Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάριο Μονιτσέλι, πατριάρχης της «κωμωδίας αλά ιταλικά»

Στην ιστο­ρία του κινη­μα­το­γρά­φου ένα σημα­ντι­κό κεφά­λαιο είναι αυτό της «κωμω­δί­ας αλά ιτα­λι­κά» και ο σπου­δαιό­τε­ρος εκφρα­στής της ήταν ο Μάριο Μονι­τσέ­λι, ένας μάστο­ρας απ’ τους λίγους, που μας έδω­σε στην πολύ­χρο­νη στα­διο­δρο­μία του εκπλη­κτι­κές δημιουρ­γί­ες, όπως «Ο Κλέ­ψας του Κλέ­ψα­ντος», «Εντι­μό­τα­τοι Φίλοι μου», «Οι Γεν­ναί­οι του Μπραν­κα­λε­ό­νε», «Ο Ανθρω­πά­κος» και ακό­μη πολ­λές απο­λαυ­στι­κές κωμωδίες.

Ο Μονι­τσέ­λι, όμως, δεν ήταν απλώς ένας μεγά­λος σκη­νο­θέ­της, που ψυχα­γω­γού­σε το κοι­νό και προ­κα­λού­σε το γέλιο, το τόσο χρή­σι­μο και ανα­κου­φι­στι­κό για τις δύσκο­λες επο­χές, αλλά κι ένας άνθρω­πος του πνεύ­μα­τος, με αστεί­ρευ­το χιού­μορ, ένας μαχη­τι­κός ιδε­ο­λό­γος, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Αντισυμβατικό φινάλε

Πέρα­σαν κιό­λας 10 χρό­νια από τον θάνα­τό του, όταν σε ηλι­κία 95 ετών, κι ενώ ήταν στο τελευ­ταίο στά­διο του καρ­κί­νου, προ­τί­μη­σε να δώσει ένα τέλος αντι­συμ­βα­τι­κό στη ζωή του, επι­στρα­τεύ­ο­ντας το πικρό χιού­μορ που διέ­πνεε το σύνο­λο του έργου του, πηδώ­ντας από τον πέμ­πτο όρο­φο του νοσο­κο­μεί­ου Σαν Τζο­βά­νι της Ρώμης, όπου νοση­λεύ­ο­νταν. Ήταν 29 Νοεμ­βρί­ου του 2010 και ο Μονι­τσέ­λι θα περά­σει στο πάν­θε­ον των σημα­ντι­κό­τε­ρων Ευρω­παί­ων σκηνοθετών.

Αστραφτερό ταλέντο

Ο Μάριο Μονι­τσέ­λι γεν­νή­θη­κε στη Ρώμη στις 16 Μαϊ­ου του 1915. Μητέ­ρα του ήταν η Μαρία Καρέ­ρι και πατέ­ρας του ήταν ο δημο­σιο­γρά­φος Τομά­ζο Μονι­τσέ­λι, ο οποί­ος ‑τι ειρω­νεία- αυτο­κτό­νη­σε το 1946. Η αδελ­φή τού πατέ­ρα του ήταν σύζυ­γος του Αρνόλ­ντο Μοντα­ντό­ρι, ιδρυ­τή του μεγά­λου ομώ­νυ­μου εκδο­τι­κού οίκου- σημείο ανα­φο­ράς για τα γράμ­μα­τα και τη δια­νό­η­ση της Ιταλίας.

monitseliΛίγο πριν τα 20 χρό­νια του, ο Μονι­τσέ­λι θα κάνει την πρώ­τη του ερα­σι­τε­χνι­κή ται­νία μεγά­λου μήκους. Το ταλέ­ντο του αστρά­φτει και η ται­νία θα προ­βλη­θεί στο φεστι­βάλ της Βενε­τί­ας με επι­τυ­χία, ανοί­γο­ντάς του το δρό­μο στον κινη­μα­το­γρά­φο. Μπαί­νει στα στού­ντιο ως παι­δί για όλες τις δου­λειές, ενώ παράλ­λη­λα σπου­δά­ζει και παίρ­νει το πτυ­χίο από τη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή της Πίζας. Το 1941, εκεί­νες της μαύ­ρες επο­χές του Μου­σο­λί­νι, θα τον καλέ­σουν στο στρα­τό και το 1943 θα κατα­φέ­ρει να λιπο­τα­κτή­σει για να κρυ­φτεί στη Ρώμη, μέχρι το τέλος του φασι­σμού. Το 1945 θα ανα­λά­βει βοη­θός του σκη­νο­θέ­τη Πιέ­τρο Τζέρ­μι, ενώ έχει ήδη αρχί­σει να γρά­φει σενάρια.

Πικρή κωμωδία

Το νερό έχει μπει στο αυλά­κι, που θα εξε­λι­χθεί σε χεί­μαρ­ρο έμπνευ­σης, ικα­νό­τη­τας και κυρί­ως ενός ξεχω­ρι­στού κινη­μα­το­γρα­φι­κού στιλ που η δύνα­μή του δεν περιο­ρι­ζό­ταν στις τεχνι­κές λεπτο­μέ­ρειες ή στο «φινί­ρι­σμα», αλλά στην οξυ­δέρ­κεια του Μονι­τσέ­λι να συν­δυά­ζει τη λαϊ­κή κωμω­δία, με το κοι­νω­νι­κό σχό­λιο, το γέλιο με τις μελαγ­χο­λι­κές δια­πι­στώ­σεις, το δρά­μα με τη φάρ­σα, αφή­νο­ντας σχε­δόν πάντα μία επω­φε­λή πίκρα στο θεα­τή. Δικαί­ως θα χαρα­κτη­ρι­στεί ο «πατριάρ­χης της κωμω­δί­ας αλά ιταλικά».

Έτσι, δεν θα αργή­σει να έρθει και μία από τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές του, όταν θα γυρί­σει το 1958 την κλα­σι­κή πλέ­ον κωμω­δία «Ο Κλέ­ψας του Κλέ­ψα­ντος», που θα φτά­σει μέχρι τις υπο­ψη­φιό­τη­τες για το Όσκαρ. Ο Μονι­τσέ­λι συν­δυά­ζει με μονα­δι­κό τρό­πο το φαρ­σι­κό, μπου­φο­νι­κό χιού­μορ της comedia dell’ arte με την κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία του νεο­ρε­α­λι­σμού, αξιο­ποιώ­ντας στο έπα­κρο το σπιρ­τό­ζι­κο σενά­ριο για μία συμ­μο­ρία μικρο­α­πα­τε­ώ­νων στα περί­χω­ρα της Ρώμης. Ταυ­τό­χρο­να, όμως, ο Μονι­τσέ­λι ανα­δει­κνύ­ει την παρα­νο­μία ως μονα­δι­κή λύση για επι­βί­ω­ση, την ταξι­κή αλλη­λεγ­γύη, την αδι­κία του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, ενώ το αξέ­χα­στο καστ (Τοτό, Βιτό­ριο Γκά­σμαν, Μαρ­τσέ­λο Μαστρο­γιά­νι, Ρενά­το Σαλ­βα­τό­ρι, Κλά­ου­ντια Καρ­ντι­νά­λε, Κάρ­λο Πιζα­κά­νε κ.ά.) δίνει ζωή στην μονα­δι­κή πινα­κο­θή­κη λαϊ­κών χαρακτήρων.

Καυστικός

Τον επό­με­νο χρό­νο θα γυρί­σει το αντι­πο­λε­μι­κό δρά­μα «Ο Μεγά­λος Πόλε­μος» που θα μπει και πάλι στις υπο­ψη­φιό­τη­τες για Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας, ενώ θα κερ­δί­σει τον Χρυ­σό Λέο­ντα στο φεστι­βάλ Βενε­τί­ας. Ένα αρι­στούρ­γη­μα, όχι τόσο γνω­στό όσο οι κωμω­δί­ες του, αλλά που απο­δει­κνύ­ει ότι μπο­ρού­σε να πετύ­χει με οτι­δή­πο­τε κατα­πια­νό­ταν. Βιτό­ριο Γκά­σμαν και Αλμπέρ­το Σόρ­ντι δίνουν τα ρέστα τους, στους ρόλους δυο φαντά­ρων, που προ­σπα­θούν να λουφάρουν.

Η δεκα­ε­τία του ’60 θα συνε­χι­στεί το ίδιο δημιουρ­γι­κή (θα εντυ­πω­σιά­σει με το δρα­μα­τι­κό φιλμ «Οι Σύντρο­φοι») ενώ θα συμ­με­τά­σχει και σε αρκε­τά σπον­δυ­λω­τά φιλμ με τους Φελί­νι, Βισκό­ντι, Ετό­ρε Σκό­λα και Ντί­νο Ρίζι, το άλλο ιερό τέρας της ιτα­λι­κής κωμω­δί­ας. Το 1966 θα γυρί­σει την περί­φη­μη καυ­στι­κή σατι­ρι­κή κωμω­δία «Οι Γεν­ναί­οι του Μπραν­κα­λε­ό­νε», που τοπο­θε­τεί­ται στην επο­χή των Σταυ­ρο­φο­ριών, με έναν απί­στευ­το Βιτό­ριο Γκά­σμαν, στο ρόλο ενός ξεπε­σμέ­νου ιππό­τη, με γεν­ναίο στό­μα, καρ­διά λέο­ντα και κού­νε­λο πολε­μι­στή, ο οποί­ος ηγεί­ται μίας αξιο­θρή­νη­της ομά­δας ετε­ρό­κλη­των χαρακτήρων.

Εντιμότατοι Φίλοι

Η δεκα­ε­τία του ’70 θα συνε­χι­στεί εντυ­πω­σια­κά. Μερι­κές μόνο από τις επι­τυ­χί­ες του είναι οι κωμω­δί­ες «Έλα Σπί­τι να Γνω­ρί­σεις τη Γυναί­κα μου», με Ούγκο Τονιά­τσι και Ορνέ­λα Μού­τι, «Θέλου­με τους Κολο­νέ­λους», πάλι με Τονιά­τσι, «Μια Ιτα­λί­δα στη Νέα Υόρ­κη», με τη Σοφία Λόρεν. Το 1977 θα σκη­νο­θε­τή­σει με μαε­στρία το δρά­μα «Ο Ανθρω­πά­κος», που θα χαρί­σει στον Αλμπέρ­το Σόρ­ντι μία εντυ­πω­σια­κή ερμη­νεία, ενώ δύο χρό­νια πριν θα μας προ­σφέ­ρει μία από τις κλα­σι­κό­τε­ρες κωμω­δί­ες όλων των επο­χών, τους «Εντι­μό­τα­τους Φίλους». Μία ξεκαρ­δι­στι­κή ται­νία για μια παρέα μεσή­λι­κων, που δεν λέει να ενη­λι­κιω­θεί, κάνο­ντας πλά­κα με κάθε κόστος, με τους ήρω­ές του να προ­σπα­θούν να ξεχά­σουν τα προ­σω­πι­κά τους αδιέ­ξο­δα. Συγκλο­νι­στι­κός ο Ούγκο Τονιά­τσι, υπέ­ρο­χοι οι Φιλίπ Νουα­ρέ, Αντόλ­φο Τσέ­λι, Γκα­στόν Μοσκίν.

Ο Μάριο Μονι­τσέ­λι, που σκη­νο­θε­τού­σε μέχρι τα βαθιά του γερά­μα­τα, μας άφη­σε περισ­σό­τε­ρες από 70 ται­νί­ες, πολ­λές απ’ τις οποί­ες ‑ειδι­κά στους νεό­τε­ρους- είναι άγνω­στες. Κάποιες απ’ αυτές δεν έχουν την ίδια αξία με τις προ­α­να­φε­ρό­με­νες, αλλά έχουν αυτή τη μονα­δι­κή μαγεία, το άγγιγ­μα ενός αυθε­ντι­κού καλ­λι­τέ­χνη, ενός ανυ­πό­τα­κτου ιδε­ο­λό­γου, που δεν κρύ­φτη­κε ποτέ και κυρί­ως στά­θη­κε δίπλα στον λαό, χαρί­ζο­ντάς του γέλιο και στιγ­μές ψυχι­κής ανά­τα­σης, κάτι το οποίο σήμε­ρα ανα­δει­κνύ­ε­ται ως το πολυ­τι­μό­τε­ρο αγαθό.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

«Ο Χικ­μέτ στην Ελλά­δα», του Ηρα­κλή Κακαβάνη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο