Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Α) – Δεύτερο μέρος: Η μνήμη σώζεται με τα πρόσωπα

Γρά­φει η ofisofi //

Καθώς η δια­δρο­μή στο χρό­νο είναι τεθλα­σμέ­νη πρό­σω­πα και πολ­λά γεγο­νό­τα έρχο­νται από μόνα τους και του χτυ­πούν την πόρ­τα. Το ένα φέρ­νει τ’ άλλο. Έτσι αρχί­ζουν να απο­κτούν ξεχω­ρι­στή παρου­σία σημα­ντι­κές και συνά­μα τρα­γι­κές μορ­φές του κινή­μα­τος: Μπε­λο­γιάν­νης, Ζαχα­ριά­δης, Κολι­γιάν­νης, Μπαρ­τζώ­τας, Πλου­μπί­δης, Καραγιώργης…

«Η μνή­μη σώζε­ται με τα πρό­σω­πα. Τα περι­στα­τι­κά εύκο­λα μπερ­δεύ­ο­νται μετα­ξύ τους, χάνουν και τις χρο­νο­λο­γί­ες τους κάπου χάνο­νται και τα ίδια».

Με το Νίκο Μπε­λο­γιάν­νη συνα­ντιέ­ται για πρώ­τη φορά στην Πάτρα σε συν­θή­κες σκλη­ρής τρο­μο­κρα­τί­ας. Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος είναι δια­με­σο­λα­βη­τής για τον γάμο ενός κορι­τσιού μ’ έναν αξιω­μα­τι­κό. Εκεί­να τα χρό­νια όλοι είχαν γνώ­μη σε όλα τα ζητή­μα­τα ακό­μα και τα πολύ προ­σω­πι­κά. Αργό­τε­ρα θα τον ξανα­δεί κάπου στην Αθή­να και θα τον ξανα­συ­να­ντή­σει την άνοι­ξη του 1949 στο Γράμ­μο ως εκπρό­σω­πο του Γενι­κού Αρχη­γεί­ου που συχνά τον χρέ­ω­ναν να εκφω­νεί ομι­λί­ες σε εκδη­λώ­σεις. Τον συνά­ντη­σε και μετά την ήττα στην Αλβα­νία καθώς είχε επι­στρέ­ψει από μάχη προ­κει­μέ­νου να βοη­θη­θεί η υπο­χώ­ρη­ση και η περι­συλ­λο­γή όσων δυνά­με­ων είχαν απο­μεί­νει. Κατα­πο­νη­μέ­νος, άκε­φος και ίσως άρρω­στος. Εκεί πέρα­σαν μαζί λίγες μέρες συζητώντας.

Ο Μπε­λο­γιάν­νης ήταν ένας άνθρω­πος ήρε­μος με ιδιόρ­ρυθ­μη φωνή. Η φήμη του άρχι­σε με τις δίκες στην Αθή­να αλλά ο θρύ­λος του είχε σχη­μα­τι­στεί από τα χρό­νια της νεό­τη­τάς του καθώς είχε εγκα­τα­λεί­ψει την ασφά­λεια του σπι­τιού του και του μέλ­λο­ντός του και ακο­λου­θού­σε με αυτα­πάρ­νη­ση άλλους δρό­μους που με τη σει­ρά τους οδη­γού­σαν σε εξο­ρί­ες και φυλακές.

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος υπο­στη­ρί­ζει ότι ο Μπε­λο­γιάν­νης πέθα­νε όπως έζη­σε. Αν και φαι­νό­ταν ώρι­μος και γαλή­νιος γρή­γο­ρα απο­κά­λυ­πτε και τη σκλη­ρά­δα που τον διέ­κρι­νε. Η σκέ­ψη του ήταν καθα­ρή και γνώ­ρι­ζε πολύ καλά όλα όσα συνέ­βαι­ναν. Ανά­με­σα στα προ­σό­ντα του η ειλι­κρί­νεια και η πολι­τι­κή εγκυ­ρό­τη­τα. Μαχό­με­νος κομ­μου­νι­στής συνε­λή­φθη ακρι­βώς για­τί πολε­μού­σε πάντα στην πρώ­τη γραμμή.

Ο άνθρω­πος με το γαρύ­φαλ­λο δεν αντι­με­τώ­πι­σε μόνο με αξιο­θαύ­μα­στη συμπε­ρι­φο­ρά τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που υψώ­θη­κε μπρο­στά του, αλλά «ήταν μια στιγ­μή ωρι­μό­τη­τας του κινή­μα­τος που αντι­προ­σώ­πευε. Σαν να το έπαιρ­νε με το λου­λου­δά­κι του και να το κινού­σε σε μια απε­λευ­θέ­ρω­ση από κάποιες σκλα­βιές, απε­λευ­θέ­ρω­ση κυρί­ως από μια παρα­δο­σια­κή αιχ­μα­λω­σία (ιδε­ο­λο­γι­κή, ψυχολογική)».

Ο Μπε­λο­γιάν­νης στην πιο κρί­σι­μη και καθο­ρι­στι­κή στιγ­μή της ζωής του ήταν νέος, τριά­ντα περί­που χρο­νών, υγι­ής, με ανοι­χτό μυα­λό, αισιό­δο­ξος, γεμά­τος αυτο­πε­ποί­θη­ση και δυνα­τό χαρα­κτή­ρα, δίχως ρήγ­μα­τα, ρεα­λι­στής ανή­κε στην κατη­γο­ρία εκεί­νων των ανθρώ­πων, αγω­νι­στών που ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος χαρα­κτη­ρί­ζει «ανθρώ­πι­να δια­μά­ντια με πνεύ­μα, ήθος και καρ­διά στο ίδιο ύψος με την ιδέα που ασπά­στη­καν παι­διά και δεν την λέρω­σαν παρά με το αίμα τους». Κου­βα­λώ­ντας όλα αυτά «Σαν ένας καλός δρο­μέ­ας έφτα­σε στο δικό του τέρ­μα με ανε­ξά­ντλη­τη την αντο­χή του και η τελευ­ταία του χει­ρο­νο­μία ήταν αλη­θι­νή και πει­στι­κή, όπως κάθε αυθε­ντι­κό, πηγαίο πράγ­μα. Για όλα αυτά δεν θα τον πού­με τρα­γι­κό πρό­σω­πο, ας του πήραν το κεφά­λι στα τριά­ντα τόσα του χρόνια…».

Ο Μπε­λο­γιάν­νης λοι­πόν δεν ήταν τρα­γι­κό πρό­σω­πο. Τρα­γι­κά πρό­σω­πα ήταν πολ­λά άλλα με προ­ε­ξέ­χου­σα μορ­φή τον άλλο Νίκο, τον Ζαχαριάδη.

of1

Η έντα­ξη του Νίκου Ζαχα­ριά­δη στην επο­χή βοη­θά­ει να κατα­λά­βου­με καλύ­τε­ρα την προ­σω­πι­κό­τη­τά του και τη συμπε­ρι­φο­ρά του.

Στην Αντί­στα­ση δημιουρ­γή­θη­κε ένα κίνη­μα που παλ­λό­ταν από ενθου­σια­σμό και ψυχι­κό σθέ­νος, που έδει­ξε ότι ήξε­ρε να δίνει μάχες και σκλη­ρούς αγώ­νες και είχε όρα­μα και όνει­ρο. Η ηγε­σία του όμως δεν είχε τον ίδιο δυνα­μι­σμό και φάνη­κε εξαι­ρε­τι­κά ανα­πο­φά­σι­στη στις κρί­σι­μες στιγ­μές. Συμ­με­τεί­χε σε συνέ­δρια, συν­δια­σκέ­ψεις και υπέ­γρα­φε συμ­φω­νί­ες για τις οποί­ες λίγο μετά δυσα­να­σχε­τού­σε αλλά στη συνέ­χεια πήγαι­νε και δεσμευό­ταν ότι αυτό το δυνα­μι­κό εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό κίνη­μα δεν θα επι­χει­ρού­σε να κατα­λά­βει την εξου­σία. Έτσι οδη­γή­θη­καν στον Λίβα­νο, στην Καζέρ­τα, στη Βάρ­κι­ζα. Στη συνέ­χεια άρχι­ζαν οι ατε­λεί­ω­τες συζη­τή­σεις μέσα σε ολο­μέ­λειες και συν­δια­σκέ­ψεις για να βρουν τα λάθη και τις παραλείψεις.

Όμως «το κακό δεν ήταν μέσα στις απο­φά­σεις και στις συμ­φω­νί­ες. Όλα κρί­νο­νταν στο ενδιά­με­σο, στην καθη­με­ρι­νή τρι­βή, όπου, κατά κανό­να, ανα­τρέ­πο­νταν όσα είχαν απο­φα­σι­στεί και συνο­μο­λο­γη­θεί με απο­τέ­λε­σμα να μην υπάρ­χουν γραμ­μές σταθερές».

Επι­πλέ­ον ο συγ­γρα­φέ­ας συν­δέ­ει αυτές τις εξε­λί­ξεις που καθό­ρι­σαν και όσα συνέ­βη­σαν στο μέλ­λον με την ανα­φο­μοί­ω­τη μαρ­ξι­στι­κή θεω­ρία. Υπο­στη­ρί­ζει ότι στην Ελλά­δα ο μαρ­ξι­σμός δεν λει­τούρ­γη­σε απε­λευ­θε­ρω­τι­κά διό­τι ελά­χι­στοι τον είχαν προ­σεγ­γί­σει ουσια­στι­κά. Οι περισ­σό­τε­ροι τον υιο­θέ­τη­σαν «περισ­σό­τε­ρο σαν μια θητεία, μια πίστη». Υπήρ­χε δηλα­δή μια θεω­ρία, μια ιδε­ο­λο­γία την οποία δεν γνώ­ρι­ζαν ή αν γνώ­ρι­ζαν δεν την είχαν αφο­μοιώ­σει δημιουρ­γι­κά και την ανα­πα­ρή­γαν μηχα­νι­κά. Εκεί­νο που κυρί­ως προ­κά­λε­σε ο μαρ­ξι­σμός «ήταν ο σει­σμός στα αισθή­μα­τα». Ήταν τέτοιο το μέγε­θος της επί­δρα­σής του που οδή­γη­σε σε μια αλη­θι­νή επανάσταση.

«Με τις δρα­στή­ριες παρεμ­βά­σεις του μαρ­ξι­σμού σχη­μα­τί­σθη­κε μια νέα συναι­σθη­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ένας νέος ρομα­ντι­σμός. Άνα­ψαν και­νού­ριες φωτιές που ήταν απα­ραί­τη­τες σε στιγ­μές εθνι­κής ύφε­σης. Όλα τού­τα όμως τα και­νού­ρια πράγ­μα­τα προ­χω­ρού­σαν κάπως στα τυφλά, όπως σ’ όλους τους μεγά­λους ενθου­σια­σμούς χωρίς την απα­ραί­τη­τη πνευ­μα­τι­κή κάλυ­ψη. Και στο γεγο­νός αυτό βρί­σκο­νταν κιό­λας οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για τ’ άλλα που έρχο­νταν από το μέλλον.»

Την επο­χή που επέ­στρε­ψε ο Ζαχα­ριά­δης από το Ντα­χά­ου ήδη η ατμό­σφαι­ρα ήταν βαριά. Είχε δια­μορ­φω­θεί μια αντι­φα­τι­κή κατά­στα­ση. Το κίνη­μα ήταν νικη­μέ­νο αλλά οι δυνά­μεις του εξα­κο­λου­θού­σαν να είναι ζωντα­νές και ακμαί­ες. Προ­βαί­νει μάλι­στα σε μια ανα­λο­γία προ­σπα­θώ­ντας να απο­τι­μή­σει το φαι­νό­με­νο Ζαχα­ριά­δης. Γρά­φει συγκεκριμένα:

«Τον Ζαχα­ριά­δη, αν θελή­σει να τον σκε­φθεί κανείς, αφού περά­σουν άλλα πενή­ντα ή εκα­τό χρό­νια, μπο­ρεί και να τον πάρει σαν έναν άλλο στρα­τη­γό Γκρου­σύ που φτά­νει στο πεδίο της μάχης μ’ ενός – δύο χρό­νων καθυ­στέ­ρη­ση κι αμέ­σως πιά­νει πόλε­μο χωρίς να έχει συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι πέρα­σαν τόσα χρό­νια. Κωμι­κο­τρα­γω­δία αλλά σήμε­ρα ακό­μα την κωμω­δία δεν την σκε­φτό­μα­στε, μένει πολύ ζωντα­νή η τρα­γι­κή μνή­μη εκεί­νων των δύο χρό­νων, η αφό­ρη­τη πίε­ση που άσκη­σαν και ήταν τρο­με­ρά δύσκο­λο να τη βαστά­ξουν συνη­θι­σμέ­νοι πολι­τι­κοί ηγέτες».

Ποιος ήταν λοι­πόν ο Νίκος Ζαχαριάδης;

Ήταν ένας άνθρω­πος με μεγά­λο κύρος στον χώρο του ΚΚΕ και στην αντί­λη­ψη των συντρό­φων του. Από τους πιο έγκυ­ρους μαρ­ξι­στές, ο οποί­ος μπο­ρού­σε να συν­δυά­ζει το εθνι­κό με το διε­θνι­στι­κό, να τρα­βά μπρο­στά και να ανοί­γει δρό­μους προ­βάλ­λο­ντας μια νέα ηθι­κή στις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις και στην πολιτική.

Ο Ζαχα­ριά­δης έδι­νε την εντύ­πω­ση ότι μπο­ρού­σε να μετριά­σει και να ισορ­ρο­πή­σει μέσα του, αυτό που έλει­πε από τους άλλους κομ­μα­τι­κούς ηγέ­τες, την ιδε­ο­λο­γι­κή επάρ­κεια και την ψυχι­κή έξαρ­ση, τον παρορμητισμό.

Η συμπε­ρι­φο­ρά του όμως έδει­ξε ότι δεν τα κατά­φε­ρε και δεν μπό­ρε­σε να απαλ­λα­γεί από τα ελατ­τώ­μα­τα του χαρα­κτή­ρα του. Πολ­λές φορές ήταν απρό­βλε­πτος, επέ­βα­λε τη δική του άπο­ψη, επι­δί­ω­κε να βγαί­νει νικη­τής και με κάθε τρό­πο ανα­δεί­κνυε τις κακές πλευ­ρές του χαρα­κτή­ρα του εφαρ­μό­ζο­ντας μιαν απα­ρά­δε­κτη βιαιό­τη­τα, πολ­λή καχυ­πο­ψία και εχθροπάθεια.

Από την άλλη μεριά ήταν ο μόνος από τους συντρό­φους του που είχε απο­δε­σμευ­θεί ψυχι­κά από δεσμεύ­σεις στα διε­θνή κέντρα, τη Μόσχα και τον Στάλιν.

Ήταν τύπος δυνα­μι­κός, σκε­πτό­με­νος και ανε­ξάρ­τη­τος, είχε όρα­μα και θέλη­ση να το πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Είχε ικα­νό­τη­τες και προ­σό­ντα αλλά αντί να τα αξιο­ποι­ή­σει «με σύνε­ση και ψυχραι­μία, με πολι­τι­κή πονη­ριά ακό­μα, μέσα στις εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λες περι­στά­σεις του ’45 και του ’46, άρχι­σε ν’ αντι­δρά με ανακολουθίες …».

Ήταν ένας ηγέ­της που «θέλη­σε να κάνει ό,τι οι άλλοι δεν έκα­ναν τότε που μπο­ρού­σαν…». Σε όλα αυτά έγκει­ται η τρα­γι­κό­τη­τα του Νίκου Ζαχαριάδη.

Ένα από τα πρό­σω­πα που σχο­λιά­ζει ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος, σχε­τί­ζει με τον Ζαχα­ριά­δη και θεω­ρεί αντι­προ­σω­πευ­τι­κό της ατμό­σφαι­ρας που επι­κρα­τού­σε στο ΚΚΕ τότε, μετά τον εμφύ­λιο και όσα δια­δρα­μα­τί­στη­καν είναι ο Κώστας Κολι­γιάν­νης. «Ενώ βρι­σκό­ταν στο ικρί­ω­μα, ξαφ­νι­κά βρί­σκε­ται στην κορυ­φή της πυραμίδας».

Τον χαρα­κτη­ρί­ζει κλει­στό άνθρω­πο, λιγο­μί­λη­το και βλο­συ­ρό, χωρίς να είναι σίγου­ρος αν αυτός ήταν ο χαρα­κτή­ρας του ή αν έτσι ήθε­λε να φαί­νε­ται. Φημι­ζό­ταν για την ηθι­κή του και ο συγ­γρα­φέ­ας διευ­κρι­νί­ζει ότι αν και δεν τον ήξε­ρε καλά, του έδι­νε την εντύ­πω­ση γεν­ναί­ου ανθρώ­που, αφο­σιω­μέ­νου στις ιδέ­ες του. Εκτι­μά όμως ότι άνθρω­ποι σαν τον Κολι­γιάν­νη συνή­θως έκα­ναν για δεύ­τε­ροι γραμ­μα­τείς, δεν είχε σπου­δαί­ες πολι­τι­κές ικα­νό­τη­τες ούτε έκα­νε για ηγέ­της· και επει­δή η σκέ­ψη αυτού του είδους των ανθρώ­πων είναι κλει­στή, δημιουρ­γεί ασυμ­φω­νί­ες, ρήγ­μα­τα, συγκρού­σεις και μόνι­μη ασυ­νε­νοη­σία. Στη σκέ­ψη του ολι­γό­λο­γου πολύ εύκο­λα ο πολυ­λο­γάς δεν θεω­ρεί­ται καλός σύντρο­φος και αυτό τον μετα­τρέ­πει σε έναν άνθρω­πο δύσπι­στο και καχύ­πο­πτο. Όταν λοι­πόν οι συν­θή­κες είναι δύσκο­λες και οι και­ροί ανά­πο­δοι τέτοια φαι­νό­με­να δυσπι­στί­ας και καχυ­πο­ψί­ας γίνο­νται καθη­με­ρι­νά. Ο Ζαχα­ριά­δης ήταν πολύ ανοι­χτός σε αυτά, αλλά και οι συνερ­γά­τες του, ένας από τους οποί­ους ήταν και ο Κολι­γιάν­νης. Ανα­φέ­ρει συγκε­κρι­μέ­να ότι όταν του Κολι­γιάν­νη του έλε­γαν για κάποιον που γρά­φει καλά γύρι­ζε και τον κοί­τα­ζε σαν να του είπαν πως δεν βάζει καλά την κομ­μα­τι­κή του στολή.

Θύμα αυτής της συμπε­ρι­φο­ράς έπε­σε και ο ίδιος ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος από την επο­χή του ΔΣΕ στο βου­νό αλλά κυρί­ως στην Τασκέν­δη. Υπο­στη­ρί­ζει ότι όλα όσα συνέ­βη­σαν θα μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν αστεία αν δεν μετα­μορ­φώ­νο­νταν στα­δια­κά σε πολύ σοβα­ρά γεγονότα.

Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος κατη­γο­ρή­θη­κε για τη συγ­γρα­φή αντι­κομ­μου­νι­στι­κών κει­μέ­νων και εκφώ­νη­ση αντι­κομ­μου­νι­στι­κών ομι­λιών. Ήταν μια κατη­γο­ρία πολύ σοβα­ρή αλλά χωρίς αιτία, χωρίς λόγο, χωρίς στοι­χεία, από αυτές που στή­νο­νταν με μεγά­λη ευκο­λία και δημιουρ­γού­σαν μια ατμό­σφαι­ρα δυσπι­στί­ας και απο­ρί­ας και ένα αρνη­τι­κό κλί­μα. Το ζήτη­μα δεν ήταν ο ίδιος αλλά εκεί­νοι που έστη­ναν τις κατη­γο­ρί­ες και ο λόγος που το έκα­ναν. Το φαι­νό­με­νο ήταν συχνό από τα χρό­νια του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού στο βου­νό, αλλά εντά­θη­κε ακό­μα περισ­σό­τε­ρο στην Τασκένδη.

«Ό,τι έμει­νε και σκε­φτό­μουν από αυτή την ιστο­ρία ήταν ο τρό­πος με τον οποίο στο μυα­λό του ανθρώ­που σχη­μα­τί­στη­κε μια τέτοια υπό­θε­ση. Δεν βρή­κα ποτέ άκρη. Για­τί ακρι­βώς μια τέτοια σύλ­λη­ψη που είχε να κάνει με λόγους, με ομι­λί­ες και κείμενα;…».

Δυστυ­χώς τα αλλη­λο­φα­γώ­μα­τα ήταν μια οδυ­νη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και εύκο­λα γίνο­νταν πιστευ­τές διά­φο­ρες επι­νο­ή­σεις που έβα­ζαν σε δοκι­μα­σία συντρό­φους του, κομ­μα­τι­κά μέλη και στε­λέ­χη και όλοι και όλα ανα­πο­δο­γύ­ρι­ζαν με την αλλα­γή των πολι­τι­κών συν­θη­κών. Οι κατή­γο­ροι βρί­σκο­νταν κατη­γο­ρού­με­νοι και το αντίστροφο.

Αυτά όλα δεν είχαν λογι­κή και γι’αυτό το κόστος ήταν πιο μεγά­λο, κυρί­ως το ψυχι­κό. Όμως μέσα από όλα αυτά απέ­κτη­σε ένα μέτρο που τον βοή­θη­σε να βλέ­πει καλύ­τε­ρα τις αλλα­γές που γίνο­νταν μέσα στον άνθρω­πο όταν άλλα­ζαν τα πράγματα.

Όλοι αυτοί οι άνθρω­ποι υπάρ­χουν στις ανα­μνή­σεις του με μορ­φές συσπα­σμέ­νες από την προ­σπά­θεια και την έντα­ση να σηκώ­σουν βάρη μεγα­λύ­τε­ρα από εκεί­να που μπο­ρού­σαν. Ο δρό­μος από την ιδέα ως την πραγ­μα­το­ποί­η­σή της είναι μεγά­λος. Μέσα σε αυτόν πορεύ­ο­νται οι άνθρω­ποι αστα­μά­τη­τα ακό­μα και αν κάποιοι δεν κατορ­θώ­νουν να φτά­σουν στο τέρ­μα. Οι άνθρω­ποι, οι δυνά­μεις τους εξα­ντλού­νται, αλλά ο δρό­μος όχι. Πάντα θα υπάρ­χουν άλλοι άνθρω­ποι να τους περ­πα­τούν και να συνεχίζουν .

«Του­λά­χι­στον κρί­νο­ντας από την προ­σω­πι­κή μας πεί­ρα, ξέρου­με τώρα όλοι πως το όνει­ρο, όλη η ιδέα και ο σκο­πός τελι­κά έγει­ραν και στρώ­θη­καν χάμω σαν κομ­μέ­να δέντρα σ’ έναν δρό­μο, αυτόν που περ­πα­τή­σα­με, όπως τον περ­πα­τή­σα­με, η μόνη μας βεβαιό­τη­τα. Και ίσως αυτό μόνο είναι που πράγ­μα­τι γίνε­ται – να ανοί­γο­νται μόνο και να περ­πα­τιού­νται δρό­μοι…». Μας προ­τεί­νει να το έχου­με στο νου μας όταν δια­βά­ζου­με τις περι­γρα­φές του, διό­τι μπο­ρούν να φωτί­σουν την ατμό­σφαι­ρα και το δρό­μο εκεί­νον «με τόσο σκλη­ρή και αβά­στα­χτη μοί­ρα, κάτω από την οποία θα γογ­γύ­ξουν και αλη­θι­νά δυνα­τοί χαρακτήρες».

Και εκεί­νο που τελι­κά είναι αξιο­μνη­μό­νευ­το σε όλη αυτή τη δια­δρο­μή είναι ο τρό­πος με τον οποίο περ­πά­τη­σαν οι άνθρω­ποι. Και τα πόδια τα οδή­γη­σε η δύνα­μη της ψυχής της οποί­ας η επί­δρα­ση στο αδύ­να­το σώμα υπήρ­ξε ανυ­πο­λό­γι­στη. Μια δύνα­μη που υπο­τι­μή­θη­κε και παρα­γνω­ρί­στη­κε αλλά πάνω στη­ρί­χθη­καν τα πάντα.

Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα πρό­σω­πα που έρχο­νται στη σκέ­ψη του. Περ­νούν και άλλα τα οποία θυμά­ται με αγά­πη, με τρυ­φε­ρό­τη­τα, με συμπά­θεια όπως είναι ο Γιώρ­γος Σεβα­στί­κο­γλου, η Έλλη Αλε­ξί­ου, ο Κώστας Μπό­σης, ο Λέων Κού­κου­λας, οι τρεις Χρή­στοι που έρχο­νται στο ύπνο του, οι οπλαρ­χη­γοί του Δημο­κρα­τι­κού Στρατού.

Από όλα αυτά τα πρό­σω­πα θα ξεχω­ρί­σω τη μνεία στον αδελ­φό του Γιώρ­γο που μαρ­τύ­ρη­σε στη φυλα­κή, τον άφη­σαν, τον ξανα­έ­πια­σαν και τελι­κά ούτε τον ξανα­εί­δε ούτε έμα­θε κάτι γι’ αυτόν εκτός από το ότι βγή­κε στο βουνό.

Αντι­προ­σω­πευ­τι­κή περί­πτω­ση μιας επο­χής, παρα­μο­νές εμφυ­λί­ου, της ψυχο­λο­γί­ας της αλλά και της νεό­τη­τάς που δεν έχα­σαν ποτέ, για­τί την πήραν μαζί τους, «για εκεί­νους προ­νό­μιο, για μας αθε­ρά­πευ­τη τύψη».

alex3Αλλά το πιο απο­καρ­διω­τι­κό, η λήθη. «Θεέ μου, τι είναι δυνα­τόν να συμ­βεί και με τη μνή­μη των ανθρώ­πων! Τι χαλα­σμοί, τι φοβε­ρά μπερ­δέ­μα­τα και τι αβά­στα­χτη νέκρα… Συχνά στα μάτια αυτών που ρωτού­σα, παλιών μας φίλων, συνο­μή­λι­κων, συγκα­τά­δι­κων και συμπο­λε­μι­στών, είναι μια σύγ­χυ­ση του νου και μια άσπρη λησμο­νιά και γενι­κά σαν να μην είμα­στε παρά η διά­ψευ­ση που έμει­νε απ’ όλη εκεί­νη την ιστο­ρία. Και κάπο­τε νιώ­θεις ακό­μα πιο άσχη­μα: ότι και με την καλη­μέ­ρα που είπες επρό­σβα­λες τους νεκρούς σου. Να βάλω λοι­πόν εδώ μια τελεία και να κλεί­σω αυτή τη διή­γη­ση. Να μεί­νω μόνος με το αδέλ­φι μου κοι­τώ­ντας το να φεύ­γει ψηλά καβά­λα στην τελευ­ταία του σφαίρα.»

Ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά κάνει στο Δημή­τρη Χατζή, τη γνω­ρι­μία τους και κυρί­ως την αντι­πα­ρά­θε­ση τους μετά την κρι­τι­κή του Χατζή στο μυθι­στό­ρη­μα του Αλε­ξαν­δρό­που­λου Νύχτες και Αυγές. (συνε­χί­ζε­ται)

(Το πρώ­το μέρος ΕΔΩ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο