Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η φιλανθρωπία της σιωπής και της (συν)ενοχής

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Ενώ καρα­βιές προ­σφύ­γων κατα­φτά­νουν στη χώρα μας από τις εμπό­λε­μες περιο­χές (Συρία, Λιβύη, Αφγα­νι­στάν κ.ά.)  παρα­τη­ρεί κανείς ένα ιδιό­τυ­πο φαι­νό­με­νο. Από τη μια την σχε­δόν ανύ­παρ­κτη παρου­σία κρα­τι­κών και ευρω­κοι­νο­τι­κών υπο­δο­μών στην υπο­δο­χή αυτών των ανθρώ­πων και στην αντι­με­τώ­πι­ση του προ­σφυ­γι­κού ζητή­μα­τος, εκτός της κατα­γρα­φής-πιστο­ποί­η­σης, και από την άλλη, την σχε­τι­κά «δυνα­μι­κή» ενερ­γο­ποί­η­ση ξένων και ελλη­νι­κών ΜΚΟ και φιλαν­θρω­πι­κών οργα­νώ­σε­ων. Η εντύ­πω­ση που δίνε­ται είναι ότι το κρά­τος λει­τουρ­γεί υπο­λειμ­μα­τι­κά  για να νομι­μο­ποι­ή­σει την φιλαν­θρω­πία των ΜΚΟ. Κάπου παρα­πέ­ρα ως ταξι­θέ­τες  «επο­πτεύ­ουν» και οι διά­φο­ρες οργα­νώ­σεις του ΟΗΕ για τους πρό­σφυ­γες. Το κοι­νό όλων αυτών των «οργα­νω­μέ­νων» παρεμ­βά­σε­ων είναι η σιω­πή γύρω από τις αιτί­ες του προ­βλή­μα­τος ως ο πόλε­μος να έπε­σε από τον ουρα­νό.  Αυτό που «επεί­γει» είναι η αντι­με­τώ­πι­ση της ανθρω­πι­στι­κής κρί­σης. Υπό την πίε­ση αυτού του αδυ­σώ­πη­του δεδο­μέ­νου, οποια­δή­πο­τε ερω­τή­μα­τα τόσο για τη φύση του πολέ­μου όσο και για τη μορ­φή του ακτι­βι­σμού που ανα­πτύσ­σε­ται απω­θού­νται. Ασφα­λώς και μπο­ρεί να κατα­νο­ή­σει κανείς τους ανθρώ­πους που με προ­σω­πι­κή εργα­σία και αίσθη­μα προ­σφο­ράς φρο­ντί­ζουν και συμπα­ρα­στέ­κο­νται τους κατα­τρεγ­μέ­νους ανθρώ­πους. Μέρος των ακτι­βι­στών και των εθε­λο­ντών έχουν πραγ­μα­τι­κά ηθι­κά ή,  θρη­σκευ­τι­κά κίνη­τρα. Ωστό­σο τα πράγ­μα­τα είναι δια­φο­ρε­τι­κά όσον αφο­ρά το ρόλο και τη λει­τουρ­γία της «οργα­νω­μέ­νης παρέμ­βα­σης» (ΜΚΟ, φιλαν­θρω­πι­κές οργα­νώ­σεις, διε­θνείς οργα­νι­σμοί κ.ά.) που έχουν ανα­λά­βει εργο­λα­βι­κά εδώ και χρό­νια την παρο­χή υπη­ρε­σιών. Εδώ η σιω­πή για την ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση και την κατα­στρο­φή των υπο­δο­μών σε χώρες που έως πρό­τι­νος διέ­θε­ταν, τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, κοι­νω­νι­κές υπο­δο­μές και βιο­τι­κό επί­πε­δο εφά­μιλ­λο των ευρω­παϊ­κών (Συρία, Ιράκ, Λιβύη κ.ά.) σημαί­νει ουσια­στι­κά (συν)ενοχή. Ως γνω­στόν η κατα­στρο­φή κοι­νω­νι­κών υπο­δο­μών θεω­ρεί­ται έγκλη­μα πολέ­μου. Κατά τον ίδιο τρό­πο αντι­με­τω­πί­ζε­ται από τις ίδιες οργα­νώ­σεις και το μετα­να­στευ­τι­κό ζήτη­μα. Η εξα­θλί­ω­ση και η φτώ­χεια που εξω­θεί μεγά­λα τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού της γης  στην «έξο­δο» και στο μισε­μό προ­σεγ­γί­ζε­ται πάλι φατα­λι­στι­κά, ως η φτώ­χεια να είναι από­το­κο της «κακιάς μοί­ρας», ή ως από­το­κο της «κλε­πτο­κρα­τί­ας». Και στις δύο περι­πτώ­σεις απο­σιω­πά­ται τόσο ο ιμπε­ρια­λι­σμός όσο και η καπι­τα­λι­στι­κή συν­θή­κη (έντα­ξη στην καπι­τα­λι­στι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση: φιλε­λευ­θε­ρο­ποί­η­ση του παγκό­σμιου εμπο­ρί­ου, μονο­πώ­λη­ση πηγών πλού­του, υφαρ­πα­γή γης  κ.λπ.). Η ανα­γω­γή πάλι της φτώ­χειας και της εξα­θλί­ω­σης στην «κλε­πτο­κρα­τία» και τις διε­φθαρ­μέ­νες ελιτ απο­μο­νώ­νει το πρό­βλη­μα από τις αιτί­ες του, καθώς έμφα­ση δίνε­ται σε μια μορ­φή «παρά­νο­μης» ιδιο­ποί­η­σης του  κοι­νω­νι­κού πλού­του, υπο­νο­ώ­ντας πως η από­σπα­ση απλή­ρω­της εργα­σί­ας (υπε­ρα­ξί­ας) που  τρέ­φει και ανα­πα­ρά­γει τον καπι­τα­λι­σμό είναι καθό­λα νόμι­μη. Πόσο μάλ­λον όταν το φαι­νό­με­νο της κλε­πτο­κρα­τί­ας χαρα­κτη­ρί­ζει στον ίδιο αν όχι σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό τις ανε­πτυγ­μέ­νες καπι­τα­λι­στι­κές χώρες του Βορ­ρά. Αντί λοι­πόν το πρό­βλη­μα να τίθε­ται στη σωστή του διά­τα­ξη ώστε να προσ­διο­ρι­στούν οι αιτί­ες αλλά και οι λύσεις του και στη συνέ­χεια οι ενδε­δειγ­μέ­νοι τρό­ποι δρά­σης, συμ­βαί­νει το αντί­θε­το. Μονο­πω­λώ­ντας σχε­δόν οι  ΜΚΟ την φιλαν­θρω­πία και την «ανα­πτυ­ξια­κή βοή­θεια»  σε παγκό­σμιο επί­πε­δο ανα­κα­λύ­πτουν διά­φο­ρες κατη­γο­ρί­ες «φτω­χών» εστιά­ζο­ντας στην ποι­κι­λο­μορ­φία και στην ετε­ρό­τη­τα των φτω­χών. Σε κατη­γο­ρία ανά­λυ­σης ανα­δει­κνύ­ο­νται μέσα από το πρί­σμα της δια­φο­ράς και της ετε­ρό­τη­τας στοι­χεία που χωρί­ζουν τους ανθρώ­πους (θρη­σκευ­τι­κή-εθνο­τι­κή ταυ­τό­τη­τα, φύλο, ηλι­κια­κή ομά­δα, γεω­γρα­φι­κή περιο­χή κ.λπ.) και όχι στοι­χεία που τους ενώ­νουν. Εντού­τοις η καπι­τα­λι­στι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση δεν μπο­ρεί να ορι­στεί χωρίς την κατη­γο­ρία της κοι­νω­νι­κής τάξης (ωε σχέ­σης εκμε­τάλ­λευ­σης), κατη­γο­ρία που υπερ­βαί­νο­ντας επι­μέ­ρους χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ανα­δει­κνύ­ει τις ιστο­ρι­κές αντι­φά­σεις του ίδιου του καπι­τα­λι­σμού. Ούτε ο πόλε­μος και η εξάρ­τη­ση μπο­ρούν να ορι­στούν χωρίς την κατη­γο­ρία ανά­λυ­σης του ιμπεριαλισμού.

Ο ιδε­ο­λο­γι­κός χαρα­κτή­ρας της φιλαν­θρω­πι­κής δράσης

Aν, όπως δεί­ξα­με, η φιλαν­θρω­πία στις διά­φο­ρες μορ­φές της προσ­διο­ρί­ζε­ται ιδε­ο­λο­γι­κά,  επο­μέ­νως κάθε άλλο παρά άδο­λη είναι, κάνει νόη­μα να ιστο­ρι­κο­ποι­ή­σει κανείς, να τοπο­θε­τή­σει την φιλαν­θρω­πία και την εθε­λο­ντι­κή δρά­ση στο αντί­στοι­χο κοι­νω­νι­κό και ιστο­ρι­κό πλαί­σιο. Και αυτό για­τί τα άτο­μα, ανε­ξάρ­τη­τα από τις προ­θέ­σεις τους, εντάσ­σο­νται σε ένα σύστη­μα κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων (φιλαν­θρω­πία, εθε­λο­ντι­σμός, ΜΚΟ κ.λπ.). Έτσι από άτο­μα-ιδιώ­τες γίνο­νται φιλάν­θρω­ποι, εθε­λο­ντές κ.λπ., απο­κτούν δηλα­δή τις ιδιό­τη­τες του συστή­μα­τος.  Ανε­ξάρ­τη­τα λοι­πόν από τις προ­θέ­σεις των ατό­μων η εθε­λο­ντι­κή εργα­σία στις φιλαν­θρω­πι­κές οργα­νώ­σεις  όπως και η οικια­κή εργα­σία είναι ποσό­τη­τες εργα­σί­ας που προ­σφέ­ρο­νται εκτός αγο­ράς που είναι όμως άκρως ανα­γκαί­ες  για την ανα­πα­ρα­γω­γή (βιο­λο­γι­κή και κοι­νω­νι­κή) της κοι­νω­νί­ας. Ωστό­σο η εθε­λο­ντι­κή εργα­σία που παρέ­χε­ται αμι­σθί λει­τουρ­γεί αντα­γω­νι­στι­κά ένα­ντι της αμει­βό­με­νης εργα­σί­ας καθώς είναι προ­φα­νές ότι συμπιέ­ζει τους μισθούς. Μπο­ρεί επί­σης να νομι­μο­ποιεί την απρα­γία του κρά­τους σε ζητή­μα­τα κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας, αφή­νο­ντας την κοι­νω­νι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή στο συμ­πτω­μα­τι­κό, στο τυχαίο και στον ιδιώ­τη, μετα­τρέ­πο­ντας ουσια­στι­κά μια κρί­σι­μη κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία σε ιδιω­τι­κή υπό­θε­ση. Αν σε περιό­δους ανά­πτυ­ξης του κρά­τους πρό­νοιας η κοι­νω­νι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή εξα­σφα­λί­ζε­ται κατά κάποιο τρό­πο από την ύπαρ­ξη μιας ευρύ­τε­ρης προ­νοια­κής υπο­δο­μής, όπου οι συντε­λε­στές που δια­σφα­λί­ζουν την ανα­πα­ρα­γω­γή της εργα­τι­κής δύνα­μης (υγεία, εκπαί­δευ­ση, φρο­ντί­δα κ.ο.κ.) παίρ­νουν τη μορ­φή δημό­σιων αγα­θών, σε περιό­δους συρ­ρί­κνω­σής του, ενερ­γο­ποιού­νται άτυ­πα δίκτυα, κοι­νω­νι­κά δίκτυα, φιλαν­θρω­πι­κές και εθε­λο­ντι­κές οργα­νώ­σεις απ’ όπου αντλού­νται ποσό­τη­τες κοι­νω­νι­κής εργα­σί­ας (φρο­ντί­δα, επι­μέ­λεια, ανα­τρο­φή, εκπαί­δευ­ση, υγεία κ.λπ.). Έτσι όμως νομι­μο­ποιεί­ται η απο­δό­μη­ση του προ­νοια­κού κράτους.

Σε μεγά­λο βαθ­μό ο εθε­λο­ντι­σμός έχει ταυ­τι­στεί με τη φιλαν­θρω­πία και τη «σωτη­ρία της ψυχής». Αντί­θε­τα τα κίνη­τρα της σύγ­χρο­νου εθε­λο­ντι­σμού έχουν περισ­σό­τε­ρο εγκό­σμιο χαρα­κτή­ρα και ταυ­τί­ζο­νται με τον ατο­μι­κι­σμό και την ανά­γκη ατο­μι­κής αυτο­πραγ­μά­τω­σης κυρί­ως μεσαί­ων και αστι­κών στρω­μά­των. Ενδε­χο­μέ­νως στα μεσαία στρώ­μα­τα να λει­τουρ­γεί και ως εξαρ­γύ­ρω­ση ενο­χών. Αυτός φαί­νε­ται πως ικα­νο­ποιεί μια ανά­γκη του ατό­μου για προ­σφο­ρά και αυτο­ε­πι­βε­βαί­ω­ση και χρειά­ζε­ται γι’ αυτό πεδίο  εκδί­πλω­σης και ανά­δει­ξης. Με αυτή την έννοια οι φτω­χοί, οι πρό­σφυ­γες, οι μετα­νά­στες κ.ά. υπο­βι­βά­ζο­νται σε αντι­κεί­με­νο προ­σφέ­ρο­ντας στους φιλάν­θρω­πους και στους εθε­λο­ντές που είναι το υπο­κεί­με­νο το απα­ραί­τη­το πεδίο ακτι­βι­σμού. Οι σχέ­σεις που εδώ εμφα­νί­ζο­νται δημιουρ­γούν εκ των πραγ­μά­των εξαρ­τή­σεις και αξιώ­σεις αντα­πό­δο­σης αλλά  και πατερναλισμούς.

Η φιλαν­θρω­πία και ο εθε­λο­ντι­σμός ως μηχα­νι­σμός κοι­νω­νι­κής πειθάρχησης

Σημα­ντι­κά στην προ­ώ­θη­ση της φιλαν­θρω­πί­ας και του εθε­λο­ντι­σμού συνέ­βα­λε η αντί­λη­ψη πως η φτώ­χεια, η εξα­θλί­ω­ση, η κοι­νω­νι­κή έκπτω­ση είναι πρω­τί­στως προ­βλή­μα­τα ηθι­κής τάξης και τα μέσα αντι­με­τώ­πι­σής τους δεν μπο­ρεί παρά να είναι ηθι­κής μορ­φής. Οι κατ’ οίκον επι­σκέ­ψεις (friendly visitors) συνι­στού­σαν για τις μεγα­λύ­τε­ρες εθε­λο­ντι­κές οργα­νώ­σεις της Μ. Βρε­τα­νί­ας στο δεύ­τε­ρο μισό του 19ου αιώ­να το κατάλ­λη­λο εργα­λείο παρέμ­βα­σης. Μέσα από την ανά­πτυ­ξη προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων γινό­ταν περισ­σό­τε­ρο απο­δο­τι­κός ο ‘‘εκπο­λι­τι­σμός’’, δηλα­δή  η ανα­μόρ­φω­ση του θυμι­κού (τρό­ποι ζωής και συνή­θειες) των φτω­χών και εξα­θλιω­μέ­νων στρω­μά­των της εργα­τι­κής τάξης αλλά και η ιδε­ο­λο­γι­κή καθο­δή­γη­ση και η δια­χεί­ρι­ση της λαϊ­κής οικο­γέ­νειας (κοι­νω­νι­κή πει­θάρ­χη­ση). Στην Ελλά­δα η φιλαν­θρω­πία έχο­ντας ως βασι­κό στό­χο την «ηθι­κο­ποί­η­ση» των φτω­χών και από­κλη­ρων, δηλα­δή την εγχά­ρα­ξη αστι­κών αξιών για την εργα­σία, την οικο­γέ­νεια και τον νόμο, κινή­θη­κε κιό­λας από τα τέλη του 19ου αιώ­να μετα­ξύ πρό­νοιας και κοι­νω­νι­κού ελέγχου.

Στο μετα­ξύ η πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή συγκρό­τη­ση του εργα­τι­κού κινή­μα­τος  σχε­τι­κο­ποιού­σε τη σημα­σία της φιλαν­θρω­πί­ας και των εθε­λο­ντι­κών οργα­νώ­σε­ων. Η κάθε­τη αλλη­λεγ­γύη της πρώ­ι­μης καπι­τα­λι­στι­κής περιό­δου (πατερ­να­λι­σμός) αντι­κα­τα­στά­θη­κε με τις δομές ορι­ζό­ντιας αλλη­λεγ­γύ­ης (συν­δι­κα­λι­στι­κή οργά­νω­ση, αλλη­λο­βοη­θη­τι­κοί σύλ­λο­γοι κ.λπ.), γεγο­νός που δια­μόρ­φω­νε ποιο­τι­κά και ένα δια­φο­ρε­τι­κό  πλαί­σιο δρά­σης που ευνο­ού­σε την πολι­τι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση της εργα­τι­κής τάξης. Στους στρα­τη­γι­κούς στό­χους του οργα­νω­μέ­νου εργα­τι­κού κινή­μα­τος ήταν και η απε­νερ­γο­ποί­η­ση του ελέγ­χου που ασκού­σαν οι προ­νοια­κοί μηχα­νι­σμοί του κρά­τους στο εσω­τε­ρι­κό της εργα­τι­κής τάξης. Η πεί­ρα της εργα­τι­κής τάξης έδι­νε στους φτω­χούς εργα­ζό­με­νους, ανα­φέ­ρει ο E. Hobsbaum, τους σημα­ντι­κό­τε­ρους θεσμούς για την καθη­με­ρι­νή τους αυτο­ά­μυ­να, το συν­δι­κά­το και την εται­ρεία αλλη­λο­βο­ή­θειας, καθώς και τα σημα­ντι­κό­τε­ρα όπλα του συλ­λο­γι­κού αυτού αγώ­να, την αλλη­λεγ­γύη και την απερ­γία. Η δια­πί­στω­ση πως η φτώ­χεια, η ανερ­γία, η κοι­νω­νι­κή έκπτω­ση κ.ο.κ., δεν ήταν ζήτη­μα ηθι­κής τάξης, ούτε ζήτη­μα συμπε­ρι­φο­ράς αλλά ζήτη­μα κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης της εργα­σί­ας σχε­τι­κο­ποιού­σε τη συμ­βο­λή της φιλαν­θρω­πι­κής και της  εθε­λο­ντι­κής δρά­σης. Με αυτή την έννοια θα είχε σημα­σία το οργα­νω­μέ­νο εργα­τι­κό κίνη­μα, εκτο­πί­ζο­ντας τον πατερ­να­λι­σμό των ΜΚΟ και των φιλαν­θρώ­πων, να προ­σφέ­ρει σήμε­ρα βοή­θεια και υπο­στή­ρι­ξη στους κατα­τρεγ­μέ­νους και κατα­φρο­νη­μέ­νους πρό­σφυ­γες και μετα­νά­στες. Αυτό θα συνι­στού­σε τόσο μια πρά­ξη έμπρα­κτης αλλη­λεγ­γύ­ης όσο και επί­δει­ξη των δυνα­το­τή­των του «συλ­λο­γι­κού εργά­τη» με την έννοια ότι αυτός δια­θέ­τει όλα τα μέσα (κοι­νω­νι­κό κεφά­λαιο, οργα­νω­σια­κή-συνερ­γα­τι­κή  κουλ­τού­ρα, τεχνο­γνω­σία κ.λπ.) για να ανα­λά­βει εξ’ ολο­κλή­ρου την ανα­πα­ρα­γω­γή της κοινωνίας.

Η φιλαν­θρω­πία των ΜΚΟ και η απο­δό­μη­ση του κρά­τους πρόνοιας

Με την κρί­ση του «φορ­ντι­κού-κεϋν­σια­νού κρά­τους» (δεκα­ε­τία του ’70), η οποία εκδη­λώ­νε­ται κυρί­ως ως κρί­ση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κεφα­λαί­ου με δημο­σιο­νο­μι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, η εθε­λο­ντι­κή δρά­ση ανα­δει­κνύ­ε­ται ξανά σε σημα­ντι­κή παρά­με­τρο της κοι­νω­νι­κής πολι­τι­κής. Η ανά­δει­ξη της εθε­λο­ντι­κής δρά­σης συν­δυά­ζε­ται με την κρι­τι­κή στα απο­προ­σω­πο­ποι­η­μέ­να συστή­μα­τα παρο­χής κοι­νω­νι­κών υπη­ρε­σιών του κρά­τους πρό­νοιας (Welfare State). Η κρι­τι­κή αυτή ζητού­σε την αντι­κα­τά­στα­ση της θεσμι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης του κρά­τους πρό­νοιας (ανα­δια­νε­μη­τι­κή λει­τουρ­γία) και την επά­νο­δο στις πατερ­να­λι­στι­κές πρα­κτι­κές της φιλαν­θρω­πί­ας και του εθε­λο­ντι­σμού του 19ου αιώ­να. Η ανά­δει­ξη της «τοπι­κής κοι­νω­νί­ας» και η απο­κέ­ντρω­ση συνι­στού­σαν κεντρι­κά εργα­λεία για την υπό­σκα­ψη του προ­νοια­κού (συγκε­ντρω­τι­κού) κρά­τους και κατο­χυ­ρω­μέ­νων κοι­νω­νι­κών δικαιω­μά­των. Ως γνω­στόν η απο­κέ­ντρω­ση της παρα­γω­γής (βλ. υπερ­γο­λα­βία) στις δεκα­ε­τί­ες του ΄70 και ΄80 («μετα­φορ­ντι­σμός») και μια δεκα­ε­τία νωρί­τε­ρα στην Ιαπω­νία (τογιο­τι­σμός), απο­σκο­πού­σε πρω­τί­στως στην κατα­στο­λή ενός δυνα­μι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κινή­μα­τος.  Έτσι η κοι­νω­νι­κή πολι­τι­κή χάνει τον καθο­λι­κό της χαρα­κτή­ρα (όταν βασι­κά αγα­θά που κατα­να­λώ­νο­νται από όλους προ­σφέ­ρο­νται εκτός αγο­ράς) και παίρ­νει τη μορ­φή των ειδι­κών κοι­νω­νι­κών πολι­τι­κών (πολι­τι­κές για στο­χευό­με­νες ομά­δες). Στις παρυ­φές αυτής της μετά­βα­σης εμφα­νί­ζο­νται για πρώ­τη φορά και με αυτή την δυνα­μι­κή οι ΜΚΟ. Ενό­σω το κρά­τος απο­σύ­ρε­ται από την άσκη­ση κοι­νω­νι­κών πολι­τι­κών εκχω­ρού­νται σ’ αυτές ευρύ­τε­ροι τομείς της κοι­νω­νι­κής πολι­τι­κής στην υγεία, στην εκπαί­δευ­ση, στην υγεία, στην απα­σχό­λη­ση κ.ο.κ. Μέσα από τις ΜΚΟ  επι­χει­ρεί­ται συστη­μα­τι­κά η ανά­δει­ξη του «τρί­του τομέα» (δίπλα στον ιδιω­τι­κό και τον δημό­σιο) ως βασι­κού φορέα παρο­χής υπη­ρε­σιών, με φανε­ρή πρό­θε­ση την απα­ξί­ω­ση των δημό­σιων υπη­ρε­σιών και την παθη­τι­κο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας με την υπό­σκα­ψη διεκ­δι­κη­τι­κών κινη­μά­των. Στό­χος η ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση των δημό­σιων αγα­θών και της δημό­σιας περιου­σί­ας και η επι­κερ­δής τοπο­θέ­τη­ση   λιμνα­ζό­ντων  κεφα­λαί­ων ώστε να αντι­σταθ­μι­στεί η κρί­ση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης. Πρό­κει­ται ουσια­στι­κά για  τις πολι­τι­κές που ολο­κλη­ρώ­νο­νται σήμε­ρα στη χώρα μας με το τρί­το μνη­μό­νιο. Bεβαί­ως η ανά­δει­ξη των πρω­το­γε­νών δικτύ­ων και η ανα­κά­λυ­ψη της  «τοπι­κής κοι­νω­νί­ας»  και της «κοι­νω­νί­ας των ιδιω­τών» και μαζί του εθε­λο­ντι­κού κινή­μα­τος, συμ­βα­δί­ζει με την εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση των δημό­σιων αγα­θών. Το γεγο­νός αυτό θέτει  εύλο­γα ερω­τη­μα­τι­κά για τις προ­θέ­σεις και τις σκο­πι­μό­τη­τες που έρχε­ται να εξυ­πη­ρε­τή­σει  η σύγ­χρο­νη φιλαν­θρω­πία και ο εθε­λο­ντι­σμός με κύριους φορείς τις ΜΚΟ.

 

*Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο