Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Κ. Βάρναλη 39+1 Άγνωστα ποιήματα», παρουσιάζει η Ευγενία Καβαλλάρη

Σημα­ντι­κή συμ­βο­λή στην εκδο­τι­κή κίνη­ση της επο­χής μας απο­τε­λεί η παρού­σα έκδο­ση «39+1 Άγνω­στα ποι­ή­μα­τα του Κ. Βάρ­να­λη» από τις εκδό­σεις «Εντύ­ποις»

Προ­ϊ­όν της πολύ­χρο­νης έρευ­νας και ενα­σχό­λη­σης του δημο­σιο­γρά­φου  (με φιλο­λο­γι­κές περ­γα­μη­νές) Ηρα­κλή Κακα­βά­νη με την Βαρ­να­λι­κή ποι­η­τι­κή έρχε­ται να φωτί­σει μια όχι και τόσο γνω­στή πτυ­χή του έργου του μεγά­λου ποι­η­τή, του κομ­μου­νι­στή δασκά­λου και παιδαγωγού.

Προ­σφέ­ρει με το θησαυ­ρό αυτό νέο υλι­κό στη φιλο­λο­γι­κή έρευ­να για τη σφαι­ρι­κή μελέ­τη και απο­τί­μη­ση του έργου του.

Τα «39+1 Άγνω­στα ποι­ή­μα­τα του Κ. Βάρ­να­λη» απευ­θύ­νο­νται σε παι­διά ενι­σχύ­ο­ντας το απο­τύ­πω­μα του Βάρ­να­λη στην παι­δι­κή λογο­τε­χνία που εκφρά­στη­κε με τα 18 δια­λε­χτά παρα­μύ­θια και τη δια­σκευή του Δον Κιχώ­τη. Γραμ­μέ­να τη δεκα­ε­τία του ’30 κατά παραγ­γε­λία του Νώντα Ελατου,ο οποί­ος τα αγό­ρα­σε  και τα εξέ­δω­σε στην Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο «Κορυ­δαλ­λός» μαζί με δικά του ποι­ή­μα­τα. Η αλλη­λο­γρα­φία μετα­ξύ των δύο ανδρών και μελών του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου, μέρος της οποί­ας παρου­σιά­ζε­ται στην παρού­σα έκδο­ση απα­ντά σε ερω­τή­μα­τα που εγεί­ρο­νται γύρω από την ασυ­νή­θι­στη αυτή πρα­κτι­κή εκποί­η­σης πνευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής ίσως όχι όμως  στη λογο­τε­χνι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της χώρας μας.

Ωστό­σο η ισχνή παρα­γω­γή παι­δι­κών λογο­τε­χνι­κών έργων της επο­χής εκεί­νης ενδυ­να­μώ­νε­ται και ως προς την ποσο­τι­κή αλλά και ποιο­τι­κή έκφαν­σή της.  Χαρα­κτη­ρι­στι­κά επι­ση­μαί­νου­με πως η Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη από το 1919 με διά­λε­ξή στης στον Εκπαι­δευ­τι­κό Όμι­λο τονί­ζει την έλλει­ψη παι­δι­κού βιβλί­ου στην Ελλά­δα με εξαί­ρε­ση τα βιβλία της Πηνε­λό­πης Δέλ­τα και κάποιες μετα­φρά­σεις στην καθα­ρεύ­ου­σα όμως.

Σχε­τι­κά μικρή υπήρ­ξε η παρα­γω­γή και στην παι­δι­κή ποί­η­ση. Ανα­φέ­ρου­με ενδει­κτι­κά τις περι­πτώ­σεις του Α, Πάλ­λη, του Βιζυ­η­νού, Καμπού­ρο­γλου, Ζαχα­ρία Παπα­ντω­νί­ου, Τ. Αγρα.

Ως εκπαι­δευ­τι­κός που υπη­ρέ­τη­σε τη δημό­σια εκπαί­δευ­ση ως το  1925 οπό­τε και παύ­τη­κε εξαι­τί­ας της ιδε­ο­λο­γί­ας του συνει­δη­το­ποί­η­σε την ανά­γκη να ανοί­ξει νέους ορί­ζο­ντες στο πνεύ­μα των μικρών παι­διών. Οι παι­δα­γω­γι­κές του πεποι­θή­σεις η συνεί­δη­ση, το πνευ­μα­τι­κό και ηθι­κό μέγε­θος  του δασκά­λου και η αγά­πη του για τα παι­διά μετα­στοι­χειώ­νο­νται σε ποί­η­ση με σαφή δια­παι­δα­γω­γι­κό χαρα­κτή­ρα χρ΄θα τον ενο­χλη­τι­κό, τυπο­ποι­η­μέ­νο διδα­κτι­σμό. Μεγά­λο επο­μέ­νως το εύρος της πνευ­μα­τι­κής του προσφοράς.

Ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης ανέ­συ­ρες από την αφά­νεια τα συγκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα τα οποία αριθ­μού­νται 39+1 (και όχι απλώς 40)γιατί τα 39 δημο­σιεύ­τη­καν όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε στην έκδο­ση του  Νώντα ‘Ελα­του «Κορυ­δα­λός» και ένα με τον τίτλο «Ποντι­κός και Ταύ­ρος» στο περιο­δι­κό «Καλ­λι­τε­χνι­κά Νέα» το1944.

Επι­χει­ρώ­ντας μια σύντο­μη περι­διά­βα­ση στην ποι­η­τι­κή πορεία του Βάρ­να­λη,  παρα­τη­ρού­με πως εμφα­νί­στη­κε στα νεο­ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα με λυρι­κά ποι­ή­μα­τα που δια­κρί­νο­νται για την αισθη­σια­κή όρα­ση, την παλ­λό­με­νη συναι­σθη­μα­τι­κή και ψυχι­κή έντα­ση που φθά­νει μέχρι τον ερω­τι­κό αισθη­σια­σμό. Τη δεκα­ε­τία του ’20 συνα­ντιέ­ται με τις κομ­μου­νι­στι­κές ιδέ­ες και περ­νά στην επα­να­στα­τι­κή φάση της δημιουρ­γί­ας του.ο πηγαίο ποι­η­τι­κό ταλέ­ντο του, ο βαθύς και φιλο­σο­φη­μέ­νος στο­χα­σμός του, η πλα­τιά του μόρ­φω­ση και η αρχαιο­μά­θειά του,η άψο­γη τεχνι­κή του στί­χου μπαί­νουν στο σκλη­ρό και δύσκο­λο αγώ­να για κοι­νω­νι­κή ανα­γέν­νη­ση αφού περ­νά μέσα από ένα μετα­βα­τι­κό στά­διο ελλη­νο­λα­τρι­κής ιδε­α­λι­στι­κής κοσμοαντίληψης.

Στο στό­χα­στρο του τίθε­ται η αδι­κία, η τυραν­νία, η πολε­μο­κα­πη­λία, το βόλε­μα. Οι ήρω­ές του, ο φτω­χός κόσμος τα πάθη και οι στε­ρή­σεις του.Ο λυρι­σμός, η ζωη­ρή έκφρα­ση, η δια­λε­κτι­κή σατι­ρι­κή και κρι­τι­κή διά­θε­ση, χαρα­κτη­ρί­ζουν το έργο του.

Μέσα σ’αυτό το corpus ανα­δύ­ο­νται ως πραγ­μα­τι­κά δια­μά­ντια τα παι­δι­κά του ποι­ή­μα­τα που δια­κρί­νο­νται για τον Βαρ­να­λι­κό λυρι­σμό τους, για τον αρμο­νι­κό , άνε­το στί­χο τους, που άλλο­τε λυγε­ρός και τρυ­φε­ρός, άλλο­τε σπα­θά­τος και κοφτε­ρός ανα­δει­κνύ­ει τα θέμα­τα  τους.  Γι’αυτό και δεν απο­τε­λεί υπερ­βο­λή η εκτί­μη­ση της  γεωρ­γί­ας Λαδο­γιάν­νη, που συνέ­τα­ξε τον πρό­λο­γο της έκδο­σης πως απο­τε­λούν δείγ­μα υψη­λής Τέχνης του παρα­δο­σια­κού μας λυρισμού.

Τα θέμα­τα που δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται καλύ­πτουν όλο το εύρος της παι­δι­κής ψυχής, της παι­δι­κής ζωής, όλων των παι­διών και κυρί­ως των λαϊ­κών οικο­γε­νειών.  Χαρα­κτη­ρι­στι­κά αναφέρουμε:

Η σχο­λι­κή ζωή, η μητρι­κή αγά­πη, η πατρι­κή φιγού­ρα, οι αδελ­φι­κές σχέ­σεις, η παι­δι­κή ασθέ­νεια, το σχο­λείο, τα όνει­ρα και οι ατα­ξί­ες των παι­διών, τα παι­δι­κά παι­χνί­δια, η παι­δι­κή εργα­σία, τα ζώα, ο πατριω­τι­σμός, το θρη­σκευ­τι­κό συναί­σθη­μα. Ορι­σμέ­να απ’ αυτά δεν αντι­προ­σω­πεύ­ουν την κοσμο­θε­ω­ρία του Κώστα Βάρ­να­λη, όπως «Εκκλησία»,»Ο Θεός». Αυτό φυσι­κά συμ­βαί­νει για­τί τα έγρα­ψε κατά παραγ­γε­λία του Νώντα Ελα­του ο οποί­ος τα προ­ό­ρι­ζε για σχο­λι­κή χρή­ση (να συμπε­ρι­λη­φθούν δηλα­δή σε σχο­λι­κά εγχει­ρί­δια) είτε να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν από τους δασκάλους.

Ωστό­σο τα συγκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα απέ­χουν πολύ από τα κυρί­αρ­χα εθνι­κά και χρι­στια­νι­κά πρό­τυ­πα που καλ­λιερ­γού­νται, παρου­σιά­ζο­ντας τη μετα­φυ­σι­κή οντό­τη­τα ως χει­ρο­πια­στή εμπει­ρι­κή φύση που έχει το κάθε παιδί.

Απ’ όλα όμως προ­βάλ­λο­νται αξί­ες ζωής, ηθι­κές αρχές, διη­θη­μέ­νες στον Βαρ­να­λι­κό ανθρω­πι­σμό, που γονι­μο­ποιούν ολο­κλη­ρω­μέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες.  Με τρυ­φε­ρό­τη­τα και ευαι­σθη­σία μονα­δι­κή, έχο­ντας ως όπλο μια καλο­δου­λε­μέ­νη δημο­τι­κή αγγί­ζει την παι­δι­κή ψυχή, διε­γεί­ρει την παι­δι­κή φαντα­σία, συγκι­νεί και εμάς τους μεγαλύτερους.

Η άμε­ση αυτή και εξαι­ρε­τι­κά διαυ­γής ποί­η­ση του Βάρ­να­λη μπο­ρεί και μάλ­λον επι­βάλ­λε­ται (είναι χρή­σι­μο) να μιλή­σει στη σκέ­ψη των παιδιών,να απο­τε­λέ­σει εργα­λείο των δασκάλων.

Με διδα­κτι­κό θάρ­ρος, έμπνευ­ση και ορα­μα­τι­σμό οι δάσκα­λοι είναι ανά­γκη με τις παρεμ­βά­σεις τους, να διευ­ρύ­νουν τη γνώ­ση και τη σκέ­ψη των μαθη­τών. Ο ίδιος ο Βάρ­να­λης, ποι­η­τής, δάσκα­λος και φιλό­λο­γος μας έδω­σε ένα μάθη­μα για το πώς πρέ­πει να διδά­σκου­με λογο­τε­χνία, για το πώς πρέ­πει να διδά­σκου­με γενικά.

 

(Η παρέμ­βα­ση της Ευγε­νί­ας Καβαλ­λά­ρη στην εκδή­λω­ση παρου­σί­α­σης του βιβλί­ου «Κ. Βάρ­να­λη 39+1 Άγνω­στα ποι­ή­μα­τα» στη Βέροια)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο