Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κατερίνες υπάρχουν πολλές

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Κατε­ρί­νες υπάρ­χουν πολλές.

Δεν ανα­φέ­ρο­μαι όμως στις καθη­με­ρι­νές Κατε­ρί­νες της ζωής μας ή της ζωής των άλλων (χρό­νια πολ­λά σε όλες), αλλά στις αγί­ες. Πέραν της δικής μας που ήταν γλυ­κιά, ήταν ωραία κι είχε τις χάρες όλες, υπάρ­χουν (από μια πρό­χει­ρη κατα­γρα­φή) και οι:

Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (Μεγα­λο­μάρ­τυς). Η δικιά μας Κατερίνα!
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (Γένουας)
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (Μπο­λό­νιας)
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (Ρίτσι)
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (Σιέ­νας)
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (Σου­η­δί­ας)
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (Τάγ­μα) και
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (κολέ­γιο), της καθο­λι­κής εκκλη­σί­ας στη Μιν­νε­σό­τα (ΗΠΑ).
Η Αγία Αικα­τε­ρί­νη (μονα­στή­ρι)

Για την δική μας δεν έχε­τε παρά να δια­βά­σε­τε εδώ[1]. Τίπο­τα το ιδιαί­τε­ρο. Η ίδια ανό­η­τη μανιέ­ρα παρα­γω­γής αγί­ων. Είχε παντρευ­τεί όμως και η δική μας το θεό­που­λο. Κι αυτό το παλι­κά­ρι φαί­νε­ται να είχε ένα κόλ­λη­μα με τις Κατε­ρί­νες. Αυτό που σίγου­ρα αξί­ζει απεί­ρως περισ­σό­τε­ρο από την κάθε αγία Κατε­ρί­να, είναι ο περί­φη­μος πίνα­κας του, ακό­μη περι­φη­μό­τε­ρου, Καρα­βά­τζιο «Η Αικα­τε­ρί­νη της Αλε­ξάν­δρειας». Που βεβαί­ως δεν απει­κο­νί­ζει την δική μας, αλλά μια ακό­μη συνο­νό­μα­τη αγία, της Αλε­ξάν­δρειας αυτή τη φορά, αγνώ­στων λοι­πών στοι­χεί­ων, έργων και θαυμάτων.

Η σπου­δαιό­τε­ρη όλως όμως Κατε­ρί­να η  prima inter pares – του­λά­χι­στον, των Κατί­νων όλου του κόσμου, είναι η εικο­νι­ζό­με­νη Κατε­ρί­να της Σιέ­νας. Αυτή η Κατε­ρί­να, γεν­νή­θη­κε το 1347 στη Σιέ­να και πέθα­νε στη Ρώμη το 1380. Θεω­ρεί­ται στην Ιτα­λία η μεγα­λύ­τε­ρη γυναί­κα της εκκλη­σια­στι­κής ιστορίας.

Το Κατε­ρι­νιώ της Σιέ­να, ήταν το 24ο από τα 25 παι­διά του Ιάκο­πο Μπε­νιν­κά­σα και της Λάπ­πα ντι Πού­τσιο και ζαβό από μικρό. Ένα βρά­δυ, στα καλά καθού­με­να κι ενώ το εξά­χρο­νο  Κατε­ρι­νιώ κοι­μό­ταν τον ύπνο της αθω­ό­τη­τας, την επι­σκέ­φθη­καν ομο­θυ­μα­δόν ο Γιαχ­βε­δά­κος (το θεό­που­λο – λέγε­ται και χρι­στός) αυτο­προ­σώ­πως, μαζί με τους Πέτρο, Παύ­λο και τον Ευαγ­γε­λι­στή Ιωάν­νη (και μιλά­νε για σεξουα­λι­κή παρε­νό­χλη­ση σήμε­ρα, κάτι γραί­ες που τους θώπευ­σαν τον πισι­νό μισό αιώ­να πριν). Όπως αντι­λαμ­βά­νε­στε με τόσο άγιο συρ­φε­τό πάει η αθω­ό­τη­τα, ενδε­χο­μέ­νως και άλλες ιδιό­τη­τες της παι­δί­σκης, αλλά και πάλι καλά να λέτε που δεν μας φόρ­τω­σαν κανέ­ναν θεό ακό­μη με τόσους μεγα­λο­σχή­μο­νες που μαζεύ­τη­καν στο κρε­βά­τι της.

Το γεγο­νός της συνεύ­ρε­σης με τον θεϊ­κό ουλα­μό απο­τέ­λε­σε μια «θεμε­λιώ­δη εμπει­ρία» (και με το δίκιο της) και απο­φά­σι­σε να στρέ­ψει τα πάντα της προς τον θεό, για όλη της τη ζωή. Μάλι­στα αν και περιο­ρι­σμέ­νης μόρ­φω­σης – ούτε το δημο­τι­κό της επο­χής δεν είχε βγά­λει, μετά της συνεύ­ρε­ση με την τετρά­δα ξελα­μπί­κα­ρε – τρό­πον τινά κι έμα­θε να δια­βά­ζει και να γράφει.

Επτά χρο­νών και κατό­πιν… εορ­τής με τους τέσ­σε­ρις, δίνει όρκο αιώ­νιας παρ­θε­νί­ας κι από τότε όπο­τε προ­σευ­χό­ταν, πάνω από το κεφά­λι της έκο­βε βόλ­τες ένα περι­στέ­ρι, μια δεκα­ο­χτού­ρα, ένας μπού­φος – ανά­λο­γα τι που­λί βρι­σκό­ταν εύκαι­ρο. Στα δεκα­έ­ξι — πάλι βρά­δυ, ξανα­εμ­φα­νί­στη­κε ο Γιαχ­βε­δά­κος – αυτή τη φορά μόνος του και αυτή του είπε (λες και δεν το ‘ξερε από την προη­γού­με­νη φορά, κοτζάμ παλι­κά­ρι του θεού) πως του είναι αφο­σιω­μέ­νη. Τότε ο υιός του Γιαχ­βέ δεν δίστα­σε και την… ενυμ­φεύ­θη. Προς επίρ­ρω­ση μάλι­στα της πρά­ξης διό­τι όσο και θεϊ­κή κι αν ήταν η συνεύ­ρε­ση το κορι­τσά­κι ως ζαβό μπο­ρεί να μην το πολυ­κα­τά­λα­βε, της πρό­σφε­ρε και το  Sanctum praeputium το οποίο υπό μορ­φή δακτυ­λι­διού της το φόρε­σε στον αρι­στε­ρό παρά­με­σο. Από τότε ήταν παντρε­μέ­νοι. Ξέχα­σα να σας γρά­ψω πως το Sanctum praeputium δεν ήταν τίπο­τα λιγό­τε­ρο ή περισ­σό­τε­ρο – εξαρ­τά­ται βεβαί­ως κι από τις προσ­δο­κί­ες, από την ακρο­πο­σθία ή ακρο­βυ­στία, το πετσά­κι τέλος πάντων, του θεϊ­κού πέους. Το οποίο «πετσά­κι» δεν έφτα­νε που ήταν από το που­λί του θεού (του γιου τέλος πάντων) αλλά ήταν στο­λι­σμέ­νο και με ρου­μπί­νια. Δεν ξεκα­θα­ρί­ζε­ται αν το έκο­ψε και το φιλο­τέ­χνη­σε αμέ­σως μετά την πρά­ξη ο Γιαχ­βε­δά­κος και υπό το κρά­τος μετορ­γα­σμι­κής έξαρ­σης ή το είχε κομ­μέ­νο από πριν και της το πρό­σφε­ρε σε κου­τά­κι δαχτυλιδιού.

Μετά απ’ όλα αυτά και ειδι­κά με τον θεϊ­κό γάμο – την έκα­ναν και καθη­γή­τρια, πήραν τα μυα­λά της αέρα (εδώ άλλες κι άλλες παντρεύ­ο­νται ένα τσο­γλά­νι και το παί­ζουν περι­στέ­ρες) κι άρχι­σε να λέει διά­φο­ρα παρά­ξε­να και να κάνει παρέα με τον πάπα Ουρ­βα­νό και διά­φο­ρους μεγα­λο­σχή­μο­νες της εποχής.

Στο τέλος πέθα­νε. Το πτώ­μα της τεμα­χί­στη­κε (όπως είχε γίνει και με την δικιά μας Κατε­ρί­να παλαιό­τε­ρα) κι έγι­νε ιερά κει­μή­λια, για να ‘χουν όλοι από κάτι και ειδι­κά το δάχτυ­λο με το κομ­μά­τι από το «που­λί» του θεό­που­λου ντύ­θη­κε με ασή­μι και το κεφά­λι της τοπο­θε­τή­θη­κε σε προ­σκυ­νη­μα­τι­κή θέση.

 

[1]Η αγία Κατε­ρί­να η δικιά μας

Ήταν όμορ­φη, ήταν γλυ­κιά κι είχε τις χάρες όλες. Καλ­λιερ­γη­μέ­νη, γλωσ­σο­μα­θής, δει­νή ρήτο­ρας. Παλιά λεγό­ταν Δωρο­θέα. Ξαφ­νι­κά της τη βάρε­σε-άγνω­στο για­τί, έγι­νε χρι­στια­νή και αυτο­ο­νο­μά­στη­κε Αικα­τε­ρί­να (αίεν καθα­ρι­νά = η πάντο­τε αγνή). Την γού­στα­ρε ο αυτο­κρά­το­ρας Μαξι­μί­νος. Αυτή όμως πρό­λα­βε και δέχτη­κε το «δακτυ­λί­δι πνευ­μα­τι­κής νηστεί­ας» από τον Γιαχ­βε­δά­κο (Χρι­στός) που της το έδω­σε η, πάντα παρ­θέ­να, μάνα του.

Τότε ο Μαξι­μί­νος αγρί­ε­ψε κι έστει­λε 150 ρήτο­ρες να την ταπώ­σουν στο λέγειν. Αυτή όμως όχι μόνο τους ξέσκι­σε αλλά τους έκα­νε και χρι­στια­νούς. Με κάτι τέτοια και διά­φο­ρα άλλα χρι­στια­νι­κά που έκα­νε την μπουντρούμιασαν.

Η Αυγού­στα Φαυ­στί­να (που την έτρω­γε ο κώλος της, ως φαί­νε­ται), μαζί με κάποιον φρού­ραρ­χο Πορ­φυ­ρί­ω­να και δια­κό­σιους φαντά­ρους, έτρε­ξε σ’ ένα επι­σκε­πτή­ριο. Η αχά­ρι­στη  Αικα­τε­ρί­να τους κατέ­στη­σε, αλύ­πη­τα και συλ­λή­βδην, όλους χριστιανούς.

Το πήρε χαμπά­ρι ο Μαξι­μί­νος κι αφού έβρι­σε καριό­λα την Αυγού­στα Φαυ­στί­να, την απο­κε­φά­λι­σε μαζί με τους δια­κό­σιους και τον φρού­ρα­χο κι ησύχασε.

Από το μπου­ντρού­μι όμως η Αικα­τε­ρί­να συνέ­χι­σε να μολύ­νει με τον χρι­στια­νι­σμό, ακό­μη και τους δεσμο­φύ­λα­κες. Έτσι ο Μαξι­μί­νος απο­φά­σι­σε να τη στεί­λει στο θεό της (που το ένα τρί­το του ήταν κι αρρα­βω­νιά­ρης της), μέσω του «τρο­χού των βασα­νι­στη­ρί­ων». Έλα όμως που τα καρ­φιά του τρο­χού έσπα­γαν ή… έφευ­γαν. Έβα­λαν καλύ­τε­ρα καρ­φιά και τότε ο τρο­χός έγι­νε… τετρά­γω­νος. Έφε­ραν άλλον κι έσπα­σε. Της π.… δηλα­δή. Είδε κι απο­εί­δε ο αυτο­κρά­το­ρας και της πήρε το κεφάλι.

Τότε συνέ­βη το μεγά­λο θαύ­μα που μπρο­στά του ωχριά σύσ­σω­μη η παγκό­σμια γαλα­κτο­βιο­μη­χα­νία. Αντί για αίμα έτρε­χε γάλα.

Το σώμα της (με το κεφά­λι) μετα­φέρ­θη­κε στο όρος Σινά υπό «πτε­ρύ­γων αγγέ­λων» όπου έμει­νε άτα­φο και… όρθιο μέχρι τον 6ο αιώ­να, οπό­τε ειδο­ποι­ή­θη­κε ο Ιου­στι­νια­νός, που έχτι­σε τη γνω­στή μονή και την έχω­σε μέσα.

Η υπό­λοι­πη Αικα­τε­ρί­να, ανέ­βη­κε στους ουρα­νούς όπου η παρ­θέ­να Μαρία την πάντρε­ψε με τον κανα­κά­ρη της.

Παρ’ όλο που το λεί­ψα­νο βρί­σκε­ται «αδιά­φθο­ρο» στη μονή Σινά διά­φο­ρα κομ­μά­τια της Κατε­ρί­νας επι­δει­κνύ­ο­νται στη νορ­μαν­δι­κή πόλη Ρουάν, άλλα κομ­μά­τια βρί­σκο­νται στη μονή Χιλαν­δα­ρί­ου, κάποια στη μονή Κύκ­κου Κύπρου, στο… Λένιν­γκραντ, μέχρι και στα δικά μας Ν. Λιό­σια. Επί­σης ένα δάχτυ­λο έχουν τα ανά­κτο­ρα του Μπά­κιγ­χαμ. Γενι­κώς με τα κομ­μά­τια της γίνε­ται το «έλα Μονή στον τόπο σου».

Φυσι­κά αγνο­εί­ται, σε τέτοιο βαθ­μό, από τους ιστο­ρι­κούς, που ακό­μη και η ρωμαιο­κα­θο­λι­κή εκκλη­σία αφαί­ρε­σε τη γιορ­τή της από το γενι­κό εορ­το­λό­γιο αγίων.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο