Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κ. Χατζόπουλος, διαλεχτή μορφή της σοσιαλιστικής ιδεολογίας

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα (22 Ιού­λη 1920) πέθα­νε σε ηλι­κία 52 χρό­νων, ο Κων­στα­ντί­νος Χατζό­που­λος, δια­λε­χτή μορ­φή των ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των και της σοσια­λι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας. Σπού­δα­σε στην Γερ­μα­νία όπου ήρθε σε επα­φή με τις σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες. Ιδρυ­σε, μόλις το 1909, στο Μόνα­χο της Γερ­μα­νί­ας τη Σοσια­λι­στι­κή Δημο­τι­κι­στι­κή Ενω­ση. Μετέ­φρα­σε πρώ­τος στα ελλη­νι­κά το Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο ως Κοι­νω­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο στα 1913. Ολο σχε­δόν το λογο­τε­χνι­κό του έργο είναι βαθιά επη­ρε­α­σμέ­νο από τις σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες. Η Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση τον ενθου­σί­α­σε μα δεν έζη­σε για να δει τα επι­τεύγ­μα­τά της.

Τιμώ­ντας τη μνή­μη του δημο­σιεύ­ο­μαι το ιδιαί­τε­ρα επί­και­ρο «Ένα παρα­μύ­θι» του από τη συλ­λο­γή του «Απλοί τρό­ποι». Στί­χοι αυτού του ποι­ή­μα­τος πολ­λές φορές απο­δί­δο­νται στον Κώστα Βάρ­να­λη, ειδι­κά στα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης (για το θέμα έχω γρά­ψει στο Ποιείν).

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι
κι άγρια φωνά­ζουν κι έξω με ζητούν;
ο βασι­λιάς ρωτά, και οι καθισμένοι
γύρω βλέ­πο­νται μόνο και σιωπούν.

Μα η βοή δυνα­τώ­τε­ρα γρικιέται.
«Τι θέλουν είπα;» ξανα­λέ­ει με ορμή
ο ρήγας και σκια­χτά του απολογιέται
από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.»

«Ψωμί; και το γυρεύ­ουν από μένα!
δεν έχουν χέρια;» — «Ακα­μά­της λαός»,
ψιθύ­ρι­σε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα
ξανά­πε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός.»

«Γιαυ­τό θέλω κι εγώ να τον πλατύνω,
και μη άλλο τι πασχί­ζω ολημερίς;—
Στο μεγα­λείο του τόπου μας το πίνω!»
— «Βασι­λιά μας, χιλιό­χρο­νος να ζης!»

Και τα ποτή­ρια υψώ­θη­καν· εσβήσαν
σιγά στη σάλα οι κρυ­στα­λέ­νιοι αχοί.
Μα οι φωνές πάλι κάτω­θε βουίσαν:
«Ο βασι­λιάς, ο αφέ­ντης μας να βγη!»

Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη,
το βασι­λιά όλοι κοί­τα­ξαν δειλά.
«Να τους σκορ­πί­σουν», είπε και σηκώθη
και βγή­κε· και οι αρχό­ντοι όλοι κοντά.

Στον κήπο κάτω ανά­δευε το αέρι
μύριους κλώ­νους, χιλιά­δες ευωδιές·
η βάρ­κα καρ­τε­ρού­σε να τους φέρη
σε πιο όμορ­φες αντί­κρυ ακρογιαλιές.

Αχά­ρι­στοι, ταρά­ζε­τε την ώρα
που ο αφέ­ντης σας ζητά ν’ αναπαυθή·
για σας κοπιά­ζει τόσα χρό­νια τώρα,
για να κάμη τη χώρα σας τρανή.

Ντρο­πή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—;
Στου παλα­τιού την έξω πόρ­τα ορθός
έτσι έκρα­ξε ένας στα χρυ­σά ντυμένος.
«Ψωμί, ψωμί», τον έκο­ψε ο λαός.

—«Ψωμί! απ το βασι­λιά το καρτεράτε;
τα χωρά­φια το δίνουν το ψωμί.»
— «Τα χωρά­φια σεις λίγοι τα κρατάτε·
όσα μας μεί­ναν τάπνι­ξε η βροχή,

τάκα­ψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν·
πει­νού­με· γύμνια δέρ­νει τα κορμιά»,
βρα­χνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν.
«Σκορ­πι­σθή­τε! μη θέλε­τε με βιά

να σας σκορ­πί­σουν», ο άρχο­ντας προστάζει
και φεύ­γει· στη ματιά του αστρά­φτει οργή.
«Η πεί­να, η δυστυ­χία δε σας σπαράζει;
Λεή­στε μας! δεν είστε χριστιανοί;»

βογκά ο λαός· κι άλλος τα χέρια δένει,
άλλος πέφτει στη γη γονατιστός·
μα μέσα από το πλή­θος ξάφ­νω βγαίνει
κι ορθός αντί­κρυ στή­νε­ται ένας νιος.

Η όψη του χλο­μή, αυστη­ρή· το μάτι
σαν από­κο­σμη λάμ­ψη του φωτά·
σα χήτη λιο­ντα­ριού μακριά στην πλάτη
του χύνο­νται τα ολό­μαυ­ρα μαλλιά.

«Απά­νω! ορθοί όλοι! αλί­μο­νο που χάρη
του τυράν­νου γυρεύ­ει, του ληστή,
και το δικό του δε χιμά να πάρη
και την πόρ­τα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,

μού­γκρι­σε απά­νω υψώ­νο­ντας το χέρι
και βρο­ντε­ρή του αντή­χη­σε η λαλιά—
καθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι,
όμοια στα πλή­θη απλώ­θη σιγαλιά.

«Κανέ­νας δε σαλεύ­ει; μες στο στήθος
δε νιώ­θει αντρί­κεια την καρ­διά κανείς;
μπρο­στά σ’ έναν και τρέ­μει τόσο πλήθος;»
Σκια­χτά κοντά του σάλε­ψαν δυο τρεις

και κάποιοι ανα­νο­ή­θη­καν πιο πέρα
και μαζεύ­τη­καν γύρω του δειλά
κάποια κεφά­λια νέα· και τον αέρα
γεμί­σαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!»

«Ποιο βασι­λιά;» αγριε­μέ­να ο νέος βρυχήθη.
— «Τον άρχο­ντά μας θέλο­με να βγη,
τον πόνο μας να δη», βού­ι­σαν τα πλήθη.
«Ποιον άρχο­ντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!

Ξύπνα μονά­χα απ το απο­κοί­μι­σμά σου,
μη σκύ­βης, λεη­μο­σύ­νες μη ζητάς,
τρί­ζε τα δόντια, αγρί­ε­ψε, ανταριάσου,
σπά­σε όποιο εμπρός σου εμπό­διο απαντάς.

Ρίχνε ό τι κόβει την ορμή σου, χίμα
σαν ακρά­τη­τη θάλασ­σα πλατειά·
κάθε άλλο μεγα­λείο μπρο­στά σου τρίμμα
ας πέση απ τη γερή σου τη γροθιά.

Αιώ­νες δεν από­στα­σες να γέρνης
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερί­ζουν άλλοι ό τι εσύ σπέρνεις,
αργούς να τρέ­φης στά­ζο­ντας ιδρό;

Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης,
να τους υψώ­νης σκύ­βο­ντας στη γη,
και συ να λαχτα­ράς, να μη χορταίνης
και το πικρό σου, το ξερό ψωμί!»

«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη
κραυ­γή βρα­χνή, βοή βαρεία, βαθειά,
σα να στε­νά­ξαν χίλια μύρια στήθη
από της γης τα πέρα­τα πλατιά.

Και με ολόρ­θο κορ­μί το παλικάρι,
στην πλά­τη η χήτη ανέ­μι­σε χυτή:
«Ήρθε ο και­ρός», ξανά­κρα­ξε, «να πάρη
το δίκιο του καθέ­νας στη ζωή.

Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν
με ψηλά το κεφά­λι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν,
το αρπά­ζουν με βια απ όποιους το κρατούν.

Την πόρ­τα αν δεν ανοιή τη σπουν σας είπα·
τι στέ­κε­στε, τι γέρ­νε­τε σκυφτοί;
Λαέ σκλά­βε, δει­λέ, ανα­νιώ­σου, χτύπα
και κέρ­δι­σε μονά­χος το ψωμί.

Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή του πνί­γουν τα δεσμά,
κοντά μου ! Κάτω ας πέση ό τι σηκώνει
γαύ­ρο κεφά­λι ενά­ντια μας! Μπροστά!»

Και με ματιά άγρια, άγια πυρωμένη
ώρμη­σε· ακο­λου­θή­σαν λιγοστοί,
περ­σό­τε­ρα παι­διά· το πλή­θος μένει
βου­βό, μαρ­μα­ρω­μέ­νο τον θωρεί.

Πώς στο ακρο­γιά­λι ένα κύμα μονάχο
απ τα μάκρη φερ­μέ­νο φουσκωτό,
ορμά να ρίξη σύντριμ­μα το βράχο
κι έξαφ­να σβή­νει μ’ έναν κού­φιο αχό,

έτσι κι ο νέος στα­μά­τη­σε γυρνώντας
κατά το πλή­θος θλι­βε­ρή ματιά:
«Δεν ανα­σαί­νει», ρώτη­σε βογκώντας,
«στα στή­θη κανε­νός γερή καρδιά;

Σας την έχει η σκλα­βιά τόσο αρρωστήσει,
κάθε ανα­φτέ­ρω­μα έλει­ψε από σας;
Τα σίδε­ρα, λαέ, έχεις συνηθίσει,
τη λεη­μο­σύ­νη μόνο λαχταράς;

Ξέρει το δάκρυ μονα­χά το μάτι,
να το φλο­γί­ση δεν μπο­ρεί η οργή;
το σκύ­ψι­μο γνω­ρί­ζει μόνο η πλάτη,
το χέρι δεν τολ­μά να σηκωθή;

Ντρο­πή, γενιά νεκρή, ξεφυλισμένη,
σα σερ­πε­τό να σέρ­νης την κοιλιά,
να σε πατούν και συ ευχαριστημένη
τη φτέρ­να να φιλής που σε πατά.

Ντρο­πή να γλύ­φης το άπρα­γο το χέρι,
ζωές να τρέ­φης άχρη­στες, λαέ,
να προ­σκυ­νάς αρχό­ντους κι ας μην ξέρη
ο κόσμος άλλον άρχο­ντα από σε»,

είπε και γύρω αντά­ρια­σμα βουίζει,
αχός σκορ­πά πλα­σιά σα στεναγμός.
‑Ο κόσμος μονα­χό άρχο­ντα γνωρίζει
εκεί­νον που διώ­ρι­σε ο θεός»,

ξάφ­νω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει
κι αστρά­φτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά:
-«Ποιος είν’ αυτός που αδιά­ντρο­πα πλανάει
τους πιστούς του μεγά­λου βασιλιά;»

-Ένας πιστός σε νόμο πιο μεγάλο,
σε δύνα­μη στον κόσμο πιο τρανή.»
‑Εδώ ο τόπος δεν ‘ξέρει νόμον άλλο
παρά του βασι­λιά την προσταγή»,

είπε ο άρχο­ντας, «κι αυτή είναι — » Στο νόη­μά του
ο νέος κλεί­στη­κε μέσα στα σπαθιά·
οι συναγ­μέ­νοι πριν ολό­γυ­ρά του
μέσα στο πλή­θος σκόρ­πι­σαν γοργά.

«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν»,
τινά­ζε­ται άγρια και φωνά­ζει ο νιος·
το στό­μα του χέρια βαριά του κλείνουν,
κάτω: «ψωμί, ψωμί!» βογκά ο λαός.

«Σκορ­πί­στε τους!» ο άρχο­ντας προστάζει,
και στους γονα­τι­σμέ­νους τα σπαθιά
χιμούν, χτυ­πούν τυφλά, το αίμα στάζει,
γεμί­ζουν τον αέρα βογκητά.

Το δρο­σε­ρό ανοι­ξιά­τι­κον αέρα
που πνιγ­μέ­νος σε μύριες ευωδιές
το βασι­λιά και τους αρχό­ντους πέρα
σε πιο όμορ­φες τους φέρ­νει ακρογιαλιές.

Κάθε άερ­γο, ζητιά­νο, κλέ­φτη, αλήτη
γύρω απ τη χώρα έχει μαζέ­ψει εδώ,
από καλύ­βι γύρι­σε σε σπίτι
κι ερέ­θι­σε τον κόσμο το φτωχό.

Όποιους πει­νού­νε κι όποιους γυμνητεύουν
τους άνα­ψε τα λίγα τα μυαλά,
τους είπε αν δεν τους δίνου­νε να κλέβουν
και να σκο­τώ­νουν όποιον βρουν μπροστά.

Να γδύ­νουν όσους πλού­τι­σαν με κόπο,
κάθε άρχο­ντα και αφέ­ντη να χτυπούν,
να κάψουν, να ρημά­ξου­νε τον τόπο,
να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.

Να κάμουν μετε­ρί­ζι κάθε δρόμο
κι αρμα­τω­μέ­νοι να χυθούν παντού
σκο­τώ­νο­ντας, σκορ­πί­ζο­ντας τον τρόμο
στα πλή­θη του πιστού σου του λαού.

Κι έτσι τους έφε­ρε άγριος, αφρισμένος
εδώ ίσια με το θρό­νο σου μπροστά
και χίμη­σε σαν τίγρης μανιωμένος
να βάλη στο παλά­τι σου φωτιά.

Καλού­σε το λαό να τον βοηθήση,
τον έκρα­ζε μαζί του να χυθή·
δεν άφη­σε υψη­λό να μη το βρίση
και την πατρί­δα αρνή­θη την ιερή.

Την αρχο­ντιά φοβέ­ρι­ζε θα πνίξη,
δε σεβά­στη­κε μήτε το θεό,
και το πιο μέγα: τόλ­μη­σε να γγίξη
το σεβα­στό όνο­μά σου το τρανό.

Πρό­στα­ξε, βασι­λιά, τι θες να γίνη.»
-«Να κρε­μα­στή», με μια είπα­νε φωνή
οι τρι­γύ­ρω στο ρήγα καθισμένοι,
μα σκυμ­μέ­νος ο ρήγας δε μιλεί.

Ένας αλή­της απ’ αυτούς που ζούνε
κεντώ­ντας και συμπώ­ντας το λαό
όσα έχει απ το θεό να μη του αρκούνε
και του κηρύτ­τουν άγριο σηκωμό,

και ρίξι­μο και σύντριμ­μα όσων στέκουν
βαλ­τά απ τον ουρα­νό τόσο σοφά,
και στο φτω­χό του νου το μύθο πλέκουν
πως αδι­κία τον κόσμο κυβερνά.

Μέγας κίν­δυ­νος είναι τέτοιοι πλάνοι·
που τους σαρώ­νει απ τη θωριά της γης
για το καλό της έργο μέγα κάνει·
βασι­λιά, να προ­στά­ξης μην αργής!»

«Να κρε­μα­στή», η αρχο­ντιά και πάλι κράζει,
μα ο βασι­λιάς πάντα σκυ­φτός σιωπά
και ο πρώ­τος ξανα­λέ­ει: «Μη σε τρομάζη
ό τι εδώ σου ζητού­με, βασιλιά!

Ένας αγύρ­της θέλη­σε να ρίξη
ό τι οι πατέ­ρες έστη­σαν τρανό·
το θρό­νο σου απο­κό­τη­σε να γγίξη,
να βάλη πιο ψηλά σου το λαό.

Αν η τόλ­μη ατι­μώ­ρη­τη του μείνη,
στο­χά­σου τι μπο­ρεί αύριο να γενή·
ό τι στε­ριώ­θη μ’ αίμα δεν το αφίνει
από δού­λους κανείς να πατηθή.

Βασι­λιά, μη διστά­ζης να προστάξης,
προ­στά­ζει με το στό­μα σου ο θεός,
που σ’ έχει εδώ σταλ­μέ­νο να φυλάξης
ό,τι έχει μέγα θεμε­λιώ­σει αυτός.

Το έργο χρό­νια που ακο­λου­θάς με κόπο
λαμπρό­τε­ρο στον κόσμο να στηθή,
το θρό­νο σου να υψώ­σης και τον τόπο,
να κάμης την πατρί­δα μας τρανή.»

Κι ένε­ψε ο βασιλιάς—
Την άλλη μέρα
σα φώτι­σε η αυγή τον ουρανό,
το κορ­μί του νέου σειό­ταν στον αέρα
στου πλα­τά­νου τους κλώ­νους κρεμαστό.

Χήτη νεκρή στις πλά­τες απλωμένα
τα μακρυά κατά­μαυ­ρα μαλλιά,
τα μάτια άγρια κοι­τά­ζουν πεταγμένα,
φρι­χτή τρο­μά­ζει, μελα­νή η θωριά.

Και μέρες κρε­μα­στός εκεί για τρόμο
να μένη έχει προ­στά­ξει ο βασιλιάς·
κάθε πιστός αλλά­ζει εκεί­θε δρόμο,
«προ­δό­τη», λέει, «καλά να τα τραβάς.»

Σαν άνο­μο καθέ­νας το κοιτάζει
ως τρέ­μει στον αέρα το κορμί,
και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει:
«Κρί­μα σε τόση νιό­τη ευγενική.»

Και παρέ­κει στο δρό­μο συναγμένος
σ’ ένα βήμα ολο­τρό­γυ­ρα ο λαός,
αχνός ακού­ει, βου­βός και τρομαγμένος
πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός.

«Αυτή είναι η μοί­ρα καθε­νός προδότη
— παρά­δειγ­μα λαέ, να σου γενή —
που τον στέλ­νουν της κόλα­σης τα σκότη
νάρ­θη να σου μολύ­νη την ψυχή,

κι ενά­ντια σε κεί­νους να τη γυρίση
που αφέ­ντες μας τους έβα­λε ο ουρανός,
την έχθρα στην καρ­διά να σου φυσήση
σ’ ό τι νόμος του κόσμου είναι τρανός.

Λαέ, φθαρ­τά αγα­θά μη σε δολώνουν,
λαέ, ποτέ η ψυχή σου μην ξεχνά
όσα μονά­χα τη ζωή σηκώνουν:
τα έργα τα τρα­νά και δυνατά.

Λαέ, στο­χά­σου· τι σε περιμένει,
γύρω πολ­λοί σε ζώνουν φθονεροί,
πρέ­πει να πέσουν όλοι ντροπιασμένοι
οι μια­ροί της πατρί­δας μας εχθροί.

κι όλοι χάμω γειρ­τοί να προσκυνήσουν
το βασι­λιά μας τον τρα­νό βαθιά,
κι όλα της γης τα πέρα­τα να ηχήσουν:
Δόξα στον αντρειω­μέ­νο βασιλιά!»

«Δόξα στο βασι­λιά», έκρα­ξε κοντά του,
«δόξα στο βασι­λιά», κάποια λαλιά,
«δόξα στο βασι­λιά», το πήραν κάτου
το πλή­θη του λαού μακριά πλατιά.

«Αυτό θέλει η βου­λή που βασιλεύει
ψηλά και κυβερ­νά ουρα­νό και γη
και στέλ­νει εδώ τον έναν να δουλεύη
κι άλλον όσους δου­λεύ­ουν να οδηγή.

Το λόγο να ρωτού­με εδώ σταλμένοι
δεν είμα­στε, και χρέ­ος μας ιερό
|είναι στο έργο που είμα­στε βαλμένο
να κοπιά­ζω­με δίχως βογκητό.

Άλλοι σκλά­βοι, άλλοι αφέ­ντες ως μας έχει
η βου­λή Του διο­ρί­σει εδώ στη γης·
αλί σε κεί­νον που μωρά παντέχει
πως θ’ αλλά­ξη το δρό­μο της ζωής.

Αλί σ’ όποιον ο νους του το χωρέσει
το θέλη­μα ν’ αλλά­ξη τ’ ουρανού!»·
Κι έδει­ξε ο δια­λε­χτός κατά τη θέση
που σειό­ταν το κορ­μί του αντάρ­τη νιου.

«Αλί του, αλί του», αλά­λα­ξαν τα πλήθη·
|και κρά­ζει ο δια­λε­χτός πιο βροντερά:
«Οργή δει­νή θεού τον εκδικήθη
μ’ αυτή την προ­στα­γή του βασιλιά.

Χιλιό­χρο­νο ο θεός να τον φυλάη
τους προ­δό­τες βαριά να τιμωρή !»
-«Χιλιό­χρο­νος ο ρήγας μας», βογκάει
σα θάλασ­σα ο λαός με μια φωνή.

Και η βοή στο γαλά­ζιο φεύ­γει αέρα
και σμί­γει με τις μύριες ευωδιές
που ευφραί­νουν βασι­λιά κι αρχό­ντους πέρα
σε ολό­χλω­ρα νησιά και ακρογιαλιές.

Του κρε­μα­σμέ­νου μόνο ως να σπαράζουν
τα χεί­λη με χαμό­γε­λο πικρό,
μα τα μάτια άγρια ασά­λευ­τα κοιτάζουν
προς κάποιο όνει­ρο μέγα μακρινό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο