Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η GEORGE SAND ως χαρακτηριστική μορφή της ιδεολογικής αναζήτησης της Γαλλίας του 19ου αιώνα (Γ” Μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Οι από­ψεις άλλων συγ­γρα­φέ­ων για τη George Sand

Με όλη την επι­φύ­λα­ξη για λόγους υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας έχει ενδια­φέ­ρον να δού­με κάποιες γνώ­μες για τη Σάν­δη μεγά­λων αντρών στο­χα­στών, συγ­γρα­φέ­ων. Ο HippolyteTaine (1828–1893, κρι­τι­κός-ιστο­ρι­κός) την απο­κα­λεί «μία εκ των σημα­ντι­κό­τε­ρων συγ­γρα­φέ­ων της γενιάς της», ο Ernest Rénan (1823–1892, φιλό­σο­φος-ιστο­ρι­κός-συγ­γρα­φέ­ας) τη θεω­ρεί «τον πιο μεγά­λο συγ­γρα­φέα του αιώ­να» που «ο θάνα­τός της μου φαί­νε­ται σαν να μικραί­νει την ανθρω­πό­τη­τα. Υπήρ­ξε ο ποι­η­τής που έδω­σε σάρ­κα στις ελπί­δες μας, στους καη­μούς μας, στα σφάλ­μα­τά μας, στους βόγκους μας», ενώ τα λόγια του Alexandre Dumas (1802–1870, συγ­γρα­φέ­ας) απο­πνέ­ουν κάποιο δέος απο­κα­λώ­ντας τη «πνεύ­μα ανδρό­γυ­νο που συνε­νώ­νει τη ρώμη του άνδρα και τη χάρη της γυναί­κας» με, σαν τη Σφίγ­γα, «πρό­σω­πο γυναί­κας, νύχια λιο­ντα­ριού και φτε­ρά αετού».  Ο Heinrich Heine (1797–1856, Γερ­μα­νός ποι­η­τής) την εκτι­μά ως απε­ριό­ρι­στα ανώ­τε­ρη του Βικτώρ Ουγκό (1802–1885, συγ­γρα­φέ­ας), ο Gustave Flaubert (1821–1880, συγ­γρα­φέ­ας) τη θεω­ρού­σε ευφυ­ϊα, χαρα­κτη­ρι­σμός που θα τον χρη­σι­μο­ποιούν για τη Σάν­δη και οι  Alfred de Musset (1810–1857, ποι­η­τής, μυθι­στο­ριο­γρά­φος), Chateaubriand (1768–1848, συγ­γρα­φέ­ας), Pier-Jean Béranger (1780–1857, ποι­η­τής) και Victor Hugo. Ο Victor Hugo την απο­κα­λεί και αθά­να­τη λέγο­ντας στα Γράμ­μα­τα ενός ταξι­δευ­τή, 1837 «Για να είναι κανείς αλη­θι­νός ποι­η­τής πρέ­πει να είναι συγ­χρό­νως καλ­λι­τέ­χνης και φιλό­σο­φος». Ο Honoré de Balzac (1799–1850, συγ­γρα­φέ­ας) τον οποίο η Σάν­δη είχε κρί­νει ως «απα­ρά­μιλ­λο μάστο­ρα στην τέχνη της περι­γρα­φής της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας και της σημε­ρι­νής ανθρω­πό­τη­τας» της απο­δί­δει με τη σει­ρά του κάποια εκτί­μη­ση λέγο­ντας «Είναι γεμά­τη πνεύ­μα και ζει μια ζωή ασύ­γκρι­τη, δεν μπο­ρού­με να τη συγκα­τα­λέ­γου­με στις συνη­θι­σμέ­νες υπάρ­ξεις». Ο Charles Baudelaire (1821–1867, ποι­η­τής) δεν έκρυ­βε το θαυ­μα­σμό του για αυτήν. Ο Θιο­ντόρ Ντο­στο­γιέφ­σκι (1821–1881) τη βρί­σκει «σχε­δόν μονα­δι­κή λόγω του σθέ­νους του πνεύ­μα­τός της και του ταλέ­ντου της». Στον Ντο­στο­γιέφ­σκι θα στα­θού­με λίγο περισ­σό­τε­ρο, για­τί την απο­κά­λε­σε και «μητέ­ρα του ρώσι­κου μυθι­στο­ρή­μα­τος», χαρα­κτη­ρι­σμός που με την πρώ­τη ματιά κάνει εντύ­πω­ση, αφού γνω­ρί­ζου­με τα αντι-δυτι­κά αισθή­μα­τα του Ρώσου κολοσ­σού και γενι­κά η ισχυ­ρή τάση στην ορθό­δο­ξη τσα­ρι­κή Ρωσία να θεω­ρούν τη «Δύση» παρακ­μα­σμέ­νη, άθεη, διε­φθαρ­μέ­νη. Σύμ­φω­να με ερευ­νη­τές η επί­δρα­ση της Σάν­δης πάνω σε συγ­γρα­φείς της Ρωσί­ας του 19ου αιώ­να, όπως οι Γκό­γκολ, Ντο­στο­γιέφ­σκι, Τολ­στόι και Τουρ­γκέ­νιεφ ήταν μεγά­λη και μάλι­στα λέγε­ται ότι ένα κομ­μά­τι σλά­βι­κης ψυχής στη Σάν­δη από τους Πολω­νούς προ­γό­νους δεν είναι άμοι­ρο ευθύ­νης. Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι περισ­σό­τε­ρο από τους άλλους είχε συνει­δη­το­ποι­ή­σει αυτή τη συγ­γέ­νεια. Λίγο πριν από το θάνα­τό του έγρα­ψε ένα άρθρο για τη George Sand από το οποίο ακο­λου­θεί ένα μικρό από­σπα­σμα: «Η εμφά­νι­ση της George Sand στη λογο­τε­χνία συμπί­πτει με τα πρώ­τα χρό­νια των νιά­των μου. Πρέ­πει να σημειώ­σου­με ότι σ’ εκεί­νη τη μακρι­νή επο­χή τα μυθι­στο­ρή­μα­τα ήταν σχε­δόν τα μόνα έργα που επι­τρέ­πο­νταν στη Ρωσία, ενώ όλα τα άλλα, όπως και σχε­δόν κάθε σκέ­ψη, ιδιαί­τε­ρα η από τη Γαλ­λία προ­ερ­χό­με­νη, ήταν αυστη­ρά απα­γο­ρευ­μέ­νη. Ό, τι λοι­πόν διείσ­δυε στη Ρωσία υπό τη μορ­φή μυθι­στο­ρή­μα­τος όχι μόνο υπη­ρέ­τη­σε με τον ίδιο τρό­πο την υπό­θε­ση, αλλά ίσως με τον πιο επι­κίν­δυ­νο τρό­πο του­λά­χι­στον από άπο­ψη επο­χής, διό­τι είναι πολύ πιθα­νόν οι άνθρω­ποι που επι­θυ­μού­σαν να δια­βά­σουν Louis Reybaud (1799–1879, πολι­τι­κός, οικο­νο­μο­λό­γος, δημο­σιο­γρά­φος, Α.Ι.) να μην ήταν πολ­λοί, ενώ οι ανα­γνώ­στες της George Sand ήταν χιλιά­δες. Οι ίδιοι οι ανα­γνώ­στες ήξε­ραν να βρουν μυθι­στο­ρή­μα­τα παρ’ όλο που προ­σπα­θού­σαν να μας φυλά­ξουν με τέτοια επι­μέ­λεια. Η μεγά­λη μάζα των ανα­γνω­στών, του­λά­χι­στον σε μας προς τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 40, ήξε­ρε ότι η George Sand ήταν μία από τους πιο φωτει­νούς, τους πιο αλύ­γι­στους, τους πιο τέλειους πρω­τα­θλη­τές εκεί­νης της κατη­γο­ρί­ας των δυτι­κών συγ­γρα­φέ­ων οι οποί­οι με την εμφά­νι­σή τους είχαν αρχί­σει να αρνιού­νται όλες τις «πραγ­μα­τι­κές κατα­κτή­σεις» που είχε τελι­κά φέρει η αιμα­τη­ρή γαλ­λι­κή επα­νά­στα­ση ή, για να τα πού­με πιο ακρι­βο­λο­γη­μέ­να, η ευρω­παϊ­κή επα­νά­στα­ση του τέλους του 18ου αιώ­να. Ένας και­νούρ­γιος λόγος είχε  ξαφ­νι­κά ακου­στεί, και­νούρ­γιες ελπί­δες είχαν ανα­δυ­θεί, κάποιες ανα­κοί­νω­ναν με υψω­μέ­νη φωνή ότι η πρό­ο­δος είχε στα­μα­τή­σει, άχρη­στη και στεί­ρα, ότι τίπο­τα δεν είχε απο­κτη­θεί με την πολι­τι­κή αλλα­γή των νικη­τών, ότι έπρε­πε να συνε­χι­στεί, ότι η ανα­γέν­νη­ση της ανθρω­πό­τη­τας όφει­λε να είναι ριζι­κή, πλή­ρης. Εκεί­νη βρί­σκε­ται επι­κε­φα­λής αυτής της εξέλιξης».

    Πρέ­πει να δού­με τις ως άνω εκτι­μή­σεις στο φόντο της επο­χής, όπου το γυναι­κείο φύλο ήταν ακό­μα πολύ απα­ξιω­μέ­νο. Μέσα σε αυτά τα πλαί­σια η εκτί­μη­ση της «παρέ­ας» των αντρών δημιουρ­γών ήταν εντυ­πω­σια­κή. Η γυναί­κα δεν είχε δικαί­ω­μα ψήφου, δεν είχε πρό­σβα­ση σε δημό­σιες υπη­ρε­σί­ες, στην πολι­τι­κή ζωή, σε ανώ­τε­ρα εκπαι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα, όλα αντρι­κά προ­νό­μια κι όμως η Σάν­δη έσπα­σε τον ασφυ­κτι­κό κλοιό της ιστο­ρι­κής αφά­νειας, ανα­κα­τεύ­τη­κε στην πολι­τι­κή απο­κτώ­ντας εκτί­μη­ση, μένο­ντας στην ιστο­ρία σαν άνθρω­πος του πνεύ­μα­τος και των γραμ­μά­των που άνοι­ξε δρόμους.

Άλλοι τομείς της δρά­σης της

Εν τάχει στα στα­θού­με σε κάποια ζητή­μα­τα με τα οποία η George Sand είχε ασχο­λη­θεί και στα οποία είχε ανα­πτύ­ξει θεω­ρία. Κι εκεί η σκέ­ψη της δια­πνέ­ε­ται από σοσια­λι­στι­κό ουτο­πι­σμό πάντα με κεί­νη τη χροιά ενός χρι­στια­νι­κού μοραλισμού.

Φεμι­νι­σμός και (α)-παιδεία

Δεν ήταν η μόνη, ούτε σήμε­ρα, να θεω­ρεί κεντρι­κό πυλώ­να της ανθρώ­πι­νης συγκρό­τη­σης και καλ­λιέρ­γειας την παι­δεία. Από διά­φο­ρα απο­σπά­σμα­τα που είδα­με, προ­κύ­πτει η στά­ση της απέ­να­ντι στον αμόρ­φω­το λαό σαν μητέ­ρα παι­δα­γω­γός. Παρ’ όλες τις απο­γοη­τεύ­σεις της των 1848, 1851 και 1871, για τις απο­τυ­χί­ες των οποί­ων θεω­ρού­σε ότι φταί­ει η α‑παιδεία του λαού, επι­μέ­νει στο καθο­λι­κό δικαί­ω­μα ψήφου που δεν ήταν και τόσο καθο­λι­κό, διό­τι από­κλειε τις γυναί­κες. Η Σάν­δη συμ­φω­νού­σε σ’ αυτό: δεν ήταν υπέρ του δικαιώ­μα­τος ψήφου των γυναι­κών για τον ίδιο λόγο που δεν θεω­ρού­σε το λαό ώρι­μο για κάτι τέτοιο. Ούτε του λαού, αλλά ούτε των γυναι­κών δεν ανα­πτύσ­σε­ται η νοη­μο­σύ­νη ατα­ξι­κά συγκρί­νο­ντας τις γυναί­κες με τους φτω­χούς: «Υπάρ­χουν μυστη­ριώ­δεις και βαθιές συγ­γέ­νειες ανά­με­σα σ’ αυτές τις δύο υπάρ­ξεις, το φτω­χό και τη γυναί­κα. Ούτε ο φτω­χός, ούτε η γυναί­κα έχει μέσα από την παι­δεία μυη­θεί στην ισό­τη­τα…» Επι­ση­μαί­νο­ντας πολύ συχνά αυτό που ονο­μά­ζει «υπερ­τρο­φία της καρ­διάς» στις γυναί­κες, αγγί­ζο­ντας κάποιες αλή­θειες: «Η γυναί­κα είναι φτω­χή κάτω από το καθε­στώς μιας κοι­νό­τη­τας της οποί­ας αφε­ντι­κό είναι ο άντρας της. Ο φτω­χός είναι γυναί­κα, διό­τι στη νοη­μο­σύ­νη του έχουν απαρ­νη­θεί την παι­δεία, την ανά­πτυ­ξη και μόνο η καρ­διά ζει μέσα του». Έχου­με ξανα­γρά­ψει για την δια­τα­ξι­κή δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ανά­με­σα στον εγκέ­φα­λο (τον άντρα) και το συναί­σθη­μα (τη γυναί­κα) που έχει καλ­λιερ­γη­θεί στους αιώ­νες των ταξι­κών κοι­νω­νιών με ταξι­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις (έτσι ο λαός στο σύνο­λό του είχε στε­ρη­θεί παι­δεία μέχρι τον 20ο αιώ­να, περί­που, και αυτό οδή­γη­σε τη Σάν­δη στην εξο­μοί­ω­ση του φτω­χού με τη γυναί­κα). Δεν αγνο­εί η Σάν­δη, ότι η εκπαί­δευ­ση που παρέ­χε­ται στα κορί­τσια των προ­νο­μιού­χων τάξε­ων, είναι ανε­παρ­κής και ρηχή και σκό­πι­μα πολύ κατώ­τε­ρη της εκπαί­δευ­σης που παρέ­χε­ται στα αγό­ρια. Η αστι­κή τάξη θέλει εκπαί­δευ­ση για τα κορί­τσια για να γίνουν καλύ­τε­ρες μητέ­ρες. Ωστό­σο, η Σάν­δη λόγω της θέσης της υπέρ του απο­κλει­σμού των γυναι­κών από το καθο­λι­κό δικαί­ω­μα ψήφου και της άπο­ψής της να απέ­χει η γυναί­κα από την πολι­τι­κή ζωή, για­τί δεν είναι ώρι­μες οι κατα­στά­σεις για κάτι τέτοιο, ήρθε σε σύγκρου­ση με το γυναι­κείο κίνη­μα των ημε­ρών της. Παρ’ όλα αυτά, στο έργο της Ο σύντρο­φος (1842) οι σοσια­λι­στι­κές διεκ­δι­κή­σεις πάνε χέρι χέρι με τις φεμι­νι­στι­κές. Η Σάν­δη δεν χωρί­ζει το σοσια­λι­σμό από το φεμι­νι­σμό, αλλά οι απαι­τή­σεις παρου­σιά­ζο­νται αρκε­τά περιο­ρι­σμέ­νες. Μάλ­λον η Σάν­δη όφει­λε να ήταν προ­σε­κτι­κή στην επο­χή της και μην ξεχνά­με ότι ακό­μα και η Δια­κύ­ρη­ξη των Δικαιω­μά­των του Ανθρώ­που της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης δεν περι­λάμ­βα­νε τις γυναί­κες. Δεν ήταν εύκο­λο να προ­χω­ρή­σει πολύ στο θέμα αυτό. Στο ως άνω έργο οι πρω­τα­γω­νι­στές εύχο­νται ο εργά­της και η γυναί­κα να δημιουρ­γή­σουν μια νέα κοι­νω­νία. Αυτό και μόνο ήταν η αιτία να προ­σβά­λουν τη Σάν­δη με σφο­δρό­τη­τα… Η Σάν­δη έχει καθα­ρή άπο­ψη για το θετι­κό ρόλο της εργα­σί­ας για τη γυναί­κα και ορα­μα­τί­ζε­ται την οικο­νο­μι­κή ισό­τη­τα ανά­με­σα στα δύο φύλα, αλλά… όχι ακό­μα. Συμ­βου­λεύ­ει στις γυναί­κες να ξεση­κώ­νο­νται μέσω της εργα­σί­ας τους. Η ίδια στο Η ιστο­ρία της ζωής μου ομο­λο­γεί ότι συχνά έχει αισθαν­θεί ταπει­νω­μέ­νη ως γυναί­κα. Πάντα διά­βα­ζε πολύ και η κατω­τε­ρό­τη­τα που απο­δί­δε­ται στη γυναί­κα στα φιλο­σο­φι­κά έργα στο πέρα­σμα των αιώ­νων, αλλά και στη Βίβλο πάντα τη ξεσή­κω­νε. Η γνώ­μη και τα απο­φθέγ­μα­τα αντρών φιλό­σο­φων, στο­χα­στών, συγ­γρα­φέ­ων που μπή­καν στη γρα­πτή ιστο­ρία είναι στη μεγά­λη πλειο­ψη­φία τους απα­ξιω­τι­κά για το γυναι­κείο φύλο και η Σάν­δη κατα­λά­βαι­νε ότι πολ­λά πρέ­πει να γίνουν ακό­μα μέχρι να αλλάξει.

Το ζήτη­μα της ιδιοκτησίας

Και στο θέμα αυτό η Σάν­δη δεν ξεφεύ­γει από τα όρια μιας ουτο­πι­κής σοσια­λι­στι­κής ανά­λυ­σης. Ακο­λου­θεί ουσια­στι­κά τον Pierre Leroux (1797–1871, φιλό­σο­φος, οικο­νο­μο­λό­γος) και μάλι­στα το έργο του Γη, όπως επη­ρε­ά­στη­κε και από το έργο Ουρα­νός του Jean Reynaud (1806–1863, σοσια­λι­στής φιλό­σο­φος), το Σύμπαν του Gottfried Leibniz (1646–1716, Γερ­μα­νός φιλό­σο­φος) και το Φιλαν­θρω­πία του Robert de Lamennais (1782–1854, ιερέ­ας, πρό­δρο­μος του κοι­νω­νι­κού καθο­λι­κι­σμού, πολι­τι­κός, φιλό­σο­φος, συγ­γρα­φέ­ας). Με λίγα λόγια: ανα­δια­νο­μή της ιδιο­κτη­σί­ας με άξο­να τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, αλλά χωρίς να θίξει την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία. Η Σάν­δη έχει χαρί­σει πολ­λά σε άλλους πιστεύ­ο­ντας ότι οι σοσια­λι­στές πρέ­πει να παραι­τη­θούν από τα αγα­θά τους για το καλό του συνό­λου και συμ­βου­λεύ­ει τους πλού­σιους να μην αργή­σουν να δώσουν. Ωστό­σο, η ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία δεν πρέ­πει να εξα­φα­νι­στεί τελεί­ως και ο «κοι­νω­νι­κός κομ­μου­νι­στής» δεν πρέ­πει να διεκ­δι­κή­σει παρά μόνο εκεί­νο που ανή­κει στο κοι­νό δίκαιο: «Μια κοι­νω­νία δίκαιη που αντέ­χει στο χρό­νο θα είναι εκεί­νη που η δημό­σια ιδιο­κτη­σία θα περιο­ρί­ζει την ιδιω­τι­κή ιδιο­κτη­σία […] που θα κρα­τή­σει την κοι­νή και κοι­νω­νι­κή ιδιο­κτη­σία. […]Αυτή η ευτυ­χι­σμέ­νη ισορ­ρο­πία έχει προ­ο­δευ­τι­κά κατα­στρα­φεί από το πνεύ­μα και τον πυρε­τό της κερ­δο­σκο­πί­ας» που είναι υπεύ­θυ­νη για την «αυξα­νό­με­νη εξα­θλί­ω­ση, ενώ αυξά­νο­νται τα πλού­τη». Αλλά προει­δο­ποιεί τον Αύγου­στο του 1848 «Αν η ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία πρέ­πει αν εξα­φα­νι­στεί, δεν θα είναι ποτέ με τρό­πο από­λυ­το […] Η από­λυ­τη κοι­νό­τη­τα δεν μου φαί­νε­ται να υπάρ­χει στην αλη­θι­νή φύση του ανθρώ­που, στις ανά­γκες του, ούτε στα καθή­κο­ντά του. Κακώς λοι­πόν θα ψάχνα­με την ισό­τη­τα  στην από­λυ­τη και άμε­ση κοινότητα». 

Δεν θα μας κάνει εντύ­πω­ση ότι η Σάν­δη σαν πνεύ­μα ενά­ντια σε κάθε αδι­κία, εξε­γει­ρό­ταν ενά­ντια σε κάθε μορ­φή δου­λεί­ας, όπως αυτή των μαύ­ρων σκλά­βων στις αποι­κί­ες. Στους πολι­τι­κούς συλ­λο­γι­σμούς της συνα­ντού­με την ανη­συ­χία της σχε­τι­κά με την αποι­κιο­κρα­τία προ­βλέ­πο­ντας πολύ μπρο­στά από την επο­χή της, τις μετέ­πει­τα εξελίξεις.

Συμπε­ρα­σμα­τι­κά

Η George Sand χωρίς καμία αμφι­βο­λία ανή­κει στο πάν­θε­ον των πνευ­μα­τι­κών δημιουρ­γών που ώθη­σαν την ιστο­ρία μπρο­στά και επει­δή ήταν γυναί­κα έβα­λε μια παρα­πά­νω διά­στα­ση, για­τί είχε να παλέ­ψει επι­πλέ­ον στις προ­κα­τα­λή­ψεις και στις «σκου­ριές» της κοι­νω­νί­ας απέ­να­ντι στο φύλο της, αφού –κακά τα ψέμα­τα – δύσκο­λα γίνε­ται απο­δε­κτή μια γυναί­κα έξω από τον παρα­δο­σια­κό της ρόλο στον τομέα του στο­χα­σμού.  Γι’ αυτό μια γυναί­κα στην επο­χή της (και στη δική μας ακό­μα δεν έχει ξεπε­ρα­στεί παρ’ όλες τις προ­ό­δους) με το να πάρει θέση στο ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο παρά­γο­ντας θεω­ρία έχει δώσει αυτό το παρα­πά­νω που δύσκο­λα ανα­γνω­ρί­ζε­ται. Το έργο της αξί­ζει περισ­σό­τε­ρη και βαθύ­τε­ρη μελέτη.

Πηγές:

- Καρλ Μαρξ, Η αθλιό­τη­τα της φιλο­σο­φί­ας, Εκδ. ‘Γερ. Αναγνωστίδης’

-George Sand, Histoire de ma vie, Editions Stock

-George Sand, De geschiedenis van mijn leven, Feministische Uitgeverij Sara

-Francine Mallet, George Sand, Editions Bernard Grasset

-Γεωρ­γία Σάν­δη (1804–1876), Η ζωή και το έργο της, στη σει­ρά «Πορ­τρέ­τα», Εκδό­σεις Printa

- “Είμαι κομ­μου­νί­στρια και ονο­μά­ζο­μαι Γεωρ­γία Σάν­δη», άρθρο της Ζωής Βαλά­ση στο ‘Κυρια­κά­τι­κο Ριζο­σπά­στη’ της 19 Δεκεμ­βρί­ου 2004

 

Το Α” ΜΕΡΟΣ

Το Β’ ΜΕΡΟΣ

Τέλος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο