Η προπαγάνδα που ξεδιπλώθηκε από την τωρινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας με αφορμή τον κορονοϊό για τον δήθεν “ενθουσιασμό” με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές αντιμετώπισαν την αναγκαστική εφαρμογή της όποιας από απόσταση διδασκαλίας δικαιολογημένα μας έβαλε σε υποψίες. Τέτοιες τυμπανοκρουσίες δεν μπορεί να αφορούν την ανάγκη να απασχοληθούν οι μαθητές ούτε την υποτιθέμενη ετοιμότητα της κρατικής μηχανής (Ποια ετοιμότητα; Την πρόσκληση στον καθένα ατομικά να εξασφαλίσει μόνος του τα μέσα για την εφαρμογή και παρακολούθηση ενός κατασκευασμένου από ιδιωτική επιχείρηση προγράμματος;). Τη στρατηγική του κεφαλαίου στην εκπαίδευση βρήκαν την ευκαιρία με θράσος να προωθήσουν, στρατηγική που εδώ και 20 χρόνια διατυμπανίζεται από τους επίσημους οργανισμούς του: “ηλεκτρονική μάθηση” και δεξιότητες ως υποκατάστατα της δημόσιας εκπαίδευσης και της γενικής παιδείας. Να τι γράφαμε στο περιοδικό έντυπο Θέματα Παιδείας ήδη από το 2000 (τεύχος 2):
Οι υποστηριχτές της αστικής πολιτικής στην Ελλάδα εξαγγέλλουν ότι τα επόμενα βήματα “για ένα καλύτερο σχολείο” θα είναι η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφόρησης στην εκπαίδευση. Πρόκειται για κεντρικές κατευθύνσεις που παρουσιάζονται σαν καινοτόμες πολιτικές σε όλες τις χώρες της ΕΕ και διαψεύδουν πολύ γρήγορα τις μεγάλες προσδοκίες που γεννούν.
Μέσα από τα άρθρα του Βέλγου εκπαιδευτικού Nico Hirtt, μέλους της κίνησης ΑPED (Αpell pour une école démocratique), παρατηρούμε ότι το ευέλικτο σχολείο, που θα υποκαθιστά την εκπαίδευση με μορφές κατάρτισης και θα λειτουργεί κάτω από τον έλεγχο των δυνάμεων της αγοράς είναι ένα ιδιωτικοποιημένο σύστημα, που αυξάνει τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση και υπηρετεί αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην οικονομία και την κοινωνία (ιδιωτικοποιήσεις, μείωση των κοινωνικών δαπανών, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, απασχολησιμότητα). Οι παρακάτω αρθρογράφοι και συγγραφείς εκπαιδευτικών βιβλίων υποστηρίζουν ακόμη ότι πίσω από την ποικιλότροπη προώθηση των νέων τεχνολογιών κρύβεται ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός του πολυεθνικού κεφαλαίου και η διαμόρφωση φτηνής εργατικής δύναμης, αδιαμαρτύρητα εναλλασσόμενης στην ανεργία με το πρόσχημα της επανακατάρτισης.
Δεν είναι τυχαίο που στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της Λισσαβόνας, με θέμα “Απασχόληση, οικονομικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνική συνοχή-για μια Ευρώπη της καινοτομίας και των γνώσεων”, την τιμητική της είχε η συζήτηση περί ηλεκτρονικής Μάθησης και ηλεκτρονικής Ευρώπης. Όταν πάντως ο Έλληνας Υπουργός Παιδείας κ.Ευθυμίου υποστηρίζει «καλύτερα να βγει κανείς χειριστής υπολογιστή από κάποιο ΙΕΚ, παρά να σπουδάσει γιατρός», δεν είναι γιατί νομίζει ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι η ανεργία. Κι ούτε πιστεύουν ότι οι νέες τεχνολογίες είναι το φάρμακο για όλα τα εκπαιδευτικά προβλήματα, όσο κι αν στη χώρα μας εξακολουθούν να προβάλλουν ακόμη τέτοιες ανοησίες. Η διεθνής πείρα δείχνει ότι όσο οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονται, τόσο οι στόχοι τους αποσαφηνίζονται και οι αυταπάτες διαλύονται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βέλγιο, όπου αυτή η πολιτική έχει εφαρμοστεί σε μεγαλύτερο βαθμό κι η δομή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαφοροποιείται από την ηλικία των 12χρονών σε γενική και επαγγελματική. Καταγράφεται, επίσης, σημαντική διαφοροποίηση και στην ίδια τη γενική εκπαίδευση, αφού οι γονείς επιλέγουν το σχολείο των παιδιών τους, αλλά και τα σχολεία επιλέγουν μαθητές. Βαθύτερη είναι κι η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς δεν υπάρχει ο θεσμός του ενιαίου και δωρεάν βιβλίου, τα βιβλία πληρώνονται και σε μεγάλο βαθμό αντικαθίστανται σήμερα από σιντιρόμ και φωτοτυπίες.
Πηγή: Θέματα Παιδείας