Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ιστορικότητα της κοινωνικής δράσης

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Όταν θέτου­με κατ’ αυτόν τον τρό­πο το ζήτη­μα εννο­ού­με ότι η κοι­νω­νι­κή δρά­ση είναι ιστο­ρι­κό φαι­νό­με­νο και μπο­ρεί, όπως όλα τα άλλα φαι­νό­με­να, να εξη­γη­θεί. Εκεί απο­σκο­πού­σε, μετα­ξύ άλλων το σχό­λιό μου για τον Τσε (Η απο­δό­μη­ση του Τσε, Ατέ­χνως 16 Ιου­νί­ου 2016) όπου ήθε­λα να δεί­ξω πως η κοι­νω­νι­κή δρά­ση, πολύ δε περισ­σό­τε­ρο η συλ­λο­γι­κή, δεν μπο­ρεί να είναι ζήτη­μα προ­σώ­πων αλλά το απο­τέ­λε­σμα κοι­νω­νι­κών και ιστο­ρι­κών διερ­γα­σιών, εν τέλει το απο­τέ­λε­σμα των συν­θη­κών εργα­σί­ας και ζωής των ανθρώ­πων. Εκεί δοκι­μά­ζο­νται οι άνθρω­ποι και εκεί απο­κτούν κοι­νω­νι­κή (ταξι­κή) συνεί­δη­ση (απο­κτούν ταυ­τό­τη­τα για το ποιοι είναι και γνω­ρί­ζουν τους αντι­πά­λους τους) ως κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να. Αν αυτή δεν εγεί­ρε­ται έχει να κάνει και με τη δυνα­τό­τη­τα της κυρί­αρ­χης τάξης, που ελέγ­χει μαζί με τα μέσα παρα­γω­γής και τα μέσα της πνευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής (ΜΜΕ, εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα, εργα­σια­κές σχέ­σεις κ.λπ.) που συμ­βά­λουν όμως στην παρα­γνώ­ρι­ση της ταξι­κής κυριαρ­χί­ας (ιδε­ο­λο­γία).

Μέρος του προ­βλή­μα­τος είναι και η ρομα­ντι­κο­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής δρά­σης που εξει­δα­νι­κεύ­ει την ατο­μι­κή δρά­ση, τη δρά­ση των προ­σώ­πων ως αυτά, και όχι οι ταξι­κοί αγώ­νες με τις ομό­λο­γες μορ­φές δρά­σης, να φτιά­χνουν την Ιστο­ρία. Την ίδια ιδε­ο­λο­γι­κή λει­τουρ­γία έχει και η μετα­τό­πι­ση της κοι­νω­νι­κής ανά­λυ­σης από τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις στις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις ως η ανερ­γία, η απο­έ­ντα­ξη, η ιδιώ­τευ­ση κ.ο.κ. να προ­κύ­πτουν από την ρευ­στό­τη­τα και την μετα­βλη­τό­τη­τα  των προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων και όχι από τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις και την κοι­νω­νι­κή οργά­νω­ση της παρα­γω­γής και της εργα­σί­ας. Από εδώ και η εννοιο­λό­γη­ση του κοι­νω­νι­κού ζητή­μα­τος με συγκι­νη­σια­κούς όρους (βιο­γρα­φί­ες, οδύ­νη, αγα­νά­κτη­ση, αξιο­πρέ­πεια, ελπί­δα, ανθρω­πι­στι­κή κρί­ση κ.ο.κ.) (όπως Z. Baumann κ.ά.), εννοιο­λό­γη­ση που είναι ιδιαί­τε­ρα προ­σφι­λής στη σοσιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρη αρι­στε­ρά. Έτσι η ανθρω­πι­στι­κή κρί­ση απο­συν­δέ­ε­ται  από τις αιτί­ες της για να αντι­με­τω­πι­στεί με συντα­γές μαγει­ρι­κής («γεμι­στά», «συσ­σί­τια» κ.λπ.) και με κοι­νω­νι­κό ακτι­βι­σμό (ανταλ­λα­κτι­κή οικο­νο­μία, κοι­νω­νι­κά παντο­πω­λεία, κοι­νω­νι­κά ιατρεία κ.ο.κ.). Σε μια προ­σπά­θεια μάλι­στα απα­ξί­ω­σης «παρα­δο­σια­κών» μορ­φών κοι­νω­νι­κής έντα­ξης (ταξι­κές και συν­δι­κα­λι­στι­κές ταυ­τό­τη­τες, κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­σμι­κά περι­βάλ­λο­ντα κ.ο.κ.), ‑που είναι αλή­θεια πως δοκι­μά­ζο­νται με την διεύ­ρυν­ση της μετα-εργο­στα­σια­κής εργα­τι­κής τάξης και τον κατα­κερ­μα­τι­σμό του εργα­σια­κού χώρου- προ­βάλ­λο­νται ως κεντρι­κοί φορείς κοι­νω­νι­κής δρά­σης επι­τε­λε­στι­κές μορ­φές κοι­νω­νι­κής συνύ­παρ­ξης (αλλη­λέγ­γυοι, αυτο­δια­χει­ρι­ζό­με­νοι, ελευ­θε­ρια­κά σχο­λεία κ.λπ.). Αυτές φαί­νε­ται πως ται­ριά­ζουν, σε συνάρ­τη­ση με την θερα­πευ­τι­κο­ποί­η­ση κοι­νω­νι­κών βιο­γρα­φιών, καλύ­τε­ρα στις ανη­συ­χί­ες για κοι­νω­νι­κή ανέ­λι­ξη και διά­κρι­ση (μεσοα)αστικών στρωμάτων.

Ωστό­σο το να απο­μο­νώ­νου­με τα πρό­σω­πα από το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο και να απο­δί­δου­με σε αυτά ιδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά  (θέλη­ση, πίστη, θάρ­ρος, δύνα­μη κ.ο.κ.) είναι σαν να πιστεύ­ου­με ότι η κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση, επο­μέ­νως και η κοι­νω­νι­κή δρά­ση, πόσο μάλ­λον η ταξι­κή, είναι προ­ϊ­όν εξω­κοι­νω­νι­κών, εξω­ϊ­στο­ρι­κών εμπει­ριών. Είναι σαν να θεω­ρού­με πως οι ικα­νό­τη­τες και δεξιό­τη­τες (κοι­νω­νι­κές, γνω­στι­κές, επι­κοι­νω­νια­κές) των ατό­μων δεν εξαρ­τώ­νται από την ταξι­κή τους θέση αλλά είναι κατά κάποιο τρό­πο «προ­σω­πι­κές», ουσια­στι­κά έμφυ­τες. Είναι σαν να θεω­ρού­με επί­σης πως η κοι­νω­νι­κή δρά­ση αφο­ρά εσω­τε­ρι­κές διερ­γα­σί­ες του ατο­μι­κού ψυχι­σμού και του θυμι­κού που λαμ­βά­νουν χώρα εκεί­θεν της κοι­νω­νι­κής εμπει­ρί­ας και όχι όμως μέσα από τη «γνω­ρι­μιά των ανθρώ­πων» (Χατζής, Σιού­λας ο Ταμπά­κος). Είναι σαν να υπο­κλι­νό­μα­στε όπως έγρα­φε ο Λένιν στον αυθορ­μη­τι­σμό (βολο­ντα­ρι­σμό, βιτα­λι­σμό, εξε­γερ­σια­σμό κ.λπ.). Είναι το «πλή­θος» του Νέγκρι χωρίς ιστο­ρία και έξω από την κοι­νω­νία που περι­μέ­νει το «συμ­βάν» για την μεγά­λη έξο­δο. Γίνε­ται προ­φα­νές ότι αυτό δεν θα αφο­ρά τα εργα­τι­κά και λαϊ­κά στρώ­μα­τα που κινού­νται στο πεδίο της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, της επι­βί­ω­σης και του πεζού αλλά τα «χαρι­σμα­τι­κά» άτο­μα, τις παρέ­ες με τους ιδιαί­τε­ρους τρό­πους ζωής και εργα­σί­ας που εμφο­ρού­νται συν τοις άλλοις από ποι­η­τι­κή διά­θε­ση και εξε­γερ­σια­κό πνεύ­μα. Είναι, σύμ­φω­να με κάποιους (αρι­στε­ρι­στές, αντιε­ξου­σια­στές κ.ά.) ο Δεκέμ­βρης του 2008, οι «πλα­τεί­ες», οι «αγα­να­κτι­σμέ­νοι» και σήμε­ρα κατά κάποιο τρό­πο οι «όρθιοι» στο Παρί­σι. Έτσι όμως η κοι­νω­νι­κή δρά­ση αφή­νε­ται στη δίνη του ανορ­θο­λο­γι­σμού, του τυχαί­ου και στην μεγα­θυ­μία των προσώπων.

Αν το νόη­μα, οι μορ­φές της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης παρά­γο­νται κοι­νω­νι­κά, όπως το έθε­τε κάπο­τε ο δομι­σμός, κοι­νω­νι­κά θα παρά­γε­ται και η κοι­νω­νι­κή δρά­ση πού όταν πρό­κει­ται για τα εργα­τι­κά και λαϊ­κά στρώ­μα­τα παίρ­νει, για να έχει χει­ρα­φε­τη­τι­κό περιε­χό­με­νο, τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της δομής (μισθω­τή εργα­σία) (οργα­νω­τι­κό βάθος, πολυ­λει­τουρ­γι­κή δρά­ση, πρό­γραμ­μα κ.ο.κ.). Αυτά τα στρώ­μα­τα εξαρ­τώ­νται, όσον αφο­ρά στην ανά­λη­ψη κοι­νω­νι­κής δρά­σης, ‑σε αντι­δια­στο­λή με τα (μεσο)αστικά στρώ­μα­τα που δια­θέ­τουν πολι­τι­σμι­κούς και οργα­νω­σια­κούς πόρους‑, από το συλ­λο­γι­κό από­θε­μα της τάξης τους (προ­γραμ­μα­τι­κός λόγος, οργα­νω­σια­κοί πόροι, αγω­νι­στι­κές παρα­δό­σεις, συλ­λο­γι­κή μνή­μη κ.ά.) ενώ έχουν ανά­γκη περισ­σό­τε­ρο από τα αστι­κά στρώ­μα­τα που μπο­ρούν να βασί­ζο­νται στο κρά­τος, ενός πολι­τι­κού οργα­νι­σμού που θα δια­σφα­λί­ζει την πολι­τι­κο-οργα­νω­τι­κή και ιστο­ρι­κο-βιω­μα­τι­κή συνέ­χεια της τάξης τους. Την ανα­γκαιό­τη­τα αυτού του οργα­νι­σμού που θα πηγαί­νει πέρα από τα άτο­μα με τις βιω­μα­τι­κές μετα­πτώ­σεις και τις συνει­δη­σια­κές ανα­κο­λου­θί­ες και ιδιω­τεύ­σεις και θα έχει αυτο­νο­μη­θεί από αυτά ως δομή (κόμ­μα), αντι­λαμ­βά­νε­ται ακό­μη και ένας βεμπε­ρια­νός στο­χα­στής, όπως ο Π. Μπουρ­ντιέ. Αυτό είναι το ιστο­ρι­κό και κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο αν θέλου­με να θέσου­με το πρό­βλη­μα στη σωστή του διά­τα­ξη και εδώ θα προσ­διο­ρι­στεί η κοι­νω­νι­κή μηχα­νι­κή (πολι­τι­κό υπο­κεί­με­νο, μορ­φές οργά­νω­σης, κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χί­ες κ.λπ.) που θα μας βγά­λει μπρο­στά. Οι ενι­κές δρά­σεις, ο κοι­νω­νι­κός ακτι­βι­σμός μπο­ρούν να θεμα­το­ποι­ή­σουν επι­μέ­ρους ζητή­μα­τα στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής (κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες κ.ο.κ.), δεν μπο­ρούν όμως να αμφι­σβη­τή­σουν τον πυρή­να των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, τις σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης. Μόνο αν η δρά­ση τους, ουσια­στι­κά η δια­τα­ξι­κή δρά­ση των μεσαί­ων στρω­μά­των (ενός ανο­μοιο­γε­νούς μορ­φώ­μα­τος),  μπο­λιά­σει με την ταξι­κή δρά­ση, τη δρά­ση της εργα­τι­κής τάξης, αλλά­ζουν όλα, και στη «βάση» και στο «εποι­κο­δό­μη­μα». Γι’ αυτό όμως χρειά­ζε­ται σισύ­φεια δου­λειά και το σμί­λευ­μα μιας κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας που μαζί με το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα στη σφαί­ρα παρα­γω­γής θα θέτει τα επι­μέ­ρους ζητή­μα­τα στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής. Η ανα­στρο­φή αυτής της σχέ­σης και ο πολι­τι­κός βολο­ντα­ρι­σμός είναι που έφε­ρε τα πράγ­μα­τα σήμε­ρα στη χώρα μας εδώ. Και αυτό παρό­λο που κάποιοι είχαν προει­δο­ποι­ή­σει έγκαιρα.

* Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο