Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Τιτίκα ζει

Η Τιτίκα Παναγιωτίδου στη θρυλική γωτογραφία του Σπύρου Μελετζή

Η Τιτί­κα Πανα­γιω­τί­δου στη θρυ­λι­κή φωτο­γρα­φία του Σπύ­ρου Μελετζή

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 5. Τιτίκα

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Να περ­νάς την εφη­βεία σου μέσα από φωτιά και σίδε­ρο σε αμέ­τρη­τες μάχες με τον κατα­χτη­τή και να επι­ζείς· να φτά­νεις την πατρί­δα σου κοντά να κόψει καρ­πούς από το δέντρο της λευ­τε­ριάς και το κλω­νά­ρι να γλι­στρά­ει μέσα απ’ τα χέρια σου· να «μετράς» τα επό­με­να βήμα­τά σου στην ανώ­μα­λη κατά­στα­ση που κάποιοι δημιούρ­γη­σαν μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας και να δια­βά­ζεις… τη νεκρο­λο­γία σου στο περιο­δι­κό των νεο­λαί­ων συνα­γω­νι­στών σου! Με το δίκιο σου να σκε­φτείς, αγα­πη­τέ ανα­γνώ­στη, ότι όλα τα παρα­πά­νω κάνουν ένα συναρ­πα­στι­κό σενά­ριο κινη­μα­το­γρα­φι­κής ται­νί­ας. Μα είναι η ζωή που γρά­φει τα πιο απί­θα­να και απρό­βλε­πτα σενά­ρια. Όμως, ας πάρου­με τα πράγ­μα­τα από την αρχή…

Αυτά που δια­δρα­μα­τί­στη­καν την περί­ο­δο μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας ήταν ένα τρα­γι­κό μα όχι απρό­βλε­πτο «σενά­ριο». Μέσα σε κλί­μα βάρ­βα­ρης τρο­μο­κρα­τί­ας πολ­λές χιλιά­δες αγω­νι­στών της ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης διώ­χτη­καν, φυλα­κί­στη­καν, βασα­νί­στη­καν, βιά­στη­καν, λεη­λα­τή­θη­κε η περιου­σία τους, εξο­ρί­στη­καν, δολο­φο­νή­θη­καν από τους παρα­κρα­τι­κούς «εθνι­κό­φρο­νες», πρώ­ην συνερ­γά­τες των κατα­χτη­τών, που έσπευ­σαν να συν­δρά­μουν στην εκδι­κη­τι­κή μανία της τάξης που κυβερ­νού­σε, να υπε­ρα­σπι­στεί την εξου­σία της που κλο­νι­ζό­ταν από τη βού­λη­ση του λαού.

titikaΗ Τιτί­κα Πανα­γιω­τί­δου σε ηλι­κία 16 χρό­νων κατα­τάσ­σε­ται εθε­λο­ντι­κά στην Αντί­στα­ση. Τον Σεπτέμ­βρη του 1944 απο­φοι­τά από τη Σχο­λή Εφέ­δρων Αξιω­μα­τι­κών του ΕΛΑΣ στη Ρεντί­να Καρ­δί­τσας και ονο­μά­ζε­ται ανθυ­πο­λο­χα­γός. Την ίδια περί­ο­δο, μέσα από τον φωτο­γρα­φι­κό φακό του Σπύ­ρου Μελε­τζή η μορ­φή της νεα­ρής αντάρ­τισ­σας Τιτί­κας που κρα­τά­ει σφι­χτά στα χέρια της το τιμη­μέ­νο όπλο του ΕΛΑΣ, περ­νά­ει στην ιστο­ρία και γίνε­ται σύμ­βο­λο της Αντί­στα­σης. Η θρυ­λι­κή φωτο­γρα­φία θα δημο­σιευ­τεί σε εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά, θα γίνει αφί­σα και θα στο­λί­σει αίθου­σες συνε­δριά­σε­ων, γρα­φεία αλλά και παι­δι­κά δωμά­τια,  ενώ θα φτά­σει στα πέρα­τα του κόσμου.  Ούτε η ίδια μπο­ρού­σε τότε να αντι­λη­φτεί πόσο θα επη­ρέ­α­ζε τη ζωή της αυτή η φωτο­γρα­φία, στα δύσκο­λα χρό­νια που θα ακολουθούσαν…

Το εξώφυλλο του τ. 58

Το εξώ­φυλ­λο του φύλ­λου με αρ. 58

Τον Οκτώ­βρη του 1945 δημο­σιεύ­ε­ται στο περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά διή­γη­μα για την Τιτί­κα Πανα­γιω­τί­δου, που έγρα­ψε ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας με αφορ­μή την «εκτέ­λε­σή» της. Ο Κοτζιού­λας γρά­φει ουσια­στι­κά τη νεκρο­λο­γία της νεα­ρής αντάρ­τισ­σας, μετα­φέ­ρο­ντας στους ανα­γνώ­στες του περιο­δι­κού την προ­σω­πι­κή του εμπει­ρία από την γνω­ρι­μία του με την Τιτί­κα στα βου­νά της Ηπεί­ρου, κατά τη διάρ­κεια της Αντί­στα­σης. Μια νεκρο­λο­γία για μια νεκρή που δεν υπήρ­ξε. Όμως δεν ευθύ­νε­ται γι’ αυτό ο αντάρ­της ποι­η­τής, ο οποί­ος δεν βασί­στη­κε στις πλη­ρο­φο­ρί­ες κάποιου συν­δέ­σμου-αγγε­λιο­φό­ρου της περιο­χής του, αλλά σε δημο­σί­ευ­μα «φημε­ρί­δας» του αγώ­να. Ο ίδιος ο Κοτζιού­λας άλλω­στε, από τις πρώ­τες κιό­λας γραμ­μές του κει­μέ­νου του, δίνει στον ανα­γνώ­στη μια καλή «ιδέα» για το κλί­μα που επι­κρα­τού­σε τη συγκε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, στις δοσμέ­νες συν­θή­κες. Τότε, δηλα­δή, που τις αντι­κει­με­νι­κές δυσκο­λί­ες στην επι­κοι­νω­νία μετα­ξύ των τμη­μά­των των ανταρ­τών, αλλά και με τον «έξω κόσμο», κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου, οι ανώ­μα­λες συν­θή­κες (τρο­μο­κρα­τία, διώ­ξεις κλπ) της μετα­βαρ­κι­ζια­νής περιό­δου τις έκα­ναν ακό­μα μεγαλύτερες.

Η Τιτί­κα Πανα­γιω­τί­δου, λοι­πόν, ήταν ζωντα­νή όταν δημο­σιεύ­τη­κε το κεί­με­νο στη Νέα Γενιά και έζη­σε πολ­λά ακό­μα χρό­νια μετά από τότε. Όμως και το κεί­με­νο του ποι­η­τή αναμ­φί­βο­λα έπια­σε τόπο. Εκτός των άλλων στοι­χεί­ων, μας μετα­φέ­ρει και δυο στρο­φές από το ποί­η­μα που έγρα­ψε για την Τιτί­κα. Αυτό το αθη­σαύ­ρι­στο κεί­με­νο του Γ. Κοτζιού­λα παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα και είναι το πέμ­πτο στη σει­ρά του ΑΤΕΧΝΩΣ «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα». Δημο­σιεύ­τη­κε στο φύλ­λο με αριθ­μό 58 της Νέας Γενιάς, στις 15 Οκτώ­βρη του 1945.

Τιτί­κα

Διή­γη­μα του συνα­γων. Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ

Στην αρχή έλε­γαν και ξέλε­γαν. Μια το πιστεύ­α­με, μια δεν το πιστεύ­α­με. Παι­δευό­μα­σταν ανά­με­σα στο ναι και στο όχι. Να την είχαν σκο­τώ­σει στ’ αλή­θεια! Μπα, ψέμα­τα θα ήταν. Εκεί όπου είχα­με απο­κλει­στεί, έφτα­ναν τόσες δια­δό­σεις που δεν έβγαι­ναν όλες σωστές. Έτσι, με την ελπί­δα του αβά­σι­μου, με άλλα που πλά­κω­σαν αργό­τε­ρα είχα­με ξεχά­σει κιό­λας αυτή την ιστορία.

Τώρα όμως δεν είναι ν’ αμφι­βάλ­λει κανέ­νας. Η φημε­ρί­δα που μας ήρθε σήμε­ρα το γρά­φει καθα­ρά. Στο μακρύ κατε­βα­τό, που θυμί­ζει κατά­λο­γο παπά­δων στα μνη­μό­συ­νά τους, μας στα­μα­τά­ει ένα όνο­μα και τρεις γραμμούλες:

«ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟΥ ΤΙΤΙΚΑ. Εκτε­λέ­σθη­κε από εθνο­φύ­λα­κες και μπρά­βους στις 8/5/45 κατά το γιορ­τα­σμό της συμ­μα­χι­κής Νίκης».

Μ’ αυτές τις αρά­δες πέρα­σε στην αθα­να­σία. Της έβα­λαν και αύξο­ντα αριθ­μό, 489. Αν όμως κι οι άλλοι τετρα­κό­σιοι τόσοι έμοια­ζαν έστω και λίγο της Τιτί­κας, αν έφτα­ναν κάπως το κορι­τσί­στι­κο ανά­στη­μά της, ε! τότε μπο­ρού­με να πού­με πως η Απε­λευ­θέ­ρω­ση κι η Νίκη δε θα μας στοί­χι­σε λιγό­τε­ρο απ’ την Κατοχή.

Καη­μέ­νη Τιτί­κα! Πού να το φαντά­ζο­νταν πως θα ’πεφτε στην ελεύ­θε­ρη πατρί­δα, την ημέ­ρα μάλι­στα του γιορ­τα­σμού, από ελλη­νι­κό χτύ­πη­μα κιό­λας. Όποιος πει στο εξής πως υπάρ­χουν και στον τόπο μας κανί­βα­λοι, δε θα ξεστο­μί­σει τίπο­τε το υπερ­βο­λι­κό. Την έφα­γαν αλη­θι­νά, την έφα­γαν κι αυτήν μαζί με τόσους άλλους δικούς μας.

Ποιά ήταν η Τιτί­κα; Θα ’πρε­πε να τη μάθουν κι όσοι δεν την ξέρουν. Αλλά τι να πρω­το­πείς εδώ πέρα; Ένας αγώ­νας δυο και τρίω και τέσ­σε­ρω χρο­νώ δε μολο­γιέ­ται από έναν άνθρω­πο σε δυο και τρεις και τέσ­σε­ρις σελί­δες. Χίλια στό­μα­τα θέλει, ν’ ανι­στο­ράν χίλιες μέρες, ούτ’ ένα λιγό­τε­ρο, ούτε μια παρακάτου.

Ήταν ανθυ­πο­λο­χα­γί­να του ΕΛΑΣ απ’ τη Μακε­δο­νία, παλιά προ­σφυ­γι­κή οικο­γέ­νεια. Άφη­σε τα χαρ­τιά του σκο­λειού και πήρε στο χέρι της όπλο. Εκεί­να που γρά­φαν στα βιβλία τα πίστευε αυτή: πίστευε στη λευ­τε­ριά και στην πατρί­δα. Δε ζήτη­σε άδεια απ’ τους δασκά­λους της ούτε ρώτη­σε τον κατα­χτη­τή. Πήρε τα βου­νά μονα­χή της και πήγε ν’ αντα­μώ­σει τους σταυ­ραϊ­τούς. Από κεί­νη την ώρα είχε απο­φα­σί­σει κιό­λα τη ζωή της.

Μονά­χα όποιος πέρα­σε από τέτοιους δρό­μους, εκεί­νος μπο­ρεί ν’ ανα­με­τρή­σει την προ­σπά­θειά της. Το αντάρ­τι­κο δεν ήταν ρομα­ντι­κή περι­πέ­τεια, ένα έκτα­κτο για να περ­νά­ει η ώρα. Ήταν καθη­με­ρι­νό πάλε­μα με το κρύο, την πεί­να, την ψεί­ρα, την πορεία, την αϋπνία και αδιά­κο­πα, μέρα και νύχτα, με τον εχθρό. Πώς άνθε­ξε σ’ αυτά τα βάσα­να μια κοπε­λί­τσα δεκα­ε­φτά χρο­νών; Είχε πάρει την από­φα­ση, γι’ αυτό. Και θέλο­ντας να φανεί πιο χρή­σι­μη στο σκλα­βω­μέ­νο λαό μας, επέ­μει­νε να μπει και στη σχο­λή εφέ­δρων. Βγή­κε με το βαθ­μό του αξιω­μα­τι­κού, μαζί με τ’ αγό­ρια που τα παρά­βγαι­νε φιλό­τι­μα σ’ επί­δο­ση πολεμική.

Εμείς τη γνω­ρί­σα­με αργό­τε­ρα, στην Ήπει­ρο, αρχές αυτού του χρό­νου. Είχαν έρθει τμή­μα­τα απ’ αλλού, χιλιά­δες στρα­τός, να λευ­τε­ρώ­σουν μαζί μας και το τελευ­ταίο κομ­μά­τι που το κατα­πα­τού­σαν ανά­ξιοι Έλλη­νες – αυτοί οι ίδιοι που απλώ­θη­καν σήμε­ρα σ’ όλη τη χώρα. Τέλος πάντων, τί να τα λέμε; Είναι πρά­μα­τα γνω­στά. Όλος ο κόσμος τα ξέρει.

Όταν λοι­πόν έφυ­γαν οι άλλοι, αυτή έμει­νε μαζί μας. Την κρα­τή­σα­με στη δική μας μεραρ­χία, με από­σπα­ση που λεν. Είχα­με κι εμείς αντάρ­τισ­σες στην έδρα, ολό­κλη­ρη διμοι­ρία, όμως γυναί­κα μ’ αστέ­ρι δεν είχα­με. Γι’ αυτό την κρα­τή­σα­με, σαν ένα καμάρι.

Τρώ­γα­με στην ίδια λέσχη, τη βλέ­πα­με κάθε μέρα. Κι είχε γίνει σ’ όλους μας αγα­πη­τή. Απλή στο φέρ­σι­μο, πρό­σχα­ρη αλλά και σοβα­ρή, όλο ζωντά­νια κι αισιο­δο­ξία, με τη φλό­γα μες τα μάτια, με τις μπού­κλες κάτω απ’ το δίκο­χο, γερο­δε­μέ­νη παλη­κα­ρο­πού­λα, με το πιστό­λι περα­σμέ­νο στη μέση, δεν έχα­νε καθό­λου απ’ τη χάρη της με τη στο­λή την αντρι­κή ούτε απ’ την ευπρέ­πεια στην αλέ­γρα συντρο­φιά με φίλους.

Είμαι βέβαιος πως, εκεί­νον τον και­ρό του­λά­χι­στον, δεν πήγαι­νε καθό­λου ο νους της σε τίπο­τε άλλο έξω απ’ τον αγώ­να ούτε κι απ’ το μυα­λό των συντρό­φων της περ­νού­σε τίπο­τε το πονη­ρό. Ήταν αφο­σιω­μέ­νοι όλοι και όλες στην άγια υπό­θε­ση που με τόσα αίμα­τα την είχα­με πλη­ρώ­σει και την πλη­ρώ­νου­με ακόμα.

Περι­μέ­να­με άπρα­χτοι κάμπο­σο διά­στη­μα, έπει­τα μας ήρθε η από­λυ­ση που δεν την είχα­με ζητή­σει. Και σκορ­πί­σα­με άλλος εδώ, άλλος εκεί, σα να βλέ­πα­με από μακριά την μπό­ρα που ’ρχό­ταν. Μυρι­ζό­μα­σταν πως οι χτε­σι­νοί βλά­μη­δες των Γερ­μα­νών θα μας ζητού­σαν το λόγο, με ξένες πλά­τες φυσι­κά, για­τί αγω­νι­στή­κα­με για την πατρί­δα. Κι όσοι θα γλί­τω­ναν απ’ το μαχαί­ρι, θα τους έχω­ναν στη φυλα­κή, αν δεν είχαν προ­φτά­σει να φύγουν, ακό­μα και πέρ’ από τα σύνο­ρα της άμοι­ρης Ελλάδας.

Ταξι­δέ­ψα­με τρεις τέσ­σε­ρις μέρες μαζί με την Τιτί­κα. Αυτή τρα­βού­σε για τη Μακε­δο­νία, εμείς παρα­δώ­θε. Ήταν μαζί μας πολ­λοί, όλοι αυτοί σκορ­πί­στη­καν ύστε­ρα και δεν ξανα­εί­δα­με ο ένας τον άλλον: αξιω­μα­τι­κοί, καπε­τα­ναί­οι, αντάρ­τες που γυρ­νού­σαν στα σπί­τια τους πικραμένοι.

Αλλά η Τιτί­κα, βρύ­ση δρο­σιάς, δεν έχα­νε το κέφι της. Είτε απά­νω σε μια σακα­ρά­κα είτε στο δρό­μο που ερχό­μα­σταν πεζοί, όλο αστειεύ­ο­νταν, όλο τραγουδούσε:

Εμπρός, ΕΛΑΣ, για την Ελλάδα,
το δίκιο και τη λευτεριά…

Ή το άλλο:

Ώ, αντάρ­τες κατεβάτε
από τα βου­νά… — μπουμ!

Χαι­ρε­τού­σε με το χέρι τους δια­βά­τες, εκεί που περ­νού­σα­με κι εκεί­νοι την κοί­τα­ζαν με κάποια έκπλη­ξη, αλλά ευχα­ρι­στη­μέ­νοι. Ποιος μπο­ρού­σε να παρε­ξη­γή­σει αυτή τη νέα, την άδο­λη αντάρ­τισ­σα με τ’ αστέ­ρι στην πλάτη;

Άλλος ζήλος της Τιτί­κας ήταν οι φωτο­γρα­φί­ες. Τώρα που θα φεύ­γα­με είχε βγά­λει πολ­λές, μάζε­ψε κι από τους άλλους. Τις κοί­τα­ζε και τις ξανα­κοί­τα­ζε, δε χόρ­ται­νε να τις βλέ­πει. Αυτά θα της έμε­ναν απ’ τον αγώ­να, τα ενθύ­μια και τίπο­τε άλλο, ήταν εκεί μέσα τόσα πρό­σω­πα, όλες οι φίλες κι οι φίλοι απ’ το μεγά­λο μας πανηγύρι.

Είχε και μια φωτο­γρα­φία της Λαϊ­κής Σκη­νής μας. Την καμά­ρω­νε, για­τί ήταν μέσα κι οι είκο­σι πέντε ανταρ­τοη­θο­ποιοί. Της έδει­ξα τότε γω μια άλλη, μεγα­λύ­τε­ρη, χρωματισμένη.

- Ά, θα μου τη δώσεις! μου κατάγινε…
Επέ­με­νε τόσο πολύ, ώστε στο τέλος τις αλλάξαμε.
— Τι ωραία που είναι! έκα­νε σαν παιδί.

Και την τοπο­θέ­τη­σε με προ­σο­χή, μ’ ευλά­βεια, σαν κει­μή­λιο, μες στην πέτσι­νη θήκη της μαζί με τη φωτο­γρα­φία του στρα­τη­γού που είχε ιδιό­χει­ρη αφιέ­ρω­σή του: «Στη λαμπρή συνα­γω­νί­στρια Τίτο… (έτσι είχε περι­κό­ψει η ίδια τ’ όνο­μά της, από θαυ­μα­σμό στον ηρω­ι­κό στρα­τάρ­χη και σύμ­μα­χό μας κατά του φασισμού).

Η Τιτί­κα παρ’ όλη τη σοβα­ρή δρά­ση της είχε μεί­νει στο βάθος ένα παι­δί, ένα παι­δί που πίστευε στην αλή­θεια, στη φιλία, στη χαρά της ζωής. Η καρ­διά της ήταν αθώα, δεν έβα­νε στο νου της το κακό.

Εκεί που θα χωρί­ζα­με στα Τρί­κα­λα, (ήταν έβγα Φλε­βά­ρη), μου είπε με την παλιά της αφέ­λεια, μα και με κάποιον δισταγμό:
— Δε θα μου γρά­ψεις κάνα ποί­η­μα κι εμένα;
— Σαν τί θες να λέει;
— Να, ό τι σου κατέβει…

Είχα υπο­χω­ρή­σει τόσες φορές σ’ ανά­λο­γες προ­τά­σεις έτσι αφε­λείς, ώστε δε με πεί­ρα­ζε να παρα­βώ ακό­μα μια φορά τις απαι­τή­σεις της υψη­λής τέχνης. Έκα­τσα σε κάτι δέμα­τα ξεφορ­τω­μέ­να από το αυτο­κί­νη­το, εκεί στη μέση του δρό­μου, και μέσα σε λίγα λεπτά, της σκά­ρω­σα κάμπο­σους στί­χους. Μόλις θυμά­μαι την αρχή και το τέλος:

Απ’ τις αντάρ­τισ­σες που βρήκα
σε τόσα μέρη που σεργιάνισα
καμιά δε φτά­νει την Τιτίκα,
την άξια καπετάνισσα.
…………………………………..
Τώρα γυρ­νά­ει στο σπι­τι­κό της,
θα πάει να ιδεί τη μάνα της,
εικό­να ζωντα­νή της νιότης,
της νιό­της της αθάνατης.

Η Τιτί­κα πήγε να πετά­ξει απ’ τη χαρά της. Της φάνη­κε πραγ­μα­τι­κό αριστούργημα.

- Ά, πόσο θα χαρεί η μητέ­ρα μου, έλεγε.

Συλ­λο­γι­ζό­ταν τη μητέ­ρα της, με στορ­γή, με σέβας, για­τί απά­νω στα βου­νά μας, οι κοπέ­λες δεν είχαν ξεχά­σει ποτέ τις οικο­γε­νεια­κές υπο­χρε­ώ­σεις τους, την αρετή.

Αλλά στην Τιτί­κα δεν αρκούν τέτοιοι πρό­χει­ροι στί­χοι ούτ’ ένα σημεί­ω­μα βια­στι­κό. Σ’ αυτή την αφο­σιω­μέ­νη επο­νί­τισ­σα, που την ξάπλω­σαν άνα­ντρα στη Σαλο­νί­κη οπλι­σμέ­νοι κανά­γη­δες, υπη­ρέ­τες του χιτλε­ρι­σμού, θα ’πρε­πε να της γίνει ένα εγκώ­μιο μεγά­λης πνο­ής. Είναι μια σωστή ηρω­ί­δα που τιμά το κίνη­μα των νέων και όλο τον τιτά­νιο αγώ­να μας.

Για τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ και τη σει­ρά του ΑΤΕΧΝΩΣ «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα»

kotzioulas31Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας υπήρ­ξε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους και πολυ­γρα­φό­τε­ρους Έλλη­νες συγ­γρα­φείς. Ασχο­λή­θη­κε με επι­τυ­χία με όλα τα είδη της λογο­τε­χνί­ας, αν και στο ευρύ κοι­νό είναι, ακό­μα, περισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως ποι­η­τής. Στο μεγά­λο σε όγκο και αξία έργο του περι­λαμ­βά­νο­νται και κεί­με­νά του (χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, επι­φυλ­λί­δες, κρι­τι­κές κ.α.) που δημο­σιεύ­τη­καν σε έναν μεγά­λο –επί­σης- αριθ­μό εντύ­πων που κυκλο­φο­ρού­σαν σε διά­φο­ρες περιο­χές της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας, άλλο­τε με την υπο­γρα­φή του και άλλο­τε με ψευ­δώ­νυ­μο που, συχνά και αυτό, από έντυ­πο σε έντυ­πο, ήταν διαφορετικό.

Τα κεί­με­νά του που παρου­σιά­ζου­με από το ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενι­κό τίτλο «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα» γρά­φτη­καν την περί­ο­δο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και μετά την συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας. Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας μετα­φέ­ρει στο χαρ­τί εικό­νες μιας σκλη­ρής επο­χής, περι­γρά­φει στιγ­μές ηρω­ι­σμού, αλλά και σκη­νές τρα­γι­κές, από αυτές που ακο­λού­θη­σαν την παρά­δο­ση των τιμη­μέ­νων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμ­με­τεί­χε στην Αντί­στα­ση ενά­ντια στους ιτα­λούς-γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές, βγή­κε στο βου­νό και έμει­νε για πολύ και­ρό δίπλα στον πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελου­χιώ­τη, ενώ ήταν ο δημιουρ­γός και η «ψυχή» της Λαϊ­κής Σκη­νής (θέα­τρο στα βου­νά) της 8ης Μεραρ­χί­ας του ΕΛΑΣ.

Τα ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να, από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα, μας παρα­χώ­ρη­σε ευγε­νι­κά ο γιος του Κώστας Κοτζιού­λας, που έχει και την επι­μέ­λεια του αρχείου.

Ακό­μα και σήμε­ρα, μισό σχε­δόν αιώ­να μετά το θάνα­τό του, το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σημα­ντι­κού και πολυ­διά­στα­του έργου του Γ. Κοτζιού­λα παρα­μέ­νει ανέκ­δο­το. Αξί­ζει όμως να σημειω­θεί ότι τα τελευ­ταία χρό­νια, με την ακά­μα­τη προ­σπά­θεια και συμ­βο­λή της οικο­γέ­νειας του γιου του Κώστα, επα­να­κυ­κλο­φο­ρούν παλαιό­τε­ρα έργα, άλλα βλέ­πουν το φως της δημο­σιό­τη­τας για πρώ­τη φορά, ενώ στα σχέ­δια βρί­σκο­νται νέες εκδό­σεις. Έτσι, αξιο­ποιεί­ται με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο το πλού­σιο αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα: το έργο του δημιουρ­γού φτά­νει στο λαό, απ’ τον οποίο προ­έρ­χε­ται και για τον οποίο αγω­νί­στη­κε και έγρα­ψε ο Γιώρ­γος Κοτζιούλας.

Για την εργο­βιο­γρα­φία του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα πατή­στε ΕΔΩ.

Τα κεί­με­να που προη­γή­θη­καν, με τη σει­ρά που δημο­σιεύ­τη­καν (δεί­τε τα «πατώ­ντας» στους τίτλους):

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 1. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 2. ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 3. ΕΓΓΛΕΖΟΙ

Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας στο Β΄ Παν­θεσ­σα­λι­κό Συνέ­δριο του ΕΑΜ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο