Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μόλις έμαθα ποιοι είναι οι μπολσεβίκοι αποφάσισα να περάσω μαζί τους» — Όταν Έλληνες Στρατιώτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στην Σοβιετική Ρωσία

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Εκα­τό χρό­νια συμπλη­ρώ­νο­νται από τότε που 14 χώρες πήραν μέρος στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση ενά­ντια στη νεο­σύ­στα­τη τότε σοβιε­τι­κή Ρωσία, με σκο­πό να κατα­πνί­ξουν την σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση και να ανα­τρέ­ψουν την εξου­σία των μπολ­σε­βί­κων. Ανά­με­σα στις 14 αυτές χώρες, ήταν και η αστο­τσι­φλι­κά­δι­κη Ελλά­δα του Ελευ­θέ­ριου Βενι­ζέ­λου (του επο­νο­μα­ζό­με­νου «εθνάρ­χη»), που απέ­στει­λε συνο­λι­κά 23.351 στρα­τιώ­τες, υπό τη διοί­κη­ση του στρα­τη­γού Κων. Νίδερ. 

Το ελλη­νι­κό εκστρα­τευ­τι­κό σώμα απο­τε­λού­νταν τόσο από αυστη­ρά επι­λεγ­μέ­νους στρα­τιώ­τες και αξιω­μα­τι­κούς, όσο και από εθε­λο­ντές όλων των μονά­δων του Στρα­τού. Σύμ­φω­να με το Γ. Κορ­δά­το [1], επι­λέ­χθη­καν αξιω­μα­τι­κοί που ήταν πολι­τι­κά αφο­σιω­μέ­νοι στο βενι­ζε­λι­κό στρα­τό­πε­δο. Διό­λου τυχαία, από τους πρώ­τους που εντά­χθη­καν στο εκστρα­τευ­τι­κό σώμα ήταν, μετα­ξύ άλλων, οι Ν. Πλα­στή­ρας και Γ. Κονδύλης. 

Όπως ανα­φέ­ρει ο Κ.Αυγητίδης, στο πλαί­σιο της αντι­σο­βιε­τι­κής εκστρα­τεί­ας είχε γίνει και ανά­λο­γη ιδε­ο­λο­γι­κή «κατή­χη­ση» ενά­ντια τους Μπολ­σε­βί­κους, ενώ η κυβέρ­νη­ση είχε συν­δέ­σει την εκστρα­τεία με την επί­τευ­ξη «εθνι­κών στό­χων» και του κατα­στρο­φι­κού για το λαό μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμού, με το χαρα­κτη­ρι­στι­κό «Ο δρό­μος για την Μικρά Ασία, περ­νά απ’ τη Ρωσία» [2].

Στις σελί­δες του «Ριζο­σπά­στη», όπως επί­σης και της «Κομ­μου­νι­στι­κής Επι­θε­ώ­ρη­σης», μπο­ρεί κανείς να βρει πλού­σιο υλι­κό για την περί­ο­δο εκεί­νη: Για την αλλη­λεγ­γύη του νεο­σύ­στα­του ΣΕΚΕ στην Σοβιε­τι­κή Ρωσία και τη δρά­ση του ενά­ντια στην συμ­με­το­χή της Ελλά­δας στην ιμπε­ρα­λι­στι­κή επέμ­βα­ση, για τον σημα­ντι­κό ρόλο της Ελλη­νι­κής Κομ­μου­νι­στι­κής Ομά­δας Οδησ­σού, για την ιδε­ο­λο­γι­κή ζύμω­ση μέσα στο ελλη­νι­κό στρά­τευ­μα που οδή­γη­σε αρκε­τούς φαντά­ρους να αρνη­θούν να πολε­μή­σουν ενά­ντια στα ταξι­κά τους αδέρφια. 

Είναι πολ­λές οι κατα­γε­γραμ­μέ­νες περι­πτώ­σεις ελλή­νων στρα­τιω­τών που όχι μονά­χα αρνή­θη­καν να στρέ­ψουν τα όπλα τους ενά­ντια στους ρώσους επα­να­στά­τες, αλλά επι­πλέ­ον εντά­χθη­καν στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό. «Θέλω να γίνω μπολ­σε­βί­κος. Μόλις έμα­θα ποιοι είναι οι μπολ­σε­βί­κοι απο­φά­σι­σα να περά­σω μαζί τους» ήταν τα λόγια έλλη­να στρα­τιώ­τη που απο­φά­σι­σε να αλλά­ξει πλευ­ρά, τασ­σό­με­νος με το δίκαιο αγώ­να των κομ­μου­νι­στών [3].

Σήμε­ρα, παρου­σιά­ζου­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά απο­σπά­σμα­τα από τις ανα­μνή­σεις του έλλη­να στρα­τιώ­τη Α.Α. όπως δημο­σιεύ­θη­καν στο «Ριζο­σπά­στη» σε τέσ­σε­ρις συνέ­χειες τον Ιού­λη του 1929:

Η ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ, «Ριζο­σπά­στης», 16/7/1929.

RIZOSPASTIS 19-7-1929«Σήμε­ρα που ξανα­μπαί­νει πάλι μπρο­στά μας άμε­σα ο κίν­δυ­νος της έκρη­ξης και­νούρ­γιου πολέ­μου, η σκέ­ψη μου τρα­βά πίσω στο παρελ­θόν και μου θυμί­ζει το περα­σμέ­νο μακε­λειό που συρ­θή­κα­με, όλα εμείς τα παι­διά του φτω­χού λαού, για να σφα­γού­με χάρις στα συμ­φέ­ρο­ντα των ντό­πιων και των ξένων εκμε­ταλ­λευ­τών μας. Τα βάσα­να και οι τυραν­νί­ες του προη­γού­με­νου πολέ­μου ξανα­ζω­ντα­νεύ­ουν και πάλι στη μνή­μη μας μέσα και τώρα κατα­λα­βαί­νω πως δε μπο­ρούν να ξεχα­στούν όσο κι’ αν παληώ­σουν. Μα προ πάντων θα θυμού­μα­στε πάντα, όσοι τύχα­με στην εκστρα­τεία κεί­νη της Ουκρα­νί­ας, που ‘ταν ολο­φά­νε­ρος πιά ο τυχο­διω­κτι­κός σκο­πός της ελλη­νι­κής μπουρζουαζίας. 

Παι­διά μεις του φτω­χού εργα­ζό­με­νου λαού, συρ­θή­κα­με τότε στις απέ­ρα­ντες κεί­νες πεδιά­δες, να χτυ­πή­σου­με τ’ αδέρ­φια μας, τους Ρώσ­σους εργά­τες και αγρό­τες, και δε μπο­ρώ ακό­μα να χωνέ­ψω πως μας ξεγε­λά­σα­νε τότες οι Δήμιοι μας να μας στεί­λουν στα μακε­λειά κεί­να. Ξημέ­ρω­νε, θυμού­μαι, η πρω­το­χρο­νιά του 1919. Η μπουρ­ζουα­ζία της χώρας μας κάνο­ντας μας τον πρω­το­χρο­νιά­τι­κο της μπο­να­μά, για το “καλό” του και­νούρ­γιου χρό­νου, μας επι­βί­βα­ζε, την ίδια κεί­νη μέρα σαν σφά­για, από τη θέση “Σταυ­ρός” της Μακε­δο­νί­ας, πάνω στο Γαλ­λι­κό φορ­τη­γό “Νορ­μάντ” για να μας στεί­λει στη Ρωσ­σία, “προς απε­λευ­θέ­ρω­ση του Ρωσ­σι­κού λαού από τους ληστάς Μπολ­σε­βί­κους”. Είμα­σταν το 2ο τάγ­μα του 34ου Συντάγ­μα­τος που το διοι­κού­σε ο Ταγ­μα­τάρ­χης Π.Μακρής.

Στη μνή­μη μου ζωη­ρεύ­ει το ταξεί­δι αυτό. Είμα­σταν όλοι σκε­πτι­κοί για­τι δεν ξέρα­με αν θα αντι­κρύ­ζα­με ξανά τα βου­νά και τη θάλασ­σα που γνω­ρί­σα­με, τα αδέρ­φια, τις μαν­νά­δες και τις γυναί­κες που εγκα­τα­λεί­ψα­με στα χωριά μας απρο­στά­τευ­τες… Δεν γίνο­νταν όμως το ίδιο και για τους αξιω­μα­τι­κούς μας. Όχι! Αυτοί ήσα­νε χαρού­με­νοι και γελα­στοί, θες από τις “δόξες” και τις δάφ­νες που θα στε­φα­νω­νό­τα­νε όταν ξανα­γυ­ρί­ζα­με “νικη­τές”, θες από το έκτα­κτο χιλιά­ρι­κο, κεί­νης της επο­χής, που τους είχα­νε φιλοδωρήσει… 

[…] Έτσι στις 4 του Γενά­ρη φτά­σα­με στην Οδησ­σό και πλευ­ρή­σα­με στο μου­ρά­γιο. Ένα κρύο φοβε­ρό μάστι­ζε τον τόπο. Ξεμπαρ­κά­ρα­με σε μια πλα­τεία. Τα δόντια μας χτύ­πα­γαν από το φοβε­ρό κρύο σε σημείο που πολ­λοί λιγο­θύ­μα­γαν. Κάτω από τέτοιες συν­θή­κες δώθη­κε το σύν­θη­μα της εκκί­νη­σης. Κάνα­με παρέ­λα­ση. Πολ­λοί νομί­ζα­νε πως θα μας ράνουν με άνθια, ίσως μάλι­στα­μας πέτα­γαν και τσι­γά­ρο… Τίπο­τα όμως, ούτε μισό χει­ρο­κρό­τη­μα δεν ακού­γο­νταν από που­θε­νά, ούτε μια επι­δο­κι­μα­σία. Οι Ρού­σοι μας κύτα­γαν περί­λυ­ποι που στο βλέμ­μα τους διά­βα­ζες τού­τες τις λέξεις: Αδέρ­φια! Για­τί δεχτή­κα­τε να σας σύρουν ενά­ντια στη προ­λε­τα­ρια­κή πατρί­δα σας να χτυ­πή­στε το Κρά­τος των αδελ­φών σας; Μα ποιός τόνοιω­θε τότε και ποιός κατα­λά­βαι­νε τι φοβε­ρό πλήγ­μα κατη­φέρ­να­με στην τάξη μας πάνω;… Ξαφ­νι­κά δυνα­τά γέλια ακού­στη­καν απ’ αυτούς που βάδι­ζαν πρώ­τοι. Στρέ­φο­ντας όλοι τα κεφά­λια μας βρε­θή­κα­με μπρο­στά στο ποιό γελοίο και το ποιό αξιο­θρή­νη­το θέα­μα που συνά­ντη­σα στη ζωή μου. Ένας αντε­πα­να­στά­της Συνταγ­μα­τάρ­χης φυλά­γο­ντας σε μια γωνιά σκο­πός μας χει­ρο­κρο­τού­σε φωνά­ζο­ντας… Ο Μιλι­τα­ρι­σμός στο πρό­σω­πο του Συνταγ­μα­τάρ­χη μας υπο­δέ­χο­νταν χαρού­με­νος, μια που βέπε και­νούρ­γιες ζωντα­νές σάρ­κες που θα δίνο­νταν βορ­ρά στο μακε­λειό του Τσά­ρου και των καπιταλιστών. 

Καταυ­λι­στή­κα­με σ’ ένα οίκη­μα που οι σφαί­ρες τόχα­νε κάνει κόσκι­νο […] Το από­γευ­μα μας γένη­κε η δεύ­τε­ρη υπο­δο­χή. Ήρθε όλο το σκυ­λο­λόι των ρωμηών μπουρ­ζουά­δων της Οδησ­σού να μας επι­σκε­φτεί και να μας “καλο­σω­ρί­σει”. Η ψυχή τους ήταν βγαλ­μέ­νη τόσο και­ρό. Για μια στιγ­μή και μόνο χάνα­νε όλα τους τα πλού­τη… ό,τι είχα­νε κερ­δί­σει από τις απά­τες και την εκμε­τάλ­λευ­ση των Ρώσ­σων εργα­τών. Πως να μην έρθουν λοι­πόν να μας δού­νε μια που στο πρό­σω­πο μας βλέ­πα­νε τους “σωτή­ρες” τους, τα θύμα­τα τους, που θα χρη­σι­μο­ποιού­νταν για δήμιοι των Ρώσ­σων εργαζομένων; 

[…] Είμα­σταν το πρώ­το τάγ­μα που­χε φτά­σει στην Οδησ­σό. Σε λίγες μέρες έφτα­σαν και τα υπό­λοι­πα δυό του Συντάγ­μα­τος μας. Το έργο όμως του Δήμιου που σταλ­θή­κα­με να παί­ξου­με σε βάρος των Μπολ­σε­βί­κων, δεν θα παί­ζο­νταν μέσα στη Οδησ­σό. Δεν είχα­με σταλ­θεί για να γλε­ντή­σου­με και να χορέ­ψου­με μέσα στις πόλεις. Σταλ­θή­κα­με για να σώσου­με τους Ρώσ­σους βιο­μή­χα­νους και τσι­φλι­κά­δες, σταλ­θή­κα­με για να σκο­τώ­σου­με τους ηρω­ϊ­κούς Μπολ­σε­βί­κους και να σκοτωθούμε. […]

Όμως εμείς αρχί­ζα­με να νοιώ­θου­με πια καθα­ρά για­τί είμα­σταν σταλ­μέ­νοι και ποιούς πολε­μού­σα­με. Από τη μιά ο άφθα­στος ηρω­ϊ­σμός των Μπολ­σε­βί­κων, από την άλλη το ενδια­φέ­ρον των Ρώσ­σων αγρο­τών για μας, μας δεί­χνα­νε ποιός ήτα­νε ο δρό­μος μας. Αυτό όμως άρχι­σαν να το νιώ­θουν και οι αξιω­μα­τι­κοί μας. Γιά τού­το και μας τσα­μπου­νού­σα­νε κάθε τόσο το “προς την πατρί­δα, προς τους Συμ­μά­χους και προς το συμ­φέ­ρον μας και καθή­κον μας”. Προ πάντων στη Βασι­λί­νο­βα κάθε Κυρια­κή στην εκκλη­σία, δεν κάνα­νε τίπο­τα άλλο παρά να μας κου­ρά­ζουν προ­σπα­θώ­ντας να μας γεμί­σουν το κεφά­λι με τα πράμ­μα­τα αυτά που για μας δεν ήταν τίπο­τα άλλο παρά ιδέ­ες σκου­ρια­σμέ­νες από την πολυ­και­ρία και κατα­δι­κα­σμέ­νες πιά να ριχτού­νε στον τάφο. Σ’ αυτό δε συνέ­τει­νε και λίγο το ενδια­φέ­ρον των χωρι­κών που λέγο­ντας μας τον πόνο τους μας καλού­σαν ενω­θού­με μαζί τους και πλαϊ τους να αγω­νι­στού­με για τα κοι­νά συμ­φέ­ρο­ντα: γιά το ψωμί και για τη λευ­τε­ριά μας. Ναι! Αυτούς θα αγκα­λιά­ζα­με! Για­τί αυτών τα λόγια μόνο βρί­σκα­νε απή­χη­ση μέσα στην τυραν­νι­σμέ­νη ψυχή μας, που ο ίδιος ο πόνος, το ίδιο συμ­φέ­ρον και ο ίδιος σκο­πός μας ένω­ναν. Τα λόγια των γαλο­νά­δων καμ­μιά συγκί­νη­ση δεν μας άφη­ναν πιά…».

Έλληνες στρατιώτες στην Οδησσό, 1919. Στάλθηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου να πολεμήσουν για τα συμφέροντα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών.

Έλλη­νες στρα­τιώ­τες στην Οδησ­σό, 1919. Στάλ­θη­καν από την κυβέρ­νη­ση Βενι­ζέ­λου να πολε­μή­σουν για τα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής τάξης και των ιμπε­ρια­λι­στών συμ­μά­χων της.

Δεν άργη­σε η στιγ­μή που Έλλη­νες στρα­τιώ­τες, αντι­λαμ­βα­νό­με­νοι το ταξι­κό τους συμ­φέ­ρον και ανα­γνω­ρί­ζο­ντας το δίκαιο και ηρω­ϊ­κό αγώ­να των μπολ­σε­βί­κων, πέρα­σαν στις γραμ­μές του Κόκ­κι­νου Στρατού.

Σε δημο­σί­ευ­μα της τον Φλε­βά­ρη του 1919, η εφη­με­ρί­δα «Ισβέ­στια» του Χάρ­κο­βο ανέ­φε­ρε πως 70 Έλλη­νες στρα­τιώ­τες και ένας υπα­ξιω­μα­τι­κός πέρα­σαν στο μπολ­σε­βί­κι­κο στρα­τό­πε­δο. Στα­σια­σμοί παρου­σιά­ζο­νται την ίδια περί­ο­δο και σε τμή­μα των γαλ­λι­κών στρα­τευ­μά­των, ενώ η μάχη της Μπερ­ζόφ­σκα, το Μάρ­τη, οξύ­νει τις τάσεις ανταρ­σί­ας των Ελλή­νων στρα­τιω­τών απέ­να­ντι στους αξιωματικούς. 

Ο στρα­τιώ­της Α.Α. θυμάται:

«Η αγα­νά­κτη­ση που έβρα­ζε μέσα στα στή­θεια όλων μας, όλων των προ­λε­τά­ριων φαντά­ρων που σταλ­θή­κα­με να χτυ­πη­θού­με με τ’ αδέρ­φια μας της Ρωσ­σί­ας, δε μπο­ρού­σε παρά να ξεσπά­σει. Έτσι οι σύντρο­φοί μας Γάλ­λοι στρα­τώ­τες αρνού­νταν να υπα­κού­σουν στην εγκλη­μα­τι­κή δια­τα­γή των Μιλι­τα­ρι­στών και­στα­σιά­ζουν. […] Έτσι φαντά­ροι και υπα­ξιω­μα­τι­κοί κατα­λαμ­βά­νο­ντας όλα τα γύρω υψώ­μα­τα στρέ­φουν τα όπλα ενά­ντια στους δήμιους τους αξιω­μα­τι­κούς. Οι Μιλι­τα­ρι­στές κιτρι­νί­ζουν, τα χάνουν και δεν τολ­μούν να πάρουν μια τελειω­τι­κή από­φα­ση. Οι φαντά­ροι παι­διά του φτω­χού εργα­ζό­με­νου λαού, δεν δέχο­νται να χτυ­πη­θούν μετα­ξύ τους.» («Ριζο­σπά­στης», 17/7/2019, σελ. 1).

Οι προ­σπά­θειες των αξιω­μα­τι­κών του ελλη­νι­κού στρα­τεύ­μα­τος, με την συν­δρο­μή εντε­ταλ­μέ­νων ιερέ­ων, να αντι­στρέ­ψουν το κλί­μα έπε­σαν στο κενό. Οι πατρι­δο­κά­πη­λες κραυ­γές τους δεν έβρι­σκαν αντα­πό­κρι­ση στους στρα­τιώ­τες που ήταν απο­φα­σι­σμέ­νοι να μην πολε­μή­σουν. «Οι Μπολ­σε­βί­κοι πολε­μούν ηρω­ϊ­κά υπε­ρα­σπί­ζο­ντας τις κατα­χτή­σεις και την πατρί­δα των εργα­ζο­μέ­νων, όμως εμείς για­τί πολε­μά­με;» ανα­ρω­τιού­νται πολ­λοί. Δεν αργεί η αργή και βασα­νι­στι­κή επι­στρο­φή προς την Οδησσό… 

Ο Έλλη­νας στρα­τιώ­της αναφέρει: 

«Βρι­σκό­μα­σταν όλοι σε αξιο­λύ­πη­τη κατά­στα­ση. Μια νύχτα τρό­μου, φρί­κης και θανά­του ήρκε­σε να μας μετα­βά­λει σε κινού­με­νους σκε­λε­τούς. Κι’ όλα τού­τα, όλη αυτή η κατα­στρο­φή και το αίμα μόνο για τα συμ­φέ­ρο­ντα των εκμε­ταλ­λευ­τών των Ρώσ­σων εργα­ζο­μέ­νων και των ιμπε­ρια­λι­στών, για το μεγα­λείο του Τσά­ρου. Οι Μπο­σελ­βί­κοι όμως νίκη­σαν! Η νίκη τους αυτή είτα­νε και δική μας, είτα­νε νίκη του Παγκό­σμιου Προ­λε­τα­ριά­του. Αυτή ήταν η μόνη χαρά που μας από­με­νε από την κατα­στρο­φή μας”. […]

Οι τσα­κι­σμέ­νοι φαντά­ροι που μένουν μέσα στη Κρε­μι­δόφ­σκα δεν βαστούν πιά. Τα πόδια τους πλη­για­σμέ­να από την πορεία δεν μπο­ρούν να τα σύρουν. Κι όμως τα τραί­να δεν περ­νούν για να τους πάρουν. Οι σακα­ρά­κες (σ.σ: αξιω­μα­τι­κοί) παί­ζουν το τελευ­ταίο τους ατού. Θέλουν να τους στα­μα­τή­σουν στην Κρε­μι­δό­σφ­κα ως που να τους περά­σει η πρώ­τη εντύ­πω­ση της φρί­κης και να τους ξανα­σύ­ρουν ακό­μα μια φορά ενά­ντια στους μπολ­σε­βί­κους. Μάταια όμως. Οι φαντά­ροι έχουν νοιώ­σει τις σκέ­ψεις των σακα­ρά­κη­δων κι’ απο­φα­σί­ζουν όλοι μαζί – με την οργα­νω­μέ­νη δύνα­μη τους – να γυρί­σου­νε πίσω. Κατά τις 2 με τα όπλα στο χέρι τρα­βάν όξω από τη σκη­νή του Ταγ­μα­τάρ­χη Μακρή και του φωνά­ζουν: Στην Οδησ­σό! Όλοι στηγ Οδησ­σό κι απο κεί στα χωριά μας! Κιτρι­νι­σμέ­νος ο Ταγ­μα­τάρ­χης ανα­γκά­ζε­ται να υπο­σχε­θεί και να υπο­κύ­ψει.» («Ριζο­σπά­στης», 18/7/1929, σελ.2 & 19/7/1929, σελ.1,2.).

Στην Οδησ­σό, όταν ο ηρω­ϊ­κός Κόκ­κι­νος Στρα­τός έμπαι­νε στην πόλη, οι Έλλη­νες στρα­τιώ­τες για άλλη μια φορά αρνή­θη­καν να πολε­μή­σουν. Συγκλο­νι­στι­κή η αφή­γη­ση-ντο­κου­μέ­ντο του στρα­τιώ­τη που έζη­σε από κοντά την φρί­κη του πολέ­μου αλλά και το μεγα­λείο της προ­λε­τα­ρια­κής αλλη­λεγ­γύ­ης που επέ­δει­ξαν έλλη­νες φαντάροι:

Σοβιετική αφίσα αναφερόμενη στον ηρωϊσμό των μαχητών του Κόκκινου Στρατού.

Σοβιε­τι­κή αφί­σα ανα­φε­ρό­με­νη στον ηρω­ϊ­σμό των μαχη­τών του Κόκ­κι­νου Στρατού.

«Κατά τις 9 το βρά­δυ σ’ όλη την πόλη ακού­στη­καν ισχυ­ροί κρό­τοι όπλων και χει­ρο­βομ­δί­δων. Οι αξιω­μα­τι­κοί ξελα­ρυγ­γιά­ζο­νται να φωνά­ζυν: “στα όπλα!… Όμως κανείς μας δεν κινεί­ται. Αν δε μπο­ρού­με να ενω­θού­με με τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό όμως δεν θα τον χτυ­πή­σου­με. Θα βοη­θή­σου­με με την παθη­τι­κό­τη­τα μας, με το σαμπο­τάζ, να νική­σει ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός του Προ­λε­τα­ριά­του. Και το κάνα­με αυτό! Όξω στους δρό­μους γινό­τα­νε μάχες. Κανείς μας δεν κινή­θη­κε να χτυ­πή­σει τους Μπολ­σε­βί­κους. Οι περισ­σό­τε­ροι φαντά­ροι των Συμ­μα­χι­κών στρα­τευ­μά­των κάνα­νε το ίδιο κι’ αυτοί. [.…] 

Έχουν περά­σει 10 χρό­νια από τότες. Σήμε­ρα όμως πάλι αρχί­ζουν να μιλούν για μια κανούρ­για τέτοια εκστρα­τεία. Αν το παρά­δειγ­μα μας εκεί­νο δεν τους άρκε­σε, το σημε­ρι­νό θα τους αρκέ­σει. Θα πάμε πάλι όταν μας στεί­λουν στην Ουκρα­νία. Όμως ετού­τη τη φορά δεν θ’ αρκε­στού­με μόνο στην παθη­τι­κή μας στά­ση για τη νίκη των Μπολ­σε­βί­κων. Τώρα θα προ­χω­ρή­σου­με πιο πολύ: Θα ενω­θού­με με τον Κόκ­κι­νο στρα­τό για την απε­λευ­θέ­ρω­σή μας».

[1] Γιάν­νης Κορ­δά­τος, Μεγά­λη Ιστο­ρία της Ελλά­δας, τ. ΧΙΙΙ, 20ός Αιώ­νας, Αθή­να, 1959.
[2] Κώστας Αυγη­τί­δης, Η στρα­τιω­τι­κή επέμ­βα­ση των καπι­τα­λι­στι­κών χωρών ενά­ντια στη Σοβιε­τι­κή Ρωσία και η Ελλά­δα (1918–1920), «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 1999.
[3] Αχιλ­λέ­ας Μπλά­νας, «Η φιλία ανά­με­σα στο Σοβιε­τι­κό και Ελλη­νι­κό λαό» στην Κομ­μου­νι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση, τ. 11/1977.

____________________________________________________________________________

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο