Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Και στην αθάλη του καιρού, Λασίθι, Τόπος Μέγας

Λύνε­ται ο κύκλος της ζωής λες κι είναι ίσιος δρόμος

σκο­ντά­φτω, χάνω το κερί, το χέρι στο μαχαίρι

δεν είναι για το εφτά­ζυ­μο, δεν είναι για τον άρτο,

μήτε και για τ’ αντί­δω­ρο ή για χατί­ρι αγάπης,

μα στο μεγά­λο χαλα­σμό φίλος μου κι αδερ­φός μου.

Θεριά οι πρί­νοι υψώ­νο­νται, θεριά οι καπεταναίοι,

άγγε­λος θάνα­τος, ορθός κατέ­βη­κε απ’ τα όρη

κου­δού­νια στα στι­βά­νια του και σεί­στρα στα φτε­ρά του

το μεϊ­ντα­νο­γέ­λε­κο στο αίμα βουτηγμένο

και τα σγου­ρά του τα μαλ­λιά μπαρουτοκαπνισμένα,

από τις κόγ­χες των ματιών πετού­νε νυχτερίδες

και το λιω­μέ­νο σάβα­νο απλώ­νει στο Λασίθι. 

 

Στά­χτες σκορ­πί­ζει και περ­νά, κάρ­βου­να και διαβαίνει

οχιές έχει για δάχτυ­λα κι αστρί­τες στο ζωνάρι

και στο λαι­μό του κρέ­με­ται φλου­ρί κωνσταντινάτο.

Δεν ξέρει από χαι­ρε­τι­σμό, άνε­μος δεν τον πιάνει

και χίλια μύρια πνεύ­μα­τα, του τρέ­χου­νε ξοπίσω.

 

Όλες οι βίγλες σεί­στη­καν και ράγι­σε ο Μάης

άνοι­ξε η γη και η Άνοι­ξη, σε χάσμα μέγα κι έρμο

ανθούς εμα­δο­λό­γα­νε και ρόδα απ’ τη Σελένα

κι οι άκριες απ’ τον ουρα­νό την άβυσ­σο εκεντήσαν

να καρ­τε­ρεί μ’ ορθά­νοι­χτη την τελευ­ταία θύρα.

 

Ο κάτω κόσμος γέλα­σε και νόη­σε ο απάνω,

άκου­σε η Δίκτη την κραυ­γή και ψήλω­σε ένα μπόι

και η κορ­φή απο­κρί­θη­κε, ν’ ακού­σει η οικουμένη:

«Δώδε­κα δίπλες ο χορός, χορός κι οι αντρειωμένοι

άλλη μια δίπλα κάνου­νε μόνο για ένα σεφέρι 

όσο να κάτσει ο κουρ­νια­χτός κι ο κεραυ­νός ν’ αστράψει

κι η Μού­σα η ανε­γνώ­ρι­στη τους ξεγραμ­μέ­νους, γράψει,

ξενο­με­ρί­τες και δικούς κι εχθρούς απ’ άλλους τόπους

όλοι στην κού­πα τη χρυ­σή, το φως να μεταλάβουν».

 paparounes

 

Φλό­γες πετούν τα μάτια μου, πλη­θαί­νει το ασκέρι

αλμύ­ρα η μνή­μη έρχε­ται κι ανοί­γει άλλη σελίδα

ν’ απο­φα­σί­σουν οι και­ροί, οι αγέν­νη­τοι οι χρόνοι

πόσο κρα­τά­ει μια σφα­γή στη θύμη­ση του ανθρώπου

κι αν είναι η πίστη του λαού, ο φόβος του σουλτάνου,

σε πόλε­μο ατε­λεύ­τη­το με μπα­κι­ρέ­νια γνώση

δεν έχει τόπο να στα­θεί, γη να ξεθεμελιώσει,

για­τί θα βγουν νιο­φτέ­ρου­γα γερά­κια στη Μαδάρα

κι αηδό­νια θα μιλή­σου­νε πάλι στα μοναστήρια

κι όταν θα πέφτει η βρο­χή θα προ­σκυ­νά ένα μνήμα

και θα γεν­νή­σει η Ανα­το­λή για να χορ­τά­σει η Δύση

και το φεγ­γά­ρι αγρυ­πνιά στην Κρή­τη θα κρατήσει.

 

Δεν με ξενί­ζει τ’ όνει­ρο και τ’ ορει­νό αεράκι,

δεν με ξενί­ζει το νερό που ξεχει­λί­ζει ο κάμπος,

ο τόπος ο δυσμά­χη­τος , μ’ όσα μού φανερώνει

κι οι μαντη­λί­δες οι πολ­λές που γέμι­σε η πλάση,

μήτε οι μηλιές π’ ανθί­σα­νε και λιτα­νεύ­ουν το αίμα.

 

Εκεί­να τα αφα­νέ­ρω­τα στού λογι­σμού το αδράχτι

και τ’ αβα­σά­νι­στα που ο νους, φέρ­νει στο προσκεφάλι

εκεί­να τ’ αψε­γά­δια­στα τα φυλα­κτά του ονείρου

κι η φλό­γα η ασά­λευ­τη που καί­ει και δεν τρέμει

και το νερό που στά­θη­κε στη μέση το ποτάμι

και κατά πίσω γύρι­σε, να κάψει τις πηγές του.

 

Μάγια μου ρίξαν οι κορ­φές μέσα στην κολυμπήθρα

κι ακούω φωνές και μυρω­διές κι ορί­ζε­ται η ζωή μου

στην άλι­κη μαρ­μα­ρυ­γή που αφή­νει η αρχαία γέννα

και στο σιω­πη­τή­ριο των πρώ­των ονομάτων. 

Βασι­λο­γιώρ­γης , Κόρα­κας, Βυζά­ντιος, Κουρμούλης, 

Πετρο­που­λά­κης, Μηλια­ράς, Κοκ­κί­νης, Τυλιανάκης,

Μου­ρε­λο­γιάν­νης, Μαστρα­χάς, Μιχαλοδημητράκης,

Δημη­τρα­κά­ρος, Τσιρ­κι­τζής, Ζωγρά­φος, Καλλιατάκης, 

Μανου­σο­γιώρ­γης, Κοζυ­ρής, Χατζά­κης, Σφακιανάκης,

μαζί κι ο Αλε­ξο­νι­κο­λής, Τρυ­φί­τσος, Κοκκινίδης

κι ο Καζα­νά­κης κι η Αρε­τή, μια ρήγισ­σα μεγάλη,

αλλά­ζει, παίρ­νει πρό­σω­πο και πάντα ίδια μένει.

 

Κόκ­κι­να φέσια, γέμι­σε ο κάμπος πέρα ως πέρα

κι οι παπα­ρού­νες βάψα­νε απ’ τ’ άδι­κο το αίμα

κι ένας πασάς, ο Ισμα­ήλ, τα μάτια του πριν σβήσουν

άκου­σε τον παπά Φρα­γκιό από τον άλλο κόσμο:

«Πολύ κακό Μανώ­λη μου, ποιός να στο συγχωρέσει

μήτε κι εγώ ο πατέ­ρας σου, μπο­ρώ κι ας είσαι γιός μου».

Και του ’δει­ξε βόλι χρυ­σό, κι απά­νω του γραμμένο

όνο­μα είχε αδερ­φι­κό, «Αντώ­νιος Καμπάνης»

ο πρω­τερ­γά­της της τιμής, ο δωρη­τής του αγώνα.

Κι η μάν­να έσυ­ρε φωνή και το χαρά­κι εσκίστη: 

«Εγώ ’μαι, που σε βύζα­ξα και πόνε­σα για εσένα

κι έκα­μες τη λαχτά­ρα μου όργη­τα και κατάρα

άγνω­ρη νά ’ναι η δόξα σου κι ασύ­χα­στη η ψυχή σου

κι άπλα­στο άστρο η ζήση σου στον ουρα­νό να σβήσει».

Πρό­λα­βε και θυμή­θη­κε τη μητρι­κή του γλώσσα

κι ήταν πολ­λά τ’ αλά­λη­τα κι είχε η σφα­γή τελειώσει,

μα πάλι δεν επρό­λα­βε, μόνο να μετανιώσει.

 lasithi2

Απ’ τα καμέ­να τα βου­νά και τα γερ­μέ­να στάχυα

η Δρα­κο­κα­βα­λά­ρισ­σα και­νούρ­για στρά­τα ανοίγει

κι όσο αλα­φρά ’χει φορε­σιά, τόσο βαρύς ο λόγος:

«Από την πέτρα την ξερή το δίκιο ανθούς να δώσει

κι όποιος βου­λεύ­ε­ται άδι­κα τον θάνα­το να κλώθει».

Μνή­μη παλιά, αλη­σμό­νη­τη, η μέρα ροδοφέγγει

μυριό­κλω­νη στ’ από­βρο­χο, μυριό­ρι­ζη στην πάχνη

και στ’ ονει­ρο­ξε­διά­λυμ­μα  της υπνο­φα­ντα­σιάς μου,

οι στα­λα­χτί­τες του γκρε­μού πετού­νε κρί­νους άσπρους

των σκο­τω­μέ­νων οι ψυχές φέγ­γουν σε νύχτα λίγη

για­τί επλή­θυ­νε το φως κι οι πέρ­δι­κες στη ρίζα

δες, ξανα­χτί­σα­νε φωλιές μ’ αλα­δα­νιές και θρύμπα.

 

Μακρό­θυ­μη πού ’ναι η καρ­διά σε τέτοιο μεγαλείο

παντιέ­ρα ανε­μό­δαρ­τη στου Νότου το λημέρι

κι η Όστρια να τη φυσά στου Έρω­τα τα χωράφια.

 

 Δεν είσαι εσύ μια άγνω­στη, κρυ­φή γωνιά του κόσμου

μικρή η ζωή, μα γίνε­ται στη ρίζα σου μεγάλη

και στην αθά­λη του και­ρού, Λασί­θι, Τόπος Μέγας

τρί­χορ­δες λύρες παί­ζου­νε και ανε­βαί­νει ο ήλιος.

 

Από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή,  «Αύριο, στά­χυα οι λέξεις»

Ζωή Δικταί­ου, Εκδό­σεις Φίλντισι

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο