Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η οικονομική ανάπτυξη πριν την Επανάσταση, η διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης

Συνε­χί­ζου­με (|||ο μέρος) την ενό­τη­τα αφιε­ρω­μέ­νη στα 200 χρό­νια από την Επα­νά­στα­ση του 1821, με αρθρο­γρα­φία και κεί­με­να που έχουν στό­χο να φωτί­σουν τον χαρα­κτή­ρα και τις κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες εκδή­λω­σης της Επα­νά­στα­σης από τη σκο­πιά του μαρ­ξι­σμού – λενι­νι­σμού, καθώς και σε αντι­πα­ρά­θε­ση με αστι­κές και ανα­θε­ω­ρη­τι­κές ιστο­ρι­κές θέσεις.
Η συγ­γρα­φή και επι­μέ­λεια των κει­μέ­νων γίνε­ται από το Τμή­μα Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Οι ανα­φο­ρές σε «ελλη­νι­κή» αστι­κή τάξη, γενι­κό­τε­ρα στον όρο «Ελλη­νας» και τα παρά­γω­γά του, χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από μια αντι­φα­τι­κό­τη­τα, δεδο­μέ­νης της εποχής.
Και αυτό για­τί στη διάρ­κεια του 18ου αιώ­να ήταν η ανά­δυ­ση των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στην πολυ­ε­θνο­τι­κή Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία που πυρο­δό­τη­σε τη δια­δι­κα­σία δια­μόρ­φω­σης των αστι­κών τάξε­ων της Βαλ­κα­νι­κής και της αντί­στοι­χης εθνι­κής συνείδησης.

Ελλη­νας έμπο­ρος δια­βά­ζει τα κατά­στι­χά του. Έγχρω­μη λιθο­γρα­φία του O. Stackelberg

Εκεί­νη την επο­χή ως «Ελλη­νες» θεω­ρού­νταν όχι μόνο οι ελλη­νό­φω­νοι χρι­στια­νοί ορθό­δο­ξοι, αλλά και σλα­βό­φω­νοι πλη­θυ­σμοί, βλά­χοι, ορθό­δο­ξοι αλβα­νό­φω­νοι κ.ά. Ολοι αυτοί οι πλη­θυ­σμοί μοι­ρά­ζο­νταν δύο κοι­νά χαρα­κτη­ρι­στι­κά: Το ορθό­δο­ξο δόγ­μα και τη χρή­ση της ελλη­νι­κής γλώσ­σας. Η ελλη­νι­κή γλώσ­σα κατέ­στη, στα­δια­κά, η «κοι­νή» γλώσ­σα του εμπο­ρί­ου, η γνώ­ση της οποί­ας ήταν απα­ραί­τη­τη για την έντα­ξη στα εμπο­ρι­κά δίκτυα, στην εκπαί­δευ­ση, στην εμπο­ρι­κή και επι­χει­ρη­μα­τι­κή πρα­κτι­κή. Το βασι­κό, ωστό­σο, χαρα­κτη­ρι­στι­κό του «Ελλη­να» ήταν ο οικο­νο­μι­κός του ρόλος, ο ρόλος του ως εμπό­ρου.1 Ωστό­σο, απ’ τα μέσα του 18ου αι., με τη δια­μόρ­φω­ση του ελλη­νι­κού αστι­κού δια­φω­τι­σμού, η εθνι­κή ελλη­νι­κή συνεί­δη­ση άρχι­σε να δια­μορ­φώ­νε­ται σε ευρύ­τε­ρες εργα­τι­κές και μισο­προ­λε­τα­ρια­κές δυνά­μεις. Ετσι, η λέξη «Ελλη­νας» άρχι­σε να προσ­διο­ρί­ζει πια τη δια­κρι­τή εθνο­τι­κή προέλευση.

✔️  Η ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών στον χώρο της νότιας Βαλκανικής (18ος — αρχές 19ου αιώνα).
✔️  Αλλαγές στο χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής.
✔️  Η διαμόρφωση των εμπορικών δικτύων των Ελλήνων

Οταν μιλά­με για οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη των Ελλή­νων στη διάρ­κεια του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώ­να, πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με ότι αυτό που έχου­με σήμε­ρα στο μυα­λό μας ως «ελλη­νι­κές» περιο­χές, τότε δια­τε­λού­σαν υπό ξένη κυριαρ­χία: Στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος τους απο­τε­λού­σαν τμή­μα της αχα­νούς Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, πλην των Επτα­νή­σων που «πέρα­σαν» από δια­δο­χι­κές κυριαρ­χί­ες των ευρω­παϊ­κών κρα­τών. Κατά την περί­ο­δο αυτή, ελλη­νό­φω­νοι χρι­στια­νι­κοί πλη­θυ­σμοί «υπάρ­χουν» και δρα­στη­ριο­ποιού­νται οικο­νο­μι­κά σε μια μεγά­λη γεω­γρα­φι­κή έκτα­ση, που εκτεί­νε­ται απ’ τις νότιες απο­λή­ξεις της Βαλ­κα­νι­κής Χερ­σο­νή­σου μέχρι τη Μικρά Ασία, την Κύπρο, τις ακτές της Μαύ­ρης Θάλασ­σας, τον Πόντο, τα ανα­το­λι­κά και κεντρι­κά Βαλ­κά­νια και τις παρα­δου­νά­βιες περιο­χές. Είναι η ανά­πτυ­ξη του εμπο­ρί­ου, της ναυ­τι­λί­ας και γενι­κό­τε­ρα των συναλ­λα­γών, με καθο­ρι­στι­κό στοι­χείο τη χρή­ση της ελλη­νι­κής γλώσ­σας, που συμ­βάλ­λει στη δια­μόρ­φω­ση κοι­νών εθνο­τι­κών χαρα­κτη­ρι­στι­κών, στην ενσω­μά­τω­ση της ιστο­ρί­ας των πλη­θυ­σμών του αρχαί­ου ελλα­δι­κού χώρου και σε μία σχε­τι­κή απο­κρυ­στάλ­λω­ση του σε τι συνί­στα­ται η «Ελλά­δα», ως γεω­γρα­φι­κός — οικο­νο­μι­κός χώρος, στον οποίο και εκδη­λώ­θη­κε τελι­κά η Ελλη­νι­κή Επανάσταση.

Καθο­ρι­στι­κή αιτία και για την άνο­δο του εμπο­ρί­ου των ορθό­δο­ξων εμπό­ρων της Βαλ­κα­νι­κής — και κυρί­ως των Ελλή­νων — και του ρόλου τους ως «μοχλών σύν­δε­σης» των τοπι­κών οικο­νο­μιών με την ευρω­παϊ­κή αγο­ρά ήταν η παρέμ­βα­ση των μεγά­λων ευρω­παϊ­κών δυνά­με­ων — κύρια της Γαλ­λί­ας και της Αγγλί­ας - στο χώρο της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Η ολο­έ­να αυξα­νό­με­νη ζήτη­ση για τρό­φι­μα και πρώ­τες ύλες απ’ τις χώρες της δυτι­κής Ευρώ­πης, που είχαν μπει στο δρό­μο της εκβιο­μη­χά­νι­σης, ενέ­τει­νε τον ευρω­παϊ­κό εμπο­ρι­κό αντα­γω­νι­σμό και οδή­γη­σε, στα­δια­κά, στην πρόσ­δε­ση των αγο­ρών της Βαλ­κα­νι­κής και της ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου στο σύστη­μα της παγκό­σμιας καπι­τα­λι­στι­κής οικο­νο­μί­ας.2

Οι Ευρω­παί­οι ευνο­ή­θη­καν, ιδιαί­τε­ρα, απ’ την παρα­χώ­ρη­ση των διο­μο­λο­γή­σε­ων (Capitulations), προ­νο­μιού­χων συμ­φω­νιών με τις οποί­ες η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία παρα­χω­ρού­σε στους εμπό­ρους των ευρω­παϊ­κών χωρών το δικαί­ω­μα οικο­νο­μι­κής δρα­στη­ριο­ποί­η­σης στην οθω­μα­νι­κή επι­κρά­τεια, με πολύ μειω­μέ­νους τελω­νεια­κούς δασμούς σε σχέ­ση και με τους ίδιους τους Οθω­μα­νούς υπη­κό­ους. Απ’ τις διο­μο­λο­γή­σεις επω­φε­λή­θη­καν αρχι­κά οι Ολλαν­δοί και οι Γάλ­λοι, που κυριάρ­χη­σαν στο εμπό­ριο μεγά­λων απο­στά­σε­ων της ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου στη διάρ­κεια των τελών του 16ου μέχρι τα μέσα του 18ου αιώ­να. Ωστό­σο, μετά το 1750, και ιδιαί­τε­ρα αξιο­ποιώ­ντας την περί­ο­δο των Ναπο­λε­ό­ντειων Πολέ­μων (1792–1815), η Αγγλία μπό­ρε­σε να εκτο­πί­σει τους εμπο­ρι­κούς της αντι­πά­λους και να στα­θε­ρο­ποι­ή­σει την εμπο­ρι­κή και ναυ­τι­λια­κή της κυριαρ­χία στη Μεσόγειο.

Υδραίοι ναυτικοί. Λιθογραφία του A. Friedel

Υδραί­οι ναυ­τι­κοί. Λιθο­γρα­φία του A. Friedel

Στην άνο­δο του εξω­τε­ρι­κού εμπο­ρί­ου και ιδιαί­τε­ρα στη σύν­δε­ση των τοπι­κών αγο­ρών της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας με την παγκό­σμια αγο­ρά3 έπαι­ξαν τον ρόλο τους και οι εσω­τε­ρι­κές αλλα­γές που βίω­νε το ίδιο διά­στη­μα το οθω­μα­νι­κό κρά­τος. Στα­δια­κά, απ’ τα τέλη του 17ου αιώ­να, η μεταρ­ρύθ­μι­ση του οθω­μα­νι­κού φορο­λο­γι­κού συστή­μα­τος και μια σει­ρά αλλα­γών στην οργά­νω­ση της κρα­τι­κής διοί­κη­σης ευνό­η­σαν την άνο­δο μιας ομά­δας επι­φα­νών επαρ­χια­κών οικο­γε­νειών στη θέση των αντι­προ­σώ­πων της κεντρι­κής οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας στις περι­φέ­ρειες της Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Αυτοί οι ισχυ­ροί αξιω­μα­τού­χοι — γνω­στοί με την ονο­μα­σία αγιά­νη­δες (ayan) - είδαν τα εισο­δή­μα­τά τους να αυξά­νο­νται ραγδαία, κυρί­ως μέσω του δικαιώ­μα­τος διά βίου εκμί­σθω­σης των φόρων που τους παρεί­χε η οθω­μα­νι­κή διοί­κη­ση.4

Ισχυ­ροί αγιά­νη­δες, όπως ο Αλή Πασάς των Ιωαν­νί­νων και ο Ισμα­ήλ των Σερ­ρών, στα­δια­κά έλεγ­χαν και μετέ­τρε­παν σε ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία ολο­έ­να και μεγα­λύ­τε­ρο τμή­μα της πρώ­ην κρα­τι­κής γης, κάτι που τους επέ­τρε­πε να εφαρ­μό­σουν μια σει­ρά αλλα­γές στην αγρο­τι­κή παρα­γω­γή — ιδί­ως μέσω της ανα­διάρ­θρω­σης των καλ­λιερ­γειών και της εντα­τι­κής (κατά κύριο λόγο) εκμε­τάλ­λευ­σης των χωρα­φιών. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή, απ’ αυτήν τη σκο­πιά, ήταν η επέ­κτα­ση του τσι­φλι­κιού ως βασι­κής αγρο­τι­κής μονά­δας που εξυ­πη­ρε­τού­σε τις ανά­γκες του εμπο­ρί­ου, χωρίς να οδη­γεί, ωστό­σο, σε βελ­τί­ω­ση των καλ­λιερ­γη­τι­κών μεθό­δων, ούτε σε χαλά­ρω­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης του άμε­σου παραγωγού.

Η ανά­πτυ­ξη του εξω­τε­ρι­κού εμπο­ρί­ου και η συσ­σώ­ρευ­ση χρη­μα­τι­κών κεφα­λαί­ων στον μετέ­πει­τα ελλα­δι­κό χώρο έδω­σε ώθη­ση στην περαι­τέ­ρω εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής και τον προ­σα­να­το­λι­σμό της προς συστή­μα­τα καλ­λιέρ­γειας συγκε­κρι­μέ­νων προ­ϊ­ό­ντων, που προ­ο­ρί­ζο­νταν μονό­πλευ­ρα για την εξω­τε­ρι­κή αγο­ρά. Τέτοιες καλ­λιέρ­γειες ήταν κυρί­ως η στα­φί­δα στη βόρεια Πελο­πόν­νη­σο και τα Επτά­νη­σα, το βαμ­βά­κι και ο καπνός στη Μακε­δο­νία, στην Ηπει­ρο και τη Στε­ρεά, οι εμπο­ρευ­μα­τι­κές δεν­δρο­καλ­λιέρ­γειες (ελιές, μου­ριές κ.ά.), αλλά και ορι­σμέ­να «παρα­δο­σια­κά» προ­ϊ­ό­ντα που είχαν ολο­έ­να και μεγα­λύ­τε­ρη ζήτη­ση στο εξω­τε­ρι­κό εμπό­ριο, όπως τα δημητριακά.

Γενίτσαροι σε γερμανική λιθογραφία του 19ου αιώνα

Γενί­τσα­ροι σε γερ­μα­νι­κή λιθο­γρα­φία του 19ου αιώνα

Στις περιο­χές που είχαν ειδι­κευ­τεί στις μονο­καλ­λιέρ­γειες και η εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση της παρα­γω­γής είχε επι­τα­χυν­θεί, η εξα­γω­γή του πλε­ο­νά­σμα­τος πραγ­μα­το­ποιού­νταν, όπως ανα­φέ­ρα­με, με την παρέμ­βα­ση των τοπι­κών αξιω­μα­τού­χων, μου­σουλ­μά­νων και χρι­στια­νών, οι οποί­οι συν­δέ­ο­νταν με τους τοπι­κούς και Ευρω­παί­ους εμπό­ρους, αλλά και τους πλοιο­κτή­τες των νησιών.5Για παρά­δειγ­μα, αρκε­τοί απ’ τους κοτζα­μπά­ση­δες της Πελο­πον­νή­σου ασκού­σαν συν­δυα­στι­κά τους ρόλους του γαιο­κτή­μο­να — εμπό­ρου — δανει­στή — διοι­κη­τι­κού άρχο­ντα, απο­κτώ­ντας έτσι πρό­σβα­ση σε πολ­λές πηγές κεφαλαίων.

Στα­δια­κά, στη βάση της ζήτη­σης που δημιουρ­γού­σε το εξω­τε­ρι­κό εμπό­ριο, το κυρί­αρ­χο σχή­μα των ανταλ­λα­γών δια­μορ­φώ­θη­κε ως εξής: Οι εξα­γω­γές προς τη δυτι­κή Ευρώ­πη απο­τε­λού­νταν κυρί­ως από αγρο­τι­κά και ημι-επε­ξερ­γα­σμέ­να βιο­τε­χνι­κά προ­ϊ­ό­ντα, δηλα­δή από τρό­φι­μα (λάδι, δημη­τρια­κά, στα­φί­δα, μαλ­λιά, βαμ­βά­κι, δέρ­μα­τα κ.ά.) και βιο­μη­χα­νι­κές πρώ­τες ύλες και οι εισα­γω­γές από βιο­μη­χα­νι­κά είδη (υφά­σμα­τα, προ­ϊ­ό­ντα κλά­δων όπως η υαλουρ­γία, η σιδη­ρουρ­γία, η σχοι­νο­ποι­ία) και προ­ϊ­ό­ντα των αποι­κιών (μπα­χα­ρι­κά, καφές, ζάχα­ρη, βαφι­κές και λευ­κα­ντι­κές ύλες).6

Οι Ελλη­νες έμπο­ροι μεγά­λων απο­στά­σε­ων λει­τούρ­γη­σαν ως μετα­φο­ρείς αυτών των προ­ϊ­ό­ντων μετα­ξύ της Βαλ­κα­νι­κής και της κεντρι­κής και δυτι­κής Ευρώ­πης και δια­μόρ­φω­σαν, στα­δια­κά, τα δικά τους εμπο­ρι­κά δίκτυα, αξιο­ποιώ­ντας τους υπάρ­χο­ντες χερ­σαί­ους και θαλάσ­σιους δρό­μους. Οι Συν­θή­κες του Κάρ­λο­βιτς (1699) και του Πασ­σά­ρο­βιτς (1718) και η αλμα­τώ­δης ανά­πτυ­ξη του εξω­τε­ρι­κού εμπο­ρί­ου έδω­σαν περαι­τέ­ρω ώθη­ση, με τη σει­ρά τους, στην ανα­προ­σαρ­μο­γή των ίδιων των εμπο­ρι­κών δρό­μων και την αύξη­ση των συναλ­λα­γών. Μέσω αυτών οι αγο­ρές, οι εμπο­ρο­πα­νη­γύ­ρεις, οι πόλεις και τα λιμά­νια του ελλα­δι­κού και του βαλ­κα­νι­κού χώρου (Πάτρα, Λάρι­σα, Βόλος, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Ιωάν­νι­να, Μοσχό­πο­λη, Μονα­στή­ρι, Σέρ­ρες κ.ά.) συν­δέ­ο­νταν με τις μεγά­λες πόλεις της κεντρι­κής Ευρώ­πης (Πέστη, Βιέν­νη, Λει­ψία, Νίζ­να κ.ά.) και τα λιμά­νια της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας7 και της δυτι­κής Μεσο­γεί­ου (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, Σμύρ­νη, Αλε­ξάν­δρεια, Βαλέ­τα, Τερ­γέ­στη, Λιβόρ­νο, Μασ­σα­λία κ.ά.). Μέσω αυτών των πόλε­ων και των εμπο­ρι­κών δια­δρο­μών ολο­κλη­ρώ­θη­κε η στα­δια­κή ενσω­μά­τω­ση των τοπι­κών αγο­ρών της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας στην ευρω­παϊ­κή οικονομία.200 Χρόνια Επανάσταση 1821 epanastash 1821 logo

Η ανάπτυξη των παροικιών της διασποράς

Η άνο­δος του εμπο­ρί­ου των Ελλή­νων είναι ανα­πό­σπα­στα δεμέ­νη με τη μετα­κί­νη­ση και εγκα­τά­στα­ση ελλη­νι­κών πλη­θυ­σμών στις πόλεις της δια­σπο­ράς, εκτός δηλα­δή της ιστο­ρι­κής επι­κρά­τειας της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας.8 Σκο­πός αυτών των μετα­κι­νή­σε­ων ήταν το εμπο­ρι­κό κέρ­δος και γι’ αυτό ήταν οργα­νω­μέ­νες μέσα σε οικο­γε­νεια­κά και εμπο­ρι­κά δίκτυα και δεν είχαν τον χαρα­κτή­ρα μιας μαζι­κής μετανάστευσης.

Ηδη απ’ τον 16ο και πολύ περισ­σό­τε­ρο στη διάρ­κεια του 17ου και 18ου αιώ­να, Ελλη­νες απ’ τα Επτά­νη­σα, την Πελο­πόν­νη­σο, τη Χίο, τη δυτι­κή Στε­ρεά, τη Θεσ­σα­λία, τα ορει­νά της Ηπεί­ρου και της δυτι­κής Μακε­δο­νί­ας (Ζαγο­ρο­χώ­ρια και βλα­χο­χώ­ρια της Πίν­δου, Σιά­τι­στα, Κοζά­νη, Καστο­ριά κ.ά.) ακο­λού­θη­σαν τους δρό­μους του εμπο­ρί­ου και δια­μόρ­φω­σαν ένα δίκτυο παροι­κιών σ’ όλο τον ευρω­παϊ­κό χώρο, απ’ τις πόλεις της δυτι­κής και κεντρι­κής Ευρώ­πης μέχρι τα λιμά­νια της νότιας Ρωσίας.

Τα εμπο­ρι­κά δίκτυα και οι επι­χει­ρή­σεις των Ελλή­νων της δια­σπο­ράς βασί­ζο­νταν, αρχι­κά, στην οικο­γέ­νεια, στην «κοι­νή» γλώσ­σα και στη θρη­σκευ­τι­κή αλλη­λεγ­γύη, ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό και άλλων «εθνο­τι­κών» μετα­να­στεύ­σε­ων και δια­σπο­ρών, όπως των Εβραί­ων και των Αρμε­νί­ων. Ηταν, κατά κύριο λόγο, προ­σω­πι­κές επι­χει­ρή­σεις συγ­γε­νών, όπου η χρη­μα­το­δό­τη­ση των δρα­στη­ριο­τή­των τους προ­ερ­χό­ταν από τα κεφά­λαια των ίδιων των μελών της οικο­γέ­νειας ή από το περι­βάλ­λον του τόπου κατα­γω­γής. Βέβαια, η ίδια η δομή και η οργά­νω­ση εμπο­ρι­κών επι­χει­ρή­σε­ων των Ελλή­νων άλλα­ζαν στα­δια­κά όσο προ­χω­ρού­σε η ενσω­μά­τω­σή τους στην οικο­νο­μι­κή δομή των χωρών υπο­δο­χής και η στα­δια­κή υιο­θέ­τη­ση από μέρους τους του αστι­κού δικαί­ου και των νέων, αμι­γώς καπι­τα­λι­στι­κών μορ­φών επι­χει­ρη­μα­τι­κής οργά­νω­σης.9

Οι παροι­κί­ες του εξω­τε­ρι­κού απο­τέ­λε­σαν, επί­σης, πρό­σφο­ρο έδα­φος για τη διο­χέ­τευ­ση των ιδε­ών του ευρω­παϊ­κού Δια­φω­τι­σμού και της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης. Απ’ τα μέσα του 18ου αιώ­να οι Ελλη­νες έμπο­ροι των παροι­κιών πρω­το­στά­τη­σαν στην ίδρυ­ση εκα­το­ντά­δων ελλη­νι­κών σχο­λεί­ων, τόσο στις κοι­νό­τη­τες των Ελλή­νων της δια­σπο­ράς όσο και στα οθω­μα­νο­κρα­τού­με­να εδά­φη με ισχυ­ρή παρου­σία ελλη­νό­φω­νων πλη­θυ­σμών. Στο χώρο των παροι­κιών (Βενε­τία, Βιέν­νη) εκδό­θη­καν οι πρώ­τες ελλη­νι­κές εφη­με­ρί­δες, ενώ εκεί έδρα­σαν ο Ρήγας και οι οπα­δοί του, ο Αδα­μά­ντιος Κορα­ής και οι κορυ­φαί­οι στο­χα­στές του «Νεο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού». Με άλλα λόγια, η συσ­σώ­ρευ­ση κεφα­λαί­ου που είχε επι­τευ­χθεί εκεί, ενδυ­νά­μω­σε την κοι­νω­νι­κή ισχύ τής υπό δια­μόρ­φω­ση ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης και συνέ­βα­λε στη δια­μόρ­φω­ση εθνι­κής συνεί­δη­σης. Εκεί δημιουρ­γή­θη­καν και οι πρώ­τοι πυρή­νες που θα προ­ε­τοί­μα­ζαν την έκρη­ξη της Επανάστασης.

Η άνθηση της οικοτεχνίας και της βιοτεχνίας.
Η αδυναμία περάσματος στο βιομηχανικό στάδιο επιχειρησιακής οργάνωσης

Η αυξα­νό­με­νη συσ­σώ­ρευ­ση του εμπο­ρι­κού κεφα­λαί­ου, η εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση της παρα­γω­γής και η αύξη­ση της εξω­τε­ρι­κής ζήτη­σης έδω­σαν ώθη­ση στην άνθη­ση μιας σει­ράς βιο­τε­χνι­κών κλά­δων και δρα­στη­ριο­τή­των. Το εμπο­ρι­κό κεφά­λαιο, έχο­ντας τον πρώ­το λόγο στην ανά­πτυ­ξη αυτών των κλά­δων, καθό­ρι­σε σε μεγά­λο βαθ­μό την οργά­νω­ση και λει­τουρ­γία τους — και τους συνα­κό­λου­θους περιο­ρι­σμούς τους. Γύρω στο 1800, η βιο­τε­χνία απα­σχο­λού­σε ένα σύνο­λο 40.000 — 50.000 ατό­μων και κινη­το­ποιού­σε κεφά­λαια του­λά­χι­στον 50.000.000 χρυ­σών φρά­γκων, με ένα ετή­σιο κέρ­δος που κυμαι­νό­ταν από 12% έως 30%.

Το οικο­νο­μι­κό — νομι­κό καθε­στώς λει­τουρ­γί­ας των περισ­σό­τε­ρων βιο­τε­χνι­κών δρα­στη­ριο­τή­των βασι­ζό­ταν, κατά βάση, στο θεσμό της εται­ρεί­ας — «συντρο­φί­ας». Οπως συνέ­βη και σε άλλες περιο­χές της Ευρώ­πης σε δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρι­κές περιό­δους, η εται­ρι­κή μορ­φή οργά­νω­σης απο­τέ­λε­σε χαρα­κτη­ρι­στι­κό της επι­χει­ρη­μα­τι­κής πρα­κτι­κής που σημά­δε­ψε τόσο την εξέ­λι­ξη του εμπο­ρι­κού κεφα­λαί­ου όσο και την ίδια τη μετα­τρο­πή του σε βιομηχανικό.

Οσον αφο­ρά στον ελλα­δι­κό χώρο, είναι ενδια­φέ­ρον ότι σε ορι­σμέ­νους κλά­δους, ιδί­ως της υφα­ντουρ­γί­ας και νημα­τουρ­γί­ας, εξαι­τί­ας της αυξη­μέ­νης ζήτη­σης μαλ­λιών και νημά­των απ’ το εξω­τε­ρι­κό, συντε­λέ­στη­κε μια ορι­σμέ­νη μετά­βα­ση απ’ την απλή βιο­τε­χνι­κή παρα­γω­γή στο σύστη­μα της οικο­τε­χνί­ας και σε σχε­τι­κά πιο εξε­λιγ­μέ­νες μορ­φές επι­χει­ρη­μα­τι­κής οργά­νω­σης, χωρίς βέβαια να επι­χει­ρού­νται συγκρί­σεις με τις αντί­στοι­χες ευρω­παϊ­κές μονά­δες.10 Σε αυτές τις «συντρο­φί­ες» εμφα­νί­στη­κε, έως έναν βαθ­μό, και ένας κατα­με­ρι­σμός της εργα­σί­ας, που μετέ­τρε­πε το εμπό­ρευ­μα από ατο­μι­κό προ­ϊ­όν του χει­ρο­τέ­χνη σε κοι­νω­νι­κό προ­ϊ­όν, αλλά δεν παρου­σιά­ζο­νταν ακό­μα εκτε­τα­μέ­να στην καθα­ρή τους μορ­φή οι σχέ­σεις μισθω­τής εργασίας.

Abelakia-thes Αμπελάκια 18 sec cent

Αμπε­λά­κια ΙΙXX αιώνας

Οι τομείς της βιο­τε­χνί­ας που ανα­πτύ­χθη­καν περισ­σό­τε­ρο ήταν η μετα­ξουρ­γία (στην περιο­χή του Μυστρά και γενι­κό­τε­ρα στη νότια Πελο­πόν­νη­σο), η αργυ­ρο­χρυ­σο­χο­ΐα (με επί­κε­ντρο τα Γιάν­νε­να και το χωριό Καλαρ­ρύ­τες της Ηπεί­ρου), η σαπω­νο­ποι­ία (ιδιαί­τε­ρα στην Κρή­τη), η σιδη­ρουρ­γία (στα μπα­ρου­τά­δι­κα της Δημη­τσά­νας και στα μεταλ­λεία των Μαντε­μο­χω­ρί­ων της Χαλ­κι­δι­κής), η βυρ­σο­δε­ψία, η ελαιουρ­γία και η ναυ­πη­γι­κή ως απο­τέ­λε­σμα της ορμη­τι­κής ανά­πτυ­ξης της ελλη­νό­κτη­της ναυ­τι­λί­ας. Την πιο σημα­ντι­κή ανά­πτυ­ξη, που όμως έμει­νε ανο­λο­κλή­ρω­τη, γνώ­ρι­σαν οι βιο­τε­χνί­ες υφα­σμά­των, νημά­των, βαφής κ.λπ. Οι κλά­δοι αυτοί άκμα­σαν ιδιαί­τε­ρα στη Θεσ­σα­λία (Πήλιο, Αμπε­λά­κια, Τύρ­να­βος, Αγιά, Τσα­ρι­τσά­νη κ.α.)11 και στην Ηπει­ρο (στα Ζαγο­ρο­χώ­ρια και το Συρράκο).

Οσον αφο­ρά στον κλά­δο της νημα­τουρ­γί­ας, η πιο σημα­ντι­κή περί­πτω­ση ήταν η βιο­τε­χνι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα βαμ­βα­κε­ρών νημά­των στα Αμπε­λά­κια της Θεσ­σα­λί­ας. Οι μεγά­λοι έμπο­ροι της περιο­χής σχη­μά­τι­σαν στα­δια­κά μια σημα­ντι­κή κοι­νο­πρα­ξία, την «Κοι­νή Συντρο­φία και Αδελ­φό­τη­τα των Αμπε­λα­κί­ων», στην οποία εντασ­σό­ταν η παρα­γω­γι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα των βαφέ­ων, των κλω­στριών και των άλλων τεχνι­τών της περιο­χής, ως μικρο­συ­νε­ταί­ρων. Η εξει­δί­κευ­σή της στο γνέ­σι­μο και το βάψι­μο των «κόκ­κι­νων νημά­των» καθο­ρί­στη­κε μονό­πλευ­ρα απ’ τη μεγά­λη ζήτη­ση του εξω­τε­ρι­κού, ιδιαί­τε­ρα περιο­χών και πόλε­ων της κεντρι­κής Ευρώ­πης (π.χ. Βιέν­νη).12 Η «Κοι­νή Συντρο­φιά και Αδελ­φό­τη­τα των Αμπε­λα­κί­ων» λει­τούρ­γη­σε για περί­που 30 χρό­νια (1780–1812) και έφτα­σε να απα­σχο­λεί 4.000 εργα­ζό­με­νους στα βαφεία, στα νημα­τουρ­γεία, στην ύφαν­ση, στην παρα­γω­γή βαμ­βα­κιού και στην εμπο­ρία. Η «Συντρο­φία» δεν μπό­ρε­σε, ωστό­σο, να απο­φύ­γει την παρακ­μή και την τελι­κή χρε­ο­κο­πία εξαι­τί­ας του αντα­γω­νι­σμού που αντι­με­τώ­πι­σε απ’ την εισα­γω­γή βιο­μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νων νημά­των της Μ. Βρε­τα­νί­ας στην Αυστρία και τη Γερμανία.

Η χρε­ο­κο­πία των Αμπε­λα­κί­ων ήταν σημά­δι της γενι­κό­τε­ρης από­το­μης κάμ­ψης και παρακ­μής που γνώ­ρι­σαν οι περισ­σό­τε­ρες βιο­τε­χνι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες στον ελλα­δι­κό χώρο τη δεύ­τε­ρη δεκα­ε­τία του 19ου αιώ­να, αμέ­σως πριν από την Επα­νά­στα­ση.13 Αυτή η απο­δυ­νά­μω­ση της βιο­τε­χνι­κής παρα­γω­γής οφεί­λε­ται σ’ ένα σύνο­λο παρα­γό­ντων που σχε­τί­ζο­νται με την ίδια την οικο­νο­μι­κή δομή της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και τους περιο­ρι­σμούς που αυτή έθε­τε. Η βιο­τε­χνι­κή ανά­πτυ­ξη δεν μπο­ρού­σε να υπερ­βεί, σε μεγά­λο βαθ­μό, το συντε­χνια­κό (esnaf — σινά­φια)14στά­διο συγκρό­τη­σής της και να απο­κτή­σει δομή βιο­μη­χα­νι­κής παρα­γω­γής. Αντι­κει­με­νι­κά, επί­σης, η δομή του οθω­μα­νι­κού κρά­τους απέ­κλειε μια «μερ­κα­ντι­λι­στι­κή» πολι­τι­κή προ­στα­τευ­τι­σμού και ενί­σχυ­σης της βιο­τε­χνι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Η ταυ­τό­χρο­νη κρί­ση στην οποία περιέ­πε­σαν η βιο­τε­χνία, το εμπό­ριο και η ναυ­τι­λία μετά απ’ το 1815 δεί­χνει τελι­κά — πέρα απ’ τη σφο­δρό­τη­τα του ευρω­παϊ­κού αντα­γω­νι­σμού — και τη γενι­κό­τε­ρη αδυ­να­μία της Πύλης να προ­στα­τέ­ψει τις οικο­νο­μι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες της δια­μορ­φού­με­νης ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης.

Η μεγάλη ανάπτυξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας

Η άνο­δος της σημα­σί­ας των Ελλή­νων στο θαλάσ­σιο εμπό­ριο της Μεσο­γεί­ου ξεκί­νη­σε ήδη απ’ τον 17ο αιώ­να. Παρά την αυξα­νό­με­νη σημα­σία που απέ­κτη­σαν οι εμπο­ρι­κοί στό­λοι των Γάλ­λων, Ολλαν­δών και Αγγλων στο μεσο­γεια­κό εμπό­ριο και τη μειού­με­νη αλλά πάντα στα­θε­ρή παρου­σία της Βενε­τί­ας,15 εντού­τοις, μεγά­λο τμή­μα του εμπο­ρί­ου της «εσω­τε­ρι­κής θάλασ­σας» παρέ­μει­νε στα χέρια των τοπι­κών στό­λων στη διάρ­κεια του 16ου και 17ου αιώ­να. Οι Ελλη­νες των νησιών του Αιγαί­ου και του Ιονί­ου απο­τε­λού­σαν ορι­σμέ­νους απ’ αυτούς τους μετα­φο­ρείς και η εξει­δί­κευ­σή τους στη ναυ­τι­λία ήταν γνω­στή στους εμπο­ρευό­με­νους στη Μεσό­γειο.16

Η πραγ­μα­τι­κή τομή για την ανά­πτυ­ξη της ελλη­νό­κτη­της ναυ­τι­λί­ας συντε­λέ­στη­κε, ωστό­σο, τον 18ο αιώ­να. Η χρο­νι­κή αυτή περί­ο­δος δεν ήταν τυχαία, καθώς ανα­φε­ρό­μα­στε στην ορμη­τι­κή, πια, ανά­πτυ­ξη των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στη δυτι­κή Ευρώ­πη, που δημιούρ­γη­σε δύο οργα­νι­κά συν­δε­δε­μέ­νες τάσεις. Αφε­νός την ανά­γκη κάλυ­ψης των δια­τρο­φι­κών ανα­γκών των αυξα­νό­με­νων βιο­μη­χα­νι­κών πλη­θυ­σμών της δυτι­κής Ευρώ­πης, αφε­τέ­ρου την ανά­γκη της ευρω­παϊ­κής βιο­μη­χα­νί­ας — ιδί­ως της κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας — για διο­χέ­τευ­ση των προ­ϊ­ό­ντων της σε νέες αγο­ρές, όπως ήταν αυτές της Οθω­μα­νι­κής Αυτοκρατορίας.

Στη διάρ­κεια του β’ μισού του 18ου αιώ­να, οι στό­λοι των νησιών και ακτών του Ιονί­ου και του Αιγαί­ου αξιο­ποί­η­σαν τον ευρω­παϊ­κό αντα­γω­νι­σμό και τη χρο­νι­κή συγκυ­ρία, μπό­ρε­σαν να ξεπε­ρά­σουν, στα­δια­κά, τον «ενδιά­με­σο» — συμπλη­ρω­μα­τι­κό ρόλο που κατεί­χαν προη­γου­μέ­νως σε σχέ­ση με τους στό­λους της Γαλ­λί­ας και της Αγγλί­ας, στην κατεύ­θυν­ση χάρα­ξης μιας αυτο­δύ­να­μης πορεί­ας συνε­χούς μεγέ­θυν­σης. Οσο αυξά­νο­νταν τα κέρ­δη απ’ το «νόμι­μο» εμπό­ριο, τόσο περιο­ρι­ζό­ταν, στα­δια­κά, και ο ρόλος του λαθρε­μπο­ρί­ου και της πει­ρα­τεί­ας — ως συμπλη­ρω­μα­τι­κών μορ­φών οικο­νο­μι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας — όσον αφο­ρά στη συσ­σώ­ρευ­ση χρη­μα­τι­κών κεφα­λαί­ων στα χέρια των Ελλή­νων. Μέχρι το τέλος των Ναπο­λε­ό­ντειων Πολέ­μων, ο ελλη­νό­κτη­τος στό­λος ανα­δεί­χτη­κε ως ο πιο δυνα­μι­κός «ουδέ­τε­ρος» στό­λος της ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου, έχο­ντας διπλα­σιά­σει τα μεγέ­θη του ως προς τον αριθ­μό και τη χωρη­τι­κό­τη­τα των πλοί­ων. Ταυ­τό­χρο­να, οι Ελλη­νες καθιέ­ρω­σαν την παρου­σία τους στο μεγά­λο εμπό­ριο χύδην φορ­τί­ων της Μεσο­γεί­ου — ιδιαί­τε­ρα αυτού των σιτη­ρών — θέτο­ντας τις βάσεις και για τη μετε­πα­να­στα­τι­κή ανά­πτυ­ξη της ελλη­νό­κτη­της ναυ­τι­λί­ας στο χώρο της Μεσο­γεί­ου και της Μαύ­ρης Θάλασ­σας.17

Η ανά­πτυ­ξη της ελλη­νό­κτη­της ναυ­τι­λί­ας στη διάρ­κεια του 18ου αιώ­να στη­ρί­χθη­κε, σε μεγά­λο βαθ­μό, στην άνθη­ση, εκεί­νη την περί­ο­δο, μιας σει­ράς ναυ­τι­κών κοι­νο­τή­των στο Ιόνιο και το Αιγαίο Πέλα­γος. Ιστο­ρι­κά πρώ­τα ανα­πτύ­χθη­κε η ναυ­τι­λία των ακτών του Ιονί­ου, τόσο των υπό οθω­μα­νι­κή κυριαρ­χία Ελλή­νων όσο και των Επτα­νη­σί­ων. Κύριοι ναυ­τό­το­ποι της περιο­χής αυτής18 ήταν η Κεφα­λο­νιά και το Μεσο­λόγ­γι, ενώ προς το τέλος του 18ου αιώ­να άρχι­σε να ανε­βαί­νει και η ναυ­τι­λία του Γαλα­ξι­δί­ου. Συνο­λι­κά ο ποντο­πό­ρος εμπο­ρι­κός στό­λος των Ελλή­νων υπό οθω­μα­νι­κή και βενε­τι­κή κυριαρ­χία στο χώρο του Ιονί­ου συνι­στού­σε πάνω απ’ τα 2/3 του συνο­λι­κού ελλη­νό­κτη­του εμπο­ρι­κού κατά το πρώ­το μισό του 18ου αιώ­να και το 50% του στό­λου κατά το β’ μισό του 18ου αιώ­να, όπου άρχι­σε και η άνο­δος της αιγαιο­πε­λα­γί­τι­κης ναυτιλίας.

Οσον αφο­ρά στο Αιγαίο, η μεγά­λη άνο­δος της ναυ­τι­λί­ας του συν­δέ­θη­κε, ιστο­ρι­κά, με τη γιγά­ντω­ση του στό­λου των «τριών ναυ­τι­κών νήσων», Υδρας, Σπε­τσών και Ψαρών. Σημα­ντι­κή, ωστό­σο, ανά­πτυ­ξη γνώ­ρι­σαν οι στό­λοι της Κάσου, της Πάτμου, της Σαντο­ρί­νης, της Αίνου στην ανα­το­λι­κή Θρά­κη κ.ά.

Η ανά­πτυ­ξη της ναυ­τι­λί­ας της Υδρας, των Σπε­τσών και των Ψαρών ήταν μεγά­λη, ιδιαί­τε­ρα την περί­ο­δο μετά το 1750, όσο η Υψη­λή Πύλη τους ενέ­πλε­κε όλο και περισ­σό­τε­ρο στη μετα­φο­ρά των σιτη­ρών που αγό­ρα­ζε το κρά­τος για τις ανά­γκες τρο­φο­δο­σί­ας της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, τον λεγό­με­νο ιστη­ρά (istira). Η ανά­πτυ­ξη των στό­λων αυτών των νησιών καθο­ρί­στη­κε επί­σης απ’ τη συμ­βο­λή τους στη στε­λέ­χω­ση του οθω­μα­νι­κού πολε­μι­κού στό­λου και των οθω­μα­νι­κών ναυ­πη­γεί­ων με ναυ­τι­κούς (τους μελά­χη­δες ή λεβέ­ντες) και τεχνί­τες των νησιών, ως μέρος των φορο­λο­γι­κών υπο­χρε­ώ­σε­ων των τελευταίων.

Με το άνοιγ­μα του εμπο­ρί­ου της Μαύ­ρης Θάλασ­σας με τη Συν­θή­κη του Κιου­τσούκ Καϊ­ναρ­τζή το 177419 οι καπε­τά­νιοι των τριών νησιών άρχι­σαν να έχουν ολο­έ­να και μεγα­λύ­τε­ρη εμπλο­κή στο μεγά­λο εμπό­ριο των σιτη­ρών. Σύντο­μα, ωστό­σο, άρχι­ζαν να μετα­φέ­ρουν μεσο­γεια­κά εμπο­ρεύ­μα­τα για λογα­ρια­σμό Ρώσων εμπό­ρων και επέ­στρε­φαν απ’ τα ρωσι­κά λιμά­νια με τα πλοία τους φορ­τω­μέ­να σιτά­ρι. Παρά τις απα­γο­ρεύ­σεις, οι νησιώ­τες έβρι­σκαν τρό­πους να απο­φεύ­γουν τον οθω­μα­νι­κό έλεγ­χο και να μετα­φέ­ρουν τα σιτη­ρά, αξιο­ποιώ­ντας τα ίδια τα νησιά του Αιγαί­ου ως δια­με­τα­κο­μι­στι­κούς σταθ­μούς στο δρό­μο προς τη Δύση.

Η ανά­πτυ­ξη των εμπο­ρι­κών συναλ­λα­γών με τη Μαύ­ρη Θάλασ­σα και η αύξη­ση της χρή­σης της ρωσι­κής σημαί­ας από πολ­λούς πλοιο­κτή­τες και καπε­τά­νιους των νησιών του Αιγαί­ου ανη­σύ­χη­σαν την οθω­μα­νι­κή διοί­κη­ση. Ως εκ τού­του, απ’ τις αρχές του 19ου αιώ­να το οθω­μα­νι­κό κρά­τος, επί σουλ­τά­νου Σελίμ Γ’ (1789–1807), προ­ώ­θη­σε μια πολι­τι­κή ενί­σχυ­σης του οθω­μα­νι­κού θαλάσ­σιου εμπο­ρί­ου και δημιουρ­γί­ας μιας — θεω­ρη­τι­κά — κρα­τι­κής «οθω­μα­νι­κής ναυ­τι­λί­ας», της οποί­ας οι Ελλη­νες θα απο­τε­λού­σαν νευ­ραλ­γι­κό τμή­μα. Ιδιαί­τε­ρα απ’ το 1804 έγι­ναν συγκρο­τη­μέ­νες προ­σπά­θειες, ώστε να πει­στούν οι μη μου­σουλ­μά­νοι καπε­τά­νιοι να εγκα­τα­λεί­ψουν τη ρωσι­κή σημαία και να στρα­φούν προς την οθω­μα­νι­κή. Αυτοί που θα εγκα­τέ­λει­παν την ξένη σημαία και προ­στα­σία, θα είχαν προ­νό­μια όπως η μεί­ω­ση των τελω­νεια­κών δασμών, η απαλ­λα­γή των καπε­τά­νιων απ’ τον κεφα­λι­κό φόρο, η μη παρε­νό­χλη­σή τους στη διάρ­κεια των ταξι­διών απ’ τους Οθω­μα­νούς αξιω­μα­τού­χους των λιμα­νιών κ.ά. Η προ­σπά­θεια για πρόσ­δε­ση στην οθω­μα­νι­κή σημαία είχε αντι­φα­τι­κές συνέ­πειες και σε κάθε περί­πτω­ση δεν μεί­ω­σε αισθη­τά τον αριθ­μό των πλοιο­κτη­τών και καπε­τά­νιων που χρη­σι­μο­ποιού­σαν τη ρωσι­κή σημαία ως εναλ­λα­κτι­κή της οθω­μα­νι­κής, στο διά­στη­μα 1810–1821. Παρ’ όλα αυτά, τα μέτρα ενί­σχυ­σης του οθω­μα­νι­κού θαλάσ­σιου εμπο­ρί­ου, που πήρε η οθω­μα­νι­κή κεντρι­κή κυβέρ­νη­ση, έπαι­ξαν θετι­κό ρόλο στην ανά­πτυ­ξη της ελλη­νό­κτη­της ναυ­τι­λί­ας του Αιγαί­ου.20

Το μέγε­θος και τα κέρ­δη των στό­λων του Αιγαί­ου και γενι­κό­τε­ρα της ελλη­νό­κτη­της ναυ­τι­λί­ας αυξή­θη­καν κατα­κό­ρυ­φα την περί­ο­δο των πολέ­μων της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης (1792–1802) και των Ναπο­λε­ό­ντειων Πολέ­μων (1802–1815). Η περί­ο­δος αυτή λει­τούρ­γη­σε ως μια εξαι­ρε­τι­κή οικο­νο­μι­κή συγκυ­ρία για τους Ελλη­νες. Η ανα­στά­τω­ση στους ρυθ­μούς διε­ξα­γω­γής του εμπο­ρί­ου, η από­συρ­ση της Γαλ­λί­ας και της Αγγλί­ας απ’ το μεσο­γεια­κό εμπό­ριο λόγω της πολε­μι­κής εμπλο­κής τους ως αντι­πά­λων και κυρί­ως ο Ηπει­ρω­τι­κός Απο­κλει­σμός έδω­σαν την ευκαι­ρία στα πλοία του «τρι­νή­σιου στό­λου» να κυριαρ­χή­σουν στην εμπο­ρι­κή κίνη­ση της Μεσο­γεί­ου και να ανα­δει­χτούν στους κατε­ξο­χήν τρο­φο­δό­τες των ευρω­παϊ­κών αγο­ρών με σιτηρά.

Στην ανα­το­λι­κή Μεσό­γειο και τη Μαύ­ρη Θάλασ­σα, που ήταν οι κατε­ξο­χήν σιτο­πα­ρα­γω­γές περιο­χές, οι αφί­ξεις ελλη­νι­κών πλοί­ων αυξή­θη­καν κατα­κό­ρυ­φα. Νεό­τε­ρες έρευ­νες έχουν κατα­δεί­ξει ότι ενώ την περί­ο­δο 1780-’87 212 πλοία Ελλή­νων υπό οθω­μα­νι­κή σημαία κατέ­φθα­ναν στη Μαύ­ρη Θάλασ­σα, στη διάρ­κεια της περιό­δου 1792–1806 αυτός ο αριθ­μός είχε υπερ­τε­τρα­πλα­σια­στεί σε 993 πλοία Ελλή­νων. Επι­πλέ­ον, στη διάρ­κεια της περιό­δου 1801–1821 υπήρ­χε μια ετή­σια είσο­δος 245 ελλη­νό­κτη­των πλοί­ων στο λιμά­νι της Οδησ­σού, το 59% όλων των αφί­ξε­ων. Ακό­μα, με έναν ετή­σιο μέσο όρο 270 ελλη­νι­κών πλοί­ων να φτά­νουν στο λιμά­νι της Αλε­ξάν­δρειας, οι Ελλη­νες κατεί­χαν το 57% των συνο­λι­κών αφί­ξε­ων στο λιμά­νι στη διάρ­κεια της περιό­δου 1780–1821.

Οι αφί­ξεις των ελλη­νι­κών πλοί­ων στα δυτι­κο­με­σο­γεια­κά λιμά­νια (όπως του Λιβόρ­νο, της Γένο­βας, της Βαρ­κε­λώ­νης, της Ταρα­γό­νας, του Κάδιξ, της Λισα­βό­νας κ.ά.) επί­σης εκτο­ξεύ­τη­καν. Από έναν μέσο όρο 100 περί­που πλοί­ων ανά έτος τις δεκα­ε­τί­ες του 1770 και 1780, εκτι­νά­χτη­καν σε 600 περί­που πλοία το 1796, ενώ ο αριθ­μός τους κυμαι­νό­ταν μετα­ξύ 200 και 500 πλοί­ων ανά έτος τις δύο πρώ­τες δεκα­ε­τί­ες του 19ου αιώνα.

Συμπε­ρα­σμα­τι­κά, την περί­ο­δο αυτή η ελλη­νό­κτη­τη ναυ­τι­λία γνώ­ρι­σε τη μεγα­λύ­τε­ρη ακμή της. Σύμ­φω­να με τα στα­τι­στι­κά στοι­χεία του Francois Pouqueville, ο ελλη­νι­κός εμπο­ρι­κός στό­λος (των οθω­μα­νο­κρα­τού­με­νων περιο­χών) το 1813 διέ­θε­τε 615 πλοία, χωρη­τι­κό­τη­τας 153.580 τόνων, με πλή­ρω­μα 37.526 ναυ­τι­κούς. Μεγά­λη ανά­πτυ­ξη γνώ­ρι­σε ιδί­ως ο στό­λος της Υδρας και των Σπε­τσών. Τις δεκα­ε­τί­ες 1750–1770 απο­τε­λού­σε το 15% του ποντο­πό­ρου στό­λου (Αιγαί­ου και Ιονί­ου) των Ελλή­νων, ενώ την περί­ο­δο 1810–1819 απο­τε­λού­σε σχε­δόν το 20%. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο της ανά­πτυ­ξης που γνώ­ρι­σε ο κλά­δος είναι το γεγο­νός ότι το ποσο­στό κέρ­δους της εμπο­ρι­κής ναυ­τι­λί­ας την περί­ο­δο 1800–1812 έφτα­νε και ξεπερ­νού­σε το 100% επί του αρχι­κού κεφαλαίου.

Η κατά­στα­ση, ωστό­σο, άρχι­σε να αλλά­ζει μετά το 1812. Με τη λήξη των Ναπο­λε­ό­ντειων Πολέ­μων, άρχι­σε να δια­φαί­νε­ται μια πορεία βαθ­μιαί­ας απο­δυ­νά­μω­σης και παρακ­μής της ναυ­τι­λί­ας των νησιών του Αιγαί­ου. Τα ευρω­παϊ­κά εμπο­ρι­κά συμ­φέ­ρο­ντα άρχι­σαν να κατα­κτούν πάλι τις θέσεις τους στο εμπό­ριο των σιτη­ρών της ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου, θέσεις που είχαν απο­λέ­σει για δύο περί­που δεκα­ε­τί­ες. Τα ελλη­νι­κά πλοία δεν μπο­ρού­σαν πλέ­ον να επι­τύ­χουν τα τερά­στια ποσο­στά κέρ­δους που είχαν στη διάρ­κεια των Πολέ­μων. Ενδει­κτι­κά, από ένα ποσο­στό κέρ­δους 116% επί του αρχι­κού κεφα­λαί­ου κίνη­σης, που είχαν επι­τύ­χει οι Υδραί­οι στα ταξί­δια τους το 1810, το 1813 αυτό έπε­σε σε 48%, το 1815 σε 25% και το 1821 σε 13%. Δια­μορ­φώ­νο­νταν, στα­δια­κά, οι συν­θή­κες εκδή­λω­σης μιας οικο­νο­μι­κής κρί­σης, η οποία, αγγί­ζο­ντας περιο­χές όπως η Υδρα, προ­κά­λε­σε αύξη­ση της ανερ­γί­ας και οδή­γη­σε σε μια ενδη­μι­κή ανα­τα­ρα­χή στους κόλ­πους των μελών των πλη­ρω­μά­των, στη βάση των πενι­χρών, πλέ­ον, απο­δο­χών τους.

Η κρί­ση, στην οποία στα­δια­κά περιέ­πε­σε η εμπο­ρι­κή ναυ­τι­λία, ο πιο ανε­πτυγ­μέ­νος κλά­δος της οικο­νο­μί­ας τής υπό οθω­μα­νι­κή κυριαρ­χία ανερ­χό­με­νης ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης, άγγι­ξε το σύνο­λο των οικο­νο­μι­κών δρα­στη­ριο­τή­των του νότιου ελλα­δι­κού χώρου. Στα­δια­κά τα συσ­σω­ρευ­μέ­να κεφά­λαια δεν έβρι­σκαν επεν­δυ­τι­κές διε­ξό­δους και έμε­ναν ανε­νερ­γά. Αμε­σα θίχτη­καν όλοι όσοι ήταν συν­δε­δε­μέ­νοι, άμε­σα ή έμμε­σα, με το εξω­τε­ρι­κό εμπό­ριο: Κοτζα­μπά­ση­δες εμπλε­κό­με­νοι στα εμπο­ρι­κά και τοκο­γλυ­φι­κά δίκτυα, στε­ρια­νοί έμπο­ροι που έβλε­παν τον κύκλο των εργα­σιών τους να μειώ­νε­ται, αγρό­τες των οποί­ων η παρα­γω­γή δεν είχε διέ­ξο­δο και οδη­γού­νταν στην κατα­χρέ­ω­ση. Τα πιο δυνα­μι­κά τμή­μα­τα της δια­μορ­φού­με­νης ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης, όπως έμπο­ροι και πλοιο­κτή­τες, άρχι­σαν να έχουν ολο­έ­να μεγα­λύ­τε­ρη αμφι­βο­λία για τη δυνα­τό­τη­τα της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας να εξα­σφα­λί­σει την ανά­πτυ­ξη και ασφά­λεια των οικο­νο­μι­κών τους δρα­στη­ριο­τή­των.21 Σ’ αυτό το έδα­φος δια­μορ­φώ­θη­καν, στα­δια­κά, οι συν­θή­κες εξέ­γερ­σης της δια­μορ­φού­με­νης ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης στον μετέ­πει­τα ελλα­δι­κό χώρο.

Παρα­πο­μπές:

  1. Για την ισχυ­ρο­ποί­η­ση των Βαλ­κά­νιων ορθό­δο­ξων εμπό­ρων: Traian Stoianovich, «The Conquering Balkan Orthodox Merchant», The Journal of Economic History, Vol. 20, No. 2 (Jun., 1960), pp. 234–313 και Σπύ­ρος Ασδρα­χάς (επιμ.), Ελλη­νι­κή Οικο­νο­μι­κή Ιστο­ρία ΙΕ΄ — ΙΘ΄ αιώ­νας, εκδ. Πολι­τι­στι­κού Ιδρύ­μα­τος Ομί­λου Πει­ραιώς, Αθή­να, 2003
  2. Για την άνο­δο του ευρω­παϊ­κού εμπο­ρί­ου στο χώρο της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και το ρόλο του εμπο­ρι­κού κεφα­λαί­ου στο μετα­σχη­μα­τι­σμό της: Sevket Pamuk, «The Ottoman empire in comparative perspective», Review (Fernand Braudel Center), Vol. 11, No. 2, Ottoman Empire: Nineteenth-Century Transformations (Spring, 1988), pp. 127–149, Huri Islamoglu (eds.), The Ottoman Empire and the world-economy, Cambridge University Press, 2004, σελ. 88–97
  3. Για μια συνο­λι­κή θεώ­ρη­ση της ανό­δου των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων στο χώρο της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας: Halil Inalcik, «Ο σχη­μα­τι­σμός κεφα­λαί­ου στην Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία», μετα­φρα­σμέ­νο στο: Σπύ­ρος Ασδρα­χάς (επιμ.), «Η οικο­νο­μι­κή δομή των Βαλ­κα­νι­κών χωρών στα χρό­νια της οθω­μα­νι­κής κυριαρ­χί­ας (15ος — 19ος αιώ­νας)», εκδ. «Μέλισ­σα», Αθή­να, 1979, σελ. 501–530. Στον ίδιο τόμο: Nikolai Todorov, «Οψεις της μετά­βα­σης απ’ το φεου­δα­λι­σμό στον καπι­τα­λι­σμό στα βαλ­κα­νι­κά εδά­φη της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας», σελ. 263–284
  4. Σχε­τι­κά: Bruce McGowan, «Η επο­χή των αγιά­νη­δων», στο Halil Inalcik — Donald Quataert, «Οικο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας 1600–1914», τ. Β΄, εκδ. «Αλε­ξάν­δρεια», Αθή­να, 2011, σελ. 255–370, Ali Yaycioglu, «Partners of the Empire. The crisis of Ottoman Order in the Age of Revolutions», Stanford Univercity Press, Stanford, 2016
  5. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή απ’ αυτήν την άπο­ψη είναι η ανά­πτυ­ξη του εμπο­ρί­ου της Πελο­πον­νή­σου. Σχε­τι­κά: Βασί­λης Κρεμ­μυ­δάς, «Το εμπό­ριο της Πελο­πον­νή­σου στον 18ο αιώ­να (1715–1792) (με βάση τα γαλ­λι­κά αρχεία)», Αθή­να, 1972
  6. Για τον χαρα­κτή­ρα της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής και τους προ­σα­να­το­λι­σμούς του εμπο­ρί­ου στον υπό οθω­μα­νι­κή κυριαρ­χία ελλα­δι­κό χώρο: Felix de Beaujour, «Πίνα­κας του εμπο­ρί­ου της Ελλά­δος (1787–1797)», Παρί­σι 1800, εκδ. «Συλ­λο­γή», Αθή­να, 1974
  7. Για τις πόλεις — λιμά­νια της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και το ρόλο τους στη δικτύ­ω­ση του μεσο­γεια­κού εμπο­ρί­ου: Caglar Keyder — Eyup Ozveren — Donald Quataert, «Port-Cities in the Ottoman Empire. Some theoretical and historical perspectives, Review (Fernand Braudel Center)», Vol. 16, No. 4 (Fall, 1993), σελ. 519–557, Νίκος Σβο­ρώ­νος, «Το εμπό­ριο της Θεσ­σα­λο­νί­κης τον 18ο αιώ­να», εκδ. «Θεμέ­λιο», Αθή­να, 1996, Ελε­να Φρα­γκά­κη-Syrett, «Το εμπό­ριο της Σμύρ­νης τον 18ο αιώ­να (1700–1820)», εκδ. «Αλε­ξάν­δρεια», Αθή­να, 2010
  8. Σχε­τι­κά με τις εμπο­ρι­κές παροι­κί­ες της Δια­σπο­ράς: Ιωάν­νης Κ. Χασιώ­της, «Επι­σκό­πη­ση της ιστο­ρί­ας της Νεο­ελ­λη­νι­κής Δια­σπο­ράς», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1993, Ολγα Κατσιαρ­δή-Hering, «Η ελλη­νι­κή δια­σπο­ρά. Το εμπό­ριο ως γενι­κευ­μέ­νη εθνι­κή εξει­δί­κευ­ση», στο «Ιστο­ρία Νέου Ελλη­νι­σμού 1770–2000», τόμος 1, Βασί­λης Πανα­γιω­τό­που­λος (επιμ.), «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», 2003, σελ. 87–112.
  9. Για τις πρα­κτι­κές και την οργά­νω­ση των ελλη­νι­κών επι­χει­ρή­σε­ων της δια­σπο­ράς: Ιωάν­να Πεπε­λά­ση-Μινό­γλου, «Επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα», στο Κώστας Κωστής — Σωκρά­της Πετμε­ζάς (επιμ.), «Η ανά­πτυ­ξη της ελλη­νι­κής οικο­νο­μί­ας τον 19οαιώνα», εκδ. «Αλε­ξάν­δρεια», Αθή­να, 2006, σελ 463–487.
  10. Βασί­λης Κρεμ­μυ­δάς, «Η οικο­νο­μία των Ελλή­νων. Πενή­ντα κρί­σι­μα χρό­νια (1770–1821)», στο: Βασί­λης Πανα­γιω­τό­που­λος (επιμ.), «Ιστο­ρία του Νέου Ελλη­νι­σμού 1770–2000», τόμος 1, Η Οθω­μα­νι­κή Κυριαρ­χία, 1770–1821, εκδ. «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», Αθή­να, 2003, σελ. 297–299
  11. Σωκρά­της Πετμε­ζάς, «Patterns of Proto-industrialization in the Ottoman Empire: The case of eastern Thessaly, ca.1750–1860», The Journal of European Economic History, 19(3), 1991, σελ. 575–604
  12. Για τη «Συντρο­φία» των Αμπε­λα­κί­ων: Ολγα Κατσιαρ­δή-Hering, «Τεχνί­τες και τεχνι­κές βαφής νημά­των: από τη Θεσ­σα­λία στην Κεντρι­κή Ευρώ­πη (18ος — αρχές 19ου αι.)», εκδ. «Ηρό­δο­τος», Αθή­να, 2003, Σπύ­ρος Ασδρα­χάς, «Παρα­δο­σια­κό­τη­τες και ανοίγ­μα­τα: η περί­πτω­ση των Αμπε­λα­κί­ων της Θεσ­σα­λί­ας», στο: Σπύ­ρος Ασδρα­χάς, «Ελλη­νι­κή κοι­νω­νία και οικο­νο­μία, ιη΄ και ιθ΄ αιώ­να. Υπο­θέ­σεις και προ­σεγ­γί­σεις», εκδ. «Ερμής», Αθή­να, 2010
  13. Σχε­τι­κά: Βασί­λης Κρεμ­μυ­δάς, «Εισα­γω­γή στην ιστο­ρία της νεο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας (1700–1821)», ό.π., σελ. 134–135, 144–147.
  14. Σχε­τι­κά: Suraiya N. Faroqhi, «Artisans of empire: crafts and craftspeople under the Ottomans», I.B. Tauris (London, NY), 2009
  15. Fernand Braudel, «Η Μεσό­γειος και ο μεσο­γεια­κός κόσμος την επο­χή του Φιλίπ­που Β΄ της Ισπα­νί­ας», τ. 1. «Ο ρόλος του περί­γυ­ρου», εκδ. Μορ­φω­τι­κού Ιδρύ­μα­τος Εθνι­κής Τρα­πέ­ζης, Αθή­να, 1997, σελ. 615–642
  16. Molly Greene, «Beyond the northern invasion: the Mediterranean in the seventeenth century», Past and Present, 174 (2002), σ. 42–71
  17. Για την ανά­πτυ­ξη της ναυ­τι­λί­ας τον 18οαιώνα και τη στα­δια­κή εξει­δί­κευ­σή της στο εμπό­ριο των σιτη­ρών: Σερα­φείμ Μάξι­μος, «Το ελλη­νι­κό εμπο­ρι­κό ναυ­τι­κό κατά τον XVIII αιώ­να», εκδ. «Στο­χα­στής», Αθή­να, 1976, Γεώρ­γιος Λεο­ντα­ρί­της, «Ελλη­νι­κή Εμπο­ρι­κή Ναυ­τι­λία (1453–1850)», Ε.Μ.Ν.Ε — Μνή­μων, Αθή­να, 1996, σελ. 47–56, Βασί­λης Κρεμ­μυ­δάς, «Ελλη­νι­κή Ναυ­τι­λία 1776–183», τ. 1–2, εκδ. Πολι­τι­στι­κού Ιδρύ­μα­τος Ε.Τ.Β.Α, Αθή­να, 1985–86, Τζε­λί­να Χαρ­λαύ­τη — Κατε­ρί­να Παπα­κων­στα­ντί­νου (επιμ.), «Ναυ­τι­λία των Ελλή­νων, 1700–1821. Ο αιώ­νας της ακμής πριν από την Επα­νά­στα­ση», εκδ. «Κέδρος», Αθή­να, 2013 (Τα περισ­σό­τε­ρα απ’ τα ποσο­τι­κά στοι­χεία που παρα­θέ­του­με στη συνέ­χεια του άρθρου προ­έρ­χο­νται απ’ τα επι­μέ­ρους κεφά­λαια του τελευ­ταί­ου βιβλίου)
  18. Σχε­τι­κά με τη ναυ­τι­λία των Ιονί­ων Νήσων: Νίκος Βλασ­σό­που­λος, «Η ναυ­τι­λία των Ιονί­ων Νήσων», τ. Α΄ και Β΄, «Ευρω­εκ­δο­τι­κή», Αθή­να, 1996, Πανα­γιώ­της Καπε­τα­νά­κης, «Ναυ­τι­λία και εμπό­ριο υπό βρε­τα­νι­κή προ­στα­σία. Ιόνιο Κρά­τος (1815–1864)», Ι.Ι.Ε — Ε.Ι.Ε., Αθή­να, 2015
  19. Για τη σημα­σία του ανοίγ­μα­τος του εμπο­ρί­ου της Μαύ­ρης Θάλασ­σας: Βασί­λης Κρεμ­μυ­δάς, «Η οικο­νο­μία των Ελλή­νων. Πενή­ντα κρί­σι­μα χρό­νια (1770–1821)», ό.π., σελ. 284–285, Σοφία Λαΐ­ου, «The Ottoman state and the Black Sea Trade, end of the eighteenth — beginning of the nineteenth century», στο Edhem Eldem — Sophia Laiou, «Istanbul and the Black Sea coast shipping and trade (1770–1920)», The Isis Press, Istanbul, 2018, σελ. 15–26
  20. Σοφία Λαΐ­ου — Τζε­λί­να Χαρ­λαύ­τη, «Ottoman state policy in the Mediterranean trade and shipping c. 1780–1820: The rise of greek-owned ottoman merchant fleet», στο Mark Mazower (eds.), «Networks of Power in Modern Greece: Essays in honor of John Campbell», Columbia University Press, 2008, σελ. 24–28
  21. Σχε­τι­κά: Βασί­λης Κρεμ­μυ­δάς στα κεί­με­νά του: «Η οικο­νο­μι­κή κρί­ση στον ελλα­δι­κό χώρο στις αρχές του 19ου αιώ­να και οι επι­πτώ­σεις της στην Επα­νά­στα­ση του 1821», Μνή­μων, 6 (1977), σ. 16–33, του ίδιου, «Προ­ε­πα­να­στα­τι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Η οικο­νο­μι­κή κρί­ση και η πορεία προς το Εικο­σιέ­να», Μνή­μων, 24 (2002), σελ. 71–84

Μηνάς ΑΝΤΥΠΑΣ
Συνερ­γά­της του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ


Όλο το αφιέ­ρω­μα εδώ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο