«Είμαστε οι νικητές, είστε οι ηττημένοι» ούρλιαζαν τα μεγάφωνα. Και τα καράβια έφταναν γεμάτα. Κι απόπλεαν άδεια. Τα μεγάφωνα συνέχιζαν να ουρλιάζουν: «Είμαστε οι νικητές, είστε οι ηττημένοι». Οι “νικητές” ήταν οι Άγγλοι του Σκόμπυ. Οι Αμερικανοί του Βαν Φλιτ. “Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας” παρουσιάζονταν μπροστά του. Οι ναπάλμ του Τρούμαν. Έτσι “νίκησαν”.
Κι έχτισαν το δικό τους Νταχάου. Το κολαστήριο που ονόμασαν “Νέο Παρθενώνα”.
Και τα μεγάφωνα ούρλιαζαν: «Είμαστε οι νικητές, είστε οι ηττημένοι».
Πολλές φορές ούρλιαζαν και οι κρατούμενοι. Έπειτα σιωπούσαν. Κάποιοι για πάντα. Κι άλλοι τραβούσαν σιωπηλοί και χαμογελαστοί για την Αθανασία. Όπως ο Αλέξης:
«Τι ήσυχος που ήσουν, Αλέξη
νύχτα νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε,
δεν πρόφτασες καλά-καλά να δέσεις τον μπόγο σου,
δεν πρόφτασες να δέσεις τις αρβύλες σου. Προσέξαμε
σα δρασκελούσες την πόρτα του αντίσκηνου,
τόνα κορδόνι σου λυμένο σέρνονταν στο χώμα
Φοβηθήκαμε μη και σκοντάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες
και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε.»
Φαντάζει απίστευτο πόσο μπορεί να αποκτηνωθεί ο άνθρωπος.
Άλλους τους ανέσυραν από τη θάλασσα κατασπαραγμένους απ’ τις γάτες μέσα σε σακιά. Όπως ο Μανώλης.
Και στοίβαζαν στα καΐκια δολοφονημένους από σφαίρες – τριακόσιους με τη μια, από βασανιστήρια, τρελαμένους, κουτσούς.
Γέμισε ο τόπος σκιές. Σκιές που πλανώνται πάνω από τις πέτρες της Μακρονήσου, πάνω απ’ την Ιστορία. Σκιές ευγενικών ανθρώπων που ονειρεύτηκαν, που τους καθαγίασε η θυσία τους κι έγιναν σύμβολα της Νίκης των “ηττημένων”.
Σήμερα οι σκιές αυτές στέκουν μπροστά μας. Αναδύονται από τις μήτρες του γλύπτη Μάρκου Γεωργιλάκη που είναι θαμμένες κάτω απ’ το μνημείο. Βρίσκονται ανάμεσά μας.
«Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.»
Κοιτάνε πέρα τις μανάδες που πόνεσαν, τα παιδιά που άφησαν, που πείνασαν και λοιδορήθηκαν. Για να ζήσουν όλα τα παιδιά του κόσμου. Για να χαμογελάνε οι μανάδες.
Κάθε μια απ’ τις σκιές έχει στους ώμους της
«Την κούραση δώδεκα ωρών από πέτρα
Την δίψα δώδεκα ωρών από ήλιο
Τον πόνο τόσων χρόνων
Την απόφαση μιας ολόκληρης ζωής».
Θα περάσουν χρόνια. Το ίδιο το μνημείο θα έχει γίνει Ιστορία ανάμεσα στις Σκιές που αναπαριστά. Οι επισκέπτες θα περιδιαβαίνουν τις Σκιές, θα αφουγκράζονται τους ψιθύρους τους, «θα ακουμπάνε πάνω τους όπως ακουμπάμε στις πιο βαθιές αναμνήσεις μας», θα ονειρεύονται μαζί τους εκείνον τον καλύτερο κόσμο που στο όνομά του αναδύθηκαν κι υπάρχουν ανάμεσά μας.
Ήμασταν κι εμείς εκεί. Όταν οι μορφές του Μάρκου Γεωργιλάκη, οι ψυχές των ηρωικών Μακρονησιωτών στήθηκαν πάνω στις πέτρες του βράχου της θυσίας και κοίταξαν για πρώτη φορά τις ακτογραμμές της Λαυρεωτικής. Εκεί που πρώτοι ακούσαμε τη σιωπηλή κραυγή τους:
-Εμείς είμαστε οι νικητές! Οι ιδέες, οι αξίες, τα ιδανικά μας!
«Είναι σκληρός ο αγώνας μητέρα
Μα είναι πολλά τα αδέρφια μας
Είναι πολλά τα παιδιά σου μητέρα
Μη πικραίνεσαι
Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο μητέρα
Ανηφορίζοντας τον θάνατο».
