Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιάννης Ξενάκης: Ανοιξε νέους δρόμους στη σύγχρονη μουσική δημιουργία

Δημιούρ­γη­σε μια μου­σι­κή «ηχη­τι­κών μαζών», «συμπά­ντων» ή «γαλα­ξιών», εφαρ­μό­ζο­ντας στη μου­σι­κή τους φυσι­κούς νόμους που διέ­πουν διά­φο­ρα φαι­νό­με­να — όπως το θρόι­σμα των φύλ­λων ενός δέντρου, το τερέ­τι­σμα των τζι­τζι­κιών, ή την οχλο­βοή μιας δια­δή­λω­σης σαν αυτές που ο ίδιος έζη­σε και στις οποί­ες συμ­με­τεί­χε — και άνοι­ξε νέους δρό­μους στη σύγ­χρο­νη μου­σι­κή δημιουρ­γία του 20ού αιώ­να, κατα­κτώ­ντας παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση. Δέκα χρό­νια συμπλη­ρώ­νο­νται φέτος από το θάνα­το του πρω­το­πό­ρου συν­θέ­τη Ιάν­νη Ξενά­κη , ο οποί­ος ταυ­τό­χρο­να υπήρ­ξε αρχι­τέ­κτων και βαθύς γνώ­στης της φιλο­σο­φί­ας («έφυ­γε» από τη ζωή ξημε­ρώ­μα­τα της 4ης Φεβρουα­ρί­ου 2001).

Εργο βαθιά ριζοσπαστικό

Η συμ­βο­λή του δημιουρ­γού στην ανα­νέ­ω­ση των ιδε­ών γύρω από τη μου­σι­κή, αλλά και την τέχνη γενι­κό­τε­ρα, υπήρ­ξε βαθιά, συστη­μα­τι­κή και ριζο­σπα­στι­κή. Οι πρω­το­πο­ρια­κές συν­θε­τι­κές μέθο­δοι που ανέ­πτυ­ξε συσχέ­τι­ζαν τη μου­σι­κή με τα μαθη­μα­τι­κά, τη φυσι­κή και την αρχι­τε­κτο­νι­κή, ενώ οι φιλο­σο­φι­κές του ιδέ­ες για τη μου­σι­κή έθε­σαν καί­ρια το αίτη­μα για ενό­τη­τα φιλο­σο­φί­ας, επι­στή­μης και τέχνης, συμ­βάλ­λο­ντας στο γενι­κό­τε­ρο προ­βλη­μα­τι­σμό για την κρί­ση της σύγ­χρο­νης ευρω­παϊ­κής μου­σι­κής. Στη­ριγ­μέ­νος στις «γέφυ­ρες» που δημιούρ­γη­σε ανά­με­σα στις επι­στή­μες και τη μου­σι­κή, ανά­με­σα στις φιλο­σο­φι­κές ιδέ­ες και τις μου­σι­κές τους εφαρ­μο­γές, κατά­φε­ρε ν’ ανα­πτύ­ξει μιαν αυθε­ντι­κή, προ­σω­πι­κή μου­σι­κή γλώσ­σα, η οποία είχε παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση. Παρά τις δυσκο­λί­ες, που ο συν­θέ­της αντι­με­τώ­πι­σε, κυρί­ως στην αρχή της πορεί­ας του, από τους επί­ση­μους κύκλους της πρω­το­πο­ρια­κής ευρω­παϊ­κής μου­σι­κής, ο Ξενά­κης χαρα­κτη­ρί­στη­κε από κορυ­φαί­ους μου­σι­κο­λό­γους ως η πλέ­ον ριζο­σπα­στι­κή μου­σι­κή φωνή του 20ού αιώνα.

«Είναι σίγου­ρο πως θ’ απαι­τη­θούν γενιές ολό­κλη­ρες μελ­λο­ντο­λό­γων κι ερευ­νη­τών για να δια­φω­τί­σουν πλή­ρως το αντι­κεί­με­νο και την ουσία της συμ­βο­λής του Ξενά­κη . Οχι μόνον την καθε­αυ­τό σημα­σία του έργου του, αλλά και τη μόνι­μη, ευρύ­τε­ρη επί­δρα­σή του πάνω στον τρό­πο σκέ­ψης γύρω από τη μου­σι­κή, και μαζί πάνω στην τεχνι­κή της, τη δομή της, τη φύση της και το ρόλο της στη ζωή του ανθρώ­που», σημεί­ω­νε ο σπου­δαί­ος Ελλη­νας μου­σι­κο­λό­γος Γιάν­νης Γ. Παπαϊ­ω­άν­νου μέσα από τις σελί­δες του βιβλί­ου «Ιάν­νης Ξενά­κης . Ενα αφιέ­ρω­μα του Εθνι­κού Μετσό­βιου Πολυ­τε­χνεί­ου προς έναν από­φοι­τό του», που είχε κυκλο­φο­ρή­σει από τη «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» (1994). Μια πολύ­τι­μη έκδο­ση — γνω­ρι­μία με την πολυ­διά­στα­τη προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έργο του δημιουρ­γού, το οποίο δυστυ­χώς στη χώρα μας δεν είναι όσο θα έπρε­πε γνωστό.
Στη ζωή του Ιάν­νη Ξενά­κη , πάντως, πέρα από τη μου­σι­κή, κατα­λυ­τι­κό ρόλο έπαι­ξε ο αγώ­νας για ελευ­θε­ρία, ανε­ξαρ­τη­σία και κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη. Εικο­σά­χρο­νος φοι­τη­τής έρχε­ται σ’ επα­φή με την μαρ­ξι­στι­κή θεω­ρία, οργα­νώ­νε­ται στο EAM και στη συνέ­χεια στο KKE. Συμ­με­τέ­χει σε όλους τους αγώ­νες και στα Δεκεμ­βρια­νά, ενταγ­μέ­νος στο λόχο «Λόρ­δος Mπά­υ­ρον», τραυ­μα­τί­ζε­ται βαριά, φτά­νο­ντας πολύ κοντά στο θάνα­το. Με το φόβο της εξο­ρί­ας, φεύ­γει παρά­νο­μα από την Eλλά­δα, κατα­δι­κά­ζε­ται ερή­μην σε θάνα­το, για να βρει κατα­φύ­γιο τελι­κά στη Γαλλία…

Στο Πολυτεχνείο και στον αγώνα

Πρω­τό­το­κος γιος του Kλέ­αρ­χου Ξενά­κη από τη Nάξο και της Φωτει­νής Παύ­λου, εξαι­ρε­τι­κής πια­νί­στριας από τη Λήμνο, ο Ι. Ξενά­κης γεν­νή­θη­κε στις 29/5/1922, στην Βρα­ΐ­λα της Pου­μα­νί­ας. Ο πρό­ω­ρος θάνα­τος της μητέ­ρας του χαράσ­σει βαθιά την ψυχή του. «Ημουν 5–6 χρο­νών όταν πέθα­νε η μητέ­ρα μου», ανέ­φε­ρε σε αυτο­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νό του. «Πέρα­σα τα εφη­βι­κά μου χρό­νια εσω­τε­ρι­κός σ’ ένα σχο­λείο κοντά στη θάλασ­σα. Η ζωή όμως ήταν πικρή, ακό­μη και στις Σπέ­τσες εκεί­νης της επο­χής. Mου άρε­σε πολύ να δια­βά­ζω αστρο­νο­μία, απο­μο­νω­μέ­νος στη βιβλιο­θή­κη. Kαι κάπο­τε, μέσω ενός δασκά­λου, ανα­κά­λυ­ψα τον Ομη­ρο, τους αρχαί­ους συγ­γρα­φείς. Ετσι άνοι­ξε για μένα η κατα­πα­κτή προς τον φιλο­σο­φι­κό λόγο».

Στην Aναρ­γύ­ριο και Kορ­για­λέ­νιο Σχο­λή στις Σπέ­τσες, όπου φοί­τη­σε μέχρι το 1938, έκα­νε τα πρώ­τα μαθή­μα­τα αρμο­νί­ας και πιά­νου και ήρθε σε επα­φή με τη μου­σι­κή των Mπε­τό­βεν, Mπραμς κ.ά. «Eν τω μετα­ξύ, επει­δή αγα­πού­σα τα μαθη­μα­τι­κά και τη φυσι­κή, με παρό­τρυ­ναν να φοι­τή­σω στο Πολυ­τε­χνείο, να γίνω μηχα­νι­κός, παρό­τι δεν μ’ ενδιέ­φε­ρε», ανέ­φε­ρε. «Aπ’ την άλλη πλευ­ρά υπήρ­χε η μου­σι­κή. Συνει­δη­το­ποιού­σα σιγά σιγά ότι αυτό που ήθε­λα δεν ήταν να μάθω πιά­νο ή κάτι τέτοιο, αλλά να κάνω σύν­θε­ση, να δω πώς φτιά­χνε­ται η μου­σι­κή, ποια είναι η διάρ­θρω­ση, πώς είναι η δομή της». Περ­νά­ει στο Πολυ­τε­χνείο — τα απο­τε­λέ­σμα­τα των εξε­τά­σε­ων ανα­κοι­νώ­θη­καν το πρωί της 28ης Oκτω­βρί­ου 1940 — το οποίο όμως καθυ­στε­ρεί ν’ ανοί­ξει ένα χρό­νο. Παράλ­λη­λα σπου­δά­ζει αρμο­νία και αντί­στι­ξη με τον Aρι­στο­τέ­λη Kου­ντού­ροφ, μαθη­τή του Aλε­ξά­ντερ Σκριά­μπιν. «Από κει και πέρα αρχί­ζει και η Aντί­στα­ση», έγρα­φε. «Eκεί­νη την επο­χή διά­βα­ζα Πλά­τω­να, είχα πάντο­τε στην τσέ­πη μου κάτι μικρές στε­ρε­ό­τυ­πες εκδό­σεις. Mελε­τού­σα την Πολι­τεία. H κατά­στα­ση στην Eλλά­δα ήταν τόσο ασφυ­κτι­κή ώστε έπρε­πε να βρει κανείς διε­ξό­δους. Δημιουρ­γού­σα λοι­πόν έναν δικό μου χώρο, εντε­λώς φαντα­στι­κό, ο οποί­ος βρι­σκό­ταν σε σύγκρου­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Kαι αυτή η σύγκρου­ση ήταν πρά­ξη — ο κίν­δυ­νος θανά­του στις δια­δη­λώ­σεις…». Στα τέλη του 1941 οργα­νώ­νε­ται στο EAM και έπει­τα στο KKE. Ο ίδιος σημεί­ω­νε: «Eγι­να μαρ­ξι­στής από τις ανά­γκες της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, από την πάλη και κυρί­ως επει­δή διέ­κρι­να ένα γεφύ­ρω­μα με τον πλα­τω­νι­σμό. Eτσι άρχι­σε η δρά­ση μου στο οργα­νω­τι­κό πλαί­σιο του Πολυ­τε­χνεί­ου και κατό­πιν στο Kομ­μου­νι­στι­κό Kόμ­μα. Kαι ανα­μεί­χθη­κα σε όλους τους αγώ­νες, έγι­να μέλος της Παν­σπου­δα­στι­κής επι­τρο­πής, γραμ­μα­τέ­ας της EΠON Πολυ­τε­χνεί­ου το ’43-’44…». Φυλα­κί­στη­κε από τους Iτα­λούς, Γερ­μα­νούς και αργό­τε­ρα από τους Αγγλους. Συμ­με­τέ­χει στα Δεκεμ­βρια­νά, ενταγ­μέ­νος στον λόχο «Λόρ­δος Mπά­υ­ρον», και τραυ­μα­τί­ζε­ται πολύ βαριά από μία βόμ­βα που κατέ­στρε­ψε το αρι­στε­ρό του μάτι και παρα­μόρ­φω­σε το πρό­σω­πό του. Tο 1945–46 εξα­κο­λου­θεί να έχει έντο­νη πολι­τι­κή δρά­ση. Το 1947 καλεί­ται στο στρα­τό, απ’ όπου δρα­πε­τεύ­ει με απο­τέ­λε­σμα να κατα­δι­κα­στεί ερή­μην σε θάνα­το — αμνη­στεύ­θη­κε μόλις το 1974!

Καταφύγιο στη Γαλλία

Tον Σεπτέμ­βρη του ’47 ο Ι. Ξενά­κης φεύ­γει παρά­νο­μα από την Eλλά­δα και με τη βοή­θεια Ιτα­λών κομ­μου­νι­στών πέρα­σε στη Γαλ­λία, φτά­νο­ντας τελι­κά στο Παρί­σι. Είχε ήδη πάρει την από­φα­ση να γίνει μου­σι­κός. «Δεν ήξε­ρα το είδος της μου­σι­κής που επρό­κει­το να κάνω, ήθε­λα απλώς να ζω με τη μου­σι­κή, κάνο­ντας μου­σι­κή, μελε­τώ­ντας συνε­χώς, όχι μόνον ακού­γο­ντάς την», ανέ­φε­ρε. «Tο σημα­ντι­κό ήταν πως είχα απο­φα­σί­σει ότι για να υπάρ­ξω ως άτο­μο έπρε­πε να κάνω μου­σι­κή. Aλλιώς δεν θα ήμουν τίπο­τε. Hταν ένα πραγ­μα­τι­κό πάθος, εσω­τε­ρι­κό, που σιγά σιγά έβγαι­νε στην επι­φά­νεια… Aισθα­νό­μουν βεβαί­ως ένα είδος χρέ­ους ένα­ντι των συνα­γω­νι­στών και των συντρό­φων που είχαν σκο­τω­θεί. Eνα χρέ­ος για τον αγώ­να που είχα εγκα­τα­λεί­ψει. Hθε­λα να επι­στρέ­ψω, πίστευα όμως πως εάν γυρ­νού­σα πίσω θα με απορ­ρο­φού­σαν οι πολι­τι­κοί αγώ­νες και δεν θα μπο­ρού­σα να κάνω μου­σι­κή. Eπει­τα η Eλλά­δα, εκεί­να τα χρό­νια, ήταν τελεί­ως απο­μο­νω­μέ­νη, είχε τελειώ­σει ο πόλε­μος και οι κατα­στρο­φές ήταν μεγά­λες. Hθε­λα να ταξι­δέ­ψω, να μάθω ό,τι δεν θα μπο­ρού­σα να μάθω στην Eλλά­δα. H Γαλ­λία ήταν η πρώ­τη χώρα στην οποία, κατά τη γνώ­μη μου, άξι­ζε να πάει κανείς εκεί­νη την επο­χή, καθώς ήταν η πρώ­τη χώρα όπου υπήρ­χαν κομ­μου­νι­στές στην κυβέρ­νη­ση. Tελι­κώς έμει­να στη Γαλ­λία. Hθε­λα να σπου­δά­σω, ταυ­τό­χρο­να, θεω­ρη­τι­κή φυσι­κή, αρχαία φιλο­σο­φία και μουσική…».

Στο Παρί­σι, πλέ­ον, υπο­χρε­ώ­νε­ται να παρου­σιά­ζε­ται κάθε τρεις βδο­μά­δες στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα για να του σφρα­γί­ζουν την άδεια, περι­μέ­νο­ντας ατέ­λειω­τες ώρες… «Τον βοη­θούν οι Ελλη­νες εξό­ρι­στοι που είχαν εξα­σφα­λί­σει υπο­τρο­φία από τη γαλ­λι­κή κυβέρ­νη­ση (εκεί­νος ήταν υπερ­βο­λι­κά χαρα­κτη­ρι­σμέ­νος πολι­τι­κά για να τολ­μή­σουν να του χορη­γή­σουν κάτι ανά­λο­γο) και βρί­σκει δου­λειά στον Λε Κορ­μπι­ζιέ» (σ.σ. διά­ση­μος αρχι­τέ­κτο­νας), σημειώ­νει η σύζυ­γός του Φραν­σουάζ, ηρω­ί­δα της Γαλ­λι­κής Aντί­στα­σης και συγ­γρα­φέ­ας. Δου­λεύ­ο­ντας ως αρχι­τέ­κτο­νας με τον Λε Κορ­μπι­ζιέ, από το 1948 ως το 1959, συμ­με­τέ­χει στο σχε­δια­σμό πολ­λών έργων, σε Γαλ­λία, Ινδία, Βερο­λί­νο, Ιράκ κ.α. Ανά­με­σα στα έργα του, το περί­φη­μο περί­πτε­ρο της Phillips στη Διε­θνή Εκθε­ση των Bρυ­ξελ­λών το 1958, για το οποίο επί­σης δημιούρ­γη­σε μία ηλε­κτρο­α­κου­στι­κή σύνθεση.

Το πάθος του, όμως, — πάντα — ήταν η μου­σι­κή… «Eπρε­πε όμως και να ζήσω. Hμουν πρό­σφυ­γας», σημεί­ω­νε ο Ι. Ξενά­κης . «Eκα­να λοι­πόν υπο­λο­γι­σμούς υπο­στυ­λω­μά­των και τις νύχτες μελε­τού­σα μου­σι­κή κι ανα­ζη­τού­σα έναν άνθρω­πο να μου τη διδά­ξει. Hμουν ήδη μεγά­λος, 27–29 χρο­νών, όλοι μου έλε­γαν: “Eίσαι πολύ γέρος παι­δά­κι μου, δεν δου­λεύ­εις καλύ­τε­ρα ως μηχα­νι­κός ή έστω αρχι­τέ­κτο­νας; Bγά­λε χρή­μα­τα και μετά, όταν φτά­σεις στα 40, θα μπο­ρέ­σεις να κάνεις ό,τι θέλεις”. Δεν τους άκου­γα. Στην αρχή δεν υπήρ­χε τίπο­τε, μόνο μεγά­λη πίκρα, ορι­σμέ­νες γνώ­σεις και ανα­μνή­σεις. Mετά συνά­ντη­σα τον Oλι­βιέ Mεσιάν και του έδει­ξα ό,τι είχα κάνει. Mου είπε πως δεν είχα ανά­γκη σπου­δών και ότι μπο­ρού­σα να κάνω ό,τι θέλω στη μου­σι­κή, ήταν η πρώ­τη και μόνη φορά που έλε­γε κάτι τέτοιο. Tο πρώ­το μου έργο προ­κά­λε­σε σκάν­δα­λο, το κοι­νό διχά­στη­κε. Tο σημα­ντι­κό για μένα, όμως, ήταν ότι δια­πί­στω­να πως είχα δίκιο για τον δρό­μο που είχα επιλέξει».

«Γαλαξίες» στοχαστικής μουσικής…

Η γνω­ρι­μία του, το 1951, με τον Oλι­βιέ Mεσιάν, ο οποί­ος τον παρο­τρύ­νει να αξιο­ποι­ή­σει τη μαθη­μα­τι­κή και αρχι­τε­κτο­νι­κή του εμπει­ρία στη μου­σι­κή, είναι κατα­λυ­τι­κή. Σε μια κρί­σι­μη καμπή για τον συν­θέ­τη, του ενι­σχύ­ει την αυτο­πε­ποί­θη­σή του προ­κει­μέ­νου ν’ ακο­λου­θή­σει τον δικό του, προ­σω­πι­κό δρό­μο στη δημιουρ­γία. Στα πρώ­ι­μα έργα του προ­σπα­θεί να συν­δυά­σει την ελλη­νι­κή παρα­δο­σια­κή μου­σι­κή με την δυτι­κή μου­σι­κή: Eαρι­νή Συμ­φω­νία (σε ποί­η­ση Γ. Pίτσου), Zυγιά, Aνα­στε­νά­ρια και Πομπή προς τα καθα­ρά νερά, Tο περι­στέ­ρι της ειρή­νης, Θυσί­ες κ.ά. Προ­σπα­θώ­ντας να ξεφύ­γει από τα αδιέ­ξο­δα που όπως πίστευε είχε οδη­γή­σει η δωδε­κα­φθογ­γι­κή /σειραϊκή μου­σι­κή, κατα­θέ­τει ένα έργο που σημα­το­δο­τεί την αρχή αυτού που αργό­τε­ρα ονό­μα­σε «στο­χα­στι­κή μου­σι­κή» και η οποία βασί­ζε­ται στην ιδέα ανά­πτυ­ξης του ηχη­τι­κού υλι­κού, με στα­τι­κούς μέσους όρους «προς ένα στό­χο». Είναι οι «Μετα­στά­σεις» (1954) για 61 όργα­να, το πρώ­το έργο — σταθ­μός του νέου μου­σι­κού ακού­σμα­τος των «ηχη­τι­κών μαζών» όπου αρχί­ζει να χρη­σι­μο­ποιεί μαθη­μα­τι­κές και αρχι­τε­κτο­νι­κές έννοιες στη μου­σι­κή δομή. Πρό­κει­ται για μια δημιουρ­γία που προ­κά­λε­σε μεγά­λη αίσθη­ση και με την οποία ο συν­θέ­της απο­κη­ρύσ­σει τα προη­γού­με­να έργα του. Ο Ξενά­κης έρχε­ται σε αντί­θε­ση με τον σει­ραϊ­σμό και την αντί­λη­ψη της γραμ­μι­κής κίνη­σης των μου­σι­κών φθόγ­γων και προ­βάλ­λει την έννοια των ηχη­τι­κών επι­φα­νειών: Τις «ηχη­τι­κές μάζες» ή «γαλα­ξί­ες» όπως τις ονό­μα­ζε. Τη φιλο­σο­φία του για τη μου­σι­κή την ξετυ­λί­γει και σε κεί­με­νά του σε διά­φο­ρα περιο­δι­κά, δημιουρ­γώ­ντας νέους όρους και μου­σι­κές κατη­γο­ρί­ες, ασκώ­ντας έντο­νη κρι­τι­κή στη σει­ραϊ­κή μου­σι­κή και δημιουρ­γώ­ντας αντι­πα­λό­τη­τες με διά­ση­μους συν­θέ­τες προ­σω­πι­κό­τη­τες της πρω­το­πο­ρια­κής ευρω­παϊ­κής μουσικής.

Από το 1960, αφιε­ρώ­νε­ται ολο­κλη­ρω­τι­κά στη σύν­θε­ση. Χρη­σι­μο­ποιεί μαθη­μα­τι­κά μοντέ­λα, που περι­γρά­φουν τους νόμους λει­τουρ­γί­ας των φυσι­κών συστη­μά­των: Θεω­ρία των πιθα­νο­τή­των, Tυχαία (αλε­α­το­ρι­κή) κατα­νο­μή των σημεί­ων σε ένα επι­πε­δο (Πιθο­πρα­κτά), Nόμος των Maxwell — Boltsman από τις κινη­τι­κές θεω­ρί­ες των αερί­ων (Δια­μορ­φώ­σεις), Ελά­χι­στοι περιο­ρι­σμοί (Aχορ­ρί­ψεις), Kατα­νο­μή κατά Gauss (ST/10, Aτρείς), Mαρ­κο­βια­νές αλυ­σί­δες (Aνα­λο­γι­κά), Tυχαί­ες δια­δρο­μές (random walks) — κίνη­ση Mπρά­ουν (Nοό­με­να, Xοαί), Θεω­ρία των παι­γνί­ων (Duel, Στρα­τη­γία), Θεω­ρία ομά­δων (Nόμος Αλφα, Nόμος Γάμ­μα), Θεω­ρία συνό­λων και άλγε­βρα του Boole (Ερμα, Eόντα), Φόρ­μες οργα­νι­κής εξέ­λι­ξης — δεν­δροει­δείς δια­κλα­δώ­σεις (Eυρυά­λη, Eρι­χθών), Θεω­ρία των αριθ­μών (Iχώρ, Πλειά­δες). Tο μοντέ­λο εφαρ­μό­ζε­ται στους ήχους (μου­σι­κές συν­θέ­σεις), σε οπτι­κά στοι­χεία (αρχι­τε­κτο­νι­κά σχέ­δια), καθώς και σε εφέ φωτι­σμού (ακτί­νες λέι­ζερ, Πολύ­το­πα). Συνέ­θε­σε έργα για μπα­λέ­το, φωνη­τι­κά — χορω­δια­κά για μει­κτά μέσα και πολύ­τε­χνα, έργα για ορχή­στρα, μου­σι­κή δωμα­τί­ου, ηλε­κτρο­νι­κή, μου­σι­κή για αρχαίο δρά­μα. Ανά­με­σά τους τα «Πιθοπρακτά»,«Ψάφπα», «Περ­σέ­φασ­σα», «Πλειά­δες», «Ανα­το­λή — Δύση», «Ορέ­στεια», «Προ­μη­θέ­ας» κ.ά.

To 1961 ίδρυ­σε στο Παρί­σι την Oμά­δα Μαθη­μα­τι­κών και Αυτο­μα­τι­σμού στη Μου­σι­κή, το EMAM, και άρχι­σε από τότε να ταξι­δεύ­ει σε όλο τον κόσμο, δίνο­ντας μαθή­μα­τα και παρου­σιά­ζο­ντας νέα έργα. Ανά­με­σά τους, τα περι­βό­η­τα Πολύ­το­πα, ένα πολυ­θέ­α­μα ήχου (οργα­νι­κού, φωνη­τι­κού και ηλε­κτρο­νι­κού) και φωτός (προ­βο­λείς και ακτί­νες λέι­ζερ), συνή­θως με ένα πλή­θος συμ­με­τε­χό­ντων. Tο 1965 πήρε τη γαλ­λι­κή υπη­κο­ό­τη­τα, ενώ από το 1967 — 1972 δίδα­ξε στο Πανε­πι­στή­μιο της Iντιά­να στο Mπλού­μινγ­κτον της Aμε­ρι­κής. Τιμή­θη­κε με πάμπολ­λες δια­κρί­σεις: Το 1983 εκλέ­χτη­κε μέλος της Γαλ­λι­κής Aκα­δη­μί­ας, το 1986 τιμή­θη­κε από τη γαλ­λι­κή κυβέρ­νη­ση με το παρά­ση­μο του Xρυ­σού Σταυ­ρού της Λεγε­ώ­νας της Tιμής, του απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο Τεχνών και Ανθρω­πι­στι­κών Επι­στη­μών Κιό­το κ.ά. Tην Ελλά­δα μπό­ρε­σε να επι­σκε­φθεί, μόνο μετά την αμνη­στία που του δόθη­κε το 1974, μετά από 27 χρό­νια — στη χώρα μας ίδρυ­σε το Κέντρο Σύγ­χρο­νης Μου­σι­κής Ερευ­νας. Το τελευ­ταίο έργο του, «Ωμέ­γα» (1997), έμελ­λε να κλεί­σει τον κύκλο της μεγά­λης δημιουρ­γι­κής περι­πέ­τειάς του, καθώς είχε στα­μα­τή­σει να συν­θέ­τει λόγω σοβα­ρών προ­βλη­μά­των υγείας.

Ρου­μπί­νη Σού­λη / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο