιω­τι­κή πανω­λε­θρία στον Φαρ­δύ­κα­μπο, είδαν την ιδέα θετι­κά: ο δρό­μος για τη συγκρό­τη­ση Ταγ­μά­των Ασφα­λεί­ας και παρα­κρα­τι­κών «εθνι­κών» αντι­κομ­μου­νι­στι­κών οργα­νώ­σε­ων τύπου «Χ» άνοι­ξε διά­πλα­τα. Ο ΕΔΕΣ της Αθή­νας, ο Γονα­τάς, ακό­μα και ο μακριά ευρι­σκό­με­νος Πλα­στή­ρας, ανέ­λα­βαν είτε την ευλο­γία, είτε το πρα­κτι­κό μέρος του ζητήματος.

Την ίδια ημέ­ρα, στις 5 Μαρ­τί­ου, που η Αθή­να αγω­νι­ζό­ταν στους δρό­μους, πολύ μακρυά, στη δυτι­κή Μακε­δο­νία, ολο­κλη­ρω­νό­ταν η μάχη του Φαρ­δύ­κα­μπου. Ένα ολό­κλη­ρο ιτα­λι­κό τάγ­μα με πυρο­βο­λι­κό, 600 πολε­μι­στές του φασι­στι­κού Imperio, παρα­δό­θη­κε στον ΕΛΑΣ και στους εξε­γερ­μέ­νους αγρό­τες. Ο απέ­να­ντι κόσμος δεν άλλα­ξε τις συνή­θειές του: Sτις 4 Φεβρουα­ρί­ου στο Χρη­μα­τι­στή­ριο της Σοφο­κλέ­ους έγι­ναν ανάρ­πα­στες οι 48.000 χρυ­σές λίρες και τα 1.250.000 χρυ­σά εικο­σό­φρα­γκα,  αυτό το ματω­μέ­νο χρυ­σά­φι, που έρι­ξαν οι Γερ­μα­νοί για να αντα­πο­κρι­θούν στις επι­θυ­μί­ες της ελλη­νι­κής πλου­το­κρα­τί­ας. Στις 28 Φεβρουα­ρί­ου που­λή­θη­καν άλλες 63.000 λίρες, στις 2 Μαρ­τί­ου 33.000, στις 3 Μαρ­τί­ου 1.700.000 χρυ­σά εικο­σά­φρα­γκα. Το αίμα που χυνό­ταν στους δρό­μους επη­ρέ­α­σε ελά­χι­στα τις χρη­μα­τι­στη­ρια­κές δραστηριότητες.

Τελι­κά, στις 5 Μαρ­τί­ου 1943 πιστο­ποι­ή­θη­κε αυτό που ήδη πολ­λοί διαι­σθά­νο­νταν και που οι κομ­μου­νι­στές δεν κου­ρά­ζο­νταν να δια­κη­ρύσ­σουν. Η Ελλά­δα, ο κόσμος, ήταν χωρι­σμέ­νος στα δύο. Στον κόσμο του κέρ­δους, του καπι­τα­λι­σμού, της εκμε­τάλ­λευ­σης, του ιμπε­ρια­λι­σμού, της σφα­γής και του πολέ­μου. Και στον κόσμο της ανθρώ­πι­νης ελευ­θε­ρί­ας και αξιο­πρέ­πειας, στον κόσμο της εργα­σί­ας, του πατριω­τι­σμού, της ισό­τη­τας, της λαϊ­κής εξου­σί­ας, του σοσια­λι­σμού τελι­κά. Γύρω από το όποιο υπουρ­γείο Εργα­σί­ας ο αγώ­νας ήταν πλέ­ον για την πολι­τι­κή εξου­σία: και συνα­κό­λου­θα για την ανα­τρο­πή του παλιού και το κτί­σι­μο ενός και­νούρ­γιου κόσμου.

Κυρί­ες και κύριοι,

Ο δικός μας και­ρός απέ­χει 75 χρό­νια από τα τότε γεγο­νό­τα. Πολ­λά πράγ­μα­τα άλλα­ξαν από τότε, πολ­λά παρα­μέ­νουν ίδια. Οι αγώ­νες της 5ης Μαρ­τί­ου, οι αγώ­νες της Αντί­στα­σης, των αδιά­κο­πων ταξι­κών αγώ­νων, ο Νίκος ο Πλου­μπί­δης, οι κομ­μου­νι­στές, μας καλούν να μελε­τή­σου­με εκεί­νους τους και­ρούς, να τους μελε­τή­σου­με με σεβα­σμό, έχο­ντας πάντα ως στό­χο την καλ­λιέρ­γεια εκεί­νης της γνώ­σης, της επι­στη­μο­νι­κής παι­δεί­ας, πάνω στη οποία θα μπο­ρέ­σου­με να στη­ρί­ξου­με την αλλα­γή του κόσμου.

Όσοι επι­ζη­τούν το αντί­θε­το, όσοι ψάχνουν στα σκου­πί­δια της Ιστο­ρί­ας να βρουν ότι μπο­ρεί να αμαυ­ρώ­σει, να στρε­βλώ­σει, να δια­σύ­ρει πρό­σω­πα και κατα­στά­σεις, την αλλα­γή του κόσμου πολεμούν.

Θέλουν η αντα­νά­κλα­ση του χθες να είναι εικό­να και ομοί­ω­ση του δικού τους σήμε­ρα. Ένα σήμε­ρα υπο­τα­γής, υπο­τέ­λειας, αένα­ου προ­σκυ­νή­μα­τος, συν­διαλ­λα­γής, προ­σαρ­μο­γής και εξα­πά­τη­σης, Ένα σήμε­ρα τόσο άθλιο, όσο και ο κόσμος της αδι­κί­ας, της εκμε­τάλ­λευ­σης και του πολέ­μου που υπηρετεί.

Τυφλώ­νουν τους λαούς ανά­γο­ντας το επου­σιώ­δες σε ουσιώ­δες και παρα­ποιώ­ντας τη σημα­σία λέξε­ων και αξιών. Αφή­στε τους να μοχθούν.

Ο Νίκος ο Πλου­μπί­δης, οι κομ­μου­νι­στές, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα της Ελλά­δας ανή­κουν στην αγω­νι­στι­κή παρα­κα­τα­θή­κη του λαού μας. Οι άλλοι που αλή­θεια ανήκουν;

 

 

(Ευχα­ρι­στού­με τη φίλη ΕΜ για τη βοήθεια)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο