Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Καταλήψεις…

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Ο γέρος δεν πρέ­πει ποτέ να μιλά­ει για τη νεο­λαία. Μόνο να χει­ρο­κρο­τεί. Και ιδιαί­τε­ρα τα παι­διά που δεν αφο­μοιώ­θη­καν, δεν καζα­νιά­στη­καν στο δικό τους συντη­ρη­τι­σμό και στη δική τους χυλο­ποί­η­ση  και την ανυ­παρ­ξία της όποιας πολι­τι­κής συνεί­δη­σης. Η μνή­μη όμως  λει­τουρ­γεί ως προ­σά­ναμ­μα προ­βλη­μα­τι­σμού. Τώρα με τις κατα­λή­ψεις, την Αδω­νιά­δα και η δακτυ­λο­δει­κτού­με­νη υπουρ­γι­κή πολι­τι­κή της κας Κερα­μέ­ως προς τους μαθη­τές, με πήγε πίσω, πολύ πίσω. Είκο­σι τρία ολό­κλη­ρα χρό­νια.  Έτος 1997.  Θέμα Έκθε­σης Πανελ­λή­νιων  Εξε­τά­σε­ων. «Ένας μαθη­τής, μέλος της Βου­λής των Εφή­βων, στην προ­χθε­σι­νή αγό­ρευ­σή του είπε και το εξής: “…και αν η σημε­ρι­νή κοι­νω­νία επι­βάλ­λει τον συντη­ρη­τι­σμό, εμάς θα μας επι­στρέ­ψε­τε να ονει­ρευό­μα­στε”. Σε αυτή τη φρά­ση υπάρ­χει μια δια­πί­στω­ση, η επι­βο­λή του συντη­ρη­τι­σμού από την κοι­νω­νία, και ένα αντί­πα­λο δέος, το όνει­ρο. Ποιος είναι ο ρόλος σας σε μια τέτοια κοι­νω­νία; Νομί­ζε­τε ότι τα όνει­ρά σας μπο­ρούν να δρά­σουν επα­να­στα­τι­κά απέ­να­ντι σε αυτή την επιβολή;».

Δεν ξέρω, αν δια­γω­νί­στη­κε τότε ο Άδω­νης και αν ναι, τι έγρα­ψε. Ξέρω όμως πως τα λόγια αυτά δια­κρί­νο­νται από μια δια­χρο­νι­κό­τη­τα και αυτή η αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση των νέων  είναι ίαμα στην παθο­γέ­νεια  που συν­θέ­τει η αδια­φο­ρία και ο φρα­μπα­λάς του κανα­πέ. Δεν θέλω να πιστεύω πως η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία πήγε πίσω, πολύ πίσω  και δια­κα­τέ­χε­ται πλέ­ον από την παρακ­μή της απο­στα­σιο­ποί­η­σης και της αδια­φο­ρί­ας. Όχι οι νέοι δεν βολεύ­ο­νται  να βλέ­πουν το μέλ­λον τους κατα­σκό­τει­νο και την πορεία τους καθο­δη­γού­με­νη από την Αδω­νι­κή  καθο­δή­γη­ση και τον όποιον πελα­τεια­κό συναγελασμό.

Όποιος έχει δια­βά­σει μια στά­λα ιστο­ρία θα μάθει και για τη «χρυ­σή νεο­λαία» και «για τα παι­διά με τα πρη­σμέ­να πόδια που τους έλε­γαν αλή­τες»  και για το Πολυ­τε­χνείο. Και θα κατα­λά­βει τον προ­βλη­μα­τι­σμό αυτών που κυβερ­νούν.  Φοβού­νται μήπως ο λαός οργα­νω­θεί, μήπως ξεφύ­γει από τη μοι­ρο­λα­τρία, σηκω­θεί από την «ξαπλώ­στρα» και επι­βάλ­λει λύσεις. Κίν­δυ­νος μήπως το αυθόρ­μη­το γίνει οργα­νω­μέ­νο. Και εξα­πέ­λυ­σαν τους όποιους «δικούς τους», ταϊ­σμέ­νους κατάλ­λη­λα και μπου­κω­μέ­νους με ευρώ­που­λα από την λίστα της ενη­μέ­ρω­σης για τον κορω­νο­ϊό. Εκδή­λω­ση του συμ­βό­λου πίστης. «Και πιστεύω αυτώ ως Κερα­μεί και Ευρώ».

Τα παι­διά που ονει­ρεύ­ο­νται και όταν ξυπνούν αντι­με­τω­πί­ζουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που ο ένας τα φωνά­ζει «αλη­τά­κια» και ο άλλος βυσο­μα­νεί σε βάρος τους. Τα παι­διά που λοι­δο­ρού­νται από τους εγκά­θε­τους της οθό­νης και από τα ασπόν­δυ­λα της …..καφρί­λας. Οχε­τός σε βάρος τους. Με το φτυά­ρι η λάσπη. Όλοι έγι­ναν Βαρ­να­λι­κοί Θοδω­ρή­δες. Δια­χρο­νι­κός πάντα ο Βάρναλης.

Το καμάρι ο Θοδωρής 

Τούτ’ η κόλα που θωρείς /γράφει μέσα: «ο Θοδωρής/φρονημάτων υγιών /με γυναί­κα και υιόν».

Έχει θέση και μιστό /και στο­μά­χι αγέ­μι­στο. /Λεύτερος εδώ κι εκεί /με ξεκού­μπω­το βρακί/(…)

Παρα­πά­τη­σε και μπλουμ! /πέφτει σ’ ανοι­χτό λαγού­μι. /Χαχανίζει ν’ απο­ρείς /και φωνά­ζει απανωτά:/—Δε λερώθ’κε ο Θοδωρής,/ λερω­θή­καν τα σκατα!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο