Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κοινωνικό φύλο; Γιατί όχι και κοινωνικό είδος;

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Τι θα πει, ρε σαχλα­μά­ρα, άνθρω­πος; Αυτός είναι ξεπε­ρα­σμέ­νος βιο­λο­γι­κός δια­χω­ρι­σμός. Ζεις σαν άνθρω­πος; Δια­θέ­τεις ή διεκ­δι­κείς τα απα­ραί­τη­τα που θα σε χαρα­κτή­ρι­ζαν άνθρω­πο; Εσύ ο ίδιος δεν ανα­γνω­ρί­ζεις τα δικαιώ­μα­τά σου. Ακό­μη χει­ρό­τε­ρα τα απε­μπο­λείς. Το δικαί­ω­μα (των δικαιω­μά­των) στην εργα­σία, στην παι­δεία και στη γνώ­ση, στην υγεία και στην περί­θαλ­ψη, στα εξα­σφα­λι­σμέ­να γηρα­τειά. Σ’ έναν αξιο­πρε­πή μισθό – εφ’ όσον εργά­ζε­σαι, στο δικαί­ω­μα της ψυχα­γω­γί­ας και των δια­κο­πών, στον δημιουρ­γι­κό ελεύ­θε­ρο χρό­νο, στα χόμπι, στην ανέ­λι­ξη των ενδια­φε­ρό­ντων σου, στον αθλη­τι­σμό, στην επα­φή με τη φύση. Στη χρή­ση των επι­τευγ­μά­των της επι­στή­μης και της τεχνο­λο­γί­ας. Κρυώ­νεις το χει­μώ­να, σκας το καλο­καί­ρι, βρο­μί­ζεις, χάνεις την υγεία σου, μαρα­ζώ­νεις, κατα­θλί­βε­σαι, νιώ­θεις και είσαι ξοφλη­μέ­νος. Το μαύ­ρο της ζωής σου, αναρ­ρι­χή­θη­κε στο στό­μα σου και φωλιά­ζει στα κενά των δοντιών σου, χάσκει στον καθρέ­φτη, το βλέ­πεις και στους άλλους γύρω σου.

Πού είναι τα ένστι­κτα που δια­θέ­τουν ακό­μη και τα ζώα, η συνεί­δη­σή σου, η λεβε­ντιά, η αξιο­πρέ­πεια; Έχεις απο­λέ­σει και αυτήν την ικα­νό­τη­τα που προί­κι­σε τους προ­κά­το­χούς σου η εξε­λι­κτι­κή δια­δι­κα­σία, να αξιο­λο­γείς το περι­βάλ­λον σου, να ανα­γνω­ρί­ζεις τους κιν­δύ­νους, να δημιουρ­γείς εμπρό­θε­τους φορείς και να συνε­γεί­ρε­σαι. Αγνο­είς τη μέθη της γνώ­σης, της τέχνης, του έρω­τα, το σεξ – ναι αυτό ακό­μη το σεξ που, πριν το αρνη­θείς, το μαγά­ρι­σες μ’ ό,τι μαλα­κία σου πλά­σα­ρε η αστι­κή τάξη.

Τρέ­χεις πίσω απ’ τους δημί­ους σου, προ­σκυ­νάς αυτούς και τους λακέ­δες τους και έρπεις στους θεούς τους. Σέρ­νε­σαι, προ­σκυ­νάς και απο­δί­δεις τιμές σε πτώ­μα­τα και μέλη πτω­μά­των, σάρ­κες σάπιες, πετσά­κια, και πόσθες, οστά, εικό­νες, φλό­γες, κολυ­μπή­θρες και ανό­η­τους χορούς του Ησα­ΐα. Δεν είσαι άξιος ούτε για την εκτέ­λε­ση ενός απλού αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κού καθήκοντος.

Μα αυτό δεν είναι άνθρω­πος, δυστυ­χή. Γι’ αυτό και σου φέρο­νται σαν σε ζώο. Σε εξα­φα­νί­ζουν και σε περι­γε­λούν. Σε δολο­φο­νούν και σε χλευά­ζουν. Δεν είσαι άνερ­γος, αλλά τεμπέ­λης, σου λένε. Είσαι φτω­χός για­τί είσαι μη ικα­νός. Είσαι βαριά άρρω­στος κι έχεις τα χρο­νά­κια σου, πρέ­πει να αυτο­κτο­νή­σεις κι αν όχι να σε πεθά­νουν αυτοί. Δεν σε χρειά­ζο­νται άλλο. Πιά­νεις τόπο, είσαι περιτ­τό έξοδο.

Στον βια­σμό των παι­διών σου σ’ έχουν κατα­στή­σει όχι μόνο ηθι­κό αλλά και φυσι­κό αυτουρ­γό. Τους αφαι­ρούν το μέλ­λον τους και σε βάζουν να τα νου­θε­τείς, να «μη βγά­ζουν αυτά τα κάστα­να απ’ τη φωτιά» και «το φίδι απ’ την τρύ­πα», να σκύ­βουν το κεφά­λι, να παρα­δί­δο­νται και μέχρι το βιο­λο­γι­κό τους τέλος, να σέρ­νουν τις σάρ­κες τους, να φυτο­ζω­ούν, εξα­θλιω­μέ­να, άνερ­γα, πει­να­σμέ­να, ερεί­πια της ζωής.

Και το χει­ρό­τε­ρο: Τους ακο­λου­θείς πιστά, πει­θαρ­χείς στα κελεύ­σμα­τά τους, ακο­λου­θείς τις εντο­λές τους κι από θλι­βε­ρό θύμα κατα­ντάς σιχα­μέ­νος, ελε­ει­νός κι επι­κίν­δυ­νος θύτης.

Σε πεί­θουν πως τα κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να και ιδιαι­τε­ρό­τη­τες είναι… γονι­δια­κής αιτιο­λο­γί­ας, σου ψιθυ­ρί­ζουν, ήδη, για τα γονί­δια της… εξάρ­τη­σης, της ευφυ­ΐ­ας και άλλα, σύντο­μα θα σου πασά­ρουν και το γονί­διο της φτώ­χειας. Διά­βρω­σαν τη συνεί­δη­σή σου, υπό­σκα­ψαν το υπο­συ­νεί­δη­το, διέ­φθει­ραν κι εξα­φά­νι­σαν τον αξια­κό σου κόσμο, τις κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες, μετα­φε­ρό­με­νες και σμι­λευ­μέ­νες από εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες γενε­ές ικα­νό­τη­τές σου.

Καμία σχέ­ση με τον Άνθρω­πο. Ο άνθρω­πος ονει­ρεύ­ε­ται, δημιουρ­γεί, δια­μορ­φώ­νει το μέλ­λον του, αντι­λαμ­βά­νε­ται, αγω­νί­ζε­ται, θυμώ­νει, επα­να­στα­τεί. Μορ­φώ­νε­ται, εκστα­σιά­ζε­ται με την τέχνη, ηδο­νί­ζε­ται απ’ τη γνώ­ση, μεθά­ει με τον έρω­τα και το πάθος. Συγκι­νεί­ται από το θάρ­ρος, ανα­τέ­μνει με τη λεβε­ντιά, την αλλη­λεγ­γύη, την αυτο­θυ­σία. Εμπνέ­ε­ται από αξί­ες και ιδα­νι­κά, αξιο­λο­γεί, αφή­νε­ται στο όνει­ρο, συνε­γεί­ρε­ται, θυσιάζεται.

Δεν είσαι όμως ούτε και ζώο. Αυτό έχει ένστι­κτα. Παλεύ­ει μέχρι θανά­του για την τρο­φή του, για την διαιώ­νι­ση των γονι­δί­ων του, για την υπε­ρά­σπι­ση των παι­διών του. Αγα­πά­ει, χαί­ρε­ται, λυπά­ται, αγω­νί­ζε­ται, γίνε­ται πιστός σύντρο­φος, θυμά­ται, αγριεύ­ει, κατα­σπα­ρά­ζει όπο­τε χρειαστεί.

Ούτε ζώο είσαι, λοι­πόν. Μαλά­κιο; Σε χλευά­ζει ήδη η ευφυ­ΐα των χτα­πο­διών. Αρθρό­πο­δο μήπως; Κι όμως κι απ’ τις ικα­νό­τη­τες αυτών υπο­λεί­πε­σαι. Αλλά προς τι ο βιο­λο­γι­κός περιο­ρι­σμός. Έτσι κι αλλιώς αδυ­να­τεί να ορί­σει τον κοι­νω­νι­κό ξεπε­σμό σου. Θα σε κατα­τά­ξουν σε κάποιο κοι­νω­νι­κό είδος. Εύκο­λο. Εδώ σε πεί­σα­νε πως δεν είσαι άνθρω­πος, φέρε­σαι και σου φέρο­νται χει­ρό­τε­ρα κι απ’ τα ζώα. Κι αυτά του­λά­χι­στον τα υπε­ρα­σπί­ζο­νται οι φιλο­ζω­ι­κές οργα­νώ­σεις Ενδε­χο­μέ­νως όταν σε κατα­τά­ξουν κάπου να υπάρ­ξουν και για σένα υπο­στη­ρι­κτι­κές οργανώσεις.

Ιδέ ο ξεπε­σμός και η έκπτω­ση του ανθρώπου!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο