Γράφει ο Νίκος Μόττας //
«Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι παρτιζάνοι! Πάλεψε, λαέ, για την λευτεριά σου! Μην παραδίνεσαι στους κακοποιούς! Εγώ θα πεθάνω, αλλά υπάρχουν αυτοί που θα με εκδικηθούν». Με αυτά τα λόγια και την απαράμιλλη εκείνη γενναιότητα που χαρακτηρίζει τους πραγματικούς ήρωες αντιμετώπισε τους Ναζί δήμιους της η νεαρή Γιουγκοσλάβα αντάρτισσα. Την έλεγαν Λέπα Ράντιτς και ήταν μόλις 17 ετών όταν, στις 8 Φλεβάρη 1943, οι κατακτητές την εκτελούσαν δημόσια δια απαγχονισμού.
Πέρασαν 80 χρόνια από εκείνη τη μέρα που η νεαρή Λέπα πέρασε στο πάνθεον των ηρώων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θυσιαζόμενη για τη λευτεριά της πατρίδας της και το ψωμί του λαού της, δίνοντας την ίδια τη ζωή της για τα υψηλότερα ιδανικά που γέννησε η ανθρώπινη σκέψη.
Τι κι’ αν ήταν είχε μόλις κλέισει τα 17; Απέδειξε περίτρανα ότι το θάρρος και η γενναιότητα δεν μετριούνται με τα χρόνια, ούτε περιορίζονται στο φύλο του ανθρώπου. Η πατρίδα της, η Γιουγκοσλαβία, την τίμησε απονέμοντάς την μετα θάνατον το παράσημο του Τάγματος του Ήρωα του Λαού. Μακράν σημαντικότερο παράσημο, ωστόσο, είναι αυτό που αποδίδει ο ίδιος ο λαός και η συλλογική μνήμη, στην οποία το όνομα της νεαρής Λέπα χαράκτηκε με χρυσά, ανεξίτηλα γράμματα.
Σερβοβοσνιακής καταγωγής, η Ράντιτς γεννήθηκε στις 19 Δεκέμβρη 1925 στη Γκασνίτσα, ένα μικρό χωριό του δήμου Γκράντισκα, στο «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» (νυν Σερβική Δημοκρατία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Σημαντικό ρόλο στην ταξική της συνειδητοποίηση έπαιξε ο θείος της, Βλάντετα Ράντιτς, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στο εργατικό κίνημα της εποχής. Η μικρή Λέπα έγινε αρχικά μέλος της Ένωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας Γιουγκοσλαβίας και το 1941, σε ηλικία 15 ετών, εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας.
Η ένταξη της στο Κομμουνιστικό Κόμμα συνέπεσε με την έναρξη του πολέμου και την εισβολή των δυνάμεων του Άξονα στη Γιουγκοσλαβία. Λίγους μήνες αργότερα, το Νοέμβρη του 1941, η Λέπα και συγγενικά της πρόσωπα συνελήφθησαν από την την διαβόητη Κροατική φασιστική, δοσιλογική οργάνωση «Ούστασε». Με τη βοήθεια παρτιζάνων, η ίδια και η αδελφή της Ντάρα κατάφεραν να δραπετεύσουν από τις φυλακές στις 23 Δεκέμβρη 1941. Έκτοτε ξεκίνησε η αντιστασιακή δράση της Λέπα μέσα από τις γραμμές των ανταρτών του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η 17χρονη Ράντιτς συνελήφθη από τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους τον Φλεβάρη του 1943 κατά την διάρκεια μιας μάχης. Φυλακίστηκε και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να προδώσει τους συντρόφους της και να δώσει πληροφορίες για τις αντιστασιακές οργανώσεις. Παρέμεινε αλύγιστη μέχρι τέλους, υπομένοντας το μαρτύριο χωρίς να βγάλει λέξη. Η ηρωϊκή άρνηση της να συνεργαστεί με τους Ναζί κατακτητές είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε θάνατο δια απαγχονισμού.

Η σύλληψη της Λέπα από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους.
Λίγο πριν οδηγηθεί στο ικρίωμα, οι δήμιοι της έκαναν μια τελευταία απόπειρα να της αποσπάσουν πληροφορίες για το κρυσφήγετο των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος, υποσχόμενοι να της σώσουν τη ζωή. «Δεν είμαι προδότρια του λαού μου. Αυτοί που ρωτάτε θα αποκαλυφθούν όταν θα καταφέρουν να εξοντώσουν εσάς τους κακούργους, μέχρι και τον τελευταίο» ήταν η απάντηση της Λέπα. Έτσι αγέρωχη και γενναία, με τη θηλιά να σφίγγει τον παιδικό λαιμό της, αντιμετώπισε το θάνατο ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Κομμουνιστικού Κόμματος και των παρτιζάνων.
«Πάλεψε, λαέ, για την λευτεριά σου!» ήταν μια απ’ τις τελευταίες τις λέξεις, σαν υπόμνηση ότι τίποτε δεν χαρίζεται, παρά μονάχα κατακτιέται με αγώνα και θυσίες. Όσα χρόνια κι’ αν περάσουν, στις σελίδες εκείνες της Ιστορίας που αποτυπώνονται οι αγώνες των λαών ενάντια στην εκμετάλλευση και την τυρρανία, κάπου σ’ ένα κεφάλαιο του 20ου αιώνα θα γράφει: Λέπα Ράντιτς, ετών 17, παρούσα!