Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Μάνα φώναξαν, μάνα Μουργκάνα αντήχησε ο λόγγος

Μάνα φώνα­ξαν, μάνα Μουρ­γκά­να αντή­χη­σε ο λόγγος

foto5

Αφή­σα­με τ’ ασπρό­ρου­χα στο σκοινί

εκεί κρύ­βο­νται οι ψυχές λένε, τέτοιες μέρες, τού καλοκαιριού,

ανά­με­σα στα κου­μπιά, σε ραφές και στις παλιές δαντέλες,
κρύ­βο­νται από τον άλι­κο ήλιο
μαντα­ρι­σμέ­νες ψυχές περά­τες τού Αχέροντα.

Μαζώ­χτη­καν γυναί­κες πολλές
το λευ­κό που­κά­μι­σο ανέ­μι­ζε στα μανταλάκια,
σκού­ρια­σαν τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα στο Τσεροβέτσι
ησύ­χα­σαν οι σάλ­πιγ­γες στο Σκηταριό
τα ματω­μέ­να χνά­ρια στις πέτρες τής Βελί­κας σβήστηκαν,
κόπα­σε ο παρα­λο­γι­σμός τού ηρω­ι­σμού ως το θάνατο,
στις οβί­δες φύτε­ψαν λου­λού­δια στον Τσαμαντά
το στά­ρι αθέριστο
το τρα­γού­δι κατέ­βη­κε από την Ταβέρα,
Δερο­πο­λί­τι­κο παράπονο…

« Άιντε καλώς, μωρέ, καλώς ανταμωθήκαμαν, 
να κλά­ψο­με τα ντέρ­τια μας 
και τα παρά­πο­νά μας, μωρέ παι­διά καημένα…»

Δια­κο­νή­σα­με τα παλιά μοιρολόγια
με και­νού­ρια δάκρυα,
με λόγια ξεχα­σμέ­να σε αλα­ζό­νες καιρούς,
τού­τα τα νιά­τα δεν λες ρίξα­νε ρίζες στα ξένα χώματα
τού­τα τα νιά­τα τ’ αδι­κο­χα­μέ­να θρέ­ψα­νε ρίζες
σήκω­σαν μπόι τα έρη­μα δέντρα
κι ανα­στή­θη­καν φυλ­λω­σιές και κλαδιά
να ξαπο­σταί­νουν τ’ αγρίμια
να βρί­σκει ο άνε­μος αιτία να σταθεί
να κελαη­δούν τα πουλιά…

«Να ‘χα, μωρέ, να ‘χα τον ουρα­νό χαρτί,
και τη θάλασ­σα μελά­νι, και ακό­μα δε με φτάνει…»

Μουρ­μου­ρί­ζει ψιθυ­ρι­στά, αργά – αργά
άξαφ­να στυ­λώ­νει το βλέμμα,
σαβα­νω­μέ­νος ίσκιος αχνο­τρέ­μει στη βρύση
δεν πρό­λα­βε ο δόλιος να ξεδιψάσει,
κλαί­ει διπλω­μέ­νη στα δυο
πάνω στα ξερά χόρ­τα και τ’ αγκάθια
η μνή­μη γδύ­νει τη ζωή, κυλά­ει το αίμα,
κυλά­ει παγω­μέ­νος κι ο ιδρώ­τας στο μέτωπο,
το σκου­πί­ζει με το μαντί­λι της.

«Αλη­σμο­νώ και χαί­ρο­μαι θυμιού­μαι και δακρύζω…»

Ύστε­ρα από τόσα χρό­νια γυρεύ­ει ενθύμια
ένα λιω­μέ­νο φυλα­χτό, ένα σταυ­ρου­δά­κι, ένα γράμμα,
μια φωτο­γρα­φία κι ας μην τά ’χει ανά­γκη για να θυμάται
εδώ η θύμη­ση φυτρώ­νει στα ματοτσίνορα
κραυ­γή απ’ τη γη, μέσα βαθιά
κραυ­γή ίσα­με τα ξέφτια του ήλιου…

«Τό ‘μαθες μωρ’ δόλια μάνα, μωρ’ για­λέ­νια, κρουσταλλένια
τι έχει γίνει στην Μουρ­γκά­να, μωρή, κόρη διαμαντένια…»

Κι από εδώ κι από εκεί το ίδιο
σφυ­ρί­ζει το ξεροβόρι,
άγριος, ασύ­νο­ρος ο αέρας, δεν γνωρίζει
τού­τος ο αέρας ξυπνά τις λύπες ολονών
και τα κρίματα.
Ζεστό ακό­μη το χώμα,
θαρ­ρείς και τόσες ανά­σες δε σβήσανε
ούτε με τις μπό­ρες, ούτε με τα χρόνια
θαρ­ρείς γι’ αυτό υψώνουν
πρά­σι­να λάβα­ρα τα κυπαρίσσια.

foto7

«Μ’ έμα­σε, γιε μ’ ο πόνος σου, μ’ έπνι­ξε ο καη­μός σου…»

Γονα­τι­στή η βάβω

πάνω στα φύλ­λα τής καρυδιάς,

με την καρ­διά να τρέ­μει, τη φλό­γα στο βλέμμα,

στα χέρια το πρό­σφο­ρο, το μαχαί­ρι στο σοφρά,
«θ’ αντα­μώ­σου­με τάχα­τε μια μέρα», συλλογίζεται
πριν αγγί­ξει το αχ ουρανό…

«Εγώ είμαι ’κεί­νη που ζητάς μαυ­ρο­πα­λί­κα­ρό μου
εμέ­να μ’ έλιω­σε ο καη­μός κι εσέ­να­νε το χώμα…»

Αρμπα­ρό­ρι­ζα καί­ει τον ουρανίσκο,
διά­βη­κε ο καιρός
καλές ‚κακές πέρα­σαν και οι πρα­μά­τειες μαζί του
ένα κομ­μά­τι σύν­νε­φο από­μει­νε φορ­τω­μέ­νο βροχή,
ανά­με­σα στις ρυτί­δες ταξι­δεύ­ει σιωπηλά,
οι ραγι­σμέ­νες πέτρες ποτίστηκαν
και τα μνή­μα­τα γέμι­σαν τριαντάφυλλα.

«Ανά­με­σα  τρεις  θάλασ­σες  τρια­ντα­φυλ­λά­κι  κόκκινο,
πύρ­γος  θεμε­λιω­μέ­νος  νεράν­τζι  και  λεϊμόνι…»

Παρα­δί­πλα η κόρη βρί­σκει άλλες λέξεις

θυμα­ρί­σιο το μέλι τής ζωής,

στα χεί­λη της ξορ­κί­ζει τόσο θάνατο

που κου­βα­λούν τα μάτια.

foto8

 

Στη γλώσ­σα τής πικρο­δάφ­νης ξεφα­ντώ­νει η αγάπη

είπα­με τραγούδια,

κρα­τώ­ντας

το φιλί μέχρι το ξημέρωμα.

«Στης πικρο­δάφ­νης τον ανθό έγει­ρα ν’ αποκοιμηθώ…»

Ύστε­ρα σώπα­σε το κλαρίνο

κίνη­σαν τ’ αηδό­νια αγα­λια­νά στον ποταμό
οι πετα­λού­δες στρο­βι­λί­ζο­νται στο ρέμα, χρυ­σά φτερά,
η κόρη ορθή μετρού­σε από μέσα της τα βήματα
και τους αλει­τούρ­γη­τους έρωτες
μαλ­λιά σγου­ρά, μαύ­ρα μαλ­λιά σε ξένο παραθύρι…

«Πέρα­σα σ’ ένα γεφύ­ρι βλέ­πω μια στο παραθύρι
με τη μάνα της μαλώ­νει και βαριά τη βαλαντώνει…»

Μάνα ακού­στη­κε,
τ’ ασπρό­ρου­χα τινά­χτη­καν στο σκοινί,
το σκοι­νί παγί­δα των αθώων
οι στοι­χειω­μέ­νες ψυχές αρνούνται
δεν περι­μέ­νουν παράδεισο…
Μάνα, ξανα­κού­στη­κε δεύ­τε­ρη φορά
τα σκυ­λιά αλύ­χτη­σαν στην Πόβλα
ένα ουρ­λια­χτό στου Λια, λύκος θά ’τανε,
χορ­τα­σμέ­να τα όρνια πέτα­ξαν κατά τη Λεσινίτσα.
Μάνα φώνα­ξαν απ’ τα σπλά­χνα τής γης,
τα σκου­ρια­σμέ­να κλει­διά έτριξαν
το ποτά­μι γύρι­σε πίσω,
μάνα Μουρ­γκά­να στα έρη­μα πολυβολεία
μάνα Μουργκάνα
μάνα Μουρ­γκά­να αντή­χη­σε ο λόγγος…

Άδεια­σαν τα μάτια,
αμί­λη­τες πόσες στιγ­μές μαζώχτηκαν
αδέ­ξιο το χέρι στον αποχωρισμό
άδεια­σε και η ασημόκουπα
χοντρές στα­γό­νες κρα­σί, σκού­ρο κεχριμπάρι,
πήραν να σκο­τει­νιά­ζουν τα περάσματα
ο τόπος μύρισε
βασι­λι­κό και δυόσμο.

Ανοί­γουν κάπο­τε οι ουρανοί
και καθρε­φτί­ζο­νται τα πέτρι­να γεφύρια.

«Με τού­τη (ν’) αση­μό­κου­πα, μωρέ,θέλω να πιω πέντ’ έξι,
κι αν δε μεθύ­σω κόρη μου, μωρέ, κέρ­να μ’ όσο να φέξει…»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
.
Φιλιά­τες 18 Ιου­νί­ου 2019

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο