Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Κυβερ­νή­τες που ξεπου­λά­νε τα πάντα. Ξεπε­σμέ­να και ανα­ξιο­πρε­πή ανθρω­πά­κια-υπουρ­γοί. Τρα­μπού­κοι και «πρώ­ην» φασί­στες. Πολ­λοί υπό­δι­κοι, άλλοι κατα­δι­κα­σμέ­νοι για ποι­νι­κά αδι­κή­μα­τα, κάποιοι απλώς απα­τε­ώ­νες. Κι όλοι τους μαριο­νέ­τες δεμέ­νοι με νήμα­τα που τελειώ­νουν στα δάχτυ­λα των αστών.

Ένας λαός δυστυ­χής. Εργα­ζό­με­νοι της πεί­νας. Μισο­ερ­γα­ζό­με­νοι της εξα­θλί­ω­σης. Άνερ­γοι της ανυ­παρ­ξί­ας. Απέλ­πι­δες και παρα­τη­μέ­νοι. Στε­ρη­μέ­νοι, όλοι μας, από τα ανα­φαί­ρε­τα δικαιώ­μα­τά μας – πολ­λές φορές κι απ’ αυτό – το πρω­ταρ­χι­κό, της ίδιας μας της ύπαρξης.

Νέοι χωρίς μέλ­λον. Με τη ζωή να περ­νά μπρος απ’ το σβη­σμέ­νο βλέμ­μα τους στις καφε­τέ­ριες. Δίχως ενδια­φέ­ρο­ντα. Με προ­δια­γε­γραμ­μέ­νο «αύριο» το δικό μας, σημε­ρι­νό, θλι­βε­ρό «σήμε­ρα». Στε­ρη­μέ­να απ’ τον έρω­τα κι απ’ αυτό το σεξ ακό­μη, την ουσια­στι­κή γνώ­ση, την τέχνη. Απο­κομ­μέ­να από αξί­ες και ιδανικά.

Συγ­γρα­φείς της νύχτας, γρα­φιά­δες της κρί­σης αξιών, της χυδαί­ας απο­πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης, επαί­τες και γλεί­φτες των ισχυ­ρών και της φτη­νής δημο­σιό­τη­τας, των θλι­βε­ρών μπαρ και των πάρ­τι όπου θα «ψωνί­σουν» ή θα «ψωνι­στούν», της πνευ­μα­τι­κής μιζέ­ριας, της έκπτω­σης και του μεθυ­σιού. Πελα­γο­δρο­μούν στη θλι­βε­ρή ενδο­σκό­πη­ση, στον ηθι­κό, αξια­κό και κοι­νω­νι­κό ξεπε­σμό, ανί­κα­νοι να εμπνευ­στούν και να εμπνεύσουν.

Άνθρω­ποι της τέχνης που απο­δέ­χο­νται την σχε­δόν πλή­ρη και καθο­λι­κή έκπτω­ση πολι­τι­σμού που μας κατακλύζει.

Επι­στή­μο­νες που αρνού­νται την ίδια τους την επι­στή­μη. Ανθρω­πά­κια που δεν τολ­μούν να ψιθυ­ρί­σουν μια λέξη ενα­ντί­ον του ανορ­θο­λο­γι­σμού και του σκο­τα­δι­σμού που επελαύνουν.

Στα πανε­πι­στή­μια καθη­γη­τά­δες-τοπο­τη­ρη­τές αστών, «ιδρυ­μά­των» βιο­μη­χά­νων κι εφο­πλι­στών. Άλλοι καθη­γη­τές – που κι αν δεν έχουν παρα­δο­θεί, επεν­δύ­ουν την «προ­ο­δευ­τι­κή» σιω­πή τους στο χρη­μα­τι­στή­ριο ανταλ­λα­γής των εκλε­κτο­ρι­κών σωμά­των, προς μέλ­λου­σα ανά­δει­ξη (βόλε­μα) γόνων και συγγενών.

Παντού σκου­πί­δια και παρά­σι­τα που μολύ­νουν κάθε πτυ­χή της κοι­νω­νι­κής μας ζωής. Που ρυπαί­νουν κάθε μας εκδή­λω­ση, αμβλύ­νουν και εκμαυ­λί­ζουν συνειδήσεις.

Και κάποιοι ελά­χι­στοι. Που επι­μέ­νουν πως η γη πρέ­πει να γυρί­ζει. Πως δεν πρέ­πει να ανε­χό­μα­στε τη σαπί­λα. Και προ πάντων, να μην την συνη­θί­σου­με. Πρέ­πει να υπάρ­ξει μια άλλη κοι­νω­νία. Πριν αυτή, στον επι­θα­νά­τιο ρόγ­χο της, μας παρα­σύ­ρει στην πτώ­ση της. Να Ζήσου­με, όπως έχου­με κάθε δικαί­ω­μα, αλλά και υπο­χρέ­ω­ση. Την μία, μονα­δι­κή και εξ αυτού πολύ­τι­μη ζωή που μας πρό­σφε­ρε η φύση. Να τους επι­στρέ­ψου­με τους εφιάλ­τες και να πάρου­με πίσω τα όνει­ρά μας. Τα αυτο­νό­η­τα, δηλα­δή. Που, δυστυ­χώς, είναι ζητού­με­να για τους πολλούς.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο