Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνος Χατζιδάκις: «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό» — Πέθανε σαν σήμερα 15 Iουνίου

Ήταν σαν σήμε­ρα 15 Ιου­νί­ου 1994 όταν «έφυ­γε» από τη ζωή ο Μάνος Χατζι­δά­κις. Και κάθε φορά σε αυτή την επέ­τειο δια­πι­στώ­νου­με ότι μας λείπει.

Όπως ο ίδιος έλε­γε «Τους ανθρώ­πους που έχουν φύγει αλλά παρα­μέ­νουν ζωντα­νοί τους έχου­με καθη­με­ρι­νά τοπο­θε­τη­μέ­νους μέσα μας και τους κου­βα­λά­με σ’ ολό­κλη­ρη τη ζωή μας — το θέμα παύ­ει να έχει χρό­νο. Η μνή­μη γίνε­ται παρόν»

Με αφορ­μή την επέ­τειο από το θάνα­το του μου­σι­κού ανα­σύ­ρα­με ένα ιδιαί­τε­ρα ενδια­φέ­ρον, και άγνω­στο σε πολ­λούς, κεί­με­νο του Μάνου Χατζι­δά­κι, που γρά­φτη­κε το 1980 στη Μελ­βούρ­νη, δημο­σιεύ­ει η ομο­γε­νεια­κή εφη­με­ρί­δα Νέος Κόσμος πριν από μερι­κά χρό­νια  «Βιο­γρα­φι­κό σε πρώ­το προ­σω­πι­κό» και  ένα από­σπα­σμα από συνέ­ντευ­ξή του:

«Γεν­νή­θη­κα στις 23 του Οκτώ­βρη του 1925 στην Ξάν­θη τη δια­τη­ρη­τέα κι όχι την άλλη τη φρι­χτή που χτί­στη­κε μετα­γε­νέ­στε­ρα από τους εσω­τε­ρι­κούς της ενδο­χώ­ρας μετα­νά­στες. Η συνύ­παρ­ξη εκεί­νο τον και­ρό ενός αντι­τύ­που της μπελ-επόκ, με αυθε­ντι­κούς τούρ­κι­κους μινα­ρέ­δες, έδι­ναν χρώ­μα και περιε­χό­με­νο σε μια κοι­νω­νία-παν­σπερ­μία απ’ όλες τις γωνιές της Ελλα­δι­κής γης, που συμ­πτω­μα­τι­κά βρέ­θη­κε να ζει σε ακρι­τι­κή περιο­χή και να χορεύ­ει τσάρ­λε­στον στις δημό­σιες πλα­τεί­ες. Σαν άνοι­ξα τα μάτια μου είδα με απο­ρία πολύ κόσμο να περι­μέ­νει την εμφά­νι­σή μου (το ίδιο συνέ­χι­σα κι αργό­τε­ρα να απο­ρώ σαν με περί­με­ναν κάπου καθυ­στε­ρη­μέ­να να φανώ). Η μητέ­ρα μου ήταν από την Αδρια­νού­πο­λη, κόρη του Κων­στα­ντί­νου Αρβα­νι­τί­δη, και ο πατέ­ρας μου απ’ την Μύρ­θιο της Ρεθύ­μνου, απ’ την Κρή­τη. Είμαι ένα γέν­νη­μα δύο ανθρώ­πων που καθώς γνω­ρί­ζω δεν συνερ­γά­στη­καν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγ­μή που απο­φά­σι­σαν την κατα­σκευή μου. Γι’ αυτό και περιέ­χω μέσα μου χιλιά­δες αντι­θέ­σεις κι όλες τις δυσκο­λί­ες του Θεού. Όμως η αστι­κή μου συνεί­δη­ση, μαζί με τη θητεία μου την λεγό­με­νη «ευρω­παϊ­κή», φέραν ένα εντυ­πω­σια­κό αποτέλεσμα.

Προ­σπά­θη­σα όλον το και­ρό που μένα­με στην Ξάν­θη να γνω­ρί­σω σε βάθος τους γονείς μου και να εξα­φα­νί­σω την αδελ­φή μου. Δεν τα κατά­φε­ρα και τα δύο. Έτσι μετα­κο­μί­σα­με το ’32 στην Αθή­να όπου δεν στά­θη­κε δυνα­τόν να λησμο­νή­σω την απο­τυ­χία μου.

Άρχι­ζα να ζω και να εκπαι­δεύ­ο­μαι στην πρω­τεύ­ου­σα ενώ παράλ­λη­λα σπού­δα­ζα τον έρω­τα και την ποι­η­τι­κή λει­τουρ­γία του και­ρού μου. Έλα­βα όμως την αττι­κή παι­δεία όταν στον τόπο μας υπήρ­χε και Αττι­κή και Παι­δεία. Μ’ επη­ρε­ά­σα­νε βαθιά ο Ερω­τό­κρι­τος, ο Στρα­τη­γός Μακρυ­γιάν­νης, το Εργο­στά­σιο του Φιξ, ο Χαρά­λα­μπος του «Βυζα­ντί­ου», το υγρό κλί­μα της Θεσ­σα­λο­νί­κης και τα άγνω­στα πρό­σω­πα που γνώ­ρι­ζα τυχαία και παρέ­μει­ναν άγνω­στα σ’ όλα τα χρό­νια τα κατο­πι­νά. Στην κατο­χι­κή περί­ο­δο συνει­δη­το­ποί­η­σα πόσο άχρη­στα ήτα­νε τα μαθή­μα­τα της Μου­σι­κής, μια και μ’ απο­μά­κρυ­ναν ύπου­λα απ’ τους αρχι­κούς μου στό­χους που ήταν να επι­κοι­νω­νή­σω, να διο­χε­τευ­θώ και να εξα­φα­νι­στώ, γι’ αυτό και τα στα­μά­τη­σα ευθύς μετά την Κατο­χή. Έτσι δεν σπού­δα­σα σε Ωδείο και συνε­πώς εγλύ­τω­σα απ’ το να μοιά­ζω με τα μέλη του Πανελ­λη­νί­ου Μου­σι­κού Συλ­λό­γου. Έγρα­ψα ποι­ή­μα­τα και πολ­λά τρα­γού­δια, και ασκή­θη­κα ιδιαί­τε­ρα στο να επι­βάλ­λω τις από­ψεις μου με δημο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, πράγ­μα που άλλω­στε με ωφέ­λη­σε τα μέγι­στα σαν έγι­να υπάλ­λη­λος τα τελευ­ταία χρό­νια. Απέ­φυ­γα μετά περίσ­σιας βδε­λυγ­μί­ας ότι τραυ­μά­τι­ζε το ερω­τι­κό μου αίσθη­μα και την προ­σω­πι­κή μου ευαισθησία.

Ταξί­δε­ψα πολύ και αυτό με βοή­θη­σε ν’ αντι­λη­φθώ πώς η βλα­κεία δεν ήταν απο­κλει­στι­κόν του τόπου μας προ­ϊ­όν, όπως περή­φα­να ισχυ­ρί­ζο­νται κι απο­δει­κνύ­ουν συνε­χώς οι έλλη­νες σωβι­νι­στές και της εθνι­κο­φρο­σύ­νης οι ερα­στές. Παράλ­λη­λα ανα­κά­λυ­ψα ότι τα πρό­σω­πα που μ’ ενδια­φέ­ρα­νε έπρε­πε να ομι­λούν απα­ραι­τή­τως ελλη­νι­κά, για­τί σε ξένη γλώσ­σα η επι­κοι­νω­νία γινό­τα­νε οδυ­νη­ρή και εξα­φά­νι­ζε το μισό μου πρόσωπο.

Το ’66 βρέ­θη­κα στην Αμε­ρι­κή. Έμει­να κι έζη­σα εκεί κάπου έξι χρό­νια, τα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας, για λόγους καθα­ρά εφο­ρια­κούς — ανε­κα­λύ­φθη πως χρω­στού­σα τρει­σή­μι­σι περί­που εκα­τομ­μύ­ρια στο δημό­σιο. Όταν εξό­φλη­σα το χρέ­ος μου επέ­στρε­ψα περί­που το ’72 και ίδρυ­σα ένα καφε­νείο που το ονο­μά­σα­με Πολύ­τρο­πον, ίσα­με τη μετα­πο­λί­τευ­ση του ’74, όπου και τόκλει­σα για­τί άρχι­ζε η επο­χή των γηπέ­δων και των μεγά­λων λαϊ­κών εκτο­νώ­σε­ων. Κρά­τη­σα την ψυχραι­μία μου και δεν εχό­ρε­ψα εθνι­κούς και αντι­στα­σια­κούς χορούς στα γυμνα­στή­ρια και στα γεμά­τα από νέους γήπε­δα. Κλεί­νο­ντας το Πολύ­τρο­πο είχα ένα παθη­τι­κό πάλι της τάξε­ως περί­που των τρει­σή­μι­σι εκα­τομ­μυ­ρί­ων — μοι­ραί­ος αριθ­μός, φαί­νε­ται, για την προ­σω­πι­κή μου ζωή.

Από το ’75 αρχί­ζει μια διά­ση­μη επο­χή μου που θα την λέγα­με, για να την ξεχω­ρί­σου­με, υπαλ­λη­λι­κή, που μ’ έκα­νε ιδιαί­τε­ρα γνω­στό σ’ ένα μεγά­λο και απλη­ρο­φό­ρη­το κοι­νό, βεβαί­ως ελλη­νι­κό, σαν άσπον­δο εχθρό της ελλη­νι­κής μου­σι­κής, των ελλή­νων μου­σι­κών και της εξί­σου ελλη­νι­κής κουλ­τού­ρας. Μέσα σ’ αυτή την περί­ο­δο και ύστε­ρα από ένα ανε­πι­τυ­χές έμφραγ­μα στην καρ­διά, προ­σπά­θη­σα πάλι, ανε­πι­τυ­χώς είναι αλή­θεια, να πραγ­μα­το­ποι­ή­σω τις ακρι­βές καφε­νεια­κές μου ιδέ­ες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουρ­γείο Πολι­τι­σμού , εννο­ώ­ντας να επι­βά­λω τις από­ψεις μου με δημο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες. Και οι δύο όμως τού­τοι οργα­νι­σμοί σαθροί και δια­βρω­μέ­νοι από τη γέν­νη­σή τους κατά­φε­ραν να αντι­στα­θούν επι­τυ­χώς και, καθώς λεν, να με νική­σουν «κατά κρά­τος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τού­τον τον και­ρό γεν­νή­θη­κε το Τρί­το κι επι­βλή­θη­κε στη χώρα.

Και τώρα κατα­στά­λαγ­μα του βίου μου μέχρι στιγ­μής είναι :

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλα­κί­ζει μες στα πλαί­σια που καθο­ρί­ζει εκεί­νη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τρα­γού­δι που μας απο­κα­λύ­πτει και μας εκφρά­ζει εκ βαθέ­ων, κι όχι σ’ αυτό που κολα­κεύ­ει τις επι­πό­λαιες και βιαί­ως απο­κτη­θεί­σες συνή­θειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στο­χεύ­ουν στην ανα­θε­ώ­ρη­ση και στην πνευ­μα­τι­κή νεό­τη­τα, τους εύκο­λα «επώ­νυ­μους» πολι­τι­κούς και καλ­λι­τέ­χνες, τους εφη­συ­χα­σμέ­νους συνο­μή­λι­κους, την σκο­τει­νή και ύπο­πτη δημο­σιο­γρα­φία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

Έτσι κατά­φε­ρα να ολο­κλη­ρώ­σω την τραυ­μα­τι­σμέ­νη από την παι­δι­κή μου ηλι­κία προ­σω­πι­κό­τη­τα, κατα­λή­γο­ντας να που­λώ «λαχεία στον ουρα­νό» και προ­κα­λώ­ντας τον σεβα­σμό των νεω­τέ­ρων μου μια και παρέ­μει­να ένας γνή­σιος Έλλη­νας και Μεγά­λος Ερω­τι­κός».

 ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΓΑΛΑΡΙΑΣ

Ποια ήταν τα προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα, η οικο­γε­νεια­κή αγω­γή που συνέ­βα­λε στην ευαι­σθη­σία υπέρ των αδυ­νά­των, πριν καν ο Χατζι­δά­κις αντι­λη­φθεί την έννοια της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης; Την απά­ντη­ση δίνει κι εδώ ‑όπως για τα περισ­σό­τε­ρα εξάλ­λου- ο ίδιος ο συνθέτης:

«Ο πατέ­ρας μου δεν με χτυ­πού­σε ποτέ. Μ’ έδει­ρε μόνο μια φορά όταν μίλη­σα άσχη­μα σε μια γυναί­κα του σπι­τιού. Και με υπο­χρέ­ω­σε να της φιλή­σω τα πόδια. Πιστέψ­τε με το ‘κανα χωρίς δυσα­ρέ­σκεια, νιώ­θο­ντας πως έπρε­πε να το κάνω. Από τότε σέβο­μαι πάντα τα αιτή­μα­τα των εργα­ζο­μέ­νων, τον οποιο­δή­πο­τε εργαζόμενο».

Πολ­λές φορές αργό­τε­ρα επι­χεί­ρη­σε να χαρα­κτη­ρί­σει τον εαυ­τό του:
Είμαι δημο­κρά­της αστός ουμα­νι­στής και ανα­θε­ω­ρη­τής της δεξιάς. Το βέβαιο είναι πως δεν μ’ αρέ­σουν ούτε τα δολά­ρια, ούτε οι Σιβηρίες.
Ποτέ δεν υπήρ­ξα αντι­κομ­μου­νι­στής (…) Εγώ περιέ­χω και τον αρι­στε­ρό. Ο αρι­στε­ρός όμως δεν με περιέ­χει. Να τι εννοώ αστός. Δεν εννοώ τον έμπο­ρο αυτο­κι­νή­των που ξαφ­νι­κά πλού­τι­σε και τα ‹σπά­ει› στα νυχτε­ρι­νά κέντρα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο