Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά

Η έκδο­ση αυτή δημιουρ­γή­θη­κε με αφορ­μή την έκθε­ση της ΚΕ του ΚΚΕ με εικα­στι­κές μαρ­τυ­ρί­ες για τις φυλα­κές και τις εξορίες.
Οι εικα­στι­κές δημιουρ­γί­ες στις φυλα­κές και στις εξο­ρί­ες φιλο­τε­χνή­θη­καν σε συν­θή­κες ωμής κρα­τι­κής βίας, σωμα­τι­κών και ψυχι­κών βασανιστηρίων.
Αυτές οι εικα­στι­κές δημιουρ­γί­ες απο­τε­λούν ιστο­ρι­κά τεκ­μή­ρια, φανε­ρώ­νο­ντας πως η τέχνη δεν προ­ο­ρί­ζε­ται να δια­κο­σμεί σαλό­νια, αλλά ξεκι­νά και κατα­λή­γει στον ίδιο τον άνθρω­πο, παίρ­νει θέση και γίνε­ται όπλο στα χέρια των δημιουρ­γών και του λαού.
Επί­σης, το έργο και το αγω­νι­στι­κό παρά­δειγ­μα των εικα­στι­κών δημιουρ­γών ανα­δει­κνύ­ει και το σκο­πό των διώ­ξε­ων, που δεν ήταν άλλος από τη δια­σφά­λι­ση του καθε­στώ­τος της εκμετάλλευσης.

info Ατέχνως

Τα επί μέρους κεφά­λαια του λευ­κώ­μα­τος (αν μπο­ρού­με να τα ονο­μά­σου­με έτσι, είναι τα εξής:)

  1. Εισαγωγή

Πάνω στα ματω­μέ­να που­κά­μι­σα των σκο­τω­μέ­νων | εμείς καθό­μα­σταν τα βράδια
και ζωγρα­φί­ζα­με σκη­νές από την αυρια­νή ευτυ­χία του κόσμου
.

 Έτσι γεν­νή­θη­καν οι σημαί­ες μας.
|>     Τάσος Λει­βα­δί­της

Οι εικα­στι­κές δημιουρ­γί­ες στις φυλα­κές και στις εξο­ρί­ες φιλο­τε­χνή­θη­καν σε συν­θήκες ωμής κρα­τι­κής βίας, σωμα­τι­κών και ψυ­χικών βασα­νι­στη­ρί­ων.
Απο­τυ­πώ­νουν αυτήν τη βία, αλλά και την αντί­στα­ση ενά­ντιά της, αποτυ­πώνουν την προ­ο­πτι­κή του αγώ­να για έναν κα­λύτερο κόσμο.
Απο­τε­λούν ιστο­ρι­κά τεκ­μή­ρια, με σημα­ντι­κή εικα­στι­κή αξία, φανε­ρώ­νο­ντας πως η τέχνη δεν προ­ο­ρί­ζε­ται για να δια­κο­σμεί σαλό­νια, αλλά ξεκι­νά και κατα­λή­γει στον ίδιο τον άνθρω­πο, παίρ­νει θέση και γίνε­ται όπλο, μέσω της διεισ­δυ­τι­κό­τη­τάς της, στα χέρια των δημιουρ­γών και του λαού.

Οι φυλα­κι­σμέ­νοι κι εξό­ρι­στοι εικα­στι­κοί καλ­λιτέχνες, αλλά κι εκα­το­ντά­δες άλλοι αυτο­δί­δα­κτοι αγω­νι­στές πήραν τη θέση τους στο πλευ­ρό των αγώ­νων του λαού μας μέσω της στά­σης ζω­ής τους, αλλά και της τέχνης τους.
Πλάι στους φυλα­κι­σμέ­νους κι εξό­ρι­στους στά­θη­καν κι εκα­τοντάδες άλλοι εικα­στι­κοί, που μέσα από το έρ­γο τους απο­τύ­πω­σαν επί­σης το όρα­μα για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο, κατήγ­γει­λαν μέσω της τέχνης τους τα βασα­νι­στή­ρια, τις δύσκο­λες συν­θή­κες στους τόπους κρά­τη­σης κι εξο­ρί­ας, εξέ­φρα­σαν την αλλη­λεγ­γύη στους διω­κό­με­νους και στις οικο­γέ­νειές τους, απο­τύ­πω­σαν το μπόι του λαού εκεί­νου που «δε δου­λώ­νει — δεν απο­γρά­φει», αλλά αντι­στέ­κε­ται, παλεύει.

Οι αγω­νι­στές έλε­γαν πως, «αν δεν καταλά­βαινες για­τί σ’ έφε­ραν εδώ, δεν μπο­ρού­σες ν’ αντέ­ξεις». Η πίστη στο δίκιο του αγώ­να ενά­ντια στην καπι­τα­λι­στι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση μεταπλάστη­κε σ’ έργο αντί­στα­σης, δια­μαρ­τυ­ρί­ας, καταγγε­λίας, ελπί­δας και προ­ο­πτι­κής ότι θα βγουν νι­κητές από την κόλαση.

Ακό­μα και τα πιο απλά δημιουρ­γή­μα­τα απο­τυπώνουν πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από εκεί­να που δείχνουν.

Το έργο και το αγω­νι­στι­κό παρά­δειγ­μα των εικα­στι­κών δημιουρ­γών ανα­δει­κνύ­ει και το σκο­πό των διώ­ξε­ων, που δεν ήταν άλλος από τη δι­ασφάλιση του καθε­στώ­τος της εκμετάλλευσης.
Όπως γρά­φει κι ο Μπρεχτ: «Βασα­νι­στή­ρια γί­νονται για­τί πρέ­πει να δια­τη­ρη­θούν οι σχέ­σεις ιδιο­κτη­σί­ας

Σκίτσο Σικελιώτη

Σκί­τσο του Γιώρ­γου Σικελιώτη.


2. Πρώ­τες διώξεις
και εικα­στι­κές καταγγελίες
3. Κατο­χή και Δεκέμβρης
του 1944
4. Στα σύρ­μα­τα των ερή­μων της
Αφρι­κής και της Μέσης Ανατολής
5. 1945–1946
Λευ­κή Τρομοκρατία
6. 1946–1949
Μονά­χα η απόφαση
δε λιγόστεψε …
7. Με το βλέμ­μα των δημιουργών…
8. 1950–1966: Και φέτος η Πρωτοχρονιά
στη φυλα­κή με βρίσκει
9. Η καρ­διά μου
στην Ελλά­δα τουφεκίζεται
10. Δικτα­το­ρία 1967–1974


Μην καρτεράτε
να λυγίσουμε …

Απο­τε­λεί προ­σφο­ρά πρώ­του μεγέ­θους η ανυ­πο­χώ­ρη­τη στά­ση όλων όσοι άντε­ξαν αλύ­γι­στοι σε πεί­σμα της πολύ­μορ­φης κρα­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας και καταστολής.
Το παρά­δειγ­μά τους μετα­φέ­ρει πεί­ρα αντο­χής σε όλες τις συνθήκες.
Το έργο των εκα­το­ντά­δων γνω­στών και άλλων δημιουρ­γών απο­τε­λεί πηγή γνώ­σης, πολ­λές φορές μονα­δι­κή, απο­τε­λεί και σήμε­ρα κραυ­γή ενά­ντια σε όσους επι­χει­ρούν να εξι­σώ­σουν τους θύτες με τα θύμα­τα, ξανα­γρά­φο­ντας την Ιστο­ρία, δια­στρε­βλώ­νο­ντας την επι­στη­μο­νι­κή αλήθεια.
Απο­τε­λεί πάνω απ’ όλα πηγή έμπνευ­σης για σύγ­χρο­νους δημιουρ­γούς, συμ­βάλ­λει στην εξα­γω­γή χρή­σι­μων συμπε­ρα­σμά­των για ζητή­μα­τα αισθη­τι­κής, ανα­δει­κνύ­ο­ντας μετα­ξύ άλλων και την αδιάρ­ρη­κτη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση της μορ­φής με το περιεχόμενο.
Απο­τε­λεί για τους δημιουρ­γούς του σήμε­ρα κίνη­τρό για να θέσουν το ταλέ­ντο τους στον αγώ­να για σύγ­χρο­να δικαιώ­μα­τα και κατακτήσεις.

Μην καρ­τε­ρά­τε
Μην καρ­τε­ρά­τε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχου­με τη ζωή πολύ,
πάρα πολύ αγα­πή­σει
.
|>       Φώτης Αγγουλές

Ξεχωριστή η ιστορία της Αλίκης Τσουκαλά.

Η Αλί­κη δικά­στη­κε μαζί με άλλα στε­λέ­χη του ΚΚΕ στη Χαλ­κί­δα, όπως τον Τάκη Φίτσιο (από τα ιδρυ­τι­κά μέλη του Κόμ­μα­τος) και τον Γιάν­νη Χρι­στο­φο­ρί­δη (καπε­τά­νιο του καϊ­κιού που βοή­θη­σε στην από­δρα­ση των αξιω­μα­τι­κών από τη Νάξο).
Η δίκη στο έκτα­κτο στρα­το­δι­κείο έγι­νε τον Μάρ­τη 1948.
Στις προ­τρο­πές του στρα­το­δί­κη να ακού­σει τα παρα­κά­λια του πατέ­ρα της και να απο­κη­ρύ­ξει το ΚΚΕ, για να σώσει τη ζωή της, απάντησε
«Αν κάποιον απο­κη­ρύσ­σω αυτός είναι ο πατέ­ρας μου».

Τσουκαλά Τάσσος 4πτυχο

Οι ξύλι­νες πλά­κες της «Αλί­κης Τ.» (Α. Τάσ­σος)

Θέμα του έργου είναι η ιστο­ρία της Αλί­κης, της 20χρονης αντάρ­τισ­σας, που το 1949 στην αυγή της ζωής της εκτε­λέ­στη­κε ως συμ­μέ­το­χη σε «κομ­μου­νι­στι­κή σκευω­ρία» μαζί με στε­λέ­χη του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμματος.
Το έργο εκφρά­ζει τις δια­δρο­μές της σκέ­ψης της, όπως μας τις άφη­σε στα τελευ­ταία συντα­ρα­κτι­κά γράμ­μα­τά της από τη φυλακή.

«Δεν φαντα­ζό­μουν ποτέ πως
τόσο πολύ­τι­μη κι ωραία είναι η ζωή.
Αν μπο­ρού­σε κανείς να μου το πει πρωτύτερα,
και να τον πιστέψω,
θα πρό­σε­χα πολύ στο πέρα­σμά της.
Θα ήταν κάθε μου βήμα και ύμνος προς αυτήν
».

Το έργο εκτέ­θη­κε το 1964 στην ιστο­ρι­κή γκα­λε­ρί «Ζυγός» μαζί με το τρί­πτυ­χο «Λεπτο­μέ­ρεια εμφυ­λί­ου πολέ­μου (Επι­τά­φιος) 1961» (που κι αυτό παρου­σιά­στη­κε στην έκθε­ση και απο­τε­λούν τα πρώ­τα έργα κατα­ξί­ω­σης στην ελλη­νι­κή τέχνη του αγώ­να του ΔΣΕ).

Αλίκη Τσουκαλά

Η Αλί­κη γεν­νή­θη­κε στο Καρ­πε­νή­σι στις 26 Μαΐ­ου 1928.
Ο πατέ­ρας της Γιώρ­γος, δημο­σιο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής, στε­νός φίλος του Κώστα Βάρ­να­λη (ΣΣ |> κατά σύμ­πτω­ση πέθα­νε την ίδια μέρα με εκεί­νον) εντάσ­σε­ται στο ΕΑΜ.
Η Αλί­κη κορί­τσι ‑πιθα­νά λόγω DNA, χαρι­σμα­τι­κό και σαν τα κρύα νερά, με έφε­ση σε λογο­τε­χνία και μου­σι­κή δεν προ­κά­νει να σπου­δά­σει: ΕΠΟ­Νί­τι­σα από τα πρώ­τα χρό­νια κάνει όνει­ρα για την επό­με­νη μέρα με το λαό αφέ­ντη στον τόπο του.

Η Βάρ­κι­ζα τη βρί­σκει μέλος του ΚΚΕ- γλυ­τώ­νει τα βόλια των εγγλέ­ζων το Δεκέμ­βρη του 44 και ζει όλη την τρο­μο­κρα­τία του αστι­κού κρά­τους, ελεύ­θε­ρη αλλά στην παρανομία.
Έρχε­ται το 1949, με τα μεγά­λα χτυ­πή­μα­τα στην ΚΟΑ του ΚΚΕ: πιά­νουν την ίδια λίγο μετά και τον πατέ­ρα της με τον οποίο πλέ­ον οι δρό­μοι τους χωρί­ζουν για πάντα:
Το όνο­μα της Αλί­κης γρά­φε­ται με χρυ­σά-κόκ­κι­να γράμ­μα­τα στον κατά­λο­γο των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης και του πατέ­ρα σ’ αυτούς που δεν άντε­ξαν, στους δηλω­σί­ες
Ακο­λου­θεί στρα­το­δι­κείο στην Χαλ­κί­δα (15η Μάρ­τη 1949 –βλ παρα­πά­νω) με τον πατέ­ρα της σχε­δόν τρε­λό να περι­φέ­ρε­ται με εικό­νες και ευαγ­γέ­λια και την ίδια περή­φα­νη με το κεφά­λι ψηλά, ψύχραι­μη και αγέ­ρω­χη να περι­φρο­νεί τους δημί­ους έτοι­μη για το εκτε­λε­στι­κό απόσπασμα.

Λίγες μέρες μετά η Αλί­κη -μόλις 21 ετών, πέρα­σε στην αθα­να­σία μαζί με τον Τάκη Φίτσιο και άλλους 6 αγω­νι­στές –το ημε­ρο­λό­γιο έγρα­φε 16 Απρι­λί­ου 1949

Ατέχνως infoΣημειωματάριο Αλίκης Τσουκαλά

(«κεφ» 6. 1946–1949 — Μονά­χα η από­φα­ση δε λιγό­στε­ψε … [σελ46–47]

Δε φαντα­ζό­μου­να ποτέ πως τόσο πολύ­τιμη κι ωραία είναι η ζωή. Αν μπο­ρού­σε κανείς να μου το πει πρω­τύ­τε­ρα, και να τον πιστέ­ψω, θα πρό­σε­χα πολύ στο πέ­ρασμά της. Θα ήταν κάθε μου βήμα και ύμνος προς αυτήν.
(Να, τώρα για­τί μου ήρθε στο νου μια σκη­νή απ’ τον Σοπέν κι ακό­μα η μελω­δία του αθά­να­του Μπε­τό­βεν στη «Σονά­τα υπό το Σελη­νό­φως»; Αχ, πόσο θα ‘θελα ακό­μα μια φορά να τ’ ακού­σω απ’ τις γλυ­κό­λα­λες χορ­δές του πιά­νου μου, χαμέ­νο κι αυτό πια τώρα)
Θα πρό­σε­χα το κάθε φύλ­λο που σειό­ταν απ’ τ’ αγέ­ρι και που τόση ζωή κλειού­σε μέσα του. Κάθε μου βήμα θα ήταν κι ένα προ­σκύ­νη­μα ‑τέτοια προ­σκυ­νή­μα­τα έκα­να πάντα, όμως μόνο με αισθή­μα­τα- κι ούτε ένα μυρ­μή­γκι δε θα πέθαι­νε κάτω απ’ το πέλ­μα μου. Θα έμε­να ξάγρυ­πνη τις νύχτες για να είχα τώρα ζήσει διπλή τη μικρή μου ζωή (αλή­θεια, δεν έκλει­σα ακό­μη τα εικο­σιέ­να μου χρόνια…).

Να, από­ψε είναι το τελευ­ταίο βρά­δυ για πέντε ανθρώ­πους, που επί είκο­σι δύο μέρες ανά­σαι­ναν πλάι μου ‑κι αύριο δε θα υπάρ­χουν, η ζωή όμως θα κυλά­ει αδι­άφορη για άλλους. Ίσως να ‘ναι κι η δι­κή μου στερ­νή νύχτα… Τού­τες τις τελευ­ταί­ες μέρες πρό­σε­ξα όλους τους ήχους. Ένιω­σα ως μέσα στην καρ­διά μου τα μηνύ­μα­τα της άνοι­ξης που έρ­χεται και που θα είναι η τελευ­ταία της λιγό­χρο­νης ζωής μου.
Ακούω από πάνω μου τα βήμα­τα των μελ­λο­θά­να­των… το βήχα τους… κι αυτή τους την παράξε­νη για μένα ευθυ­μία. Για­τί πεθαίνουν;
Ζήσαν τόσο πολύ, για να είναι ευχαριστη­μένοι με το θάνα­τό τους; Τότε τι νόη­μα έχει η ζωή; Αλή­θεια, κι εμέ­να για­τί να με σκο­τώ­σουν; Πως δε μ’ αφή­νουν να εκ­πληρώσω το μεγά­λο μου προ­ο­ρι­σμό σα γυναί­κα στη ζωή; Για­τί δε μ’ αφή­νουν να γνω­ρί­σω το μεγά­λο συναί­σθη­μα της μητρό­τη­τας και τη μεγά­λη στιγ­μή της φύσε­ως; Ήθε­λα να, κι εγώ να στή­σω νοικοκυ­ριό, να γεν­νή­σω παι­διά, να τα φρο­ντί­ζω ‑να μου αρρω­στή­σουν και να ξαγρυ­πνώ πάνω από την κού­νια τους.
Ακό­μα ήξε­ρα και πώς να τα ντύ­νω ‑κι ακού­στε: Εί­χα ακού­σει την αδύ­να­τη φωνού­λα τους, να προ­σπα­θούν να ται­ριά­ξουν τις πρώ­τες λεξού­λες που θα τα συνέ­δε­αν με τη ζωή.
Θα τα μάθαι­να πολύ μικρά ν’ αγα­πούν τη μου­σι­κή και να ‘ναι πάντα διψα­σμέ­να για μάθη­ση. Θα τους έβα­ζα διπλά μαξι­λά­ρια στο σκα­μνά­κι του πιά­νου για να φτά­νουν τα μικρά τους ροδοδάχτυ­λα τα πλή­κτρα. Ω!… τι αστεία που θα εί­ναι τα μου­τρά­κια τους όταν θ’ ακού­σουν τον πρώ­το ήχο… ίσως τρο­μά­ξουν κιό­λας. .. Τι γέλια που θα κάνου­με με τον μπα­μπά τους… Θέλω να πω πώς θα κά­ναμε αν ζού­σα κι αν ήταν όλα έτσι όπως τα φαντά­στη­κα… Από­ψε ίσως να ‘ταν η τελευ­ταία δύση που θαύμασα.

Μελλοθάνατη

Από­ψε, αγα­πη­μέ­νοι μου, πρέ­πει να κοι­μη­θούν τα όνει­ρά μου. (Ακούω το σκο­πό να λέει πως είναι δέ­κα παρά τέταρ­το ‑και μένουν τόσες λί­γες ώρες ως το πρωί… Πόσο βιά­ζε­ται ο Χρόνος…)

Δίπλω­σε, χρό­νε, δίπλωσε
τ’ ακού­ρα­στα φτε­ρά σου,
ώρες γλυ­κές μην τρέχετε,
στα­θή­τε μια στιγμή…

Τι αισθα­νό­ταν ο Λαορ­τί­νος την ώρα που συνέ­θε­τε τού­τους τους στίχους…

(…) Πολυα­γα­πη­μέ­νοι μου, εσάς που τό­σο πολύ πόνε­σα τις τελευ­ταί­ες δύσκο­λες μέρες, ζητώ από σας, ως τελευ­ταία μου χάρη, όχι ν’ αγνο­ή­σε­τε το θάνα­τό μου, για­τί αυτό δεν είναι ανθρώ­πι­νο, αλ­λά να βοη­θή­σε­τε ο ένας τον άλλον, όσο μπο­ρεί­τε, να μου δώσε­τε ψεγά­δια, για να ‘ναι ευκο­λό­τε­ρο να με ξεχάσετε…
Μην προ­σπα­θή­σε­τε να φαντα­στεί­τε την εικό­να του τόσο αλλό­κο­του θανά­του μου ‑για­τί ούτε κι εγώ προ­σπά­θη­σα να κά­νω… Εκεί­νη τη στιγ­μή ίσως φοβη­θώ λι­γάκι, για­τί δεν έχω ξανα­πε­θά­νει και δεν ξέρω πώς θα είναι… ‑είναι φυσικό.
Λυπού­μαι μόνο που θα είναι ελλη­νι­κές οι σφαί­ρες που θα στα­μα­τή­σουν τη ζωή μου ‑και γι’ αυτό θα πρέ­πει κι εσείς να λυπη­θεί­τε και να κλάψετε…

Υπάρ­χουν πολ­λές πιθα­νό­τη­τες να με πάρουν κι εμέ­να το πρωί, κι όμως δε νιώ­θω καμιά νευ­ρι­κό­τη­τα μέσα μου. Έτσι λοι­πόν ήρε­μα θα ‘ρθει ο θάνα­τος; Θέλω τόσο πολύ να ζήσω… Για­τί λοι­πόν δεν εξα­νί­στα­ται το είναι μου ολό­κλη­ρο στην προ­σμο­νή του χαμού μου;…
Είμαι τόσο μικρή ακό­μη. Τι κακό μπο­ρούσα να κάνω στην πατρί­δα για να με απο­κα­λούν προ­δό­τη; Για­τί δε μ’ αφή­νουν να τελειώ­σω τις σπου­δές μου, να μπο­ρέ­σω τότε να βοη­θή­σω κι εγώ με τις μικρές μου γνώ­σεις την Ελλά­δα σ’ αυ­τό το αιώ­νιο πνευ­μα­τι­κό ανέ­βα­σμά της;

9.4.49 (Σάβ­βα­το)
Πέρα­σε κι αυτή η αυγή. Ζουν κι οι πέ­ντε ακό­μα… Αύριο είναι Κυρια­κή ‑δεν εκτελούν.
Τη Δευ­τέ­ρα την αυγή θα περι­μένω πάλι…
10.4.49 (Κυρια­κή 12 1/2 νύχτα)

Λίγες ώρες μένουν ως που να φέξει. Δε μας απο­μό­νω­σαν εμάς, ίσως να μην εί­μαστε αύριο με τους άλλους. Θέλω την τελευ­ταία στιγ­μή ν’αφήσω τα γράμ­μα­τα για το σπίτι…
|                   
Αλί­κη

ℹ️ ℹ️

Εκδό­της |> ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ISBN |> 978–960-451–333‑8
Σχή­μα 22×22 <|> Σελί­δες 72
Μάρ­τιος 2020

Η ποι­ή­τρια, Ρίτα Μπού­μη – Παπ­πά έγρα­ψε ποί­η­μα με τον τίτλο «Αλί­κη».

Πώς να πει­σθούν όσοι πολύ μ’ αγάπησαν
πως νίκη­σα πεθαί­νο­ντας όλους μου τους εχθρούς
πως εκυ­ρί­ε­ψα τα φρού­ριά τους
πως δεν φοβή­θη­κα τους κεραυ­νούς των ντουφεκιών
πως χάρι­σα το πιο γλυ­κό χαμόγελο
στα φαντα­ρά­κια που με σημαδεύαν
λίγο πιο έξω από τη Χαλκίδα;

ΣΣ |>
Ο Γιώρ­γος Τσου­κα­λάς ελεύ­θε­ρος, αλλά ζωντα­νός-νεκρός (τον απο­κή­ρυ­ξε όλη του η οικο­γέ­νεια) έζη­σε μόνος σε ένα υπό­γειο στο κέντρο της Αθή­νας, σέρ­νο­ντας για 25 ολό­κλη­ρα χρό­νια ένα άψυ­χο κορμί
Πέθα­νε τυφλός σε γηρο­κο­μείο το 1974.

Έγρα­ψε για την χαμέ­νη κόρη του το «Ρου­με­λιώ­τι­κο μοι­ρο­λόι»
Αγό­ρια στή­στε το χορό, κορί­τσια τραγουδείστε
και σεις παι­διά μου αδέρ­φια της, κρα­τεί­στε τον καη­μό σας.
Τώρα είναι Απρί­λης κι άνοι­ξη, τώρα είν’ καη­μός για νιάτα
τώρα το μνή­μα της ανθεί γιο­μά­το παπαρούνες.
Μάνα της πιά­σου στο χορό, και συ αδερ­φέ της πρώτος
και σεις πικρα­δελ­φού­λες της, φέρ­τε ένα γύρο ακόμα
κι εγώ ένα ρου­με­λιώ­τι­κο σκο­πό θα τραγουδήσω
τρα­γού­δι απ’ την πατρί­δα μου κι απ’ την καρ­διά μου μέσα.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο