Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ινγκμαρ Μπέργκμαν

Μια από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες μορ­φές του παγκό­σμιου κινη­μα­το­γρά­φου έφυ­γε από τη ζωή σαν σήμε­ρα 30 Ιου­λί­ου του 2007.

«Το να κάνω ται­νί­ες είναι για μένα ένστι­κτο, μια ανά­γκη, όπως η πεί­να, η δίψα, ο έρω­τας», έλε­γε, αν και, μετά την αυτο­βιο­γρα­φι­κή ται­νία «Φάνι και Αλέ­ξαν­δρος» (1983) και παρά τα τέσ­σε­ρα «Οσκαρ» που αυτή απέ­σπα­σε, δήλω­σε ότι εγκα­τα­λεί­πει τον κινη­μα­το­γρά­φο. «Υπό­σχε­ση» που κρά­τη­σε, με μια «παρέν­θε­ση» το 2003, οπό­τε γυρί­ζει το «Saraband», για τη σου­η­δι­κή τηλε­ό­ρα­ση, ως «ελεύ­θε­ρη συνέ­χεια» της μίνι σει­ράς «Σκη­νές από ένα γάμο» (1973). Ωστό­σο, συνέ­χι­ζε να συμ­με­τέ­χει στη συγ­γρα­φή κινη­μα­το­γρα­φι­κών σενα­ρί­ων άλλων σκη­νο­θε­τών, να γυρί­ζει ται­νί­ες για την τηλε­ό­ρα­ση και να σκη­νο­θε­τεί στην άλλη μεγά­λη του αγά­πη, το θέατρο.

Ο Ινγκ­μαρ Μπέρ­γκ­μαν γεν­νή­θη­κε στις 14 Ιου­λί­ου 1918 στην Ουψά­λα της Σου­η­δί­ας. Στα τέσ­σε­ρά του χρό­νια ο πατέ­ρας του, ιερέ­ας της σου­η­δι­κής βασι­λι­κής οικο­γέ­νειας, τον κλεί­δω­σε για πρώ­τη φορά στην ντου­λά­πα του δια­δρό­μου για να του διδά­ξει την έννοια της υπα­κο­ής σύμ­φω­να με τις θεω­ρί­ες του λου­θη­ρα­νι­σμού. Η σχέ­ση του με τη μητέ­ρα του υπήρ­ξε επί­σης ταραγ­μέ­νη, μια σχέ­ση την οποία απο­τύ­πω­σε αργό­τε­ρα στις ται­νί­ες του «Περ­σό­να» (1966) και «Κραυ­γές και ψίθυ­ροι» (1972). Οταν το καλο­καί­ρι του 1934 η προ­σκόλ­λη­σή του στη μητέ­ρα του κατέ­λη­ξε απο­πνι­κτι­κή, οι γονείς του απο­φά­σι­σαν να τον στεί­λουν στη Γερ­μα­νία μέσω ενός προ­γράμ­μα­τος ανταλ­λα­γής μαθη­τών. Οι έξι εβδο­μά­δες που πέρα­σε κοντά σε μια γερ­μα­νι­κή οικο­γέ­νεια τον μετέ­τρε­ψαν σε φανα­τι­κό οπα­δό του Αδόλ­φου Χίτλερ. Το 1945 αντι­κρί­ζο­ντας τις συγκλο­νι­στι­κές εικό­νες από τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης συνει­δη­το­ποί­η­σε το τρα­γι­κό του λάθος. Δεν ασχο­λή­θη­κε ποτέ ξανά με την πολιτική.

Ξεκί­νη­σε να γρά­φει τα πρώ­τα του επαγ­γελ­μα­τι­κά θεα­τρι­κά το 1941. Το θεα­τρι­κό του έργο με τίτλο «Ο θάνα­τος του Κάσπερ» του έδω­σε το εισι­τή­ριο για τον κόσμο του θεά­μα­τος, όταν ο συνε­πώ­νυ­μός του Σίτ­να Μπέρ­γκ­μαν, μέλος της Σου­η­δι­κής Βιο­μη­χα­νί­ας Κινη­μα­το­γρά­φου, παρα­κο­λού­θη­σε την παρά­στα­ση και διέ­κρι­νε το ταλέ­ντο του. Το 1944, υπό την αιγί­δα της Σου­η­δι­κής Βιο­μη­χα­νί­ας Κινη­μα­το­γρά­φου, ο Μπέρ­γκ­μαν έγρα­ψε το σενά­ριο για την πρώ­τη του κινη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία με τίτλο «Κρί­ση». Χρω­στά­ει δε το σκη­νο­θε­τι­κό του ντε­μπού­το στον κινη­μα­το­γρά­φο στον σκη­νο­θέ­τη Αλφ Σέμπεργκ, ο οποί­ος δεν κατά­φε­ρε να ολο­κλη­ρώ­σει τη σκη­νο­θε­σία της ται­νί­ας λόγω άλλων υποχρεώσεων.

Ανέ­βα­σε στα σημα­ντι­κό­τε­ρα θέα­τρα της Σου­η­δί­ας έργα μεγά­λων θεα­τρι­κών συγ­γρα­φέ­ων (Στρίντ­μπεργκ, Σαίξ­πηρ, Πιρα­ντέ­λο, Καμύ, Ουί­λιαμς, Ανού­ιγ, Μπρεχτ, Τσέ­χοφ, και δικά του).

Επη­ρε­α­σμέ­νος από τον υπαρ­ξι­σμό και την ψυχα­νά­λυ­ση, επι­κε­ντρώ­θη­κε περισ­σό­τε­ρο στο άτο­μο και όχι στην κοι­νω­νία ή στην ιστο­ρία, αλλά έθε­σε ηθι­κά και φιλο­σο­φι­κά προ­βλή­μα­τα, με φόντο την κρί­ση και παρακ­μή της αστι­κής κοινωνίας.

Το 1955 γίνε­ται γνω­στός στην Ευρώ­πη με την ται­νία «Χαμό­γε­λα καλο­και­ρι­νής νύχτας». Η ται­νία που τον κατα­ξί­ω­σε ως δημιουρ­γό παγκό­σμιας κλί­μα­κας είναι «Η έβδο­μη σφρα­γί­δα» (1957). Ακο­λου­θούν αρι­στουρ­γη­μα­τι­κές ται­νί­ες: «Αγριες φρά­ου­λες», «Περ­σό­να», «Κραυ­γές και ψίθυ­ροι» και δεκά­δες άλλες. Το 1976 γύρι­σε στη Γερ­μα­νία «Το αυγό του φιδιού», μια ται­νία για την άνο­δο του ναζισμού.

Μετά το θάνα­το της τελευ­ταί­ας του συζύ­γου, Ινγκριντ (1995), έμε­νε μόνος στο νησί Φου­ρέ στη Βαλ­τι­κή, που χρη­σί­μευ­σε ως ντε­κόρ πολ­λών ται­νιών του. Παντρεύ­τη­κε πέντε φορές και απέ­κτη­σε εννέα παι­διά. Τιμή­θη­κε με πολ­λές διε­θνείς δια­κρί­σεις, ενώ το 1978 το Σου­η­δι­κό Ινστι­τού­το Κινη­μα­το­γρά­φου θεσμο­θέ­τη­σε βρα­βείο στο όνο­μά του.

Ο δημιουρ­γός, που από τη 10ετία του ’50 «έστρω­σε» το «έδα­φος» στο σύγ­χρο­νο κινη­μα­το­γρά­φο και έκα­νε σκη­νο­θέ­τες όπως ο Γκο­ντάρ να «υπο­κλι­θούν» στην ιδιο­φυ­ΐα του, δήλω­νε πριν λίγα χρό­νια, απο­κα­λύ­πτο­ντας τη σεμνό­τη­τα των μεγά­λων δημιουρ­γών: «Υστε­ρα από 60 χρό­νια στον κινη­μα­το­γρά­φο δεν μπο­ρώ να εγκα­τα­λεί­ψω τον τρό­πο με τον οποίο έχω μάθει να εργά­ζο­μαι. Μπο­ρώ όμως να τον βελτιώσω»..!

Πηγές: Ριζο­σπά­στης & Βήμα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο