Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Διακόσια και καλά είναι»

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Δια­κό­σια γιού­ρο καλά είναι. Το είπαν ειδι­κοί που μελέ­τη­σαν και διέ­γνω­σαν πως με δια­κό­σια ευρώ μπο­ρεί να τη βγά­λει για ένα μήνα ο Έλλη­νας. Κου­βέ­ντες στα­ρά­τες και αλη­θι­νές. Μαγκιό­ρι­κες θα λέγα­με στην πιά­τσα. Βάζουν τα πράγ­μα­τα στη θέση τους. Απλή αριθ­μη­τι­κή. Έξι και κάτι ευρώ την ημέ­ρα. Τι σάντουιτς, τι σου­βλά­κι, άντε χωρά­ει και για μια μπύ­ρα. Όχι δια­βαθ­μι­σμέ­νη, αλλά ένα κου­τά­κι απλό. Μην φτά­σου­με και στην υπερ­βο­λή. Η υπερ­βο­λή φέρ­νει την κατά­χρη­ση και η κατά­χρη­ση την ακο­λα­σία. Τάξη και οπωσ­δή­πο­τε ηθι­κή. Βιώ­νε­τε λιτά. Και η λιτό­της αυτή δεν πρέ­πει να ενέ­χει σπέρ­μα­τα καχυ­πο­ψί­ας. Ως γνω­στόν η πολι­τι­κή ταυ­τί­ζε­ται οπωσ­δή­πο­τε με την αλή­θεια… και δεν χρειά­ζο­νται αντιρ­ρή­σεις επί τού­του καθό­σον «Την αλή­θεια την φτιά­χνει κανείς, ακρι­βώς όπως φτιά­χνει και το ψέμα». (Ο. Ελύ­της, Εκ του πλησίον).

Δια­κό­σια γιού­ρο καλά είναι. Δεν το είπε φυσι­κά η για­γιά μου που μπέρ­δευε τα παλιό­χαρ­τα με τα κέρ­μα­τα, το ΟΓΑ με την Όλγα, τον ταχυ­δρό­μο που τον ξεχώ­ρι­ζε για­τί νόμι­ζε πως αυτός της δίνει τη σύντα­ξη, εκεί­νο το πεντα­κο­σά­ρι­κο. Μπέρ­δευε και τι δεν μπέρ­δευε. Ένα μόνο είχε ξεκα­θα­ρι­σμέ­νο. Την αξιο­πρέ­πεια. «Εγώ το έχω καθα­ρό το κού­τε­λο δεν θα μου βάλε­τε μ’τζούρες στα μού­τρα». Ίσιες κου­βέ­ντες, στα­ρά­τες κι ανθρώ­πι­νες. Ανθρώ­πι­νες… Για ποια ανθρω­πιά να μιλή­σου­με; Η πρό­κλη­ση είναι απαν­θρω­πιά. Και οπωσ­δή­πο­τε οποιοσ­δή­πο­τε προ­κα­λεί τον φτω­χό, τον ανέ­στιο, τον ταλαί­πω­ρο, τον άνερ­γο… όταν δημο­σί­ως του λες πως μπο­ρείς να ζήσεις με δια­κό­σια ευρώ τον μήνα. Ίσως να μην είναι πρό­κλη­ση. Να είναι κάτι παρα­πά­νω. Να είναι σαδι­σμός. Όποιος και να το είπε, όπως και να το είπε…

«Κάλ­λιο το σιγάν του ομι­λείν». Κάπο­τε ίσχυε αυτό. Τώρα, άμα βγού­με στο γυα­λί αρπά­ζου­με το χατζάρ’ και γκά­πα γκού­πα κατα­κρε­ουρ­γού­με γλώσ­σα, σκέ­ψη και λογι­κή. Τώρα για κοκ­κί­νι­σμα ας το αφή­σου­με. Επι­δερ­μί­δα από καλώ­διο. Δεν ερυ­θριά κανείς. «Του κόρα­κα τ’  αυγό δεν κάνει περι­στέ­ρι». Από πού να αρχί­σει κάποιος και πού να κατα­στα­λά­ξει. Είναι αδύ­να­το, αν όχι αδια­νό­η­το να συντα­χθεί έτσι ορθή σκέ­ψη και κρί­ση, αντί­λη­ψη και εκτί­μη­ση περί του ανδρός. Ακα­πί­στρω­τος ων, αστα­μά­τη­τες οι «κου­μπου­ριές» του. Κοι­νω­νι­κός κου­μπού­ρας με στό­μα ανάλ­γη­το και γλώσ­σα αστα­μά­τη­τη. Κατ’ ανέμ’. Ούτε καν πολι­τι­κός φρα­μπα­λάς. Ο φρα­μπα­λι­σμός δε γίνε­ται σε ανθρώ­πους που νυχθη­με­ρόν παλεύ­ουν να τη βγά­λουν, δε γίνε­ται στα συσ­σί­τια κι ούτε ακό­μη κι στις αίθου­σες που άνοι­ξαν οι Δήμοι τώρα με το κρύο για να φωλιά­σουν –έτσι απλά- κάποιοι άνθρωποι.

Πιστεύ­εις ό,τι κι όπου θέλεις. Είσαι μικρός ή μεγά­λος πολι­τι­κός κωλο­τού­μπας δεν έχει και τόση σημα­σία. Άλλα το πρωί, παραλ­λαγ­μέ­να το μεση­μέ­ρι και παντε­λώς ανα­σκευα­σμέ­να το βρά­δυ. Κι αυτό δεν έχει σημα­σία. «Κατα­πώς βαράς, και κατά πού διαβαίν’ς εξαρ­τά­ται από τη μέση». Όσο πιο ευλύ­γι­στη… Και η ευλυ­γι­σία παρά­γει πολι­τι­κή. Δεν παρά­γει πολι­τι­κό ήθος. Παρά­γει φού­μα­ρα. Και να τα αλλά­ξεις την άλλη μέρα, να τα ανα­σκευά­σεις ήρε­μα ή γαυ­γι­στί, αυτό δε λέει τίπο­τε. Δε λέει για­τί ο πολι­τι­σμός είναι καθη­με­ρι­νό ήθος. Και το ήθος δεν αγοράζεται…

_______________________________________________________________________

toumpourosΟ Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο