Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λέοναρντ Κοέν, ο θρυλικός λογοτέχνης της ροκ μουσικής

Στις 7 Νοεμ­βρί­ου, σε ηλι­κία 82 χρό­νων, πέθα­νε ο Κανα­δός λογο­τέ­χνης, συν­θέ­της και τρα­γου­δι­στής Λέο­ναρντ Κόεν ή Κοέν.

Γεν­νή­θη­κε στις 21 Σεπτέμ­βρη 1934. Γιος ευκα­τά­στα­του Εβραί­ου έμπο­ρου υφα­σμά­των, τον οποίο έχα­σε όταν ήταν σε ηλι­κία έξι ετών. Εφη­βος έμα­θε κιθά­ρα και έγι­νε μέλος του μου­σι­κού γκρουπ «Buckskin Boys», το οποίο έπαι­ζε μου­σι­κή κάντρι. Αργό­τε­ρα, τον και­ρό που ήταν σπου­δα­στής στο Πανε­πι­στή­μιο McGill, εξέ­δω­σε τα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα που τον έκα­ναν γνω­στό στους κανα­δι­κούς λογο­τε­χνι­κούς κύκλους. Το 1963 εγκα­τα­στά­θη­κε στην Υδρα, όπου συνέ­χι­σε να γρά­φει. Με το μυθι­στό­ρη­μα «Beautiful Losers» (Θαυ­μά­σιοι απο­τυ­χη­μέ­νοι, 1966), γνώ­ρι­σε την παγκό­σμια επι­τυ­χία ως συγ­γρα­φέ­ας. Ωστό­σο, το 1967 απο­φά­σι­σε να εγκα­τα­στα­θεί στις ΗΠΑ, για να αφο­σιω­θεί στη μουσική.

Σε συναυ­λί­ες φολκ στις ΗΠΑ το 1967, η τρα­γου­δί­στρια Τζού­ντι Κόλινς (Judy Collins) έκα­νε γνω­στό το τρα­γού­δι του Κοέν «Suzanne». Ετσι, την ίδια χρο­νιά, κυκλο­φό­ρη­σε τον πρώ­το του δίσκο με τίτλο «Songs of Leonard Cohen». Ακο­λού­θη­σαν πολ­λοί άλλοι δίσκοι, μετα­ξύ των οποί­ων και ο δίσκος «Songs of Love and Hate» που περιέ­χει το τρα­γού­δι — ύμνο στην αγά­πη και τη μονα­ξιά «Famous Blue Raincoat» (1971) με τη φωνή της Τζέ­νι­φερ Γουάρνς (Jennifer Warnes).

Το 1992 κυκλο­φό­ρη­σε τον πιο πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νο δίσκο του με τίτλο «The Future». Ενα από τα πιο γνω­στά του τρα­γού­δια είναι το «Dance me to the end of love». Και παρά το γεγο­νός ότι θεω­ρεί­ται πως είναι ένα ερω­τι­κό τρα­γού­δι, γρά­φτη­κε με αφορ­μή τα ναζι­στι­κά κρε­μα­τό­ρια του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Ο ίδιος ο Λ. Κοέν σε συνέ­ντευ­ξή του λέει: «(…) το συγκε­κρι­μέ­νο τρα­γού­δι ήρθε για μένα απλά επει­δή γνώ­ρι­ζα ή άκου­γα ότι δίπλα στα κρε­μα­τό­ρια, σε κάποια στρα­τό­πε­δα θανά­του υπήρ­χε μία ομά­δα μου­σι­κών που απο­τε­λού­νταν από ένα κουαρ­τέ­το εγχόρ­δων, οι οποί­οι υπο­χρε­ώ­νο­νταν να παί­ζουν κάθε φορά που εξε­λισ­σό­ταν η δια­δι­κα­σία αυτής της φρί­κης. Και αυτούς τους ανθρώ­πους που έπαι­ζαν, τους περί­με­νε η ίδια τρο­μα­κτι­κή μοί­ρα. Και υπο­χρε­ώ­νο­νταν να παί­ζουν κλα­σι­κή μου­σι­κή, την ώρα που οι συγκρα­τού­με­νοί τους θανα­τώ­νο­νταν και καί­γο­νταν. Αυτή η μου­σι­κή, λοι­πόν, το “χόρε­ψέ με στην ομορ­φιά σου με ένα φλε­γό­με­νο βιο­λί”, εννο­εί συμ­βο­λι­κά σαν ομορ­φιά το τέλος της ύπαρ­ξης και το στοι­χείο του πάθους που διέ­πει κάθε ολοκλήρωση».

Η φρι­κτή ιστο­ρία του ναζι­σμού πίσω από το «Dance Me To The End Of Love» του Λ. Κόεν

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο