Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν για την «ατομική τρομοκρατία»

Για τους κομ­μου­νι­στές η ατο­μι­κή τρο­μο­κρα­τία είναι ανό­η­τη, ανε­δα­φι­κή μορ­φή πάλης και προ­βο­κα­τό­ρι­κη. Άσχε­τα με το αν συν­δέ­ε­ται με μηχα­νι­σμούς του κρά­τους ενέ­χει από τη φύση της το στοι­χείο της προβοκάτσιας.

Με αφορ­μή την κου­βέ­ντα που γίνε­ται μετά την κατα­δι­κα­στέα επί­θε­ση στον Λου­κά Παπα­δή­μο, επι­λέ­ξα­με να ανα­δη­μο­σιεύ­σου­με κάποια σχε­τι­κά απο­σπά­σμα­τα από το έργο των Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν. Αντι­με­τώ­πι­σαν ως έναν από τους βασι­κούς εχθρούς του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, ομά­δες και πρό­σω­πα, που είχαν αιχ­μή της δρά­σης τους την ατο­μι­κή τρο­μο­κρα­τία , στο κίνη­μα των αναρ­χι­κών, αλλά και των ναρό­ντ­νι­κων, (αγρο­τι­κό δημο­κρα­τι­κό κίνη­μα στα μέσα του 19ου αιώ­να στη Ρωσία). Αλλά και στη συνέ­χεια, αρχές του 20ού αιώ­να, ο Λένιν το αντι­με­τώ­πι­σε στη δρά­ση των εσέ­ρων (σοσια­λι­στές — επα­να­στά­τες) [Πηγή: Ριζοσπάστης] 

Ενγκελς — Μαρξ

Ο Ενγκελς, σε επι­στο­λή του προς τον Πάμπλο Ιγκλέ­σιας, στη Μαδρίτη:

«(…) Οσο για τους αναρ­χι­κούς, αυτοί φαί­νε­ται δεν απέ­χουν πολύ απ’ την αυτο­κτο­νία. Τού­τη η παθια­σμέ­νη πυρε­τώ­δης φού­ρια, τού­το το πυρο­τέ­χνη­μα των δολο­φο­νιών, που δεν έχουν κανέ­να νόη­μα, και, αν το καλο­κοι­τά­ξεις, είναι πλη­ρω­μέ­νες και μοντα­ρι­σμέ­νες απ’ την αστυ­νο­μία, δεν μπο­ρεί να μην ανοί­ξει τα μάτια ακό­μα και του αστι­σμού για τον αλη­θι­νό χαρα­κτή­ρα αυτής της προ­πα­γάν­δας των φρε­νο­βλα­βών και βαλ­τών πρακτόρων(…)
(Κ. ΜΑΡΞ — Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ, «Απα­ντα», τόμ. 39, σελ. 223).

Μετά το ματο­βαμ­μέ­νο τσά­κι­σμα της «Κομ­μού­νας του Παρι­σιού», οι αναρ­χι­κοί επι­τέ­θη­καν στη «Διε­θνή Ενω­ση Εργα­τών», επί­θε­ση συν­δυα­σμέ­νη με την επί­θε­ση των αστι­κών κυβερνήσεων.

Ο Ενγκελς, σε επι­στο­λή του από το Λον­δί­νο, στις 24 Γενά­ρη του 1872, ένα χρό­νο μετά την Κομ­μού­να, προς τον Τέο­ντορ Κού­νο στο Μιλά­νο, ανα­φέ­ρε­ται σ’ αυτό ως εξής:

«(…)Αν ανα­λο­γι­στεί κανείς σε ποια στιγ­μή — τώρα ακρι­βώς που όλα τα σκυ­λιά έχουν ξαμο­λυ­θεί κατα­πά­νω στη Διε­θνή — οι άνθρω­ποι αυτοί οργα­νώ­νουν τη συνω­μο­σία τους, τότε δεν μπο­ρεί να μην περά­σει απ’ το μυα­λό του πως οι κύριοι της διε­θνούς αστυ­νο­μί­ας έχουν βάλει το χέρι τους στην υπό­θε­ση. Κι αυτό πράγ­μα­τι συμ­βαί­νει. Στο Μπε­ζιέ, οι μπα­κου­νι­κοί της Γενεύ­ης έχουν σαν εκπρό­σω­πό τους τον διευ­θυ­ντή της αστυ­νο­μί­ας! (…) Ως ποιο βαθ­μό είναι ανα­κα­τε­μέ­νη στην υπό­θε­ση η ρωσι­κή αστυ­νο­μία είναι κάτι που το αφή­νω ανοι­χτό για την ώρα, αλλά ο Μπα­κού­νιν ήταν χωμέ­νος ως τα μπού­νια στην υπό­θε­ση “Νετσά­γιεφ” (βέβαια, το δια­ψεύ­δει, αλλά εμείς εδώ έχου­με τα πρω­τό­τυ­πα των ρωσι­κών κει­μέ­νων κι επει­δή και ο Μαρξ και εγώ κατα­λα­βαί­νου­με τα ρωσι­κά, δεν μπο­ρεί να μας ρίξει στά­χτη στα μάτια). Κι ο Νετσά­γιεφ, είτε είναι agent provocateur (πρά­κτο­ρας) των Ρώσων, είτε οπωσ­δή­πο­τε έδρα­σε ως τέτοιος. Πέρα απ’ αυτό, ανά­με­σα στους Ρώσους φίλους του Μπα­κού­νιν υπάρ­χουν κάθε λογής ύπο­πτα άτομα (…).
(Κ. ΜΑΡΞ — Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ, «Απα­ντα», τόμ. 33, σελ. 388 — 392).

Σχε­τι­κά δε με τη «Μυστι­κή Συμ­μα­χία», των Μπα­κού­νιν — Νετσά­γιεφ, η οποία σκο­πό της είχε την είσο­δο μελών της στη «Διε­θνή Ενω­ση Εργα­τών», με σκο­πό την υπο­νό­μευ­ση και διά­λυ­σή της, ταυ­τό­χρο­να δρού­σαν αυτο­τε­λώς με μορ­φές πάλης τις δολο­φο­νί­ες πολι­τι­κών, δηλα­δή, τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών σαν την «τρο­μο­κρα­τία » των σημε­ρι­νών μηχα­νι­σμών, γρά­φουν τα εξής:

«Εδώ έχου­με να κάνου­με με μια εται­ρεία, που, κάτω απ’ τη μάσκα του πιο ακραί­ου αναρ­χι­σμού, δε στρέ­φει τα χτυ­πή­μα­τά της ενά­ντια στις υπάρ­χου­σες κυβερ­νή­σεις… Για να επι­τύ­χει τους σκο­πούς της, η εται­ρεία αυτή δε διστά­ζει να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κάθε μέσο και κάθε δολιό­τη­τα. Το ψέμα, η συκο­φα­ντία, οι εκφο­βι­σμοί, οι τρα­μπου­κι­σμοί, είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά της γνω­ρί­σμα­τα. Τέλος, στη Ρωσία η εται­ρεία αυτή αντι­ποιεί­ται κατά­φω­ρα τον τίτλο της Διε­θνούς και, καλυ­πτό­με­νη πίσω από την επω­νυ­μία της Διε­θνούς, δια­πράτ­τει ποι­νι­κά αδι­κή­μα­τα, απά­τες, μια δολο­φο­νία, ενώ για όλα αυτά ο κυβερ­νη­τι­κός και ο αστι­κός Τύπος επιρ­ρί­πτει την ευθύ­νη στην Ενω­σή μας(…) Ας φωνα­σκούν οι ηγέ­τες της Συμ­μα­χί­ας περί προ­δο­σί­ας. Εμείς τους παρα­δί­δου­με στην περι­φρό­νη­ση των εργα­τών και στην εύνοια των κυβερ­νή­σε­ων, στις οποί­ες πρό­σφε­ραν ανε­κτί­μη­τες υπη­ρε­σί­ες, απο­διορ­γα­νώ­νο­ντας το εργα­τι­κό κίνη­μα. Η εφη­με­ρί­δα της Ζυρί­χης “Tagwacht” είχε από­λυ­το δίκιο όταν, απα­ντώ­ντας στον Μπα­κού­νιν, έλεγε:

“Αν δεν είστε πλη­ρω­μέ­νος πρά­κτο­ρας, τότε, όπως και να ‘χει, ένα είναι φανε­ρό: Κανέ­νας πλη­ρω­μέ­νος πρά­κτο­ρας δε θα μπο­ρού­σε να προ­ξε­νή­σει μεγα­λύ­τε­ρη ζημιά απ’ ό,τι προ­ξε­νή­σα­τε εσείς”»
(Από το βιβλίο «Κ. Μαρξ — Φ. Ενγκελς, «Για τον αναρ­χι­σμό», εκδό­σεις «Καζάν­τζα»).

Και ο Λένιν

Ο Λένιν ήταν επί­σης φανα­τι­κός πολέ­μιος της ατο­μι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας ως μορ­φής πάλης. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή αυτή η πολε­μι­κή του στους σοσια­λι­στές επα­να­στά­τες, που δρού­σαν με τις μορ­φές των πολι­τι­κών δολο­φο­νιών. Στο έργο του «Επα­να­στα­τι­κός τυχο­διω­κτι­σμός», απο­σπά­σμα­τα του οποί­ου παρου­σιά­ζου­με, αναφέρει:

«Ας περά­σου­με στο δεύ­τε­ρο σημείο, στο ζήτη­μα της τρομοκρατίας.

Υπε­ρα­σπί­ζο­ντας την τρο­μο­κρα­τία , που η ακα­ταλ­λη­λό­τη­τά της έχει απο­δει­χθεί τόσο καθα­ρά από την πεί­ρα του ρωσι­κού επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος, οι σοσια­λι­στές — επα­να­στά­τες διαρ­ρη­γνύ­ουν τα ιμά­τιά τους και δηλώ­νουν πως ανα­γνω­ρί­ζουν μόνον την τρο­μο­κρα­τία που συν­δυά­ζε­ται με τη δου­λειά στις μάζες και γι’ αυτόν το λόγο δεν τους αφο­ρούν τα επι­χει­ρή­μα­τα, με τα οποία οι Ρώσοι σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες αναι­ρού­σαν (και αναί­ρε­σαν για πολύ και­ρό) τη σκο­πι­μό­τη­τα μιας τέτοιας μεθό­δου πάλης.(…)

Εμείς δεν επα­να­λαμ­βά­νου­με τα λάθη των τρο­μο­κρα­τών , δεν απο­σπού­με κανέ­ναν από τη δου­λειά στις μάζες, βεβαιώ­νουν οι σοσια­λι­στές — επα­να­στά­τες, και ταυ­τό­χρο­να συνι­στούν θερ­μά στο κόμ­μα πρά­ξεις σαν τη δολο­φο­νία του Σιπιά­γκιν από τον Μπαλ­μα­σόφ, αν και ο καθέ­νας ξέρει θαυ­μά­σια και βλέ­πει πως η πρά­ξη αυτή δεν έχει καμιά σχέ­ση με τις μάζες, ούτε και μπο­ρού­σε να έχει…

“Ποιον να χτυ­πά­με;” — ρωτά­ει το κόμ­μα των σοσια­λι­στών — επα­να­στα­τών και απα­ντά: Τους υπουρ­γούς και όχι τον τσά­ρο, για­τί “ο τσά­ρος δε θα εξω­θή­σει τα πράγ­μα­τα στα άκρα” (!! από πού το έμα­θαν;;), κι έπει­τα “αυτό είναι και πιο εύκο­λο” (έτσι επί λέξει!): “Κανέ­νας υπουρ­γός δεν μπο­ρεί να κλει­στεί στο παλά­τι, σαν σε φρού­ριο”. Και η επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία αυτή τελειώ­νει με τον ακό­λου­θο συλ­λο­γι­σμό, που αξί­ζει ν’ απα­θα­να­τι­στεί, σαν πρό­τυ­πο “θεω­ρί­ας” των σοσια­λι­στών — επα­να­στα­τών. “Ενά­ντια στον όχλο, ο απο­λυ­ταρ­χι­σμός έχει τους φαντά­ρους, ενά­ντια στις επα­να­στα­τι­κές οργα­νώ­σεις τη μυστι­κή και φανε­ρή αστυ­νο­μία, τι θα τον σώσει, όμως…” (ποιον, την απο­λυ­ταρ­χία; Ο συντά­χτης, χωρίς να το κατα­λά­βει, συνταύ­τι­σε πια την απο­λυ­ταρ­χία με τον υπουρ­γό, που είναι ευκο­λό­τε­ρο να χτυ­πη­θεί!) “… από τα μεμο­νω­μέ­να άτο­μα ή τους μικρούς ομί­λους που αστα­μά­τη­τα και εν αγνοία μάλι­στα του ενός από τον άλλο (!!) ετοι­μά­ζο­νται για επί­θε­ση και επι­τί­θε­νται; Καμιά δύνα­μη δε θα βοη­θή­σει απέ­να­ντι στο ασύλ­λη­πτο. Συνε­πώς, το καθή­κον μας είναι καθα­ρό: Να βγά­ζου­με από τη μέση κάθε αυταρ­χι­κό σατρά­πη της απο­λυ­ταρ­χί­ας με το μονα­δι­κό μέσο που μας άφη­σε (!) η απο­λυ­ταρ­χία — το θάνατο”.

Να καλείς σε μια τέτοια τρο­μο­κρα­τία , όπως είναι η διορ­γά­νω­ση απο­πει­ρών δολο­φο­νί­ας ενά­ντια σε υπουρ­γούς από μεμο­νω­μέ­να άτο­μα και από άγνω­στους μετα­ξύ τους ομί­λους, τη στιγ­μή που οι επα­να­στά­τες δεν έχουν αρκε­τές δυνά­μεις και μέσα για την καθο­δή­γη­ση της μάζας, που ήδη ξεση­κώ­νε­ται, — σημαί­νει ότι όχι μόνο δια­κό­πτεις μ’ αυτόν τον τρό­πο τη δου­λειά μέσα στις μάζες, αλλά και προ­κα­λείς άμε­σα την απο­διορ­γά­νω­ση της δουλειάς.

Εμείς, οι επα­να­στά­τες (…) Πρέ­πει να δρού­με όλοι μαζί πιο ενερ­γη­τι­κά, πιο θαρ­ρα­λέα και πιο οργα­νω­μέ­να. Ενώ οι σοσια­λι­στές — επα­να­στά­τες συμπε­ραί­νουν: “Πυρο­βό­λα, ασύλ­λη­πτο άτο­μο, για­τί, αλί­μο­νο, η μάζα θα αργή­σει ακό­μα, και για­τί ενά­ντια στη μάζα υπάρ­χουν φαντά­ροι”. Αυτό πια είναι τελεί­ως ανό­η­το, κύριοι!»
(Β. Ι. ΛΕΝΙΝ: «Απα­ντα», τ. 6, σελ. 381 — 385, εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Εποχή»).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο