Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημ. Γληνός: Ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Σε μια επο­χή που η πολι­τι­κή και οι πολι­τι­κοί αμφι­σβη­τού­νται έντο­να από τους νέους, που τα πάντα έχουν σαρω­θεί από ισο­πε­δω­τι­κές θεω­ρί­ες και τη λογι­κή «όλοι ίδιοι είναι  και ο καθέ­νας ας κοι­τά­ει πώς θα βολευ­τεί καλύ­τε­ρα», που το συλ­λο­γι­κό υπο­χω­ρεί υπέρ του ατο­μι­κού, σε μια επο­χή που η πανε­πι­στη­μια­κή εκπαί­δευ­ση εξα­κο­λου­θεί να είναι σημα­ντι­κή αλλά θεω­ρεί­ται ανε­παρ­κής χωρίς μετα­πτυ­χια­κό και διδα­κτο­ρι­κό και γίνε­ται όχη­μα που οδη­γεί τους νέους σε συνε­χή και μεγα­λύ­τε­ρη εξει­δί­κευ­ση προ­κει­μέ­νου να απο­κα­τα­στα­θούν επαγ­γελ­μα­τι­κά και κατά συνέ­πεια οικο­νο­μι­κά αδια­φο­ρώ­ντας όμως για την ουσια­στι­κή μόρ­φω­ση και αδυ­να­τώ­ντας να δουν το πραγ­μα­τι­κό τους ρόλο και τη σχέ­ση τους με την κοι­νω­νία και την πολι­τι­κή, το γράμ­μα  προς τους νέους του μεγά­λου Δάσκα­λου Δημή­τρη Γλη­νού εξα­κο­λου­θεί να είναι επί­και­ρο και σημαντικό.

Το 1932 το φοι­τη­τι­κό περιο­δι­κό «Μελέ­τη – Κρι­τι­κή», μηνιαίο όργα­νο του «Ακα­δη­μαϊ­κού ομί­λου», έκα­νε μια έρευ­να για τις πνευ­μα­τι­κές κατευ­θύν­σεις των νέων. Στην έρευ­να αυτή απά­ντη­σε και ο Δημή­τρης Γλη­νός με το παρα­κά­τω γράμ­μα του, που δημο­σιεύ­τη­κε στο 4ο τεύ­χος του περιο­δι­κού. (Αθή­να, Μάης 1932, σελ.23–26)

glinos1

Ποιοι δρό­μοι ανοί­γο­νται μπρο­στά στους νέους

Αγα­πη­τοί μου νέοι,

Μ’ ερω­τά­τε να σας πω κ’ εγώ, ποιοι δρό­μοι ανοί­γο­νται μπρο­στά σας και φυσι­κά, ποιον απ’ όλους θα σας συμ­βού­λευα ν’ ακο­λου­θή­σε­τε. Ίσως αρμο­διό­τε­ροι απ’ όλους εμάς της ώρι­μης γενιάς, είσα­στε σεις οι ίδιοι, για ν’ απα­ντή­σε­τε σ’ αυτό το ερώ­τη­μα. Για­τί το αντί­κρυ­σμα της ζωής που ζεί­τε τώρα σεις στα είκο­σι χρό­νια σας και στη σημε­ρι­νή κρί­σι­μη θέση του κόσμου, εμείς δεν το ζήσα­με κι ούτε μπο­ρού­σα­με να το ζήσου­με, όταν είμα­στε στη δική σας θέση στα πανε­πι­στη­μια­κά θρα­νία. Γι’ αυτό μπο­ρεί­τε βέβαια ν’ ακού­σε­τε τι θα σας πού­με εμείς οι άλλοι, να τρα­βή­ξε­τε όμως το δρό­μο, που θα νοιώ­σε­τε μέσα σας να σας δεί­χνει με εσω­τε­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα ο ίδιος ο εαυ­τός σας. Ν’ ακο­λου­θή­σε­τε τη φωνή της συνεί­δη­σής σας, για­τί μέσα σ’ αυτή θα μιλά­ει και κάτι πλα­τύ­τε­ρο από το άτο­μό σας, η κοι­νω­νι­κή και ταξι­κή συνεί­δη­ση, που ζει χωρίς άλλο μέσα σας.

Οι δρό­μοι που ανοί­γο­νται σήμε­ρα μπρο­στά σας, δεν είνε πολ­λοί, είνε δυό. Είτε θελή­σε­τε να τους ανα­γνω­ρί­σε­τε είτε όχι, είτε προ­σπα­θή­σουν να σας τους κρύ­ψουν μέσα στην ομί­χλη ιδε­α­λι­στι­κών σοφι­σμά­των, οι δρό­μοι, που ανοί­γο­νται μπρο­στά σας, είνε και μένου­νε δυό: ή θα πάτε με το μέρος της συντή­ρη­σης και της αντί­δρα­σης, ή θα πάτε με το μέρος της επα­νά­στα­σης. Tertium non datur.

Μα θα μου πεί­τε: Τι δου­λειά έχου­με μεις με την αντί­δρα­ση ή με την επα­νά­στα­ση; Πολι­τι­κά­ντη­δες ήρθα­με να γίνου­με; Ήρθα­με να σπου­δά­σου­με μιαν επι­στή­μη και να ζήσου­με έπει­τα στην κοι­νω­νία με την άσκη­ση της επι­στή­μης αυτής. Τι δου­λειά έχει η μελέ­τη της επι­στή­μης μας με την πολιτική;

Αλή­θεια υπάρ­χουν άνθρω­ποι, που θα σας μιλή­σου­νε με φρί­κη και αηδία και με έσχα­τη περι­φρό­νη­ση για την «πολι­τι­κή» και θα σας ξορ­κί­σου­νε να μην έχε­τε καμιά σχέ­ση μ’ αυτή την κατά­ρα του και­ρού μας, την « π ο λ ι τ ι κ ή», που χώνει σαν το Μεφι­στο­φε­λή την ουρά της στην «καθα­ρή φιλο­σο­φία», στην «καθα­ρή επι­στή­μη», στην «καθα­ρή τέχνη» και τα μολύ­νει όλα.

Και όμως και όμως! Δεν πιστεύω να σας ξέφυ­γε, αγα­πη­τοί μου νέοι, πώς και άλλοι συμ­βου­λά­το­ρες, που προη­γή­θη­καν από μένα, ας ανα­φέ­ρω τους κ.κ Λού­βα­ρι, Θεο­δω­ρα­κό­που­λο και Κανελ­λό­που­λο, κάτω από τις βαθυ­στό­χα­στες φιλο­σο­φο­ντυ­μέ­νες συμ­βου­λές, που σας έδω­σαν, δεν έκα­μαν τίπο­τα άλλο από π ο λ ι τ ι κ ή, απ’ αυτή την κατα­ρα­μέ­νη πολι­τι­κή, που πάει να χωθεί σήμε­ρα και μέσα στο 2+2=4. Και οι τρεις τους κρα­τώ­ντας από μια φιλο­σο­φι­κή αγια­στού­ρα ξόρ­κι­ζαν τον « ι σ τ ο ρ ι κ ό  υ λ ι σ μ ό» και τίπο­τα άλλο. Έκα­ναν καθα­ρή, καθα­ρό­τα­τη, αλλά…ανομολόγητη πολιτική.

Εγώ πάλι από την άλλη μεριά πιστεύω, πως είνε των αδυ­νά­των αδύ­να­το να ξεχω­ρί­σει κανείς οποιο­δή­πο­τε κλά­δο της ανθρώ­πι­νης πνευ­μα­τι­κής ενέρ­γειας από την πολι­τι­κή. Για­τί ο άνθρω­πος ούτε σαν άτο­μο ( που ουσια­στι­κά δεν υπάρ­χει) ούτε σα σύνο­λο, μπο­ρεί να μετα­βλη­θεί ποτέ σ’ ένα απλό και μόνο θεω­ρη­τι­κό πλά­σμα. Ζωή σημαί­νει ενέρ­γεια και τρό­πος ενέρ­γειας. Τρό­πος ενέρ­γειας σημαί­νει πολι­τι­κή, είτε συνει­δη­τή, είτε όχι. Για­τί δεν υπάρ­χει ενέρ­γεια του ανθρώ­που, που δεν είνε κοι­νω­νι­κά καθο­ρι­σμέ­νη. Ο τρό­πος λοι­πόν, που πραγ­μα­τώ­νε­ται η ομα­δι­κή βού­λη­ση, είτε μέσα στις ομα­δι­κές, είτε μέσα στις ατο­μι­κές ενέρ­γειες, είνε πολι­τι­κή, αφού στον έναν τρό­πο μπο­ρεί να αντι­τα­χθεί ένας άλλος τρόπος.

Μα ας εξε­τά­σου­με τα ζητή­μα­τα κάπως ειδι­κό­τε­ρα με τη δική σας περί­πτω­ση. Ας υπο­θέ­σου­με λοι­πόν, « έ ξ ω  α π ό  κ ά θ ε  π ο λ ι τ ι κ ή», ότι ο δρό­μος που ανοί­γε­ται μπρο­στά σας και το μονα­δι­κό χρέ­ος που έχε­τε, είνε να γίνε­τε ε π ι σ τ ή μ ο ν ε ς. Τι είνε όμως επι­στή­μη; Θα μου απα­ντή­σε­τε: « ένα συστη­μα­το­ποι­η­μέ­νο σύνο­λο από γνώ­σες, που ανα­φέ­ρο­νται σε μια περιο­χή από φαι­νό­με­να του φυσι­κού κόσμου ή της ανθρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας». Ωραία. Ποιος είνε λοι­πόν ο σκο­πός σας, όταν λέτε πως πρέ­πει να γίνε­τε επι­στή­μο­νες; Θα μου απα­ντή­σε­τε: « να οικειο­ποι­η­θού­με αυτό το συστη­μα­το­ποι­η­μέ­νο σύνο­λο σε μια περιο­χή του επι­στη­τού και ν’ απο­χτή­σου­με την ικα­νό­τη­τα από τη μια μεριά να το πλου­τί­ζου­με με νέες έρευ­νες και από την άλλη να εφαρ­μό­ζου­με ένα μέρος από τις γνώ­σες αυτές για την ωφέ­λεια των συναν­θρώ­πων μας». Έτσι λοι­πόν αντι­λαμ­βά­νε­στε την κάθε επι­στή­μη σαν ένα άθροι­σμα από μερι­κές θεω­ρη­τι­κές και πρα­χτι­κές ικα­νό­τη­τες, που θα σας προ­σπο­ρί­ζου­νε και τα μέσα της ζωής σας.

Ο επι­στή­μο­νας είνε ουσια­στι­κά για σας ένας δεξιο­τέ­χνης για­τρός, δικη­γό­ρος, δάσκα­λος, θεο­λό­γος κ.λ.π.

Μα εδώ αμέ­σως γεν­νιέ­ται μια σει­ρά από απο­ρί­ες. Πώς δημιουρ­γή­θη­κε αυτό το συστη­μα­το­ποι­η­μέ­νο σύνο­λο από γνώ­σες, που το καλού­με επι­στή­μη; Για­τί έχει τού­τη τη μορ­φή που έχει σήμε­ρα και τού­τη τη θέση, που έχει σήμε­ρα στη ζωή;

Και οι απο­ρί­ες αυτές μας φέρ­νουν αμέ­σως έξω από το γυά­λι­νο πύρ­γο της «καθα­ρής επι­στή­μης» και μας οδη­γού­νε ν’ ανα­ζη­τή­σου­με τα κοι­νω­νι­κά αίτια, που ευνο­ού­νε τη γέν­νη­ση, την ανά­πτυ­ξη και τη θέση, που έχει σήμε­ρα η κάθε επι­στή­μη στη ζωή.

Έπει­τα μια δεύ­τε­ρη απο­ρία. Με τον τρό­πο της ζωής σας έξω από τον κύκλο αυτής της δεξιο­τε­χνί­ας, που θα ασκεί­τε για επάγ­γελ­μα, δεν έχει να κάμει τίπο­τε η επι­στή­μη; Η επι­στή­μη δια­λύ­ε­ται σε ατο­μι­κές δεξιο­τε­χνί­ες και δεν επι­δρά καθό­λου απά­νω στον τρό­πο της ζωής, που πρό­κει­ται να ζήσε­τε σα μέλη μιας κοι­νω­νί­ας; Η επι­στή­μη είναι χωρι­σμέ­νη από τη ζωή;

Εδώ και σεις οι ίδιοι, όσοι δεν είσα­στε δια­λε­χτι­κοί ματε­ρια­λι­στές, μα και η ολό­τη­τα ίσως από τους δασκά­λους σας, θα απα­ντή­σου­νε μ’ ένα στό­μα. Ν α ι! Τη ζωή τη ρυθ­μί­ζου­νε, θα σας πού­νε, άλλες «α ξ ί ε ς», ηθι­κές, θρη­σκευ­τι­κές, κοι­νω­νι­κές, πολι­τι­κές. Και οι αξί­ες αυτές δεν πηγά­ζουν από τη γνώ­ση. Ά ρ α  η ε π ι σ τ ή μ η  μ π ο ρ ε ί  ν α  μ ε λ ε τ ά ε ι  τ ι ς  α ξ ί ε ς  σ α  δ ε δ ο μ έ ν α, π ο τ έ  ό μ ω ς  δ ε  μ π ο ρ ε ί  ν α  γ ί ν ε ι  ρ υ θ μ ι σ τ ή ς  τ ο υ ς. Μα αν ρωτή­σε­τε ποια είνε η πηγή αυτών των αξιών, θα πάρε­τε τις πιο σκο­τει­νές, τις πιο αόρι­στες, τις πιο θολές απά­ντη­σες, απά­ντη­σες, που με τον ένα ή τον άλλο τρό­πο όλες οδη­γού­νε στο μυστή­ριο, στην απο­κά­λυ­ψη, στο υπερ­κο­σμι­κό και φανταστικό.

Αυτή όμως η επί­μο­νη τάση να χωρι­στεί η α ξ ί α, που ρυθ­μί­ζει τη ζωή από τη γ ν ώ σ η, φαντά­ζε­σθε πως δεν είνε και αυτή κοι­νω­νι­κά καθο­ρι­σμέ­νη; Είνε γνώ­ρι­σμα όλων των κοι­νω­νιών , που είνε χωρι­σμέ­νες σε κοι­νω­νι­κές τάξες και στη­ρί­ζο­νται στην κυριαρ­χία μιας τάξης απά­νω στις άλλες. Και το λόγο του χωρι­σμού θα τόνε δεί­τε παρακάτω.

Αν όμως ακο­λου­θή­σε­τε μιαν άλλη σει­ρά στο­χα­σμών, θα φτά­σε­τε σε δια­φο­ρε­τι­κό συμπέ­ρα­σμα. Για θέσε­τε παρα­κα­λώ το ερώ­τη­μα, ποια είνε η σχέ­ση, που κάθε φορά, σε κάθε ιστο­ρι­κή στιγ­μή της ανθρω­πό­τη­τας, υπάρ­χει ανά­με­σα στο «ε ί ν α ι», στο «ν ο ε ί ν» και στο «π ρ ά τ τ ε ι ν»; Η μόνη απά­ντη­ση, που μπο­ρεί­τε να έχε­τε σε μιαν αντι­κει­με­νι­κή έρευ­να του προ­βλή­μα­τος αυτού, είνε, πως σε κάθε στιγ­μή της ιστο­ρι­κής δια­δρο­μής, σε κάθε ανθρώ­πι­νη κοι­νω­νία, το «ε ί ν α ι», το «ν ο ε ί ν» και το «π ρ ά τ τ ε ι ν» είνε αλλη­λέν­δε­τα και αλλη­λο­ε­ξαρ­τη­μέ­να. Το ε ί ν α ι, δηλα­δή οι αντι­κει­με­νι­κοί  όροι της ανθρώ­πι­νης ζωής, καθο­ρί­ζου­νε τη γ ν ώ σ η και αυτή οδη­γεί την π ρ ά ξ η, που από την άλλη μεριά κι αυτή είνε κάθε φορά το κίνη­τρο και το κρι­τή­ριο της γνώ­σης. Και η πρά­ξη πάλι με τη γνώ­ση μαζί επι­δρού­νε απά­νω στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τήνε μεταβάλλουν.

Γι αυτό όταν αλλά­ζουν ο ι  α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ο ί  ό ρ ο ι  και δημιουρ­γεί­ται νέα  γ ν ώ σ η και βγαί­νει ένα και­νού­ριο π ρ έ π ε ι, ξεσπά­ει η αντί­θε­ση με το παλιό και δημιουρ­γεί­ται η ανά­γκη μιας και­νού­ριας σύν­θε­σης. Γι αυτό και η τάξη, που άρχει κάθε φορά, θέλει από τη μια μεριά να μονο­πω­λεί και να κοντρο­λά­ρει τη γ ν ώ σ η, δηλα­δή την επι­στή­μη και από την άλλη μεριά να χωρί­ζει  απ’ αυτή το « π ρ έ π ε ι» ( το « π ρ έ π ε ι» που της συμ­φέ­ρει) και να το ανά­γει σε θεία κατα­γω­γή, για να μην επη­ρε­α­στεί από την αλλα­γή της γνώ­σης ( δέκα εντο­λές δοσμέ­νες από το Θεό στο Μωυ­σή, η θ ι κ ό ς ν ό μ ο ς, που πηγά­ζει από την υπερ­βα­τι­κή φύση του ανθρώ­που κλπ. κλπ.)

Αν αυτό είνε έτσι, τότες η αντί­λη­ψη, που περιο­ρί­ζει την έννοια της επι­στή­μης στην κατά­χτη­ση μιας περιο­ρι­σμέ­νης περιο­χής του επι­στη­τού, ξεχω­ρι­σμέ­νης με σινι­κά τεί­χη από κάθε γενι­κή επι­σκό­πη­ση του επι­στη­τού και από την άλλη μεριά χωρί­ζει με στε­γα­νά και αδια­πέ­ρα­στα χωρί­σμα­τα την επι­στή­μη από τη ρύθ­μι­ση της ζωής, η αντί­λη­ψη λοι­πόν αυτή της «καθα­ρής επι­στή­μης» είνε κ α ι  α υ τ ή  μια « π ο λ ι τ ι κ ή  α ν τ ί λ η ψ η» της επι­στή­μης. Όπερ έδει δείξαι.

Δικαιού­μα­στε λοι­πόν σ’ αυτή την αντί­λη­ψη της επι­στή­μης ν’ αντι­τά­ξου­με τη δική μας, που δε χωρί­ζει την επι­στή­μη από τη ρύθ­μι­ση της ζωής. Και την αντί­λη­ψη τού­τη για την ενό­τη­τα επι­στή­μης και πρά­ξης τη βλέ­που­με να εφαρ­μό­ζε­ται πέρα για πέρα στη μόνη χώρα, που θέτει τα θεμέ­λια μιας νέας ατα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας, που καταρ­γεί την εκμε­τάλ­λε­ψη και βαδί­ζει προς τον κομ­μου­νι­σμό, δηλα­δή στη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Σύμ­φω­να με την αντί­λη­ψη αυτή η σπου­δή της επι­στή­μης είνε ανα­πό­σπα­στα ενω­μέ­νη με γενι­κή θεώ­ρη­ση της φυσι­κής και κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Και η γενι­κή αυτή θεώ­ρη­ση είνε μια επι­στη­μο­νι­κή φιλοσοφία.

Επι­στή­μο­νας χωρίς τέτια γενι­κή επι­στη­μο­νι­κή κοσμο­θε­ω­ρία είνε ένας απλός δεξιο­τέ­χνης, ένας επαγ­γελ­μα­τί­ας, πολύ κατώ­τε­ρος από έναν εργά­τη, για­τί ο τελευ­ταί­ος, όταν είνε συνει­δη­τός, έχει, έστω και στις γενι­κές γραμ­μές, την επι­στη­μο­νι­κή θεώ­ρη­ση του κόσμου.

Με την έννοια αυτή μπο­ρώ λοι­πόν να σας πω κ’ εγώ:

Ο δ ρ ό μ ο ς,  π ο υ  α ν ο ί γ ε τ α ι  μ π ρ ο σ τ ά  σ α ς  ε ί ν ε  ν α  γ ί ν ε τ ε  ε π ι σ τ ή μ ο ν ε ς. Μου αρκεί αυτό. Για­τί είμαι βέβαιος, πως τότες τα εννιά δέκα­τα  από σας θα δεχτού­νε για μόνη επι­στη­μο­νι­κή κοσμο­θε­ω­ρία, που θα τους ικα­νο­ποι­ή­σει , το δ ι α λ ε χ τ ι κ ό  μ α τ ε ρ ι α λ ι σ μ ό. Κ΄ έτσι λέγο­ντάς σας να γίνε­τε αλη­θι­νοί επι­στή­μο­νες, είνε το ίδιο σα να σας λέω:

Γ ε ν ν ε ί τ ε  ο π α δ ο ί  τ ο υ  δ ι α λ ε χ τ ι κ ο ύ  υ λ ι σ μ ο ύ.

Κ’ έχω τού­τη την πεποί­θη­ση, για­τί αυτός είνε και ο μόνος γνή­σιος κοι­νω­νι­κός σας καθορισμός.

Αλή­θεια! Σκε­φτεί­τε λιγά­κι. Από πού έρχε­στε σεις, παι­διά μου; Από ποια κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα; πού ανή­κε­τε; Το μεγα­λύ­τε­ρο πλή­θος από σας είνε φτω­χά παι­διά. Η αστι­κή τάξη βέβαια υψώ­νει μπρο­στά στα μάτια όλων σας το τίμη­μα της προ­δο­σί­ας: θέσεις κρα­τι­κές, πελα­τεία, αξιώ­μα­τα, τίτλους, για να γίνε­τε οι πνευ­μα­τι­κοί στυ­λο­βά­τες της. Ένα τρα­γι­κό παιδομάζωμα!

Έτσι και οι για­νί­τσα­ροι γίνο­νταν οι πιο φανα­τι­κοί διώ­χτες των χρι­στια­νών, όπως τα παι­διά των φτω­χών, που σπου­δά­ζουν στα πανε­πι­στή­μια και αλλά­ζουν κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση, γίνου­νται οι πιο φανα­τι­κοί αντιδραστικοί.

Αν όμως ακού­σε­τε τι σας λέει κατά­βα­θα το αίμα σας, δε θ’ αλλα­ξο­πι­στή­σε­τε, δε θα προ­δώ­σε­τε την τάξη σας. Θα πάτε με το μέρος των φτω­χών και θ’ αγω­νι­στεί­τε και σεις για να θεμε­λιώ­σε­τε τη νέα ζωή.

Και τότε θα βαδί­σε­τε με βήμα ακλό­νη­το στο μ ό ν ο  δ ρ ό μ ο, που αλη­θι­νά ανοί­γε­ται μπρο­στά σας.

Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού. Μελέ­τες για το έργο του και ανέκ­δο­τα κεί­με­να, «Τα Νέα Βιβλία» Α.Ε. Αθή­να 1946

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο