Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μανωλάκης Κιουπτσής – Γιαννάκης Τσουρτσούλης, οι μικροί εξόριστοι του Αη Στράτη που νίκησαν τον θάνατο από πείνα

Η Κλεονίκη Κιουπτσή (αριστερά) με τον γιο της τον Μανωλάκη και τη συνεξόριστή της Ελένη Αμπατζή, στον Αη Στράτη. Πηγή φωτογραφίας: Γιώργου Φαρσακίδη, ΣΕ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ, Θεσσαλονίκη 2012

Η Κλε­ο­νί­κη Κιου­πτσή (αρι­στε­ρά) με τον γιο της τον Μανω­λά­κη και τη συνε­ξό­ρι­στή της Ελέ­νη Αμπα­τζή, στον Αη Στρά­τη.
Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη, ΣΕ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2012

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Χιλιά­δες αγω­νι­στές «φιλο­ξε­νή­θη­καν» για δεκα­ε­τί­ες στους τόπους εξο­ρί­ας. Πολ­λά παι­διά αντί­κρι­σαν για πρώ­τη φορά τα χρώ­μα­τα της ζωής στα υγρά κελιά των φυλα­κών ή στους βρά­χους ενός ξερο­νη­σιού, μεγά­λω­σαν ανά­με­σα στους φυλα­κι­σμέ­νους και τους εξό­ρι­στους και έχα­σαν τον ένα ή και τους δυο γονείς τους στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα, είτε δεν πρό­λα­βαν καν να τους γνω­ρί­σουν. Ο Μανω­λά­κης Κιου­πτσής και ο Γιαν­νά­κης Τσουρ­τσού­λης είναι δυο από τους πολ­λούς αφα­νείς «μικρούς» ήρω­ες που σήκω­σαν στις παι­δι­κές τους ψυχές βάρος δυσα­νά­λο­γα μεγά­λο με τα χρό­νια και το μπόι τους, που οι περισ­σό­τε­ροι δεν θα σηκώ­σουν σε ολό­κλη­ρη τη ζωή τους.

Ο Αη Στρά­της ήταν για δεκα­ε­τί­ες τόπος εκτο­πι­σμού κομ­μου­νι­στών και άλλων αγω­νι­στών, «επι­κίν­δυ­νων για την δημό­σια τάξη». Τον χει­μώ­να του 1941–42 έμελ­λε να γρα­φτεί εκεί μια από τις πιο ηρω­ι­κές σελί­δες του λαϊ­κού-κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και ταυ­τό­χρο­να σελί­δα αιώ­νιας ντρο­πής για το επί­ση­μο κρά­τος που προ­τί­μη­σε να παρα­δώ­σει στους ναζί κατα­χτη­τές τους κομ­μου­νι­στές εξό­ρι­στους, αντί να τους απε­λευ­θε­ρώ­σει, όπως επα­νει­λημ­μέ­να αιτού­νταν, για να πολε­μή­σουν για τη λευ­τε­ριά της πατρίδας.

Οι ελλη­νι­κές αρχές ζητού­σαν ως «αντάλ­λαγ­μα» για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των εξο­ρί­στων την υπο­γρα­φή τους κάτω από μια δήλω­ση με την οποία θα απο­κή­ρυσ­σαν την ιδε­ο­λο­γία τους. Η τιμω­ρία τους, όταν αρνή­θη­καν, ήταν η ολι­κή στέ­ρη­ση τρο­φής, μέχρι θανά­του. Οι κομ­μου­νι­στές εξό­ρι­στοι πάλε­ψαν σκλη­ρά με την πεί­να και τον εχθρι­κό χει­μώ­να, κοντα­ρο­χτυ­πή­θη­καν με τον θάνα­το, είχαν απώ­λειες (33 πέθα­ναν από την ασι­τία) μα δε λύγι­σαν. Κι όσοι άντε­ξαν μέχρι το τέλος, δρα­πέ­τευ­σαν και εντά­χτη­καν στην ένδο­ξη λαϊ­κή αντί­στα­ση, ενά­ντια στον ξένο κατα­χτη­τή και τους ντό­πιους συνερ­γά­τες του.

Ο Μανω­λά­κης Κιου­πτσής γεν­νή­θη­κε το 1939 στις γυναι­κεί­ες φυλα­κές Αβέ­ρωφ. Η μητέ­ρα του Κλε­ο­νί­κη Κιου­πτσή βρι­σκό­ταν στη φυλα­κή και το 1937. Ο πατέ­ρας του, με διώ­ξεις από το ΄24-΄25, πιά­στη­κε από τις πρώ­τες μέρες της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας, φυλα­κί­στη­κε και κατέ­λη­ξε στην Ακροναυπλία.

Ο Γιαν­νά­κης Τσουρ­τσού­λης γεν­νή­θη­κε το 1933 ή ΄34. Η μητέ­ρα του Κού­λα Σου­λιώ­τη — Τσουρ­τσού­λη γεν­νή­θη­κε το 1912 στον Ίασμο Κομο­τη­νής και έγι­νε μέλος του ΚΚΕ πριν τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά. Το 1938 δικά­ζε­ται σε φυλά­κι­ση και εξο­ρία στον Αη Στρά­τη. Ο πατέ­ρας του Γιαν­νά­κη, φυλα­κι­σμέ­νος κι αυτός στην Ακρο­ναυ­πλία, εκτε­λέ­στη­κε από τους Γερμανούς.

Ο Στέ­λιος Παπα­δο­μι­χε­λά­κης, Γραμ­μα­τέ­ας της Ομά­δας εξο­ρί­στων κατά την Κατο­χή θυμά­ται: «Πολ­λά χρω­στά­με, εμείς οι εξό­ρι­στοι του Αη Στρά­τη της κατο­χι­κής περιό­δου, στην οικο­γέ­νεια της παπα­διάς με τα τρία κορί­τσια και τα δυο παλι­κά­ρια. Η συντρό­φισ­σά μας, η Κού­λα Σου­λιώ­τη – Τσουρ­τσού­λη είχε ιδιαί­τε­ρα καλές σχέ­σεις με τις κοπέ­λες της παπα­διάς. (…) Η Κού­λα, πάντα συνε­πής στο καθή­κον της, μας έφε­ρε ένα δεμα­τά­κι στον Κεντρι­κό Θάλα­μο λέγο­ντας: «Μου ’τα χει δώσει η παπα­διά…» Κι ήταν για μας το πιο ακρι­βό και απρό­σμε­νο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δώρο. Πολυ­δι­πλω­μέ­νη σε μαντη­λά­κι, ήταν η μπρο­σού­ρα του Δημή­τρη Γλη­νού: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» και μαζί της ένα φύλ­λο της παρά­νο­μης εφη­με­ρι­δού­λας του Μακε­δο­νι­κού Γρα­φεί­ου του Κόμ­μα­τος «Λαϊ­κή Φωνή».

«Ερχό­τα­νε οι χωρο­φύ­λα­κες και μου λέγα­νε «πάρε μια σοκο­λά­τα και κάνε χάιλ Χίτλερ». Έπαιρ­να τη σοκο­λά­τα, τους σήκω­να τη γρο­θιά μου κι έφευ­γα τρέχοντας!

Θυμά­μαι τότε που ήμου­να βοη­θός στον [Γιάν­νη] Λίπα. Ο Λίπας ήταν υπεύ­θυ­νος των γου­ρου­νιών και στην ανα­φο­ρά έλε­γα: Μανώ­λης Κιου­πτσής, Γουρουνάς!»

Ο Γιαν­νά­κης και ο Μανω­λά­κης θα γίνουν τα παι­διά όλων των εξό­ρι­στων. Η Ομά­δα θα κάνει τα πάντα για να μην τους λεί­ψει το χαμό­γε­λο, το παι­χνί­δι, μια μπου­κιά τρο­φή, ακό­μα και τότε που εξα­ντλη­μέ­νοι και αδύ­να­μοι οι αγω­νι­στές αρχί­ζουν ένας-ένας, δυο-δυο, τρεις-τρεις να πεθαί­νουν από την ασι­τία. «Τα παι­διά και τα μάτια μας»… «Αν όλοι εμείς πεθά­νου­με από την πεί­να, του­λά­χι­στον να ζήσουν αυτά»… «Αν εμείς δε ζήσου­με, να μιλή­σουν στα παι­δά­κια μας για μάς»…

Ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) εξό­ρι­στος στον Αη Στρά­τη εκεί­νη την επο­χή, στο μνη­μειώ­δες έργο του ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941 παρου­σιά­ζει ένα στιγ­μιό­τυ­πο από τη ζωή του μικρού Μανω­λά­κη τις μέρες που κορυ­φω­νό­ταν η μάχη της πείνας:

«Ένας πέθα­νε, δεύ­τε­ρος ξεψυ­χά­ει, τρί­τος λιπο­θυ­μά­ει κι όλοι προ­χω­ρούν κοπα­δια­στά προς τον άλλο κόσμο, βρό­μα και βόχα, φωνές και παρα­κά­λια, πεθα­μέ­νοι και μισο­πε­θα­μέ­νοι, σκε­λε­τοί, φαντά­σμα­τα και κινού­με­νες σκιές, τρε­λοί και μισό­τρε­λοι, πεί­να και αγω­νία, τρα­γι­κές στιγ­μές, στιγ­μές φρί­κης απε­ρί­γρα­πτης. Δεν έχου­με ποιος να πάει για χορ­τά­ρια και για ξύλα, ποιος να κάνει το μάγει­ρα και ποιος να κου­βα­λή­σει νερό.

Οι παπά­δες περ­νούν κάθε μέρα και ρωτά­νε αν θα ’χουν μερο­κά­μα­το. Ο Μανω­λά­κης τρέ­μει σαν τους βλέ­πει. Έμα­θε πως αυτό είναι κακό σημά­δι για την ομά­δα. Με το μικρό του μυα­λό έκα­με συν­δυα­σμό παπά και συμ­φο­ράς. Κάθε φορά που θα περά­σουν, ένας σύντρο­φος θα φύγει σε μια κάσα ή πάνω σε ξύλα, ακί­νη­τος. Κάπου –άκου­σε- θα τον κρύ­ψουν στο χώμα. Κι από πάνω θα βρέ­χει, θα κάνει κρύο, θα ’ναι σκο­τά­δι κι ο σύντρο­φος μονα­χός του. Σαν τους βλέ­πει κρύ­βε­ται και φωνά­ζει. «Έρχου­νται οι παπά­δες, έρχου­νται οι παπά­δες!» Μήνες αργό­τε­ρα φώνα­ζε τα ίδια. Ξεπε­τιού­ντα­νε στον ύπνο και φώνα­ζε. «Περ­νούν οι παπά­δες!» Μα ποιος, ποιος να μετα­φέ­ρει τους πεθαμένους;»

Το 1942 οι Έλλη­νες δεσμο­φύ­λα­κες του Αη Στρά­τη χωρί­ζουν αιφ­νι­δια­στι­κά την Κού­λα Σου­λιώ­τη από τον γιο της Γιαν­νά­κη. Την μετα­φέ­ρουν στο στρα­τό­πε­δο του Παύ­λου Μελά στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και την παρα­δί­νουν στους κατα­χτη­τές. Την βασα­νί­ζουν για να την ανα­γκά­σουν να δεχτεί την βουλ­γα­ρι­κή υπη­κο­ό­τη­τα. Εκεί­νη αρνεί­ται σθε­να­ρά και την εκτε­λούν. Πριν την εκτέ­λε­σή της έγρα­ψε ένα γράμ­μα στο παι­δί της και κατά­φε­ρε να του το στεί­λει στον Αη Στρά­τη. Το γράμ­μα δημο­σιεύ­τη­κε στην παρά­νο­μη «Λαϊ­κή Φωνή».

Μονά­κρι­βό μου αγο­ρά­κι, Γιαννάκη

Αφή­νω γεια, γιό­κα μου, για πάντα. Μη λυπη­θείς για το χαμό των γονιών σου, παι­δί μου. Τρά­βα το δρό­μο σου χωρίς δισταγ­μούς. Έτσι ται­ριά­ζει σε σένα να κάνεις. Όταν, λεβέ­ντη μου, θα δια­βά­ζεις τις λίγες αυτές γραμ­μές της μανού­λας σου, δεν θα υπάρ­χω στη ζωή. Μη σε φοβί­ζει όμως αυτό. Μεγά­λη η χαρά για μένα που μου δίνε­ται η ευκαι­ρία να σου γρά­ψω για να σου πω: Γιαν­νά­κη, θυμά­σαι τι μου υποσχέθηκες;

Θυμή­σου το και μη το ξεχά­σεις ποτέ πια, για­τί δε θα μπο­ρέ­σω να στο ξανα­πώ ποτέ. Θυμά­σαι πόσο ανοι­χτά σου μίλη­σα και δεν έπε­σα έξω. Πόνε­σε τότε η καρ­δού­λα σου και η δικιά μου αρκε­τά, αλλά πόσο καλό θα σου κάνουν τα τελευ­ταία λόγια της μανού­λας σου σε όλη τη ζωή!

Τι κι αν ήταν σκλη­ρά και τρα­νά για την ηλι­κία σου! Έπρε­πε να ειπω­θούν και ειπώ­θη­καν. Έτσι έχω κι εγώ τη συνεί­δη­σή μου ήσυχη.

Μη σκε­φτείς τίπο­τε άλλο, αγα­πού­λα μου, και ποτέ ας μη σκο­τί­σει τη ζωή η ορφά­νια σου. Κάνε ό,τι υπο­σχέ­θη­κες στη μανού­λα σου και δε θα μεί­νεις ποτέ μόνος. Συνέ­χι­σε λοι­πόν, λεβέ­ντη μου, και συμπλή­ρω­σε τα δικά μας κενά. Να η δια­θή­κη των γονιών σου. Γιαν­νά­κη! Φιλώ το μέτω­πό σου για τελευ­ταία φορά και έχε γεια για πάντα, γιε μου.

Με άφτα­στη μητρι­κή αγά­πη και στοργή.
Η μανού­λα σου».

Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρία του Παντε­λή Σου­λιώ­τη, αδελ­φού της Κού­λας Σου­λιώ­τη, ο Γιαν­νά­κης Τσουρ­τσού­λης μετά την εκτέ­λε­ση της μητέ­ρας του φιλο­ξε­νή­θη­κε για ένα διά­στη­μα από την οικο­γέ­νεια Βενέ­τη και αργό­τε­ρα από άλλους συγ­γε­νείς του στο Βόλο.

Στις 17 Ιού­νη του 1943 οι 61–62 ενα­πο­μεί­να­ντες εξό­ρι­στοι του Αη Στρά­τη, με την οργά­νω­ση και καθο­δή­γη­ση του Μακε­δο­νι­κού Γρα­φεί­ου του ΚΚΕ, δρα­πε­τεύ­ουν με καΐ­κι του ΕΛΑΝ κάτω απ’ τη μύτη των Γερ­μα­νών και φτά­νουν στις ακτές του Αγί­ου Όρους. Ανά­με­σα στους δρα­πέ­τες βρί­σκο­νται και ο Γιαν­νά­κης με τον Μανω­λά­κη και τη μητέ­ρα του Κλε­ο­νί­κη Κιου­πτσή, η οποία θα αφη­γη­θεί πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα στον Γιώρ­γο Φαρσακίδη:

«…Όταν απο­βι­βά­στη­καν στον Αη Στρά­τη οι ΕΛΑ­Νί­τες κι έρχο­νταν να μας βρουν, ένας πιτσι­ρι­κάς αη-στρα­τί­της, που φύλα­γε τ’ αμπέ­λι, είδε και ανα­γνώ­ρι­σε τον Θανά­ση τον Στράν­τζα­λη.
-Ρε Στράν­τζα­λη, τον ρωτά­ει, τι θέλεις εδώ;
Έτσι δημιουρ­γή­θη­κε το ενδε­χό­με­νο να προ­δο­θού­με στους Γερ­μα­νούς, που καρα­δο­κού­σαν στον όρμο του Φρά­γκου να κοπά­σει η θάλασ­σα για να μας μετα­φέ­ρου­νε σε άλλο στρα­τό­πε­δο. Το κου­βε­ντιά­σα­με το λοι­πόν, πήρα­με την από­φα­ση και πήγε να μιλή­σει του πιτσι­ρι­κά ο Θανάσης.
-Άκου­σε εδώ, του είπε εκεί­νος. Θα μεί­νεις εδώ έως ότου ο ήλιος ν’ ανέ­βει πάνω από το βρά­χο του Λένιν. (Δηλ. θα πήγαι­νε οκτώ η ώρα το πρωί και φεύ­γο­ντας εμείς τα μεσά­νυ­χτα θα είχα­με απο­μα­κρυν­θεί αρκε­τά). Και τότε μονά­χα, συνέ­χι­σε ο Στράν­τζα­λης, θα κατέ­βεις στο χωριό και θα πεις ότι είχε έρθει ένα εγγλέ­ζι­κο υπο­βρύ­χιο και πήρε όλους τους μπολ­σε­βί­κους. Αλλιώς θα ξανάρ­θω, του λέει, δεί­χνο­ντας το αυτό­μα­το, και θα σκο­τώ­σω κι εσέ­να κι όλη την οικογένεια.
Πραγ­μα­τι­κά, όπως μάθα­με, έτσι ακρι­βώς κι έγι­νε. Και στην ώρα που του είπε ο πιτσι­ρί­κος διέ­δω­σε την ιστο­ρία με το υπο­βρύ­χιο. Και μεις, μπαί­νο­ντας το πρωί στον αγιο­ρεί­τι­κο κόλ­πο, είδα­με μα ξεκι­νούν κατά τον Αη Στρά­τη πολε­μι­κά πλοία και τρία αερο­πλά­να των Γερ­μα­νών, προ­φα­νώς για να κυνη­γή­σουν το «εγγλέ­ζι­κο υποβρύχιο»!

Τα χρό­νια πέρα­σαν. Η λευ­τε­ριά δεν πρό­λα­βε να ριζώ­σει. Μια νέα κατο­χή ήρθε κι άπλω­σε τα μαύ­ρα δίχτυα της κι έδε­σε το λαό που με τόσες θυσί­ες και αίμα πολέ­μη­σε για να γίνει νοι­κο­κύ­ρης στον τόπο του. Εμφύ­λιος. Ο αγώ­νας ενά­ντια στη νέα κατο­χή υπο­χώ­ρη­σε. Ο Μανω­λά­κης μεγά­λω­σε, πήγε στο στρα­τό. Οι διοι­κη­τές του τον περί­με­ναν για να τον καψο­νά­ρουν, να του σπά­σουν το ηθι­κό. Ο γιος των κομ­μου­νι­στών, περή­φα­να, τους έκο­ψε τη φόρα. «Από μένα δε βγαί­νει τίπο­τα, τους λέει, στη φυλα­κή γεν­νή­θη­κα, στην εξο­ρία μεγάλωσα».

Στοι­χεία αντλή­θη­καν από:
-την ιστο­σε­λί­δα Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης)
-τα βιβλία
1) Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη, ΣΕ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2012
2) Κώστα Μπό­ση, ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941, Εκδο­τι­κό της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθή­να 1947
3) Βάσου Γεωρ­γί­ου, Έτσι γίνα­νε οι άνθρω­ποι, εκδ. Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1988
-το ντο­κι­μα­ντέρ: «Τόποι πολι­τι­κής εξο­ρί­ας και ιστο­ρι­κής μνή­μης: Αη Στρά­της», του Λεω­νί­δα Βαρ­δα­ρού (2008)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο