Γράφει η Ατζέρ Ιχτιάρ //
Περίληψη
Από την αρχαιότητα, αν και η τρέλα φαίνεται να παίρνει την μορφή του εθίμου (Λέπρα κλπ) και να τους διώχνουν με πλοία σε απομακρυσμένα μέρει οι ναυτικοί, με την πάροδο των περιόδων και με την εμφάνιση των επιστημών, η τρέλα αρχίζει και παίρνει την μορφή της ποινικοποίησης και πιο συγκεκριμένα με την ανάδειξη τόσο των επιστημών της ψυχιατρικής όσο και με τα ιδρύματα των Ασύλων. Το μεσαιωνικό ανθρώπινο σώμα εκεί που ήταν ελεύθερο σε ελεύθερες πράσινες πεδιάδες ή ακόμα και σε κάποιο απομακρυσμένο κομμάτι γης, πλέον θα βρεθεί κλεισμένο σε «κλουβί» ανάμεσα σε τέσσερις τείχους όπου θα γίνει αντικείμενο των γιατρών και των επιστημών. Με λίγα λόγια, θα λέγαμε πως η τρέλα θα βρεθεί εξόριστη και το ανθρώπινο πνεύμα θα αρχίσει να βρίσκει την ηρεμία και γαλήνη από το δυσβάσταχτο «μονοπάτι του νου».
Το πλοίο των Τρελών
Ο Μισέλ Φουκώ, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους και ψυχολόγους της σύγχρονης εποχής, κατάφερε να συμβάλει με την κινηματική του δραστηριοποίηση τόσο στην πραγματικότητα όσο και στο χώρο της επιστήμης. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του είναι Η ιστορία της Τρέλας, ένα βιβλίο που εξιστορεί την πορεία της τρέλας από την αρχαιότητα έως την αναγέννηση. Στην πρώτη περίοδο του βιβλίου του με τίτλο Stultifera Navis, περιγράφει ένα ακυβέρνητο πλοίο το οποίο λέγεται το πλοίο των Τρελών.
Σε αυτό το πλοίο δεν φόρτωναν μόνο τρελούς, αλλά και της εποχής εκείνης τους λεπρούς. Ο λεπρός μπορεί να απομακρυνόταν από τον κόσμο και την εκκλησιαστική κοινότητα, όμως, η παρουσία του μαρτυρούσε μια θεϊκή παρουσία. Οι άνθρωποι που απομάκρυναν τους λεπρούς και τρελούς χαρακτηρίζονται από τον συγγραφέα ως αμαρτωλοί που μπορεί να απομάκρηναν τους περιθωριακούς, όμως, με αυτό τον τρόπο τους άνοιγαν την πόρτα της σωτηρίας. Επίσης, μπορεί η πόρτα σωτηρίας να άνοιξε και να πείρε εκείνους τους ανθρώπους και η τρέλα να εξαφανίστηκε, όμως οι δομές θα την στοιχειώνουν όσο αυτοί υπάρχουν( φτωχοί, αλήτες κλπ). Μπορεί η καινούργια κουλτούρα να απομάκρηνε μια μερίδα κοινωνικών περιθωριοποιημένων (τρελούς κλπ) όμως αυτός ο αποκλεισμός πρόσφερε μια πνευματική αποκατάσταση των υπολοίπων.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως το φανταστικό τοπίο που παραθέτει ο συγγραφέας στο αρχικό κεφάλαιο του βιβλίου του είναι για να προϊδεάσει τον αναγνώστη για την πραγματική περίπτωση. Το Πλοίο των Τρελλών, λοιπόν, είναι ένα ακυβέρνητο και μεθυσμένο καράβι που πλέει στα ήρεμα ποτάμια της Ρηνανίας και στα φινλανδικά κανάλια. Από όλα τα καράβια που παρουσιάζονται τόσο στο ίδιο βιβλίο όσο και στα μυθιστορηματικά ή σατιρικά έργα, το πλοίο με το όνομα Narrenschiff είναι το μόνο που είναι πραγματικό πλοίο και είχε μια πραγματική υπόσταση σε ολόκληρη την ιστορία. Γιατί τέτοια πλοία που μετέφεραν από την μία πόλη στην άλλη, το φορτίο τους από τους τρελούς υπήρξαν και στην πραγματικότητα. Οι τρελοί εκείνης της εποχής εύκολα αναγκάζονταν να ζουν την περιπλανώμενη ζωή. Αποδιώχνόντουσαν εύκολα από τις πόλεις και πιο συγκεκριμένα έξω από τα τοίχοι τους. Ενώ στην περίπτωση που δεν τους τοποθετούσαν σε καράβι για να σαλπάρουν στην σωτηρία τους, συχνά τους άφηναν να τριγυρίζουν σε απόμακρες εξοχές. Αυτή η περίπτωση υπήρχε ως έθιμο και συνηθιζόταν στην Γερμανία. Ενώ στη Νυρεμβέργη, το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, είχε καταγραφεί παρουσία 62 τρελών, τους 31 τους είχαν διώξει. Στα επόμενα πενήντα χρόνια όμως, πρόκειται πάλι για τρελούς που τους παρέδιδαν σε Ναυτικούς. Για παράδειγμα, το 1399, υποχρέωσαν ναύτες ενός καραβιού να μαζέψουν έναν τρελό που κυκλοφορούσε γυμνός και έτσι θα απαλαγόταν η πόλη από αυτόν. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, ένας εγκληματίας οδηγήθηκε με τον ίδιο τρόπο στη Μαγεντία κατά τα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα.
Καμιά φορά όμως, οι ναύτες έβαζαν πιο γρήγορα αυτούς τους ταλαιπωρημένους επιβάτες στη στεριά από ότι είχαν υποσχεθεί. Όπως είχε γίνει παρόμοια με έναν σιδερά από την Φρανκφούρτη, που δύο φορές τον άφησαν κάπου μακριά με το πλοίο τους οι ναύτες και αυτός δύο φορές ξανά ήρθε πίσω, πριν καλά καλά τον οδηγήσουν για τελευταία ελπιδοφόρα φορά σε μια περιοχή που λεγόταν Κρόυτσναχ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στις παραποτάμιες πόλεις της Ευρώπης, συχνά θα πρέπει να αράξανε τέτοια “καράβια τρελών”.
Η υπόθεση αυτή όμως, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα γεγονότα με σιγουριά αφού δεν είχαν ιδρυθεί καλά καλά τα ειδικά άσυλα, όπου ορισμένοι τρελοί να γινόντουσαν δεχτοί στα νοσοκομεία αυτά ανάλογα με την περίπτωση τους. Για παράδειγμα, όπως ήταν στο Hotel de Dieu στο Παρίσι, όπου υπήρχαν ειδικά κρεβάτια για αυτούς τους τρελούς σε κοιτώνες. Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα και την αναγέννηση υπήρχαν και ειδικά κρατητήρια για παράφρονες. Τέτοια κρατητήρια ήταν το Chatelet του Melun, ο περίφημος Πύργος των Τρελών της Caen, τα πολυάριθμα Narrturmer Jungpfer του Αμβούργου. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν διώχνονταν ανεξαίρετα, αλλά μόνο όσοι ήταν ξένοι, όσοι δεν αναζητήθηκαν από κάποιον συγγενή ή φίλο κλπ.
Ενώ υπήρχε η δυνατότητα παραμονής και περίθαλψης των ντόπιων τρελών. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο αναφορά αποτελούν και τα αρχεία διάφορων μεσαιωνικών πόλεων όπου υπάρχουν καταγραμμένες χορηγήσεις ή δωρεές, ειδικά για τους παράφρονες. Στην πραγματικότητα όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, δηλαδή, υπάρχουν διάφορα πλέον σημεία που κατοικούν οι τρελοί πιο πολύ από κάπου αλλού, το οποίο δεν σήμαινε ότι είναι αυτόχθονες.
Οι τόποι όπου ήταν πολυάριθμοι οι τρελοί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ήταν οι τόποι προσκυνήματος. Όπως ήταν το Saint–Mathurin του Larchant, στο Saint-Hildevert του Gournay, στη Besanco, στο Gheel. Τα προσκυνήματα αυτά οργανόνωνταν ή επιχορηγούνταν είτε από τις πολιτείες είτε από τα νοσοκομεία. Μέσα σε αυτά τα προσκυνήματα κλεινόντουσαν και όχι μόνο περιθάλπονταν αλλά και ερχόντουσαν σε επαφή με το θαύμα που αναζητούσαν.
Ίσως, είναι πιθανόν ότι τα καράβια των τρελών είναι καράβια προσκυνήματος με συμβολική σημασία, σαλπάροντας για το ταξίδι για ένα θαύμα: να βρουν τον χαμένο λογικό τους, όπως άλλα κατέβαιναν τους ποταμούς της Ρηνανίας με κατεύθυνση το Βέλγιο και το Gheel, άλλα ανέβαιναν το Ρήνο, προς το Γιούρα και την Besancon. Σε άλλες πόλεις όμως, όπως η Νυρεμβέργη, σίγουρα δεν υπήρξαν τόποι προσκυνήματος κι όμως συγκέντρωναν έναν μεγάλο αριθμό τρελών περισσότερο από τους ντόπιους τρελούς. Σε αυτούς όμως τους ξένους τρελούς, επειδή ακριβώς ήταν ξένοι δεν είχαν το δικαίωμα στην περίθαλψη αλλά συντηρούνταν από τον προϋπολογισμό και έτσι τους έριχναν στις φυλακές. Μια τέτοια χειρονομία αποδιοπομπής και περιπλάνησης των τρελών κι έπειτα η επιβίβαση στο καράβι σίγουρα δεν απέβλεπαν αποκλειστικά σε μια πράξη που απόβλεπε σε ωφέλεια ή στην ασφάλεια πολιτών.
Η περίπτωση της εκκλησίας της Νυρεμβέργης, αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση. Παρατηρήθηκε ότι απαγορευόταν η είσοδος των τρελών στην εκκλησία, ενώ το εκκλησιαστικό δίκαιο δεν τους απαγόρεψε να μεταλαβαίνουν. Το 1421 στη Νυρεμβέργη, ένας παπάς εκδιώχτηκε λόγω της τρέλας του παρόλου που η εκκλησία δεν επέβαλε κυρώσεις, όμως , η πόλη του παπά πρόσθεσε στον προϋπολογισμό του χρήματα για τα οδοιπορικά του. Επιπλέον, συνέβαινε τρελοί να μαστιγώνονται δημόσια αλλά και κατά την διάρκεια ενός είδους αγώνα δρόμου να κυνηγιούνται με ραβδιά χτυπώντας τους και έτσι διώχνοντας τους από την πόλη.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα, φαίνεται να αποτελούσε ως τελετουργική σημασία ακόμη και με άλλων τελετουργικών αποδιοπομπών.
Από μία πλευρά, το ταξίδι αυτό είναι μισό πραγματική και μισό φανταστική, την οριακή κατάσταση του τρελού, εκείνου του μεσαιωνικού ανθρώπου, κατάσταση που έδιναν μια ιδιότητα στον τρελό, δηλαδή, να είναι κλεισμένος σε ένα χώρο και ειδικά στον εαυτό του. Η τοποθέτηση του τρελού μέσα και έξω είναι μια συμβολή θέση αλλά και εικόνα που αν συλλογιστούμε την άποψη ότι αυτή η θέση θα παραμείνει δικιά του, ένα ορατό φρούριο όπου χτιζόταν η τάξη των πραγμάτων, ενώ τώρα γίνεται ένα αόρατο φρούριο που κλειδώνεται εύκολα η συνείδηση μας.
Η θάλασσα του νερού και το προβάδισμα στο καράβι παίζουν ένα τέτοιο ρόλο. Κλεισμένος στο καράβι ο τρελός, από όπου δεν μπορεί να ξεφύγει, παραδίνεται με τα χέρια στη θάλασσα και με τους χίλιους δρόμους σε αυτή την απέραντη και αλλόκοτη αβεβαιότητα. Είναι φυλακισμένος στο πιο ανοιχτό δρόμο και αλυσοδεμένος σε στερεά γη. Είναι ο επιβάτης των περασμάτων, όπου η γη που θα αποβιβαστεί του είναι άγνωστη ακόμα και από την γη που προέρχεται δεν γνωρίζει αλλά είναι καταδικασμένος να είναι ανάμεσα σε ένα κομμάτι γης κομμένο στα δύο στερεά και θάλασσα. Άραγε αυτή η φανταστική συσχέτιση να είναι ένα λατρεμένο έθιμο του Δυτικού πολιτισμού που ρίζωσε; το μόνο σίγουρο είναι πως το νερό και η τρέλα θα είναι ενωμένα στο μυαλό του δυτικού ανθρώπου.
Σε αντίθεση, κατά το τέλος του 16ου αιώνα όπου η ιστορία θα εξελιχθεί με την συμβολή του Lancre στη θάλασσα να εντοπίζει μια πολύ άσχημη εικόνα. Όπου υπάρχουν μια κατηγορία ανθρώπων (τρελούς κλπ) την άστατη πορεία των καραβιών, η εξάρτηση από τα άστρα (τα άστρα συνήθιζαν να έχουν τον ρόλο του μάρτυρα και μπουσουλάς για την κατεύθυνση του πλοίου), τα διάφορα μυστικά αντικείμενα, το ξεμάκρεμα γυναικών, και τέλος η ταραγμένη πεδιάδα λόγω του φορτισμένου κλίματος που επικρατεί κάνει τον άνθρωπο να χάνει την πίστη του στον Θεό και τα δεσμά με την πατρίδα του και με αυτό τον τρόπο παραδίνετε στον διάβολο.
Στην ενότητα αυτή, κατά την κλασσική εποχή διαπιστώνει κανείς τις ζωντανές και πολύχρωμες εικόνες που προσδίδονται στο βιβλίο, όπως είναι το κρύο, η υγρασία, η καιρική αστάθεια, όλες οι λεπτές σταγόνες του νερού που μουχλιάζουν τις φλέβες και νεύρα του ανθρώπινου σώματος και έτσι οδηγείται ο άνθρωπος στην τρέλα. Αλλά και την εγγλέζικη μελαγχολία που επικρατεί ακόμα και στα φανταστικά έργα.
Η εγκάθειρξη ως εργαλείο ποινικοποίησης
To 1656 είναι η χρονιά που εκδίδεται το βασιλικό διάταγμα, ταυτόχρονα είναι και η ημερομηνία που ιδρύεται το Γενικό Νοσοκομείο του Παρισιού. Σε μια αρχική οπτική ματιά, μοιάζει να αρχίζει μια καινούργια μεταρρύθμιση, για μια νέα διοικητική αναδιάρθρωση. Πλέον διάφορα ιδρύματα που υπάρχουν, έρχονται τώρα στο προσκήνιο να ενωθούν, κάτω από κοινή διοίκηση. Όλα αυτά προσφέρονται πλέον, σε όλους τους φτωχούς του παρισιού, “όλων των φυλών, ηλικιών και καταγωγής, έχουν δεν έχουν επάγγελμα και σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται, σε γέρους, σε ανάπηρους, αρρώστους, ακόμη και σε ανίατους”. Με αυτό τον τρόπο, θα βρούν στέγη και τροφή όλοι όσοι πήγαν από μόνοι τους, είτε μεταφέρθηκαν με βασιλικής ή δικαστικής εξουσίας. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως το Γενικό Νοσοκομείο του Παρισιού, δεν ήταν γιατρικό ίδρυμα. Αλλά αποτελείται από μισό Νομικό, με τις διοικητικές του δομές και υπηρεσίες, πλάι στις ήδη εξουσίες που το απαρτίζουν την εκκλησία και την Βασιλική Κυβέρνηση, ξέχωρα από εκείνες των δικαστηρίων. Το συγκεκριμενο ίδρυμα, είναι φανερό πως ιδρύθηκε από τους μονάρχες και αστούς της Γαλλίας που την εποχή εκείνη οργανώντουσαν σαν κατεστημένο και εξαρτιόταν πάντοτε από την βασιλική εξουσία. Το φαινόμενο αυτό σιγά ‑σιγά αρχίζει και αποκτά ευρωπαϊκές διαστάσεις. Αφού, η επικράτηση της ζωηρής μοναρχίας στην εποχή της Αντι-μεταρρύθμισης, έδωσαν στην Γαλλία έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα όπου οι εξουσίες έρχονται σε σύγκρουση αλλά και συνεργάζονται με την εκκλησία.
Για παράδειγμα, στις γερμανόφωνες χώρες ιδρύονται τα λεγόμενα αναμορφωτήρια, Zuchthausern. Ενώ στην Αγγλία, οι ρίζες της εγκάθειρξης είναι παλιότερες. Η πράξη αυτή του 1575, αφορούσε «στην τιμωρία των αγυρτών και στην ανακούφιση των φτωχών» που θέσπιζε την δημιουργία των αναμορφωτηρίων: House of Correction. Λίγα χρόνια μετά, αποφασίζετε η λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων, δηλαδή, δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς άδεια για να ανοίξει ένα νοσοκομείο αλλά μπορεί ο καθένας πια να το κάνει. Ήδη από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα λειτουργούν τα Workhouses (οίκοι εργασίας, εργαστήρια και βιοτεχνίες που βοηθούν στη συντήρηση των αναμορφωτηρίων κι εξασφαλίζουν εργασία στους τροφίμους). Το ερώτημα που θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε είναι : Ποια είναι τελικά η πραγματικότητα πίσω από τους φτωχούς, των ανέργων και των τρελών, που από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν αποκλεισμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, που ήταν πιο κλειστεί και από τους λεπρούς. Ενώ το Γενικό Νοσοκομείο, λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του, είχε μόνο 6.000 άτομα, δηλαδή, το 1% περίπου του πληθυσμού. Σε αυτό το σημείο αυτό που πρέπει να αναφερθεί είναι πως η εγκάθειρξη, πριν ακόμα αποκτήσει το γιατρικό νόημα στα ψυχιατρεία, που της έδωσαν αργότερα, στην πραγματικότητα ήταν η προσταγή της εργασίας. Όπως αναλύεται και στο έργο του Karl Marx, στο πρώτο τόμο του με τίτλο Το Κεφάλαιο, «Γενικά η κατάσταση των κατώτερων λαϊκών τάξεων χειροτέρεψε σχεδόν από κάθε άποψη, οι μικροί γαιοχτήτες και παχτωτές υποβιβάστηκαν στην κατάσταση μεροκαματιάρηδων και μισθωτών, ενώ ταυτόχρονα σε αυτή την κατάσταση έγινε πιο δύσκολο να βγάζουν το ψωμί τους»1
Ιδρηματοποίηση και Άσυλο
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και πιο συγκεκριμένα 1912–13, η Μακεδονία και η Κρήτη ενώνονται με την Ελλάδα. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ιδρύματα, εκείνο της Θεσσαλονίκης και της Σούδας. Το γεγονός λόγω των ιστορικών εξελίξεων, γίνεται η αιτία για την ανάπτυξη και εξέλιξη του συστήματος της ψυχιατρικής περίθαλψης. Τα δύο παραδείγματα αυτά δείχνουν την συγκρότηση του ψυχιατρικού πεδίου στην Ελλάδα, βασισμένη των γνώσεων αλλά και πρακτικών του Δυτικού κόσμου, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο την σταθερότητα στον χρόνο. Το παράδειγμα αυτό, γίνεται αντιληπτό και σε άλλες χώρες, όπως την Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ.
Επομένως, μπορούμε να πούμε πως για τα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας κατά τον 19ο αιώνα, η ελληνική ψυχιατρική δημιουργείται με βάση την σκέψη, την ταξινόμηση των κατηγοριών κλπ. Ενώ η δημιουργία του ασύλου στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα έρχεται αντιμέτωπη με την παραδοσιακή τρέλα αλλά και με την ιστορική διάσταση του και στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Μετά την αποτυχία των περίφημων “ηθικών θεραπειών” οδήγησαν στην αλλαγή των στόχων της νοσηλείας. Σκοπός, πλέον, δεν είναι πια η θεραπεία αλλά η εποπτεία του ασθενούς και η εξυπηρέτηση των βιοτικών του αναγκών.2
Νέος Διαχωρισμός
Από την στιγμή που έρχεται στην επιφάνεια η επιστήμη για να “γιατρέψει” τόσο τον άνθρωπο όσο και το σώμα του, φαίνεται πως δεν αργεί και η σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή δεν είναι παρά την Θρησκεία με τα πλέγματα της εξουσίας όπως έχει πει ο Μισέλ Φουκώ. Ίσως, η ιστορία να ξανά γράφεται, αφού βλέπουμε πως συμβαίνει το ίδιο όπως και τον 15–17ο αιώνα, σύγκρουση μεταξύ λογικής και πρακτικής, ζωής και θανάτου. Τελικά, μήπως, η επιστήμη έχει εξελιχθεί τόσο ραγδαία που χειρίζεται τον άνθρωπο όπως επιθυμεί η ίδια; Μπορεί να υπάρξει αντίσταση από το ίδιο το υποκείμενο ή θα συνεχίσει να είναι αντικείμενο μελέτης της ψυχιατρικής;
Γενικό Συμπέρασμα
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι πως η σημαντική αυτή εξέλιξη της τρέλας να επιβιώσει τόσα χρόνια, η σάρκα να είναι ανάμεσα στο κενό ώθησαν στην διαμόρφωση καινούργιων- καινοτόμων τρόπων διαχείρισης αυτών των ανθρώπων, πιο σύγχρονες, καθαρές και ανθρώπινες δομές, όπου ο κάθε άνθρωπος που είναι γεμάτος από “αγκάθια” στην ψυχή του μπορεί πλέον να ζήσει μια πιο ήρεμη και υγιεινή ζωή. “Η ζωή είναι σαν αστραπή.…μα, προλαβαίνουμε” όπως είχε πει και ο Ν. Καζαντζάκης, έτσι και εμείς προλαβαίνουμε να διορθώσουμε τόσο η επιστήμη μας όσο και εμείς σαν επιστήμονες να μην ξανά εφαρμόσουμε ποτέ ξανά τέτοιες πρακτικές, αλλά να κατανοήσουμε πως ο “τρελός” άνθρωπος δεν είναι παρά μια ψυχή που υποφέρει και χρειάζεται βοήθεια.
Βιβλιογραφία
1) Michel Foucault (1972) Histoire de la folie a l’age classique, Plon, Παρίσι, 1961 και Gallimard, Παρίσι 2 1972 (ελληνική έκδοση: Η ιστορία της τρέλας, µτφρ. Φραγκίσκη Αµπατζοπούλου, Ηριδανός, Αθήνα 1976.
2) Μανόλης Τζανάκης ( 2008) Πέραν του Ασύλου, η κοινοτική ψυχιατρική και το ζήτημα του υποκειμένου, Αθήνα, εκδ: Συνάψεις.
3) Καρλ Μαρξ «Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Βιβλίο Ι, Το προτσές παραγωγής του Κεφαλαίου». Μετάφραση Παναγιώτης Μαυρομμάτης. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
________________________________________________________