Την πρόθεσή της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ αναμένεται να εκφράσει επισήμως, μέσα στο Μάϊο, η κυβέρνηση της Σουηδίας, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα του Τύπου. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία έχει αυξήσει κατακόρυφα την ρωσοφοβία στην χώρα, οδηγώντας ενα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού να βλέπει θετικά την ένταξη της – επί δεκαετίες «ουδέτερης» — Σουηδίας στην βορειοατλαντική συμμαχία.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση για λογαριασμό της εφημερίδας «Aftonbladet», το 57% των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ του ενδεχομένου της ένταξης στο ΝΑΤΟ, ενώ αρνητική απάντηση δίνει το 21%. Πως εξηγείται αυτό το ποσοστό της φαινομενικής «αποδοχής» του ΝΑΤΟ από την κοινή γνώμη;
Μιλώντας στην ιστοσελίδα «In Defense of Communism», ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σουηδίας (SKP) Αντρέας Σόρενσεν αναφέρει:
«Η αστική τάξη της Σουηδίας δουλεύει πολύ σκληρά για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα και δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ως πρόσχημα την ιμπεριαλιστική εισβολή στην Ουκρανία. Με λίγα λόγια, έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν την κοινή γνώμη στο εν λόγω ζήτημα τα τελευταία δύο χρονια, ξεκινώντας πολύ πριν την εισβολή. Υπήρχε πάντοτε, εκ μέρους της σουηδικής αστικής τάξης, ένας σταθερός ανταγωνισμός απέναντι στη Ρωσία, η οποία χρησιμοποιείται τώρα, όπως συνέβαινε και κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου απέναντι στην Σοβιετική Ένωση.
Μέσω της στενότερης στρατιωτικής και πολιτικής συνεργασίας με το ΝΑΤΟ και τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, έχει καταφέρει να ανοίξει το δρόμο για την αποδοχή (από την κοινή γνώμη) της ιδέας ότι μπορεί η Σουηδία να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ και τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή, όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν ακατάπαυστα να διασπείρουν μύθους ότι η ασφάλεια της χώρας εξαρτάται από την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για μια διαδικασία που συνεχίζεται εδώ και αρκετό διάστημα, δεν είναι κάτι καινούργιο. Με την εισβολή, παρακολουθούμε μια ραγδαία κλιμάκωση της προπαγάνδας, καθώς και της προετοιμασίας για την επίσημη υποβολή αιτήματος ένταξης».
Αναφορικά με τον ρόλο της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας και πως αυτή έχει επηρρεάσει την κοινή γνώμη απέναντι στο ΝΑΤΟ, ο Αντρέας Σόρενσεν σημειώνει:
«Η στάση της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας είναι καταλυτική. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, η σοσιαδημοκρατία στην Σουηδία δεν έχει εξαλειφθεί και παίζει ακόμη κρίσιμο ρόλο στην στήριξη του σουηδικού καπιταλισμού. Συνεχίζει να ελέγχει σε γενικές γραμμές το εργατικό κίνημα και ειδικότερα τα εργατικά συνδικάτα, ελέγχοντας με αυτόν τον τρόπο κάθε αντιπολίτευση εκ μέρους των εργαζόμενων. Αυτό σημαίνει ότι (οι σοσιαλδημοκράτες) συνεχίζουν να έχουν παρουσία σε μεγάλους τομείς της εργατικής τάξης οι οποίοι ακολουθούν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η στήριξή τους, επομένως, είναι σημαντική»
Αντίθετα με τους σοσιαλδημοκράτες και τις υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις, το Κομμουνιστικό Κόμμα Σουηδίας αντιτίθεται σθεναρά στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριμένα ο Α. Σόρενσεν υπογραμμίζει:
«Εμείς βλέπουμε το ΝΑΤΟ ως την ισχυρότερη- αυτην την στιγμή- ιμπεριαλιστική συμμαχία. Όντας υπό την κυριαρχία της αστικής τάξης των ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ εκπροσωπεί τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και των άλλων κρατών-μελών. Πρόκειται για έναν οργανισμό που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με άλλα ιμπεριαλιστικά μπλοκ.
Η πιθανή ένταξη της Σουηδίας σ’ αυτήν την συμμαχία αντικατοπτρίζει την ισχυροποίηση του σουηδικού καπιταλισμού σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους. Η σουηδική αστική τάξη έχει την ανάγκη να υπερασπιστεί τις επενδύσεις της στο εξωτερικό και να διασφαλίσει τους εμπορικούς διαύλους […] Με απλά λόγια, η αστική τάξη της Σουηδίας είναι έτοιμη να κάνει το επόμενο βήμα στο πλαίσιο του αγώνα που διεξάγει απέναντι στους ανταγωνιστές της.
Εμείς είμαστε αντίθετοι σε αυτό και αρνούμαστε να γίνουμε μέρος μιας στρατιωτικής συμμαχίας που στοχεύει στην καταπίεση και εκμετάλλευση των εργαζόμενων σε όλο τον κόσμο. Αρνούμαστε να συμβάλλουμε στην ενίσχυση της δικής μας αστικής τάξης που επιχειρεί να πάρει μερίδιο από τη μοιρασιά των αγορών. Είμαστε ενάντια σε αυτό το σύστημα και, ως κομμουνιστές, δεν διαλέγουμε ποτέ πλευρά στον πόλεμο μεταξύ ληστών».
«Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», του Νίκου Μόττα